Ημερομηνία δημοσίευσης: 03/03/2013
ΤOY ΓΙΑΝΝΗ ΚΙΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
«Ύστερ' απ' την εξέγερση της 17 του Ιούνη,
ο γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών
έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις
που λέγανε πως ο λαός
έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης
και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει
παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια. Δε θα 'ταν τότε
πιο απλό, η κυβέρνηση
να διαλύσει το λαό
και να εκλέξει έναν άλλον;»
ο γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών
έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις
που λέγανε πως ο λαός
έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης
και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει
παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια. Δε θα 'ταν τότε
πιο απλό, η κυβέρνηση
να διαλύσει το λαό
και να εκλέξει έναν άλλον;»
Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Η λύση» (1953)
Μ' αυτόν τον ποιητικό σαρκασμό αντιμετώπισε ο Μπρεχτ τον αυταρχισμό
του ανατολικογερμανικού καθεστώτος απέναντι στην πρώτη εξέγερση που
αντιμετώπισε. Με έναν ανάλογο, προβλέψιμο αυταρχισμό αντέδρασε η ηγεσία
της Ε.Ε. στον εκλογικό κόλαφο που της επιφύλαξαν οι Ιταλοί. Γιατί, πέρα
από τις πολυσχιδείς αναλύσεις του αποτελέσματος, το λιτό μήνυμα των
Ιταλών είναι ευανάγνωστο: όχι στη λιτότητα, όχι στη δικτατορία των
Βρυξελλών, όχι στη διακυβέρνηση των τεχνοκρατών τύπου Μόντι.
Το αντι-μήνυμα με το οποίο αντέδρασαν συλλήβδην αγορές, ευρωκράτες,
ΜΜΕ και πολιτικοί όλου του φάσματος, συμπεριλαμβανομένης μερίδας της
Αριστεράς, ήταν ο μικρόψυχος αφορισμός περί έκρηξης του «λαϊκισμού».
Ουσιαστικά όλοι τους έκαναν κυριολεξία τον ποιητικό σαρκασμό του Μπρεχτ:
αν ήταν δυνατόν να διέλυαν τον ιταλικό λαό για να εκλέξουν έναν άλλο...
Διατρέχοντας τις περισσότερες βαρύγδουπες αναλύσεις ξένων και
εγχωρίων σχολιαστών, παρατηρεί κανείς κατάχρηση του όρου «λαϊκισμός» για
να περιγραφεί η θεαματική εισβολή στο προσκήνιο του κινήματος του
Γκρίλο, αλλά και η «νεκρανάσταση» του δημοσκοπικά πεθαμένου μέχρι
πρότινος, αλλά ρητορικά ευρωσκεπτικιστή πλέον Μπερλουσκόνι. Οι
απαξιωτικές αναφορές στον «λαϊκισμό» έρχονται ως φυσική συνέχεια της
υστερίας για «άνοδο των άκρων», που ανακατεύει εντέχνως την υποκριτική
ανησυχία για τους νεοναζί με την πίεση προς τη ριζοσπαστική Αριστερά να
μπει στο «καλούπι» της συναίνεσης.
Στις πληθωρικές αναφορές στον «λαϊκισμό» μπλέκονται η παραπλάνηση και
η θεμελιώδης άγνοια. Αναρωτιέμαι τι είδους απάντηση θα έδιναν οι
δημοσιολόγοι της ευκολίας στο απλό ερώτημα: «Και τι είναι λαϊκισμός;». Ο
μέσος πολίτης δικαιούται, με βάση τα τραυματικά του βιώματα, να
ταυτίζει τους λαϊκιστές με τους δημαγωγούς της αρχαίας Αθήνας, τους
δημοκόπους και ψεύτες πολιτικούς που αποσπούν την ψήφο τους με
υποσχέσεις τις οποίες διαψεύδουν άμα τη εκλογή τους. Αλλά για το τι εστί
λαϊκισμός από τη σκοπιά της πολιτικής επιστήμης χρειάζεται να προσφύγει
κανείς στους μελετητές του φαινομένου, που διατρέχει τις δημοκρατίες
από καταβολής τους.
Ο Αργεντίνος διανοητής Ερνέστο Λακλάου δίνει τον πιο πυκνό ορισμό
του: «Είναι η διχοτόμηση του κοινωνικού πεδίου ανάμεσα στους
'προνομιούχους' και τους 'μη προνομιούχους'. Ο λαϊκιστής απευθύνεται
στους τελευταίους, παρακάμπτοντας το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας, και
ζητάει την υποστήριξή τους, ώστε να ανατραπεί το υπάρχον κατεστημένο».
Έτσι απάντησε προ πενταετίας ο ίδιος στο περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα»,
με πλήθος αναφορών σε ιστορικά παραδείγματα, ακόμη και ελληνικά, όπως ο
Ανδρέας Παπανδρέου. Κατά τον Λακλάου ο λαϊκισμός είναι ένα ιδεολογικά
«ουδέτερο» φαινόμενο και τελικά σταθερό στοιχείο της πολιτικής
διαδικασίας που, στις εξάρσεις του, συμπυκνώνει τη δυσφορία των υποτελών
τάξεων απέναντι σε επιλογές της πολιτικής και οικονομικής ελίτ.
Ο εσμός των «αντι-λαϊκιστών», που εμφανίζονται ταυτόχρονα ως
εκφραστές ενός δογματικού, μεταφυσικού «ρεαλισμού», αποκρύπτει το
γεγονός ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην Ελλάδα και τις άλλες υπό
δημοσιονομική κατοχή χώρες της Ευρωζώνης επιβλήθηκε με κραυγαλέα
παράκαμψη του «θεσμικού πλαισίου» της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Με
κανονικά συνταγματικά πραξικοπήματα και με την επιβολή μιας
δημοσιονομικής χούντας των Βρυξελλών. Αλλά και με μια υστερική
επιστράτευση λαϊκιστικών διχοτομήσεων ανάμεσα σε «εργατικούς Βόρειους
και τεμπέληδες Νότιους Ευρωπαίους», σε «διεφθαρμένη και τίμια Ελλάδα» ή
σε «προνομιούχους δημοσίους υπαλλήλους και καταπιεσμένους από το Δημόσιο
ιδιωτικούς».
Ο νεοεφιλελευθερισμός, πεμπτουσία της «ρεάλ πολιτίκ» των
μνημονιοφρόνων, επέλασε στην κοινωνία καβάλα στ' άλογο ενός ακραίου
λαϊκισμού που δημιούργησε απέχθεια για κάθε τι κρατικό, δημόσιο,
συλλογικό και λαϊκό, αφήνοντας πεδίο ελεύθερο μόνο στην ασυδοσία των
οικονομικών ελίτ.
Επομένως το πρόβλημα των «αντι-λαϊκιστών» δεν είναι ο λαϊκισμός του
Γκρίλο ή του Μπερλουσκόνι, η αξιοπιστία των οποίων θα κριθεί σύντομα,
αλλά το πρόσημο που του έδωσε η πλειοψηφία της ιταλικής κοινωνίας
επιλέγοντας να εκτραπεί από την «ορθοδοξία» του ευρωπαϊκού μονόδρομου,
τον «ορθολογισμό» της λιτότητας και τον «ορθό δρόμο των μεταρρυθμίσεων».
Το πρόβλημά τους είναι ο ίδιος ο λαός και η δημοκρατική του επιλογή.
Θα ήταν μικρό το κακό αν ο αυταρχικός ελιτισμός που εκφράζεται στον α
λα καρτ «αντι-λαϊκισμό» εξαντλούνταν σε μερικούς δημοσιολόγους. Το
πρόβλημα, όμως, είναι ότι αυτός είναι ο πυρήνας της σκέψης των
ευρωκρατών και, πολύ περισσότερο, η ουσία του ευρωπαϊκού θεσμικού
τέρατος. Ο λαοί και οι δημοκρατικές τους επιλογές είναι ανεκτοί μόνο
στον βαθμό που επικυρώνουν τις επιλογές του χρηματοπιστωτικού
«διευθυντηρίου». Όσο αποκλίνουν απ' αυτές, τόσο το χειρότερο και για
τους λαούς και για τις δημοκρατίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου