Αναγνώστες

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Για την υποκρισία, και τον κυνισμό( ταιριαζει και στην Σταση των Ευρωπαίων - Γερμανων απεναντι στην Κυπρο)



Για την υποκρισία, και τον κυνισμό, παλιότερα και σήμερα.


Η υποκρισία αντιστοιχούσε στην νεωτερική συνθετική εικόνα του κόσμου ,η σύνταξη των επιχειρημάτων ήταν ιεραρχική, η επίκληση των καλών προφάσεων συγκάλυπτε την κόλαση των προθέσεων.


Ένα παράδειγμα υποκρισίας που αφορούσε στην Αμερική του 17ου αιώνα αφηγείται ο Χώθορν στο μυθιστόρημα του« The scarlet letter»(1850).Μια νεαρή γυναίκα διαπράττει το αμάρτημα της μοιχείας και φέρνει στον κόσμο ένα κοριτσάκι. Μητέρα και κόρη εκτίθενται σε κοινή θεά πάνω στην εξέδρα ενώπιον όλης της κοινότητας, ενώ ο πάστορας καταδικάζει την μοιχαλίδα.Η πρωταγωνίστρια, στο εξής θα πρέπει να ζήσει με την κόρη της στο περιθώριο της κοινωνίας, σε ένα απόμερο σπίτι αρκούμενη στα ελάχιστα χρήματα που της δίνουν για τα κεντήματα της υποχρεωμένη να φέρει πάντα στο στήθος ένα μεγάλο κόκκινο γράμμα, το «Μ»της μοιχαλίδας, για να θυμίζει το αμάρτημα της. Το δυναμικό ψυχολογικό στοιχείο ,βρίσκεται στο γεγονός ότι, ο πάστορας που τόσο βιαία την καταδικάζει και την ταπεινώνει, στην πραγματικότητα, είναι ο εραστής της γυναίκας και πατέρας της κόρης της. Αυτό ήταν η υποκρισία!

Στη μετάνεωτερική, πολυπρισματική εποχή μας, όμως, αντιστοιχεί ο κυνισμός ως ‘’αυτοεξυμνούμενη πανουργία’’ . Τα επιχειρήματα παρατάσσονται από-ιρεαρχημένα, σκωπτικά, ασυντόνιστα σε ένα είδος λόγου πού περισσότερο αποκαλύπτει παρά συγκαλύπτει. Στην εποχή μας υποκρισία και κυνισμός συγχωνεύονται σε ένα παράξενο μάγμα .
Χούτσπα (chutzpath) είναι η λέξη της εβραϊκής διαλέκτου Yiddish για το ανεπεξέργαστο θράσος και την ωμή ξετσιπωσιά.
«Χούτσπα:ο καλύτερος ορισμός είναι η περίφημη ιστορία του αγοριού που σκότωσε τους γονείς του κι έπειτα ζήτησε την επιείκεια του δικαστηρίου με τη δικαιολογία πώς ήταν ορφανό


4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

με αφορμή το παραπάνω κείμενοο σας καταθέτω μια δική μου συμβολή που ίσως φανεί χρήσιμη στο διάλογο:


Πολιτικός Κυνισμός: Σύμπτωμα ή αιτία της κρίσης εκπροσώπησης;

