Αναγνώστες

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Χρήσεις και καταχρήσεις της έννοιας του «λαϊκισμού» του Ζακ Ρανσιέρ ΕΝΘΕΜΑΤΑ

του Ζακ Ρανσιέρ

Δεν περνά ούτε μια μέρα που να μην ακούσουμε καταγγελίες για τον κίνδυνο του λαϊκισμού. Κι όμως δεν είναι εξίσου εύκολο να καθορίσουμε την ακριβή σημασία της λέξης. Ποιος είναι λαϊκιστής; Εξετάζοντας τις διάφορες σημασίες και τη ρευστότητα του όρου, διαπιστώνουμε ότι τρία είναι τα ουσιώδη στοιχεία που ορίζουν τον λαϊκισμό, στο πλαίσιο του κυρίαρχου λόγου:

-     Πρώτον, ένας τρόπος απεύθυνσης κατευθείαν στον λαό, που παρακάμπτει τους εκπροσώπους και τους αξιωματούχους.
-     Δεύτερον, ο ισχυρισμός ότι οι κυβερνήσεις και οι κυβερνώσες ελίτ μεριμνούν περισσότερο για τα δικά τους συμφέροντα παρά για το δημόσιο συμφέρον.
-    Τρίτον, μια ταυτοτική ρητορική που εκφράζει φόβο και απόρριψη των ξένων.

Είναι σαφές, βέβαια, ότι δεν υπάρχει κάποια αναγκαία σχέση που συνδέει μεταξύ τους τα τρία αυτά χαρακτηριστικά. Το ότι υπάρχει μια οντότητα που αποκαλείται «λαός», η οποία αποτελεί την πηγή κάθε εξουσίας και το σώμα στο οποίο απευθύνεται προνομιακά ο πολιτικός λόγος, είναι μια πεποίθηση που ενέπνεε παλαιότερα όλους όσους μιλούσαν από τη σκοπιά της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Δεν συνδέεται με καμιάς μορφής ρατσιστικά ή ξενοφοβικά αισθήματα.
Δεν χρειαζόμαστε κανέναν δημαγωγό για να μας αποκαλύψει ότι οι πολιτικοί μας σκέφτονται την καριέρα τους και όχι το μέλλον των συμπολιτών τους ή ότι οι ηγέτες μας συναγελάζονται στενά με τους εκπροσώπους των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων: οι ίδιες εφημερίδες που καταγγέλλουν τη «λαϊκιστική» ασυδοσία, μας προσφέρουν καθημερινά τις πιο λεπτομερείς αποδείξεις. Από την πλευρά τους, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων που θεωρούνται «λαϊκιστές», όπως ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ή ο Νικολά Σαρκοζί, αποφεύγουν με κάθε τρόπο να διακινήσουν τη «λαϊκίστικη» ιδέα ότι οι ελίτ είναι διεφθαρμένες. Ο όρος «λαϊκισμός» δεν χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποια συγκεκριμένη πολιτική δύναμη. Δεν αναφέρεται σε καμιά ιδεολογία, ούτε καν ένα συγκροτημένο πολιτικό στυλ. Χρησιμεύει απλώς για να φιλοτεχνήσει μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα του λαού.

Κι αυτό επειδή «ο λαός» δεν υπάρχει. Εκείνο που υπάρχει είναι διαφορετικές ή και ανταγωνιστικές εικόνες του λαού, που έχουν φτιαχτεί η καθεμιά με την επιλεκτική προβολή συγκεκριμένων μορφών συνάθροισης, ορισμένων διακριτικών χαρακτηριστικών, κάποιων ικανοτήτων ή αδυναμιών. Η έννοια του λαϊκισμού κατασκευάζει έναν λαό που τον χαρακτηρίζει το ακαταμάχητο κράμα μιας ικανότητας (της ωμής δύναμης του πλήθους) και μιας αδυναμίας (της άγνοιας που αποδίδεται επίσης στο πλήθος). Γι’ αυτό ακριβώς, το τρίτο στοιχείο, ο ρατσισμός, έχει ουσιώδη σημασία. Χρησιμεύει για να δείξει στους δημοκράτες, πάντα επιρρεπείς σε έναν αφελή ιδεαλισμό, τι εστί λαός στην πραγματικότητα: ένα κοπάδι κυριευμένο από ένα από μια πρωτογενή ενόρμηση απόρριψης, που μπορεί να στραφεί ταυτόχρονα κατά των κυβερνώντων τους οποίους θα ξεσκεπάσει ως προδότες, αδυνατώντας να κατανοήσει την συνθετότητα των πολιτικών διαδικασιών, αλλά και κατά των ξένων που ο λαός αυτός τους φοβάται λόγω της αταβιστικής του προσκόλλησης σε έναν τρόπο ζωής που απειλείται από τη δημογραφική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη. Η έννοια του λαϊκισμού επαναφέρει μια εικόνα του λαού που εισήγαγαν στα τέλη του 19ου αιώνα στοχαστές όπως ο Ιππόλυτος Ταιν και ο Γουσταύος Λε Μπον, τρομοκρατημένοι από την Παρισινή Κομμούνα και την άνοδο του εργατικού κινήματος: του άξεστου πλήθους, του όχλου που εντυπωσιάζεται από τα ηχηρά συνθήματα των «μπροστάρηδων» και άγεται σε ακραίες βιαιότητες διαμέσου της διασποράς ανεξέλεγκτων διαδόσεων και ενός μεταδοτικού φόβου.

Κατά πόσον όμως μπορούμε να μιλάμε για τέτοια επιδημικά ξεσπάσματα ενός τυφλωμένου όχλου που άγεται από χαρισματικούς ηγέτες στη σημερινή Γαλλία; Όσες διαμαρτυρίες κι αν διατυπώνονται καθημερινά απέναντι στους μετανάστες, και ιδίως τους «νέους των προαστίων», πάντως δεν παίρνουν τη μορφή μαζικών λαϊκών διαδηλώσεων. Αυτό που αποκαλούμε ρατσισμό σήμερα στη χώρα μας είναι, κατά βάση, ο συνδυασμός δύο στοιχείων. Το πρώτο είναι μια σειρά διακρίσεις όσον αφορά την εύρεση εργασίας ή την ενοικίαση κατοικίας. Το δεύτερο είναι μια σειρά κρατικές ενέργειες, καμία από τις οποίες δεν υπήρξε αποτέλεσμα κάποιου μαζικού κινήματος: περιορισμοί για την είσοδο στη χώρα, μη νομιμοποίηση ανθρώπων που δουλεύουν, καταβάλλουν εισφορές και πληρώνουν φόρους εδώ για πολλά χρόνια, περιορισμένη εφαρμογή του «δικαίου του εδάφους», διπλές ποινές (διοικητικές και δικαστικές), νόμοι κατά της μαντίλας και της μπούρκας, φορολογία για την εξεύρεση πόρων που θα χρησιμοποιηθούν για την «επαναπροώθηση» μεταναστών ή τη διάλυση νομαδικών καταυλισμών. Αυτά τα μέτρα έχουν πρωταρχικό στόχο να καταστήσουν επισφαλή τα εργασιακά και πολιτικά δικαιώματα ενός τμήματος του πληθυσμού, και να δημιουργήσουν έναν αριθμό ξένων εργαζομένων που μπορεί ανά πάσα στιγμή να απελαθεί στις χώρες τους και Γάλλων που δεν θα είναι βέβαιοι για την παραμονή τους.

Τα παραπάνω μέτρα στηρίζονται από μια ιδεολογική καμπάνια που νομιμοποιεί αυτή τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων κάποιων, με το επιχείρημα ότι αυτοί δεν διαθέτουν ορισμένα από τα στοιχεία που συγκροτούν την εθνική ταυτότητα. Δεν είναι όμως οι «λαϊκιστές» του Εθνικού Μετώπου εκείνοι που ξεκίνησαν αυτή την εκστρατεία. Είναι οι διανοούμενοι, και μάλιστα της Αριστεράς, εκείνοι που ανακάλυψαν το εξής ακαταμάχητο επιχείρημα: αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι αληθινά Γάλλοι, γιατί δεν είναι εκκοσμικευμένοι.

Το πρόσφατο «ολίσθημα» της Μαρίν Λε Πεν είναι εξαιρετικά διδακτικό επ’ αυτού: στην πραγματικότητα συμπύκνωσε σε μια συγκεκριμένη εικόνα μια ακολουθία ( μουσουλμάνος = ισλαμιστής = ναζί ), λίγο πολύ διαδεδομένη και στη δημοκρατική ρητορεία. Η «λαϊκιστική» άκρα δεξιά δεν εκφράζει ένα ξενοφοβικό πάθος, που πηγάζει από τα βάθη του λαϊκού σώματος· είναι ένας δορυφόρος που εκμεταλλεύεται προς όφελός του τις στρατηγικές του κράτους και τις καμπάνιες των διανοουμένων υπέρ των διακρίσεων. Το κράτος συντηρεί ένα μόνιμο αίσθημα ανασφάλειας που μπορεί να συνδυάζει από την απειλή της κρίσης και της ανεργίας μέχρι το λιώσιμο των πάγων και τη ρύπανση του περιβάλλοντος, για να τις χωνέψει όλες στην υπέρτατη απειλή, την ισλαμική τρομοκρατία. Η άκρα δεξιά προσθέτει τα χρώματα της σάρκας και του αίματος στο πορτρέτο που έχουν ήδη σκιαγραφήσει με ακρίβεια τα υπουργικά μέτρα και ο λόγος των ιδεολόγων.

Έτσι, ούτε οι «λαϊκιστές» ούτε ο λαός που φιλοτεχνούν οι τελετουργικές καταγγελίες του λαϊκισμού ανταποκρίνονται πραγματικά στον ορισμό τους. Αλλά αυτό λίγο ενδιαφέρει όσους τους επισείουν ως φαντάσματα. Το κρίσιμο, γι’ αυτούς, είναι να αναμίξουν σε ένα ακατάλυτο αμάλγαμα αυτή καθαυτή την ιδέα του λαού της Δημοκρατίας με την ιδέα του επικίνδυνου όχλου. Και να εξάγουν το συμπέρασμα πως πρέπει όλοι να αποδεχτούμε αυτούς που μας κυβερνούν, καθώς οποιαδήποτε αμφισβήτηση της νομιμότητας και του κύρους τους ανοίγει την πύλη προς τον ολοκληρωτισμό. «Καλύτερα μια δημοκρατία-μπανανία, παρά μια φασιστική Γαλλία» ήταν ένα από τα απεχθέστερα συνθήματα κατά του Λεπέν τον Απρίλιο του 2002. Ο καταιγισμός που δεχόμαστε σήμερα για τους θανάσιμους κινδύνους του λαϊκισμού επιδιώκει να εμπεδώσει, στο πεδίο της θεωρίας, την ιδέα ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα