Χριστιανισμός, δουλεία και ιδιοκτησία
Του GEM DE Ste. Croix
Με την ευκαιρία του χριστιανικού Πάσχα (…που πέρασε!) το aformi δημοσιεύει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του μεγάλου μαρξιστή ιστορικού Croix, Ο χριστιανισμός και η Ρώμη, Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005. Σε αυτό ο Croix καταρρίπτει τους ισχυρισμούς ότι δήθεν ο χριστιανισμός επέφερε καλυτέρευση της θέσης των δούλων. Και ακόμα παρουσιάζει τις θέσεις των πατέρων της εκκλησίας για την ιδιοκτησία.
Χριστιανισμός, δουλεία και ιδιοκτησία
αποσπασματα :
Λέγεται συχνά ότι ο χριστιανισμός εισήγαγε μια εντελώς νέα και
καλύτερη στάση απέναντι στη δουλεία. Τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι
πιο λανθασμένο: ο Ιησούς δέχτηκε τη δουλεία ως δεδομένη του
περιβάλλοντος του, όπως ακριβώς γίνεται δεκτή και στην Παλαιά Διαθήκη, και
οι οπαδοί του δέχτηκαν και υιοθέτησαν την κυρίαρχη ελληνορωμαϊκή άποψη
που μόλις περιέγραψα. Παρατίθεται συχνά το έξης εδάφιο από την Προς
Κολοσσαείς επιστολή του Παύλου (3:11): ουκ ενι Έλλην και ‘Ιουδαίος, περιτομή και άκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσιν Χριστος. Η σημασία του γίνεται καλύτερα κατανοητή στο φως ενός εδαφίου από την Προς Γαλατάς επιστολή (3:28): ουκ ενι ‘Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ενι δούλος ουδέ ελεύθερος, ούκ ενι άρσεν και θήλυ· πάντες γάρ υμείς εις εστε εν Χριστώ Ιησού. Το
«δεν υπάρχει ούτε δούλος ούτε ελεύθερος» έχει ακριβώς το ίδιο νόημα που
έχει και το «δεν υπάρχει ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό»: αυτές οι δηλώσεις
ισχύουν μόνο με μια αυστηρά πνευματική σημασία- η ισότητα υπάρχει «στα μάτια του Θεού» και δεν έχει καμία σχέση με την καθημερινή πραγματικότητα. Δεν θεωρείται αναγκαίο να αλλάξει η
διάκριση μεταξύ δεσπότη και δούλου σε αυτό τον κόσμο, περισσότερο από
ό,τι η διάκριση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Κατά τον απόστολο Παύλο, ο
Ιησούς ελευθέρωσε όλους τους πιστούς του — από τη σάρκα και τα έργα
της. Η προτροπή προς τον χριστιανό δούλο να θεωρεί τον εαυτό του
«απελεύθερο του Χρίστου» (με τον ίδιο τρόπο που ένας ελεύθερος
χριστιανός είναι δούλος Χριστού, Προς Κορινθίους Α’ 7:22)
πιθανότατα του έδινε πολύ μεγαλύτερη πνευματική ανακούφιση από αυτή που
θα μπορούσε να βρει ο εθνικός δούλος στη γνωστή φιλοσοφική άποψη ότι,
αν ήταν καλός άνθρωπος, ήταν «στην πραγματικότητα» ήδη ελεύθερος-
βασικά όμως επρόκειτο για την ιδία άποψη. Κι αν οι χριστιανοί δεσπότες
καλούνταν με συντομία (με τον ίδιο τρόπο που καλούνταν οι δεσπότες από
φιλοσοφούντες εθνικούς) να μεταχειρίζονται δίκαια τους δούλους τους, ο
ζυγός της δουλείας γινόταν ακόμη πιο βαρύς για τους χριστιανούς δούλους,
καθώς η έμφαση στην υπακοή στους δεσπότες τους καθίσταται ακόμα πιο
απόλυτη. Μερικές φράσεις στις επιστολές του Παύλου, όπως αυτή στην Προς
Εφεσίους επιστολή (6:5) που προτρέπει τους δούλους να υπακούουν τους
δεσπότες τους μετά φόβου και τρόμου εν άπλότητι της καρδίας υμών ως τω Χριστώ (όπως υπακούουν τον Χριστό), είχαν ιδιάζουσες συνέπειες, οι όποιες έγιναν φανερές σε δύο μετα-αποστολικά έργα, την Επιστολή Βαρνάβα (19:7) και τη Διδαχή (4:11): ξεκάθαρα λένε στο δούλο ότι θα πρέπει να υπηρετεί το δεσπότη του ως τύπω Θεού εν αισχύνη και φόβω. Δεν
γνωρίζω κείμενο στη φιλολογία των εθνικών που να φθάνει σε τέτοιο
σημείο. Κατά συνέπεια, ό,τι κι αν σκέφτεται ένας θεολόγος για τη
διακήρυξη ότι ο χριστιανισμός ελευθέρωσε την ψυχή των δούλων, για τον
Ιστορικό είναι αναντίρρητο ότι έσφιξε τα δεσμά πιο δυνατά στα πόδια
τους. Επιτελούσε την ίδια κοινωνική λειτουργία με τις
διαδεδομένες φιλοσοφίες του ελληνικού κόσμου, και ίσως με βαθύτερες
συνέπειες: έκανε το δούλο να αισθάνεται συγχρόνως ευχαριστημένος
υπομένοντας την επίγεια μοίρα του, καθώς και πιο πειθήνιο και υπάκουο. Ο
Ιγνάτιος, στην Προς Πολύκαρπον επιστολή του (4:3), δηλώνει με
έμφαση ότι δεν θα έπρεπε ούτε να περιφρονούν τους χριστιανούς δούλους
ούτε «να τους φουσκώνουν τα μυαλά» (μή φυσιούσθωσαν) · πως θα έπρεπε να δουλεύουν περισσότερο, εις δόξαν Θεού- επίσης, ότι «δεν θα έπρεπε να επιθυμούν να ελευθερωθούν με έξοδα του κοινού ταμείου, μήπως τυχόν γίνουν δούλοι της επιθυμίας» (ίνα μή δούλοι ευρεθώσιν επιθυμίας). (Ομολογώ
ότι βρίσκω την τελευταία φράση κάπως ανακόλουθη. Επίσης, αδυνατώ να
καταλάβω πως ένας ακόμη πιο εντατικός ρυθμός εργασίας από την πλευρά του
δούλου μπορεί να αυξήσει τη δόξα του Θεού.) Ο πέμπτος κανόνας της
Συνόδου της Ελβίρας, στο τέλος του τρίτου ή στις αρχές του τέταρτου
αιώνα, τιμωρούσε μόλις με επτά χρόνια αφορισμό το θανατηφόρο εκ
προθέσεως μαστίγωμα μιας δούλης από τη δέσποινα της — ίσως της δούλης
που είχε γίνει αντικείμενο ερωτικού ενδιαφέροντος του συζύγου της
γυναίκας. Επίσης, φαίνεται ότι, τουλάχιστον ορισμένες εκκλησίες,
αρνήθηκαν το βάπτισμα σε δούλο χωρίς τη συγκατάθεση του δεσπότη του —
στην αρχή ίσως μόνο αν ήταν χριστιανός, αλλά αργότερα ακόμη και αν ήταν
εθνικός. Κατά την άποψη μου, μια τέτοια θυσία της αθάνατης ψυχής ενός
υποψήφιου χριστιανού δούλου στα δικαιώματα περιουσίας του δεσπότη είναι
αδικαιολόγητη σύμφωνα με τις χριστιανικές αρχές.
Η
κατάσταση δεν άλλαξε καθόλου όταν ο χριστιανισμός κατέλαβε την εξουσία
τον τέταρτο αιώνα, και η ‘Εκκλησία ανέλαβε ρόλο ακόμη και στη δημόσια
ζωή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον τέταρτο αιώνα και στο έξης. Τη
σύζευξη Εκκλησίας και κράτους μπορώ να τη συγκρίνω, από πλευράς
λειτουργικότητας, μόνο με αυτό που ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ
αποκάλεσε «στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα» στις Ηνωμένες Πολιτείες
σήμερα. Ο Αυγουστίνος τουλάχιστον παραδέχτηκε ότι η δουλεία ήταν
καθεαυτή ένα κακό- άλλα με αυτή την εξαιρετική, διεστραμμένη ευφυΐα του,
η οποία ποτέ δεν σταματά να εκπλήσσει, τη θεώρησε ως τιμωρία του Θεού
στην ανθρωπότητα για την αμαρτία του Αδάμ. (Δεν σκέφτηκε ότι ίσως ήταν
βλασφημία να αποδώσει σε μια δίκαιη θεότητα μια τέτοια τυφλή μέθοδο
συλλογικής τιμωρίας.) Έτσι, υποθέτοντας ότι «δίκαια το φορτίο της
δουλείας τιμώρησε την παράβαση του θείου νόμου», ο Αυγουστίνος
παρουσίασε τη δουλεία ως θεϊκά εντεταλμένη και έδωσε στο θεσμό ακόμη
πιο ισχυρή νομιμοποίηση από όση είχε λάβει ποτέ από διανοητές της
προχριστιανικής περιόδου, από την εποχή που εμφανίστηκαν oι θεωρίες της
«κατά φύσιν δουλείας». Πράγματι, ο Αυγουστίνος και ο Αμβρόσιος
έφτασαν στο σημείο να σκεφτούν ότι η δουλεία μπορούσε να είναι, για το
καλό του δούλου, μια παιδευτική μορφή βελτίωσης, ακόμη και μια ευλογία
-διότι, όπως το έθεσε ο Αμβρόσιος, «όσο ταπεινότερη είναι η θέση στη
ζωή τόσο εξυψώνεται η αρετή». Δεν μπόρεσα να βρω σε κανέναν πρώιμο
χριστιανό συγγραφέα κανενός είδους απαίτηση για κατάργηση της δουλείας,
ή έστω για μια γενική απελευθέρωση των δούλων εκείνης της
συγκεκριμένης εποχής. Το πλησιέστερο που γνωρίζω είναι ένας από τους Ύμνους εις την Γέννησιν (διασώζονται
μόνο στα συριακά) του Εφραίμ, από τη Νίσιβη και την Έδεσσα της
Μεσοποταμίας: εδώ ο Εφραίμ παρουσιάζει τη Μαρία να λέει: «Ο άνθρωπος που
έχει στην ιδιοκτησία του έναν δούλο οφείλει να τον απελευθερώσει».
Αμέσως μετά όμως συμπληρώνει: «ώστε να έλθει και να υπηρετήσει τον Κύριο
του». Επίσης, σε έναν από τους ‘Ύμνους εις τα ‘Επιφάνια, ο Έφραίμ
καθίστα σαφές ότι στα μάτια του ο δούλος και ο ελεύθερος άνθρωπος
εξισώνονται μέσω της βάπτισης — η καθιερωμένη χριστιανική άποψη. Δεν
μπόρεσα έξαλλου να ανακαλύψω καμία επίθεση στο θεσμό της δουλείας σε
έργα αιρετικών, ανάλογη με την επίθεση των πελαγιανών στα πλούτη, την
οποία θα αναφέρω αμέσως παρακάτω. Τουλάχιστον δύο σύγχρονοι μελετητές
του χριστιανισμού, ο C. J. Cadoux και ο R. Μ. Grant, έχουν δηλώσει ότι
οι γνωστικές Πράξεις Θωμά επιτίθενται σε αυτόν καθαυτόν το
θεσμό της δουλείας, με το αιτιολογικό ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι
ενώπιον τού Θεού. Δεν βλέπω τίποτε τέτοιο στο κείμενο, παρά μόνο μια
έκφραση συμπάθειας για τους δούλους, τους οποίους οι δεσπότες φορτώνουν
με βάρη σαν να είναι κτήνη και αρνούνται να τους φερθούν σαν να είναι
άνθρωποι όπως αυτοί οι ίδιοι.
Στους ρωμαίους νομομαθείς (προφανώς όλοι τους εθνικοί), από τον
δεύτερο ή τον τρίτο μεταχριστιανικό αιώνα μέχρι τον έκτο, μερικές φορές
άπαντα η παραδοχή ότι η δουλεία ήταν «contra naturam, iuri naturali
contraria». (Πράγματι, φαίνεται ότι η δουλεία θεωρούνταν, από
μερικούς τουλάχιστον νομομαθείς, ως το μοναδικό χαρακτηριστικό του
ius gentium —του δικαίου των εθνών— που δεν αποτελούσε μέρος του ius
naturale — του φυσικού δικαίου.) Αυτός είναι ένας τρόπος
σκέψης που ανάγεται στους ανώνυμους διανοητές του πέμπτου ή του
τέταρτου αιώνα π.Χ., οι όποιοι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είχαν
διακηρύξει ότι η δουλεία, επειδή βασιζόταν στη βία, ήταν αντίθετη με
τη φύση και λάθος —όχι απλώς ου κατά φύσιν άλλα παρά φύσιν—
μια σημαντική διαφορά. Αυτός ο τρόπος σκέψης ενδέχεται να έφτασε μέχρι
τους ρωμαίους νομομαθείς μέσω των στωικών. Πράγματι, κάποιοι στωικοί
—ο πρώην δούλος Επίκτητος για παράδειγμα— μπορεί περιστασιακά να είχαν
εκφραστεί δίνοντας την εντύπωση ότι επέκριναν την ιδιοκτησία δούλων από
πλευράς άρχων. Άλλα όλα αυτά είναι σε τελική ανάλυση εξωπραγματικά,
μέρος από το προπέτασμα καπνού των εύσχημων ιδεών με τις όποιες οι πιο
σχολαστικοί διανοητές της αρχαιότητας έκρυβαν από τον εαυτό τους τη
δυσάρεστη αλήθεια για έναν αμείλικτο κόσμο, τον όποιο προσπαθούσαν να
παρουσιάσουν όσο καλύτερα μπορούσαν, ανάλογα με την έμπνευση τους. Ο
εξωπραγματικός χαρακτήρας όλων αυτών των συζητήσεων αναδύεται ξεκάθαρα
από την περιγραφή του Επίκτητου σχετικά με έναν πρώην δούλο που
καταλήγει να γίνει συγκλητικός: γίνεται τότε, λέει ο Επίκτητος, δούλος
της καλλίστης και λιπαρωτάτης δουλείας. Αν η ιδιότητα του
συγκλητικού ήταν δουλεία, τότε ήταν δουλεία με μια πολύ ιδιότυπη έννοια.
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του ελληνορωμαϊκού κόσμου θα την
ασπαζόταν πολύ πρόθυμα.
Κατά συνέπεια, στην πρώιμη χριστιανική σκέψη δεν βρήκα σχεδόν τίποτε
που να φτάνει τουλάχιστον στο σημείο της απόρριψης της δουλείας, όπως
συνέβαινε με τις καθαρά θεωρητικές δηλώσεις των ρωμαίων νομομαθών, ότι
δηλαδή η δουλεία «είναι αντίθετη στη φύση». Εδώ θα πρέπει να αναφέρω
κάτι που με απασχολεί από παλιά. Αντιλαμβάνομαι ότι, με βάση τις
χριστιανικές αρχές, μπορεί να υποστηριχτεί ότι το καθεστώς της δουλείας
είναι αποδεκτό για τον δούλο, με τον τρόπο που το αποδέχτηκαν
οι στωικοί και οι επικούρειοι, ο απόστολος Παύλος και τόσο πολλοί άλλοι
πρώτοι χριστιανοί, ως κάτι εξωτερικό και ασήμαντο. Ο ισχυρισμός αυτός
ισχύει ακόμη και για εκείνους που ίσως να μη συμφωνούν απόλυτα με τον
καρδινάλιο Newman, ο όποιος διακήρυξε ότι, σύμφωνα με τη διδασκαλία της
Εκκλησίας του, «θα ήταν καλύτερα να γκρεμιστούν ο ήλιος και το φεγγάρι
από τον ουρανό, η γη να χαθεί, και τα πολλά εκατομμύρια άνθρωποι που
βρίσκονται πάνω της να πεθάνουν από την πείνα μέσα στην έσχατη αγωνία
όσο διαρκεί η εγκόσμια θλίψη, παρά μία και μοναδική ψυχή —δεν θα έλεγα
να χαθεί— να διαπράξει ας είναι και ένα μόνο συγχωρητέο αμάρτημα, να πει
ένα συνειδητό ψέμα, έστω και αν δεν βλάπτει κανέναν, ή να κλέψει μία
δεκάρα χωρίς λόγο». Αλλά τί συμβαίνει με τις επιπτώσεις της
δουλείας στο δεσπότη; Άραγε, ο χριστιανός που προσεύχεται, ώστε να μην
«παρασυρθεί από τον πειρασμό», δεν θα πρέπει να αποκηρύξει και την
απολύτως ανεύθυνη κυριαρχία επί των συνανθρώπων του, ιδιότητα που
ανήκει στο δεσπότη δούλων και που είναι πολύ πιθανό να τον οδηγήσει
(όπως γνωρίζουμε ότι συνέβη) στον μεγαλύτερο πειρασμό, να συμπεριφερθεί
δηλαδή με σκληρότητα και λαγνεία; Δεν γνωρίζω πότε αυτό έγινε αντιληπτό
για πρώτη φορά. Ήταν ωστόσο προφανές στον Τολστόι, ο όποιος, σε μια
αξιοθαύμαστη περιγραφή στο μυθιστόρημα Πόλεμος και ειρήνη, παρουσιάζει
τον πρίγκιπα Αντρέι να λέει στον Πιέρ ότι το χειρότερο πράγμα όσον
άφορα τη δουλοπαροικία είναι η επίδραση της πάνω στους δεσπότες εκείνους
που έχουν τη δύναμη να τιμωρούν τους δουλοπάροικους όπως τους αρέσει
και, κάνοντας το αυτό, «καταπνίγουν τις τύψεις τους και σκληραίνουν».
Μπορώ μόνο να συμπεράνω ότι εκείνο που εμπόδισε τη χριστιανική Εκκλησία
να παραδεχτεί την επικίνδυνη, αποκτηνωτική επίδραση της δουλείας (και
της δουλοπαροικίας) πάνω στους δεσπότες ήταν η ακαταμάχητη δύναμη της
κοινωνικής πραγματικότητας — αυτή που θα αποκαλούσα, συμφωνώντας με τον
Μαρξ, πάλη των τάξεων: η απόλυτη αναγκαιότητα για τις άρχουσες τάξεις
του ελληνορωμαϊκού κόσμου να διατηρήσουν τους κοινωνικούς θεσμούς πάνω
στους οποίους βασιζόταν η προνομιούχος θέση τους, την οποία άλλωστε δεν
είχαν διάθεση ή δεν μπορούσαν να την εγκαταλείψουν.
Δεν γνωρίζω τα κείμενα της χριστιανικής γραμματείας μετά τον έκτο
αιώνα, και γι’ αυτό δεν μπορώ να πω πολλά. Θα έλεγα όμως ότι δεν έχω
υπόψη μου καμία απερίφραστη καταδίκη της δουλείας ως θεσμού από κανένα
χριστιανό συγγραφέα στη διάρκεια του Μεσαίωνα: οι δηλώσεις που έχω δει
να παρατίθενται από τον Θεόδωρο Στουδίτη, τον αβά Σμάραγδο και άλλους
έχουν πάντα κάποια ειδική, περιορισμένη εφαρμογή. Ομολογώ ότι ίσως να
οφείλεται στην άγνοια μου, άλλα δεν γνωρίζω καμία γενική, άμεση
καταδίκη της δουλείας εμπνεόμενη από χριστιανικές πεποιθήσεις, προτού
εμφανιστεί η έκκληση των μενονιτών της Τζερμαντάουν στην Πενσυλβανία το
1688 — μια ομάδα παρόμοια με τους κουάκερους, εκτός του
κύριου ρεύματος του χριστιανισμού. Ορισμένοι χριστιανοί συγγραφείς
συχνά τονίζουν προσπάθειες χριστιανών να εμποδίσουν ή, τουλάχιστον, να
αποθαρρύνουν την υποδούλωση. Οι συγκεκριμένες προσπάθειες όμως πολύ
σπάνια, σχεδόν ποτέ δεν επεκτείνονταν προς όφελος άλλων, έκτος του
χριστιανικού πλήθους, και οι συγγραφείς που έχουν επισύρει την προσοχή
σε αυτές συχνά παραλείπουν να αναφέρουν ότι η καταδίκη του αμαρτήματος
της υποδούλωσης χριστιανών συνοδεύεται συνήθως από τη σιωπηλή παραδοχή
ότι η υποδούλωση μη πιστών ήταν επιτρεπτή, ακόμη και αξιέπαινη, αν
συνοδευόταν από προσηλυτισμό — έναν προσηλυτισμό που ενδεχομένως μερικές
φορές δεν θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί με άλλα μέσα.................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου