Σκηνικό Χριστουγέννων
Αυτό είναι ένα άρθρο που έγραψα για το Wild Thing:
Ο μύθος λέει οτι οι γιορτές είναι η χαρά των παιδιών κι αυτόν το μύθο τον έχουν δημιουργήσει, φυσικά, οι ενήλικες. Θυμάμαι, όταν ήμουν πιτσιρικάς, σιχαινόμουν τις γιορτές γιατί ήταν τίγκα στις υποχρεώσεις και στα συγγενολόγια κι αν πεις για δώρα, άστο καλύτερα. Όλο κάτι απαίσια πουλόβερ μού παίρνανε και κάτι κοτλέ παντελόνια που ούτε να τα φτύσω. Άσε που κλείνανε τα σχολεία, θα πεις «κακό είναι αυτό;» Ολέθριο! Επειδή οι μεν καλοί μαθητές δεν είχαν που να κάνουν τη φιγούρα τους και οι κακοί σαν την αφεντιά μου, χάνανε τις παρέες τους οι οποίες μετακόμιζαν στα χωριά των γονιών τους για να γιορτάσουν τις άγιες μέρες.
Μεγαλώνοντας
δεν κατάφερα μεν να αποβάλλω την απέχθειά μου για το Πάσχα (αρνιά τα οποία δεν
τρώω και κλαρίνα που με πονοκεφαλιάζουν) αλλά αγάπησα τα Χριστούγεννα. Και την
Πρωτοχρονιά. Γιατί αυτές οι γιορτές είναι νυχτερινές, η πόλη γίνεται
ιλουστρασιόν υπερπαραγωγή και (το καλύτερο) κάνει κρύο. Πλέον οι φίλοι μου
μεγάλωσαν αλλά εξακολουθούν να πηγαίνουν στα χωριά τους (ή, παλιότερα, προ
κρίσης, σε τροπικά μέρη, άλλη ανωμαλία κι αυτή!) Κάθομαι λοιπόν κι εγώ σπίτι,
οικογενειακά, και ρίχνω κλασσικές ταινίες στο μηχάνημα, δεν υπάρχει καλύτερο
πράγμα από το να βλέπεις ταινία με μοναδικό φωτισμό τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου
δέντρου!
Οι
χριστουγεννιάτικες ταινίες είναι από μόνες τους ειδική κατηγορία στο Χόλυγουντ
(και προσφάτως στην Ελλάδα), όμως οι δικές μου αγαπημένες χριστουγεννιάτικες
ταινίες με το ζόρι χωράνε στην κατηγορία αυτή. Αν, λοιπόν, με ρωτήσεις πώς έχω
στο μυαλό μου το πνεύμα των Χριστουγέννων, κάτι από τα παρακάτω θα σου
απαντήσω:
Τσαλακωμένα όμορφο όπως το The fabulous Baker boys
(1989). Ο Steve
Klovs έχει αφήσει ελεύθερα δυο
αιλουροειδή στο πλατό, τον Jeff
Bridges και τη Michelle Pheiffer,
έχει ρίξει ανάμεσα τους εκείνο το ντροπαλό ανθρωπάκι τον Beau (τον αδερφό του Jeff) και περιμένει να δει αίμα. Τα
δυο αδέρφια, πιανίστες καταγωγίων στην ταινία, προσπαθούν να πιάσουν την καλή
και φαίνεται να τα καταφέρνουν όταν πέφτει στα χέρια τους η ακατέργαστη
γκομενίτσα Michelle η
οποία διαθέτει φωνάρα πέραν της κορμάρας. Τα σκηνικά των μπαρ παντού χριστουγεννιάτικα,
οι σχέσεις των αδερφών μονίμως σε φάση πριν την έκρηξη και, φυσικά, η κυρία
τούς κάνει χάλια όταν αποδεικνύεται οτι εκτός από όλα τα εμφανή προσόντα της
διαθέτει και ατίθασο χαρακτήρα.