Νίκος Δεμερτζής
Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Τμήμα ΕΜΜΕ


Επειδή στην πολιτική και επιστημονική γλώσσα οι λέξεις που χρησιμοποιούμε είναι κατά κανόνα διφορούμενες, πριν μπω στο κυρίως θέμα μου θα ξεκινήσω με δύο πλαισιωτικά σχόλια. Πρώτον, η απροβλημάτιστη χρήση του ιατρογενούς όρου «κρίση» εξυπονοεί (και υποκρύπτει συνάμα) μια ιδεώδη ή «φυσιολογική» συνθήκη οργάνωσης, διαμεσολάβησης και εκπροσώπησης κοινωνικών συμφερόντων από τα κόμματα, τις κυβερνήσεις κ.λπ. έτσι, ώστε κάθε τι έξω από αυτή να συνιστά παρέκλιση ή παθογένεια. Αντί όμως της «κρίσης» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθούν οι λέξεις «μετεξέλιξη», «αλλαγή», «μετασχηματισμός» ή «μεταβολή» και κατ’ αυτόν τον τρόπο να ορισθεί διαφορετικά η κατάσταση. Ας μη ξεχνάμε, στην πολιτική οι λέξεις είναι όπλα στον αγώνα για την εξουσία και ο ορισμός ενός γεγονότος ή μιας συλλογικής εμπειρίας ευνοεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα συμφέροντα μιας ομάδας, προνομιούχου ή μη. Η χρήση της «κρίσης» συνήθως φοβίζει και συσπειρώνει.
Δεύτερον, κάθε κρίση νομιμοποίησης (δηλαδή η αμφισβήτηση της στοχοθεσίας και του ηθικού θεμελίου των ενεργειών ενός πολιτικού οργανισμού), καθώς και κάθε διοικητική κρίση (δηλαδή η ανεπάρκεια κρατικών ή μη κρατικών δρώντων στην αντιμετώπιση οικονομικών, περιβαλλοντικών και ποικίλων διαχειριστικών προβλημάτων) δεν συνεπάγεται αυτομάτως και κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Στην εκδήλωση της τελευταίας συμβάλλει ο ανοικτός ή κλειστός χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος, το ισχυρό ή αδύναμο κράτος, ο αριθμός των κομμάτων, το εκλογικό σύστημα, οι αδράνειες της πολιτικής κουλτούρας, αλλά και οι εκάστοτε συγκυρίες. Έτσι, χωρίς να αποκλείονται μετατροπές στο άμεσο ή απώτερο μέλλον, δεν πρέπει να εκπλήσσει η επικράτηση του δικομματισμού στην Ελλάδα παρά τη χρονίως εκδηλούμενη δυσφορία απέναντι στην πολιτική και τους πολιτικούς.
Στις τρέχουσες πολιτικές αναλύσεις, ως έκφραση, σύμπτωμα και αιτία, της κρίσης νομιμοποίησης (και εν μέρει εκπροσώπησης) θεωρείται συνήθως ο πολιτικός κυνισμός. Ως πολιτικός κυνισμός εκλαμβάνεται η δυσπιστία στην ειλικρίνεια, την ακεραιότητα και τις προθέσεις των πολιτικών αρχών, του πολιτικού προσωπικού και των πολιτικών θεσμών, οι οποίοι θεωρείται ότι δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του εκλογικού σώματος. Ο πυρήνας του πολιτικού κυνισμού καταλαμβάνεται από την απουσία εμπιστοσύνης, ανεξάρτητα από επιχειρήματα υπέρ ή κατά. Δεν είναι απλός σκεπτικισμός, αλλά μια εμπεδωμένη και γι αυτό αυτο-εκπληρούμενη αρνητικότητα απέναντι στους πολιτικούς και την πολιτική διαδικασία. Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι υποσκάπτει τη δημοκρατία καθώς οδηγεί σε μειωμένη πολιτική συμμετοχή, σε απάθεια και αποξένωση. Διεθνώς, ο πολιτικός κυνισμός προσδιορίζεται συνήθως από τις τοποθετήσεις του κοινού σε ερωτήσεις του τύπου: «Πιστεύεις ότι υπάρχει διαφθορά στη δημόσια ζωή της χώρας; Σε ποιο βαθμό νομίζεις ότι κυβερνάται η χώρα για το γενικό καλό; Πόσο συχνά πιστεύεις ότι η κυβέρνηση κάνει σωστές ενέργειες στα διάφορα θέματα; Δεν βρίσκω πολλά στο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας που να με κάνουν υπερήφανο/η». Στην Ελλάδα μάλιστα, πολύ συχνά, η απαρέσκεια και οι σχεδόν απόλυτα απορριπτικές στάσεις έναντι του πολιτικού προσωπικού και των περισσότερων πολιτικών θεσμών ακολουθούν αυξητική τάση ακόμα και στις παραμονές εκλογών, σε συγκυρίες, δηλαδή, κατά τις οποίες αναμένεται ότι ο πολίτης αφοσιώνεται περισσότερο στην πολιτική διαδικασία. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να συμμετέχει μαζικά στις εκλογές, κάτι που ασφαλώς δεν οφείλεται μόνο στη μέχρι πρότινος υποχρεωτικότητα της ψήφου.
Εδώ θέλω να αμφισβητήσω την κοινότοπη αυτή αντίληψη και να υποστηρίξω ότι ο πολιτικός κυνισμός δεν είναι μια γνωστικού τύπου εκτίμηση και δεν εξαντλείται στη δυσπιστία απέναντι στην πολιτική και τους πολιτικούς. Απεναντίας, είναι μια σύνθετη θυμική κατάσταση αποτελούμενη από ειρωνεία, σαρκασμό, διακωμώδηση, δυσφορία, μελαγχολία, απαισιοδοξία, αυτο-λύπηση, απελπισία, σκεπτικισμό, καγχασμό, δυσπιστία, κακοπιστία, μοιρολατρεία, αγανάκτηση, επιφυλακτικότητα και μνησικακία. Βεβαίως τα συστατικά αυτά χαρακτηριστικά, που πολύ δύσκολα εντοπίζονται με τα εργαλεία της εμπειρικο-στατιστικής ανάλυσης, συνδυάζονται και στοιχίζονται διαφορετικά ανά περίπτωση, ακριβώς διότι ο πολιτικός κυνισμός δεν ειναι ένας για όλους. Έτσι, είναι άλλος ο σαρκαστικός και ειρωνικός κυνισμός των από πάνω, όπου αξίες και αρχές λειτουργούν προσχηματικά και όπου, όπως έχει λεχθεί, ο κυρίαρχος αποκαλύπτει τη μάσκα του, χαμογελά με κατανόηση στον αδύναμο αντίπαλό του συνεχίζοντας μολοντούτο να τον καταπιέζει, και ειναι άλλος ο καγχαστικός, δυσφορικός και μοιρολατρικός κυνισμός των από κάτω, που λειτουργεί ως ψυχική παρακαμπτήριος της ντροπής και ως άμυνα απέναντι σε δύσκολες συνθήκες ζωής που δεν μπορούν να αλλάξουν.
Παρομοίως, μπορεί κανείς να διακρίνει ανάμεσα σε έναν εποικοδομητικό και έναν καταστροφικό πολιτικό κυνισμό. Συναποτελούμενος από ειρωνεία, σκεπτικισμό, επιφυλακτικότητα, και δυσπιστία, ο πρώτος είναι συμβατός με τη δημοκρατία καθώς ευνοεί την αποστασιοποίηση από μισαλλόδοξες «αλήθειες» και την ανεκτικότητα απέναντι στον άλλο. Αντίθετα, ο έτερος τύπος είναι ασύμβατος με τη δημοκρατία καθώς στηρίζεται στην κακοπιστία, το μηδενισμό και τη διακωμώδηση των πάντων. Όντως τότε προκαλείται κρίση εκπροσώπησης. Στην περίπτωση όμως του εποικοδομητικού κυνισμού μπορούν να ενεργοποιηθούν κρυμμένες δυνατότητες και να αλλάξουν οι όροι του πολιτικού ανταγωνισμού.

ο δείμος του πολίτη είπε...

Βέβαια, το "άλικο γράμμα" σίγουρα παρουσίαζε την νεωτερική υποκρισία, αλλά το "Dogville" ως κινηματο-θεατρική παράσταση ήταν πιο βαθιά μέσα στη νεωτερική υποκρισία της προ-κραχ κοινωνίας.

Νοσφεράτος είπε...

δειμε αυτο να το συζητησουμε καποια στιγμή.Πολύ πολύ ενδιαφερον ..
Ομως προκειται για Υποκρισια ( στο Ντογκ βιλε ) η για κατι αλλο που υποκίνεται την ..υποκρισια;
απο οσο θυμαμαι το ντογκβιλ ηυποκρισια διαλυετι πολύ γρηγορα και αναδεικνυεται η ωμοτητα...

ο δείμος του πολίτη είπε...

Ω ναι, ως πιο σύγχρονο έργο, την υποκρισία του Dogville διαδέχεται η ωμότητα της εκδίκησης και η επιστροφή στο γκάγκστερ σύζυγο/πατέρα. Απλά εδώ η εκδίκηση έρχεται ως κάθαρση για την υποταγή, τον εξευτελισμό και το βιασμό -σωματικό και ψυχικό- σε μία άγρια εποχή, όταν η πρωταγωνίστρια έχει όλα τα μέσα, αλλά υποκρίνεται στον εαυτό της ότι επαναστατεί κι αρχίζει από την αρχή ξανά.

Στο "άλικο γράμμα" η υποκρισία είναι μόνιμη. Συνεχίζει και μετά το happy end. Η ηρωίδα δεν έχει καμία εξουσία, κανένα μέσο διαφυγής στην ουσία. Ούτε κι ο παπάς στην πραγματικότητα.