O XΡONOΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, Ιωάννα Πετρίδου
O XΡONOΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Σ' ένα μικρό κείμενο με τίτλο Εφήμερο (1915), ο Φρόιντ καταθέτει τις σκέψεις του πάνω στο ζήτημα της απόλαυσης της ομορφιάς σε σχέση με την περιορισμένη της διάρκεια. Αφορμή γι’ αυτό στάθηκε ο διάλογος μ’ έναν νέο ποιητή για την ομορφιά της φύσης κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου δύο χρόνια νωρίτερα.
Το εφήμερο της ομορφιάς της φύσης, του ανθρώπινου σώματος, ή ακόμη και της ανθρώπινης δημιουργίας, συνιστά στοιχείο της πραγματικότητας. Ωστόσο, η σκέψη για τη μοιραία απώλεια της ομορφιάς τους εμπόδιζε τον νέο ποιητή να αισθανθεί χαρά από την παρουσία της, απαξιώνοντας έτσι την ομορφιά των αντικειμένων θαυμασμού και αγάπης. Ο Φρόιντ θα υποστηρίξει το αντίθετο, λέγοντας ότι «η αξία του εφήμερου είναι ως προς τον χρόνο μια αξία σπανιότητας. Ο περιορισμός στη δυνατότητα της απόλαυσης αυξάνει τον πολύτιμο χαρακτήρα της»1.
Η απαίτηση του ποιητή για την αιώνια παρουσία των «ωραίων πραγμάτων» είναι συνέπεια μιας επιθυμίας, μιας επιθυμίας όμως που προϋποθέτει την απουσία χρόνου. «Η απουσία χρόνου είναι ένα πράγμα που ονειρευόμαστε» θα πει ο Λακάν, «είναι αυτό που ονομάζουμε αιωνιότητα, και το όνειρο αυτό συνίσταται στο να φανταζόμαστε ότι ξυπνάμε»2. Τι σημαίνει όμως «απουσία χρόνου»; Ποια είναι η επιθυμία που μας τοποθετεί εκτός χρόνου και ποια μας εισάγει στον χρόνο;
Αναζητώντας την αλήθεια του ονείρου θα προσφύγουμε στη μυθική της έκφραση. Ο μύθος κάνει ορατή μιαν αλήθεια που την ίδια στιγμή παραμένει βαθιά συγκαλυμμένη. Μιλά τη γλώσσα του ασυνειδήτου, που λέει την αλήθεια και παραπλανά ταυτόχρονα. Μισο-λέγεται κάτι, αλλά το μισο-λεγόμενο ορίζεται από τον Λακάν ως «ο εσωτερικός νόμος κάθε είδους εκφοράς της αλήθειας, και αυτό που το ενσαρκώνει καλύτερα είναι ο μύθος».3
Οι μυθικοί αγώνες αναφέρονται στις ουσιαστικές περιπέτειες της ζωής, δηλαδή στις ψυχικές συγκρούσεις που καθορίζουν τη δημιουργία του ανθρώπου. Βρίσκουμε όμως στους μύθους να τίθεται εξίσου σταθερά το θέμα της σχέσης του ανθρώπου με μια μυστική, ιερή δύναμη, που κατά τον Λακάν ταυτίζεται «με τη δύναμη της σημασίας, και ειδικότερα του σημαίνοντος οργάνου της»4.
Οι μύθοι αφηγούνται συχνά διαδοχικές γενέσεις που συνδέονται με τον χρόνο. Στη μορφή αυτή της μυθικής αφήγησης αντανακλάται το αιώνιο που ανοίγεται στον χρόνο. Ένας από τους μύθους αυτούς είναι η Θεογονία του Ησιόδου. Στην αρχή του μύθου τοποθετείται ο λόγος των Μουσών, που ξέρουν να λένε ψέματα όμοια μ’ αλήθειες και αν θέλουν, ξέρουν να ιστορούνε αλήθειες. Οι κόρες του Δία και της Μνημοσύνης ενέπνευσαν, έτσι, τραγούδι στον Ησίοδο για να μπορεί να ψάλλει «κι όσα στο μέλλον θα γεννούν κι όσα πέρασαν». Ο μύθος, δίνοντας μορφή σε μια καλυμμένη αλήθεια, δεν είναι επομένως μόνο η αφήγηση μιας ιστορίας του παρελθόντος, αλλά έχει ταυτόχρονα μια λειτουργία χρησμού. Η εξιστόρηση η ίδια δίνει τα σημαίνοντα μιας αλήθειας που καθορίζει το μέλλον.
Αυτό που ουσιαστικά εμπλέκεται στη μυθική αφήγηση της Θεογονίας είναι η αλήθεια της δομής της ανθρώπινης ύπαρξης και της ανάπτυξής της. Η ψυχανάλυση έχει δείξει ότι η ανάπτυξη αυτή ταυτίζεται με τη διαδικασία του οιδιπόδειου συμπλέγματος, στον βαθμό που αυτό συνιστά δομική διαδικασία του υποκειμένου. Σύμφωνα με τον Λακάν, η διαδικασία αυτή ξετυλίγεται σε τρεις χρόνους, δηλαδή σε πρώτο, δεύτερο και τρίτο χρόνο, τον χρόνο της «εξόδου από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα»5. Αναφερόμενοι στις βασικές σκηνές και στα ουσιαστικά στοιχεία του μύθου, θα επιχειρήσουμε να δείξουμε τη λειτουργία και τη σημασία των τριών αυτών χρόνων συγκρότησης της δομής του υποκειμένου.
Κατά τον μύθο, στην αρχή γίνεται το Χάος απ’ όπου αναφύονται η Γη και ο Έρως. Στη συνέχεια, η Γη πρώτα γεννά «ίσο με τον εαυτό της τον Ουρανό…, να τη σκεπάζει ως πέρα από παντού…»6. Ο Ουρανός, μυθική μορφή του αρχαϊκού ή φαντασιακού πατέρα, εξέρχεται ως ίσος από την Γη, μορφή της αρχαϊκής ή φαντασιακής μητέρας, μ’ ένα είδος αναπαραγωγής με διαχωρισμό, χωρίς μεσολάβηση της σεξουαλικότητας. Μια εικόνα πρωταρχικής ενότητας, δηλαδή, μια αναπαράσταση του «ενός φύλου», αναπαράσταση που στο Συμπόσιο του Πλάτωνα παίρνει τη μορφή της μυθικής εικόνας του Ανδρόγυνου. Ο Ουρανός είναι αδιαχώριστος από τη Γη, χαμένος στη διαρκή απόλαυση του σώματός της. Φοβερά ήταν τα παιδιά που γεννήθηκαν από τη Γη και τον Ουρανό, και φοβερότερος απ’ όλους ο τελευταίος γιος, ο Κρόνος, με «τον δόλιο νου του». Ο φαντασιακός πατέρας, όμως, λειτουργεί ως ανταγωνιστής του παιδιού. Μόλις αυτό γεννιέται, το κρύβει στα βάθη της Γης, δηλαδή στο εσωτερικό του μητρικού σώματος. Οι μυθικές αυτές σκηνές δίνουν έτσι μια απεικόνιση του χρόνου της πρώτης σχέσης μητέρας-παιδιού μέσα στο φαντασιακό πεδίο. Στη φάση αυτή αντιστοιχεί ο πρώτος χρόνος του οιδιπόδειου συμπλέγματος, μέσα στον οποίο, σύμφωνα με τον Λακάν, «η πατρική αρχή εισάγεται με μια καλυμμένη μορφή, ή μη φανερωμένη ακόμη»7.
Στον πρώτο αυτό χρόνο η επιθυμία συγκροτείται ως επιθυμία της επιθυμίας της μητέρας και επομένως το παιδί ταυτίζεται με τον φαλλό, ως το αντικείμενο της επιθυμίας της μητέρας του. Έτσι, τα πρώτα λόγια που εμφανίζονται στη Θεογονία είναι τα λόγια της μητέρας Γης προς τα παιδιά της: ζητά να πληρώσουνε στον «κακούργο» (ατασθάλο) πατέρα τους, το άδικο που τραβούνε από τ’ ανόσια έργα του. Μόνο ο Κρόνος δέχεται να ικανοποιήσει την επιθυμία της μητέρας του. Ενώνεται μαζί της ενάντια στον παντοδύναμο πατέρα και εκτελεί μιαν αποτρόπαια πράξη: ευνουχίζει τον Ουρανό. Το μίσος του παιδιού, που γεννά ο ανταγωνισμός με τον φαντασιακό πατέρα, εκφράζεται ως απειλή ευνουχισμού. Φαντασιακά η απειλή αυτή παίρνει τη μορφή α-ντεκδίκησης με μια πράξη ευνουχισμού του πατέρα. Έτσι, η εκπληκτική αυτή σκηνή του μύθου δίνει έκφραση στις δύο πρωταρχικές επιθυμίες του παιδιού, αντίστοιχες των δύο εγκλημάτων του Οιδίποδα: να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί τη μητέρα του. Και καθώς οι δύο αυτές επιθυμίες σημαίνουν μια απουσία εγγραφής στη γενεαλογική τάξη, ο πρώτος αυτός χρόνος του οιδιπόδειου συμπλέγματος είναι στην ουσία ένας χρόνος «εκτός χρόνου».
Ο ευνουχισμός του Ουρανού είχε τις συνέπειές του. Μετά την ικανοποίηση του μίσους, φανερώνεται η αγάπη για τον πατέρα και γεννά το συναίσθημα της ενοχής. Έτσι, από τις στάλες του αίματός του η Γη γέννησε τις Ερινύες. Τα γεννητικά όργανα του πατέρα του ο Κρόνος τα έριξε στη θάλασσα. Από τον αφρό, που σχηματίστηκε μετά από καιρό τριγύρω τους, γεννήθηκε μια κόρη, η Αφροδίτη. Από την αρχή η Αφροδίτη είχε ως συντρόφους τον Έρωτα και τον Ίμερο. Ο ευνουχισμός του φαντασιακού πατέρα, η έλλειψή του επομένως, έχει ως συνέπεια την πρώτη εμφάνιση της σεξουαλικότητας. Η Αφροδίτη αναδύεται από τη θάλασσα ως αντικείμενο επιθυμίας, καθώς, όπως λέει ο μύθος, «απ’ την αρχή την τιμή πήρε και τον κλήρον έλαχε, να’ χη μες στους αθανάτους θεούς και τους ανθρώπους, τα χάδια τα παρθενικά και τα γλυκοχαμόγελα και τις απάτες και τη γλυκιά την ηδονή, το σμίξιμο το ερωτικό και τα γλυκά καμώματα όλα» (στ. 203-206).
Μετά τη γέννηση της Αφροδίτης ο μύθος διηγείται πως ο Ουρανός ονομάτισε τους γιους του Τιτάνες επειδή, όπως έλεγε, «τεντώνοντας πολύ την αδικίαν έπραξαν... και θα’ ρθη ένας καιρός να το πληρώσουν» (στ. 209-210). Έτσι στο όνομα Τιτάνας (από το τιταίνω), που ως εικόνα παραπέμπει στην έννοια του φαλλού, εκφράζεται τόσο η οιδιπόδεια επιθυμία τους, όσο και το ότι σ’ έναν πρώτο χρόνο ο ευνουχισμός του πατέρα εκλαμβάνεται ως το ισοδύναμο της απόλαυσης. Άλλωστε κατά τον Πλάτωνα η εποχή του Κρόνου είναι η «χρυσή εποχή».
Ο παντοδύναμος Κρόνος είχε μάθει από τους γονείς του «πως του ήταν πεπρωμένο κάποτε να νικηθεί από το παιδί του» (στ. 464). Έτσι, τρέμοντας μήπως πάρει κάποιος άλλος το βασιλικό του αξίωμα, κατάπινε τα παιδιά που του γεννούσε η Ρέα. Για τον λόγο αυτό ήδη από την αρχαιότητα θεωρήθηκε ότι ο Κρόνος αποτελεί προσωποποίηση του χρόνου. Είναι μια πρώτη μορφή του χρόνου, που τελειώνει πάντα παίρνοντας κάτι. Όμως η μυθική αυτή σκηνή δηλώνει μια μετατόπιση της σχέσης παιδιού-μητέρας, καθώς ο παντοδύναμος πατέρας, ο Κρόνος, στερεί τη μητέρα από τα παιδιά της. Ουσιαστικά αυτό που εκφράζεται εδώ αντιστοιχεί στον δεύτερο χρόνο του οιδιπόδειου συμπλέγματος, κατά τον οποίο, λέει ο Λακάν, «ο πατέρας επιβεβαιώνεται μέσα στη στερητική του παρουσία, στον βαθμό που είναι αυτός που υποστηρίζει τον νόμο, και αυτό δεν γίνεται πια μ’ έναν καλυμμένο τρόπο αλλά μ’ έναν τρόπο διαμεσολαβημένο από τη μητέρα, που είναι αυτή που τον καθιερώνει ως αυτόν που της επιβάλλει τον νόμο»8.
Για να πληρώσει ο μεγάλος Κρόνος «τις κατάρες του πατέρα του και των παιδιών του που κατάπινεν» (στ. 472-473), η Ρέα, με τη βοήθεια του Ουρανού και της Γης, σώζει το τελευταίο της παιδί, τον Δία. Ως πρώτος γιος που σώζεται, ο Δίας παίρνει ένα όνομα που σημαίνει ζωή (Ζεύς). Δεν είναι τυχαίο πως από τη στιγμή της γέννησής του ο μύθος αναφέρεται στο Όνομα-του-πατέρα, τον αποκαλεί «πατέρα θεών και ανθρώπων». Ο Λακάν είπε άλλωστε ότι: «το παιδί είναι ο πατέρας του ανθρώπου». Η διάσωση του παιδιού συνιστά, έτσι, μυθική έκφραση της εισαγωγής στον τρίτο χρόνο του οιδιπόδειου συμπλέγματος.
Το παιδί σώζεται με τη χρήση ενός υποκατάστατου. Το κρύβουν σε μια σπηλιά και αντ’ αυτού δίνουν στον Κρόνο να καταπιεί σπαργανωμένο λιθάρι. Σαν μεγάλωσε ο Δίας, ο Κρόνος, νικημένος από τις τέχνες και τη δύναμη του γιου του, ανέβασε από την κοιλιά του το λιθάρι και τα παιδιά του. Το λιθάρι, λέει ο μύθος, ο Δίας το στήριξε πάνω στη γη, στο κέντρο της, «σημάδι ν’ απομείνη αιώνιο και οι άνθρωποι οι θνητοί να το θαυμάζουν» (στ. 500). Οι σκηνές αυτές αποδίδουν με εξαιρετικό τρόπο αυτό που ο Λακάν περιέγραψε ως διαδικασία σύστασης του σημαίνοντος. Σ’ έναν πρώτο χρόνο το λιθάρι είναι σημείο που αναπαριστά τον Δία, σ’ έναν δεύτερο χρόνο εξαφανίζεται στην κοιλιά του Κρόνου, ενώ ο Δίας είναι εκεί όπου δεν αναπαρίσταται, και σ’ έναν τρίτο χρόνο το λιθάρι-σημείο γίνεται ο «ομφαλός της γης», γίνεται σημαίνον. Μέσα στη διαδικασία αυτή απεικονίζονται εξίσου οι πράξεις της αλλοτρίωσης και του αποχωρισμού, που θεμελιώνουν το υποκείμενο.....
1. Sigmund Freud, «Ehémère destinée» (1915), στο Résultats, idées, problèmes I, Παρίσι, εκδ. Gallimard, 1985, σ. 234.
2. J. Lacan, Le Séminaire XXV, Le moment de conclure, Σεμινάριο της 15ης Νοεμβρίου 1977, σ. 2.
3. J. Lacan, Le Séminaire ΧVII, L’ envers de la psychanalyse, εκδ. du Seuil, Παρίσι, 1991, σ. 127.
4. J. Lacan, Le Séminaire IV, La relation d’ objet, εκδ. du Seuil, Παρίσι, 1994, σ. 254.
5. J. Lacan, Le Séminaire V, Les formations de l’ inconscient, Κεφ. X, εκδ. du Seuil, Παρίσι, 1988.
6. Ησίοδος, Θεογονία, στ. 126-127, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1939.
7. J. Lacan, Le Séminaire V, Les formations de l’ inconscient, ό.π., σ. 194.
8. J. Lacan, Le Séminaire V, Les formations de l’ inconscient, ό.π., σ. 194.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το δοκίμιο της ψυχαναλύτριας Ιωάννας Πετρίδου που δημοσιεύεται στο τεύχος 26ο του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί. Η φωτογραφία είναι της Diane Pol-Lajaima.
Σ' ένα μικρό κείμενο με τίτλο Εφήμερο (1915), ο Φρόιντ καταθέτει τις σκέψεις του πάνω στο ζήτημα της απόλαυσης της ομορφιάς σε σχέση με την περιορισμένη της διάρκεια. Αφορμή γι’ αυτό στάθηκε ο διάλογος μ’ έναν νέο ποιητή για την ομορφιά της φύσης κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου δύο χρόνια νωρίτερα.
Το εφήμερο της ομορφιάς της φύσης, του ανθρώπινου σώματος, ή ακόμη και της ανθρώπινης δημιουργίας, συνιστά στοιχείο της πραγματικότητας. Ωστόσο, η σκέψη για τη μοιραία απώλεια της ομορφιάς τους εμπόδιζε τον νέο ποιητή να αισθανθεί χαρά από την παρουσία της, απαξιώνοντας έτσι την ομορφιά των αντικειμένων θαυμασμού και αγάπης. Ο Φρόιντ θα υποστηρίξει το αντίθετο, λέγοντας ότι «η αξία του εφήμερου είναι ως προς τον χρόνο μια αξία σπανιότητας. Ο περιορισμός στη δυνατότητα της απόλαυσης αυξάνει τον πολύτιμο χαρακτήρα της»1.
Η απαίτηση του ποιητή για την αιώνια παρουσία των «ωραίων πραγμάτων» είναι συνέπεια μιας επιθυμίας, μιας επιθυμίας όμως που προϋποθέτει την απουσία χρόνου. «Η απουσία χρόνου είναι ένα πράγμα που ονειρευόμαστε» θα πει ο Λακάν, «είναι αυτό που ονομάζουμε αιωνιότητα, και το όνειρο αυτό συνίσταται στο να φανταζόμαστε ότι ξυπνάμε»2. Τι σημαίνει όμως «απουσία χρόνου»; Ποια είναι η επιθυμία που μας τοποθετεί εκτός χρόνου και ποια μας εισάγει στον χρόνο;
Αναζητώντας την αλήθεια του ονείρου θα προσφύγουμε στη μυθική της έκφραση. Ο μύθος κάνει ορατή μιαν αλήθεια που την ίδια στιγμή παραμένει βαθιά συγκαλυμμένη. Μιλά τη γλώσσα του ασυνειδήτου, που λέει την αλήθεια και παραπλανά ταυτόχρονα. Μισο-λέγεται κάτι, αλλά το μισο-λεγόμενο ορίζεται από τον Λακάν ως «ο εσωτερικός νόμος κάθε είδους εκφοράς της αλήθειας, και αυτό που το ενσαρκώνει καλύτερα είναι ο μύθος».3
Οι μυθικοί αγώνες αναφέρονται στις ουσιαστικές περιπέτειες της ζωής, δηλαδή στις ψυχικές συγκρούσεις που καθορίζουν τη δημιουργία του ανθρώπου. Βρίσκουμε όμως στους μύθους να τίθεται εξίσου σταθερά το θέμα της σχέσης του ανθρώπου με μια μυστική, ιερή δύναμη, που κατά τον Λακάν ταυτίζεται «με τη δύναμη της σημασίας, και ειδικότερα του σημαίνοντος οργάνου της»4.
Οι μύθοι αφηγούνται συχνά διαδοχικές γενέσεις που συνδέονται με τον χρόνο. Στη μορφή αυτή της μυθικής αφήγησης αντανακλάται το αιώνιο που ανοίγεται στον χρόνο. Ένας από τους μύθους αυτούς είναι η Θεογονία του Ησιόδου. Στην αρχή του μύθου τοποθετείται ο λόγος των Μουσών, που ξέρουν να λένε ψέματα όμοια μ’ αλήθειες και αν θέλουν, ξέρουν να ιστορούνε αλήθειες. Οι κόρες του Δία και της Μνημοσύνης ενέπνευσαν, έτσι, τραγούδι στον Ησίοδο για να μπορεί να ψάλλει «κι όσα στο μέλλον θα γεννούν κι όσα πέρασαν». Ο μύθος, δίνοντας μορφή σε μια καλυμμένη αλήθεια, δεν είναι επομένως μόνο η αφήγηση μιας ιστορίας του παρελθόντος, αλλά έχει ταυτόχρονα μια λειτουργία χρησμού. Η εξιστόρηση η ίδια δίνει τα σημαίνοντα μιας αλήθειας που καθορίζει το μέλλον.