Οι
σκηνές στις οποίες ο Jeff
με τη Michelle ερωτοτροπούν κατά τη διάρκεια
μουσικών παραστάσεων είναι πιο δολοφονικές από τη μονομαχία στο OK Corral. Και ο ταλαίπωρος ο Beau, καταφέρνει, με το σπρέι που
ψεκάζει τις αρχές φαλάκρας του, με το θλιμμένο βλέμμα και την ανασφάλειά του,
να μην γίνει τροφή για τα θηρία, μη σου πω οτι στο τέλος το παιχνίδι λήγει
τριπλή ισοπαλία! Από τα φτηνά σακάκια και τα σκισμένα μίνι στα φράκα και τις
τουαλέτες, από τα βρωμερά υπόγεια στα πολυτελή μπαρ η ταινία διαθέτει οτι
ακριβώς πρέπει να έχει μια γιορτή. Λάμψη και θλίψη.
Πνευματώδες
έως και χοντροκομμένα χαβαλεδιάρικο όπως το Trading places (1983). Ο John
Landis στήνει μια παρανοϊκή φάρσα
ξεβρακώνοντας αδιάκριτα την κτηνωδία των πλουσίων. Δυο αδέρφια, παραλήδες,
βάζουν στοίχημα σχετικά με το αν υπάρχει όντως αυτό που λέμε ‘γαλάζιο αίμα’ ή
αν τελικά τα λεφτά κάνουν τον άνθρωπο. Αποφασίζουν λοιπόν να πειραματιστούν,
μετατρέποντας τον πλούσιο μέλλοντα γαμπρό τους σε ζήτουλα και αντιστοίχως
αναβαθμίζοντας έναν ζήτουλα σε μεγιστάνα. Ο Dan Aykroyd πριν
γίνει βούβαλος κι ο Eddie
Murphy πριν καταταγεί στη μπατσαρία του
Μπέβερλι Χιλς δίνουν ρέστα αλλάζοντας συνεχώς ρόλους, η θεά Jamie Lee Curtis στον
ρόλο της καλόψυχης πόρνης και ένα κάρο δημιουργοί του Χόλυγουντ σε cameo εμφανίσεις φτιάχνουν μια από τις
καλύτερες κωμωδίες του παγκόσμιου κινηματογράφου (κι αν δεν γινόταν εντελώς
μπουρλέσκ το δεύτερο μέρος προκειμένου να κάνει τα καραγκιοζιλίκια του ο Murphy θα μιλούσαμε για αριστούργημα). Η
υπόθεση διαδραματίζεται τις μέρες των Χριστουγέννων σε μια στολισμένη Φιλαδέλφεια
όπου οι γιρλάντες και τα γκι κάνουν τη φτώχεια να δείχνει ακόμα πιο απάνθρωπη.
Βέβαια,
καλό είναι να μην ξεχνάμε το νόημα των άγιων αυτών ημερών, γι΄αυτό επιβάλλεται
η παρακολούθηση κάποιας θρησκευτικής ταινίας όπως το Life of Bryan
(1979). Όπου ο Terry
Jones μεγαλουργεί σκηνοθετώντας
ολόκληρο τον θίασο των Monty
Python στην καλύτερη στιγμή της
κινηματογραφικής τους σταδιοδρομίας. Κι
αυτός ο κακομοίρης ο Bryan,
έχοντας την ατυχία να γεννηθεί την ίδια μέρα με τον Ιησού Χριστό ακολουθεί μια
εξίσου εντυπωσιακή πορεία προς την εξαναγκασμένη αγιοσύνη, καταλήγοντας βεβαίως
κι αυτός στον σταυρό. Ισραηλίτες φραξιονιστές επαναστάτες, προφήτες ορκισμένοι
σε χρόνια σιωπής, Ρωμαίοι μπουνταλάδες και ο Πόντιος Πιλάτος με ένα μικρό
προβληματάκι ομιλίας παρελαύνουν ασύντακτα δημιουργώντας τρομερές σκηνές
παρωδίας. Ποιος δεν θυμάται τον λεπρό που θεραπεύτηκε παρά τη θέλησή του ή τους
Ρωμαίους που μαθαίνουν με το ζόρι ορθογραφία στον Bryan, ή τους 3 Μάγους που κάνουν
λάθος φάτνη; Και ποιος έχει δει παρανοϊκότερη σκηνή από την ολιγόλεπτη απαγωγή
του Bryan
από εξωγήινους;
Τα
Χριστούγεννα συνηθίζεται να ξυπνάνε αισθήματα φροντίδας των αναξιοπαθούντων
συνανθρώπων μας, τότε μας πιάνει η κάψα να βοηθήσουμε όσους κοιμούνται στους
δρόμους, να ταΐσουμε τους πεινασμένους και να ντύσουμε όσους κρυώνουν. Γι΄αυτό
και το Meet
John
Doe (1941) ξεκινάει και τελειώνει με
Χριστούγεννα. Ο τεράστιος Frank
Capra σκηνοθετεί την τεράστια μούρη που
ακούει στο όνομα Gary
Cooper, η ντίβα Barbara Stanwyck δίνει
ρέστα στον ρόλο της οπορτουνίστριας δημοσιογράφου που γοητεύεται από την επαφή
της με το καλό και το αγαθό (κάπως άτσαλα και αδικαιολόγητα βεβαίως, επειδή η
ταινία κάνει μπαμ οτι έχει μπει σε καλούπι προκειμένου να εγκριθεί από τα
στούντιο, αρκεί μόνο η ξεκάρφωτη αναφορά στον Ιησού Χριστό στο τέλος της
ταινίας για να το καταλάβει κι ο πιο ανυποψίαστος). Πρόκειται για μια ιστορία
κτηνωδίας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (και το γεγονός οτι ο ρόλος τους
καταγγέλλεται τόσο νωρίς και μάλιστα σε εποχή παγκοσμίου πολέμου, αυξάνει τη
σημαντικότητα της ταινίας). Η νεαρή αδίστακτη δημοσιογράφος, στην προσπάθειά
της να σταδιοδρομήσει σε μια εφημερίδα που κατρακυλάει στον κιτρινισμό, επινοεί
την ύπαρξη ενός απελπισμένου άστεγου ο οποίος στέλνει δήθεν επιστολή απειλώντας
να αυτοκτονήσει σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής. Η
δημοσίευση της επιστολής χτυπάει διάνα στην ηδονοβλεπτική φλέβα του
αναγνωστικού κοινού με αποτέλεσμα να αναζητείται ο ανύπαρκτος άστεγος
προκειμένου να συνεχιστεί η ‘δημοσιογραφική επιτυχία’. Τι γίνεται όμως όταν ο
άστεγος που αναλαμβάνει να παίξει τον συγκεκριμένο ρόλο αποδεικνύεται
χαρισματικός πολιτικός ηγέτης; Η καταγγέλλει το ρόλο των Μέσων στη διαμόρφωση
πολιτικής συνείδησης πιο επιθετικά και από το Citizen Cane,
κατά την ταπεινή μου γνώμη, κι αν δεν είχε εκείνο το νερόβραστο φινάλε θα
μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως αντιεξουσιαστικό μανιφέστο.
Είμαι
της άποψης οτι όλα είναι θέμα στυλ, ακόμα κι ο εφιάλτης. Εννοώ οτι ανάμεσα σε
μια κακογυρισμένη φρίκη τύπου Blair
Witch
Project και τον ονειρικό τρόμο του Don’t look now,
προτιμώ και προτείνω φανατικά το δεύτερο ενώ βαριέμαι αφόρητα το πρώτο. Αν
μάλιστα ο εφιάλτης χρησιμοποιεί σαν σκηνικό κάποια τρομακτική πόλη όπου γίνεται
στο In
Bruges (2008) τότε μιλάμε για αληθινή
ευτυχία. Δεν αναφέρθηκα τυχαία στο καταπληκτικό Don’t look now
λίγο παραπάνω. Θεωρώ οτι ο σκηνοθέτης Martin McDonagh αποδίδει
φόρο τιμής σε εκείνη την καταπληκτική ταινία του Nicolas Roeg, απόδειξη γι΄αυτό είναι ο
εφιαλτικός νάνος-καταλύτης ο οποίος φαίνεται να έχει δραπετεύσει από τη Βενετία
για να εγκατασταθεί στη Μπριζ. Ο Colin
Farell σε ρόλο ηλίθιου πιστολά με
ευαισθησίες (ρόλος που τού πάει γάντι), ο Brendan Gleeson σε
μια από τις χαρακτηριστικές, ογκώδεις και πολυεπίπεδες ερμηνείες του και ο Ralph Fiennes στον
καλύτερο ρόλο που έχει ερμηνεύσει μέχρι σήμερα (κατά την ταπεινή μου άποψη), η
τρομακτικά πανέμορφη Μπριζ, μια ταινία που γυρίζεται μέσα στην ταινία και ένας
σκασμός δράσης! Όλα αυτά δίπλα σε χριστουγεννιάτικες γιρλάντες και στολισμένες
εκκλησίες, το γιορτινό κλίμα που λατρεύω γαρνιρισμένο με ματωμένους ημιθανείς
οι οποίοι σέρνονται μέχρι να παραδώσουν πνεύμα. Το απόλυτο Χριστούγεννο με δυο
λόγια!
Κι
αφού μπήκαμε στον εφιάλτη, λέω να παραμείνουμε! Είμαι άνθρωπος που βαριέται τα
σπλάτερ (όπως και τα σκληρά πορνό) επειδή έχω αυτό το άγχος περί υπόθεσης και
στα συγκεκριμένα είδη κινηματογραφικής τέχνης μπερδεύομαι από το πρώτο
δεκάλεπτο με αποτέλεσμα να μην ξέρω ποιος ξεκοιλιάζει ποιον και ποιος πηδάει
ποιαν, δράμα η κατάσταση! Προτιμώ λοιπόν αυτό που θα λέγαμε ‘κοινωνικό εφιάλτη’
ή αλλιώς εκείνες τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας οι οποίες δεν βασίζονται
σε γκόμενες με 3 βυζιά και εξωγήινους με πλοκάμια αλλά στις εφιαλτικές
κοινωνίες ενός μέλλοντος που μπορεί να είναι ήδη εδώ. Τέτοια ταινία είναι το Brazil (1985). Ο Terry
Gilliam χρησιμοποιεί την κεντρική αίσθηση
του 1984 (Τζορτζ Όργουελ) σαν βάση
προκειμένου να κεντήσει την απόλυτη παράνοια. Είχαμε πάει, θυμάμαι, να δούμε
την ταινία όταν πρωτοπαίχτηκε, περιμένοντας κάτι σαν Monty Pythons κι έτσι ήταν, αλλά και δεν ήταν,
συγχρόνως! Έμοιαζε λες και το χειρουργικό νυστέρι των Monty να είχε προχωρήσει πολύ πιο
βαθειά, εκεί που πριν τους βλέπαμε να κόβουν το ροσμπίφ με χειρουργική
προσήλωση, τώρα έκοβαν ανθρώπινο κρέας ή, ακόμα περισσότερο, εγχείριζαν
ανθρώπινες συνειδήσεις! Μια από τις καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου
κινηματογράφου, μια τραγελαφική παραίσθηση που διαδραματίζεται μεταξύ
φρεσκοσιδερωμένων γηραιών κυριών οι οποίες ανταλλάσσουν χριστουγεννιάτικα δώρα
δειπνώντας χάπια σε πολυτελή εστιατόρια και αδιαφορώντας για τις τρομοκρατικές
επιθέσεις που εκδηλώνονται ακριβώς δίπλα τους, δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούν
σε αναποτελεσματικά αποτελεσματικές υπηρεσίες δημόσιας ασφάλειας και
επαναστατών που μοναδικό τους όπλο έχουν την ανθρώπινη αλληλεγγύη.
Τέτοια
ταινία, χριστουγεννιάτικη και κοινωνικά εφιαλτική είναι και η τελευταία της
προσωπικής μου εορταστικής κατηγορίας, τελευταία και σημαντικότερη (για προσωπικούς
λόγους). Εννοώ την Πρωινή περίπολο
(1987) του Νίκου Νικολαϊδη. Ο
συγκεκριμένος σκηνοθέτης φαίνεται να λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά σε συνθήκες
Χριστουγέννων. Η βροχή, το κρύο, τα φώτα που αναβοσβήνουν, όλα αυτά δείχνουν να
αποτελούν το ονειρικά ρεαλιστικό ντεκόρ που χρειάζεται ο Νικολαϊδης για να
αναπτύξει τις αναμνήσεις (σε κάποιες ταινίες του) ή τους εφιάλτες (σε κάποιες
άλλες, όπως η συγκεκριμένη). Μια πόλη μετά την καταστροφή, διωγμένοι άνθρωποι,
ξεριζωμένοι από οτιδήποτε οικείο, χωρίς μνήμη, κατευθύνονται προς τη θάλασσα
πιστεύοντας οτι θα βρουν τη σωτηρία. Για να φτάσουν όμως εκεί πρέπει να
περάσουν από τις περιοχές που ελέγχονται από την Πρωινή Περίπολο, μια
παραστρατιωτική οργάνωση, τα μέλη της οποίας έχουν φάρμακα και τρόφιμα κι
εξασφαλίζουν την καθημερινή τους επιβίωση εκτελώντας όσους προσπαθούν να
διαφύγουν. Μια γυναίκα (καταπληκτική η ερμηνεία τής Michele Valley)
βγαλμένη από σημαδιακές ταινίες όπως το Καλοκαίρι
του ’42 του Ρόμπερτ Μάλιγκαν και τρομερά βιβλία σαν τη Ρεμπέκα της Δάφνης ντι Μωριέ και τον Μεγάλο Ύπνο του Ρέιμοντ Τσάντλερ ανοίγει τον δρόμο της προς τη
θάλασσα μ΄ένα μαχαίρι και μπόλικη επιμονή. Σ΄αυτό το ταξίδι απόδρασης
συναντιέται με έναν άντρα της Πρωινής Περιπόλου (υποδειγματικά λιτή η απόδοση
του ρόλου από τον Τάκη Σπυριδάκη) και
μέσα από μια σχέση αγάπης αναμειγμένης με απόγνωση και εκβιασμό, βαδίζουν μαζί
μέχρι να συναντήσουν το τέλος της ελπίδας. Η ταινία είναι γυρισμένη στην Αθήνα
την οποία η ξεχωριστή οπτική του Νικολαϊδη έχει μετατρέψει σε μια αγνώριστη,
απειλητική μητρόπολη, οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι απαλλαγμένες από σχεδόν
κάθε συναίσθημα (πέρα από τη θλίψη της καταστροφής) και η μουσική του Γιώργου Χατζηνάσιου, σε συνάφεια με τα
συνταρακτικά αποσπάσματα των κλασσικών έργων, αναλαμβάνουν να μεταφέρουν τα
παγωμένα συναισθήματα ανθρώπων που έχουν χάσει τα σημεία αναφοράς τους. Κι αν
όλα αυτά ακούγονται κάπως κουλτουριάρικα ή βαρύγδουπα θα πρέπει να σημειωθεί
οτι η ταινία έχει γρήγορη πλοκή και δράση στα πρότυπα των ταινιών νουάρ. Η
θεματολογία της έχει τρομερά πολλές ομοιότητες με το θέμα του The Road του John Hillcoat αλλά ενώ ο Αυστραλός σκηνοθέτης
πλατσουρίζει σε βαρετή πισίνα φτηνού ξενοδοχείου, ο Νικολαϊδης κολυμπάει σε
σκοτεινά νερά και μάλιστα κόντρα στο ρεύμα. Κι όποιος έχει τύχει να δει και τις
δυο ταινίες δε νομίζω οτι θα διαφωνήσει.
Τα
φετινά Χριστούγεννα δεν προβλέπεται να έχουν ρεβεγιόν σε ακριβό ξενυχτάδικο
(γιατί ούτε και τα περσινά είχαν), δεν προβλέπεται να ξοδευτούν σε ατέλειωτες
ώρες στριμώγματος σε κάποιο Mall
και οι πιθανότητες να βελτιώσουμε τις δεξιότητές μας στο σκι είναι μικρότερες
από θερμοκρασία χιονοδρομικού κέντρου. Γι΄αυτό ρίξε τις ταινίες στο μηχάνημα,
φέρε και τίποτα φίλους που ξέμειναν λόγω της τιμής της βενζίνης και ξεσκίστε το
στην παρακολούθηση ταινιών. Σκέφτεσαι τίποτα καλύτερο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου