ΕΙΚΟΝίΤΣΑ
ΕΙΚΟΝίΤΣΑ
Ω, Μαρξ,
θυμήσου με μια Κυριακή.
Δεν είμαι πια ο φοιτητής
που σε ξεσκόνιζε.
που σε ξεσκόνιζε.
neatorama
Θυμήσου ότι δεν έλειψε ποτέ
απ' το δωμάτιο η μορφή σου.
Σε καρτποστάλ, σε αφισέτα,
σε ταμπακέρες και κονκάρδες,
πανταπαρών, αδάμαστο το πνεύμα σου,
θυμήσου που δεν είχα για να φάω,
μ΄αγόρασα τα διαλεχτά σου έργα,
που χόρτασα μισθό, τιμή
και ρεύτηκα το κέρδος.
Καιρός να πούνε οι φιλόσοφοι
πώς τον αλλάζουνε τον κόσμο·
πώς τον αλλάζουνε τον κόσμο·
πρωί θα σούρθε η φαεινή ιδέα.
Σε πίστεψα, λιμοκοντόρε, σαν κοριτσάκι
την ελαχτάρησα την επανάστασή σου,
ξόδεψα κάμποση ζωή να διαλαλώ
πως θάρθει ο καιρός ναλλάξει η στορία,
να μην πορνεύεται η δύναμη του εργάτη,
να μην πουλά κανένας να μην αγοράζει,
να γίνουν θρύψαλα ελπίδας οι αλυσίδες.
Αλήτη Κάρολε,
παλιά μου εικονίτσα.
Dear Φρεντ,
Θέλησα
να σου γράψω χτες στο Μουσείο, ξαφνικά όμως ένιωσα πολύ άσχημα και
χρειάστηκε να σταματήσω το διάβασμα ενός ενδιαφέροντος βιβλίου. Η όρασή
μου σκοτείνιασε. Ένας δυνατός πονοκέφαλος, μια απότομη δυσκολία στην
αναπνοή. Έπρεπε να πάω σπίτι. Ο αέρας και το φως άσκησαν την ευεργετική
τους επίδραση πάνω μου. Όταν γύρισα κοιμήθηκα for some time. Η κατάσταση
της υγείας μου είναι τέτοια που θα έπρεπε να εγκαταλείψω για some time
κάθε εργασία και κάθε πνευματική δραστηριότητα. Ωστόσο θα μου ήταν
δύσκολο να το κάνω ακόμα κι αν είχα τα μέσα για να ζήσω μιαν αργή ζωή.
η αρχή επιστολής του Μαρξ (από το Λονδίνο)
στον Ένγκελς (στο Μάντσεστερ)
στις 25 Μαρτίου 1868
από την Αλληλογραφία Μαρξ - Ένγκελς
μτφ. Λ. Αποστόλου
εκδ. Μπάυρον - 2η έκδοση 1986
τ. Β΄ (σελ. 358)
3 σχόλια:
Ω, Μαρξ, θυμήσου ξανά με μια Κυριακή˙
κι αν πεθυμήσουμε, ας πιούμε μια ρακή,
έστω εν τάχει.
Να φάω κάποτε δεν είχα τα λεφτά˙
πήγαινα γόραζα βιβλία σου κλεφτά
απ’ το στομάχι.
Χόρτασα, Κάρολε, χαρτί: Μισθό, Τιμή,
χόρτασα πάντως και «το φως εγώ ειμί»,
το Κέρδος ρεύτηκα.
Την εικονίτσα σου κοιτούσα πτοπρωί˙
κι αν παρασύρθηκα στου χρόνου τη ροή,
δε σοβαρεύτηκα.
Διόρθωση 1ου στίχου στο προηγούμενο σχόλιο:
Ω, Μαρξ, θυμήσου με ξανά μια Κυριακή˙
Δημοσίευση σχολίου