Αυτό που ουσιαστικά εμπλέκεται στη μυθική αφήγηση της Θεογονίας είναι η αλήθεια της δομής της ανθρώπινης ύπαρξης και της ανάπτυξής της. Η ψυχανάλυση έχει δείξει ότι η ανάπτυξη αυτή ταυτίζεται με τη διαδικασία του οιδιπόδειου συμπλέγματος, στον βαθμό που αυτό συνιστά δομική διαδικασία του υποκειμένου. Σύμφωνα με τον Λακάν, η διαδικασία αυτή ξετυλίγεται σε τρεις χρόνους, δηλαδή σε πρώτο, δεύτερο και τρίτο χρόνο, τον χρόνο της «εξόδου από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα»5. Αναφερόμενοι στις βασικές σκηνές και στα ουσιαστικά στοιχεία του μύθου, θα επιχειρήσουμε να δείξουμε τη λειτουργία και τη σημασία των τριών αυτών χρόνων συγκρότησης της δομής του υποκειμένου.
Κατά τον μύθο, στην αρχή γίνεται το Χάος απ’ όπου αναφύονται η Γη και ο Έρως. Στη συνέχεια, η Γη πρώτα γεννά «ίσο με τον εαυτό της τον Ουρανό…, να τη σκεπάζει ως πέρα από παντού…»6. Ο Ουρανός, μυθική μορφή του αρχαϊκού ή φαντασιακού πατέρα, εξέρχεται ως ίσος από την Γη, μορφή της αρχαϊκής ή φαντασιακής μητέρας, μ’ ένα είδος αναπαραγωγής με διαχωρισμό, χωρίς μεσολάβηση της σεξουαλικότητας. Μια εικόνα πρωταρχικής ενότητας, δηλαδή, μια αναπαράσταση του «ενός φύλου», αναπαράσταση που στο Συμπόσιο του Πλάτωνα παίρνει τη μορφή της μυθικής εικόνας του Ανδρόγυνου. Ο Ουρανός είναι αδιαχώριστος από τη Γη, χαμένος στη διαρκή απόλαυση του σώματός της. Φοβερά ήταν τα παιδιά που γεννήθηκαν από τη Γη και τον Ουρανό, και φοβερότερος απ’ όλους ο τελευταίος γιος, ο Κρόνος, με «τον δόλιο νου του». Ο φαντασιακός πατέρας, όμως, λειτουργεί ως ανταγωνιστής του παιδιού. Μόλις αυτό γεννιέται, το κρύβει στα βάθη της Γης, δηλαδή στο εσωτερικό του μητρικού σώματος. Οι μυθικές αυτές σκηνές δίνουν έτσι μια απεικόνιση του χρόνου της πρώτης σχέσης μητέρας-παιδιού μέσα στο φαντασιακό πεδίο. Στη φάση αυτή αντιστοιχεί ο πρώτος χρόνος του οιδιπόδειου συμπλέγματος, μέσα στον οποίο, σύμφωνα με τον Λακάν, «η πατρική αρχή εισάγεται με μια καλυμμένη μορφή, ή μη φανερωμένη ακόμη»7.
Στον πρώτο αυτό χρόνο η επιθυμία συγκροτείται ως επιθυμία της επιθυμίας της μητέρας και επομένως το παιδί ταυτίζεται με τον φαλλό, ως το αντικείμενο της επιθυμίας της μητέρας του. Έτσι, τα πρώτα λόγια που εμφανίζονται στη Θεογονία είναι τα λόγια της μητέρας Γης προς τα παιδιά της: ζητά να πληρώσουνε στον «κακούργο» (ατασθάλο) πατέρα τους, το άδικο που τραβούνε από τ’ ανόσια έργα του. Μόνο ο Κρόνος δέχεται να ικανοποιήσει την επιθυμία της μητέρας του. Ενώνεται μαζί της ενάντια στον παντοδύναμο πατέρα και εκτελεί μιαν αποτρόπαια πράξη: ευνουχίζει τον Ουρανό. Το μίσος του παιδιού, που γεννά ο ανταγωνισμός με τον φαντασιακό πατέρα, εκφράζεται ως απειλή ευνουχισμού. Φαντασιακά η απειλή αυτή παίρνει τη μορφή α-ντεκδίκησης με μια πράξη ευνουχισμού του πατέρα. Έτσι, η εκπληκτική αυτή σκηνή του μύθου δίνει έκφραση στις δύο πρωταρχικές επιθυμίες του παιδιού, αντίστοιχες των δύο εγκλημάτων του Οιδίποδα: να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί τη μητέρα του. Και καθώς οι δύο αυτές επιθυμίες σημαίνουν μια απουσία εγγραφής στη γενεαλογική τάξη, ο πρώτος αυτός χρόνος του οιδιπόδειου συμπλέγματος είναι στην ουσία ένας χρόνος «εκτός χρόνου».
Ο ευνουχισμός του Ουρανού είχε τις συνέπειές του. Μετά την ικανοποίηση του μίσους, φανερώνεται η αγάπη για τον πατέρα και γεννά το συναίσθημα της ενοχής. Έτσι, από τις στάλες του αίματός του η Γη γέννησε τις Ερινύες. Τα γεννητικά όργανα του πατέρα του ο Κρόνος τα έριξε στη θάλασσα. Από τον αφρό, που σχηματίστηκε μετά από καιρό τριγύρω τους, γεννήθηκε μια κόρη, η Αφροδίτη. Από την αρχή η Αφροδίτη είχε ως συντρόφους τον Έρωτα και τον Ίμερο. Ο ευνουχισμός του φαντασιακού πατέρα, η έλλειψή του επομένως, έχει ως συνέπεια την πρώτη εμφάνιση της σεξουαλικότητας. Η Αφροδίτη αναδύεται από τη θάλασσα ως αντικείμενο επιθυμίας, καθώς, όπως λέει ο μύθος, «απ’ την αρχή την τιμή πήρε και τον κλήρον έλαχε, να’ χη μες στους αθανάτους θεούς και τους ανθρώπους, τα χάδια τα παρθενικά και τα γλυκοχαμόγελα και τις απάτες και τη γλυκιά την ηδονή, το σμίξιμο το ερωτικό και τα γλυκά καμώματα όλα» (στ. 203-206).
Μετά τη γέννηση της Αφροδίτης ο μύθος διηγείται πως ο Ουρανός ονομάτισε τους γιους του Τιτάνες επειδή, όπως έλεγε, «τεντώνοντας πολύ την αδικίαν έπραξαν... και θα’ ρθη ένας καιρός να το πληρώσουν» (στ. 209-210). Έτσι στο όνομα Τιτάνας (από το τιταίνω), που ως εικόνα παραπέμπει στην έννοια του φαλλού, εκφράζεται τόσο η οιδιπόδεια επιθυμία τους, όσο και το ότι σ’ έναν πρώτο χρόνο ο ευνουχισμός του πατέρα εκλαμβάνεται ως το ισοδύναμο της απόλαυσης. Άλλωστε κατά τον Πλάτωνα η εποχή του Κρόνου είναι η «χρυσή εποχή».
Ο παντοδύναμος Κρόνος είχε μάθει από τους γονείς του «πως του ήταν πεπρωμένο κάποτε να νικηθεί από το παιδί του» (στ. 464). Έτσι, τρέμοντας μήπως πάρει κάποιος άλλος το βασιλικό του αξίωμα, κατάπινε τα παιδιά που του γεννούσε η Ρέα. Για τον λόγο αυτό ήδη από την αρχαιότητα θεωρήθηκε ότι ο Κρόνος αποτελεί προσωποποίηση του χρόνου. Είναι μια πρώτη μορφή του χρόνου, που τελειώνει πάντα παίρνοντας κάτι. Όμως η μυθική αυτή σκηνή δηλώνει μια μετατόπιση της σχέσης παιδιού-μητέρας, καθώς ο παντοδύναμος πατέρας, ο Κρόνος, στερεί τη μητέρα από τα παιδιά της. Ουσιαστικά αυτό που εκφράζεται εδώ αντιστοιχεί στον δεύτερο χρόνο του οιδιπόδειου συμπλέγματος, κατά τον οποίο, λέει ο Λακάν, «ο πατέρας επιβεβαιώνεται μέσα στη στερητική του παρουσία, στον βαθμό που είναι αυτός που υποστηρίζει τον νόμο, και αυτό δεν γίνεται πια μ’ έναν καλυμμένο τρόπο αλλά μ’ έναν τρόπο διαμεσολαβημένο από τη μητέρα, που είναι αυτή που τον καθιερώνει ως αυτόν που της επιβάλλει τον νόμο»8.
Για να πληρώσει ο μεγάλος Κρόνος «τις κατάρες του πατέρα του και των παιδιών του που κατάπινεν» (στ. 472-473), η Ρέα, με τη βοήθεια του Ουρανού και της Γης, σώζει το τελευταίο της παιδί, τον Δία. Ως πρώτος γιος που σώζεται, ο Δίας παίρνει ένα όνομα που σημαίνει ζωή (Ζεύς). Δεν είναι τυχαίο πως από τη στιγμή της γέννησής του ο μύθος αναφέρεται στο Όνομα-του-πατέρα, τον αποκαλεί «πατέρα θεών και ανθρώπων». Ο Λακάν είπε άλλωστε ότι: «το παιδί είναι ο πατέρας του ανθρώπου». Η διάσωση του παιδιού συνιστά, έτσι, μυθική έκφραση της εισαγωγής στον τρίτο χρόνο του οιδιπόδειου συμπλέγματος.
Το παιδί σώζεται με τη χρήση ενός υποκατάστατου. Το κρύβουν σε μια σπηλιά και αντ’ αυτού δίνουν στον Κρόνο να καταπιεί σπαργανωμένο λιθάρι. Σαν μεγάλωσε ο Δίας, ο Κρόνος, νικημένος από τις τέχνες και τη δύναμη του γιου του, ανέβασε από την κοιλιά του το λιθάρι και τα παιδιά του. Το λιθάρι, λέει ο μύθος, ο Δίας το στήριξε πάνω στη γη, στο κέντρο της, «σημάδι ν’ απομείνη αιώνιο και οι άνθρωποι οι θνητοί να το θαυμάζουν» (στ. 500). Οι σκηνές αυτές αποδίδουν με εξαιρετικό τρόπο αυτό που ο Λακάν περιέγραψε ως διαδικασία σύστασης του σημαίνοντος. Σ’ έναν πρώτο χρόνο το λιθάρι είναι σημείο που αναπαριστά τον Δία, σ’ έναν δεύτερο χρόνο εξαφανίζεται στην κοιλιά του Κρόνου, ενώ ο Δίας είναι εκεί όπου δεν αναπαρίσταται, και σ’ έναν τρίτο χρόνο το λιθάρι-σημείο γίνεται ο «ομφαλός της γης», γίνεται σημαίνον. Μέσα στη διαδικασία αυτή απεικονίζονται εξίσου οι πράξεις της αλλοτρίωσης και του αποχωρισμού, που θεμελιώνουν το υποκείμενο.....
1. Sigmund Freud, «Ehémère destinée» (1915), στο Résultats, idées, problèmes I, Παρίσι, εκδ. Gallimard, 1985, σ. 234.
2. J. Lacan, Le Séminaire XXV, Le moment de conclure, Σεμινάριο της 15ης Νοεμβρίου 1977, σ. 2.
3. J. Lacan, Le Séminaire ΧVII, L’ envers de la psychanalyse, εκδ. du Seuil, Παρίσι, 1991, σ. 127.
4. J. Lacan, Le Séminaire IV, La relation d’ objet, εκδ. du Seuil, Παρίσι, 1994, σ. 254.
5. J. Lacan, Le Séminaire V, Les formations de l’ inconscient, Κεφ. X, εκδ. du Seuil, Παρίσι, 1988.
6. Ησίοδος, Θεογονία, στ. 126-127, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1939.
7. J. Lacan, Le Séminaire V, Les formations de l’ inconscient, ό.π., σ. 194.
8. J. Lacan, Le Séminaire V, Les formations de l’ inconscient, ό.π., σ. 194.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το δοκίμιο της ψυχαναλύτριας Ιωάννας Πετρίδου που δημοσιεύεται στο τεύχος 26ο του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί. Η φωτογραφία είναι της Diane Pol-Lajaima.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου