Άρνηση παροχής υπηρεσίας λόγω αναπηρίας του πελάτη
Διαβάζω την δημόσια καταγγελία ενός πολίτη με αναπηρία, που αναφέρει ότι
δεν του επιτράπηκε η είσοδος σε υποκατάστημα τράπεζας, επειδή στο
παρελθόν κάποιο άτομο με αμαξίδιο πυροβόλησε έναν υπάλληλο κι από τότε
φέρεται ως "πολιτική" της τράπεζας να απαγορεύει την είσοδο σε πελάτες
με αμαξίδια. Δεν γνωρίζουμε βέβαια την επίσημη θέση της συγκεκριμένης
τράπεζας, αλλά με αφορμή εκείνη την καταγγελία, ας δούμε τι συνεπάγεται
νομικά η άρνηση παροχής υπηρεσίας διαθέσιμης στο κοινό σε κάποιον
πολίτη λόγω της αναπηρίας του.
Ο σχετικός νόμος είναι ο Ν.3304/2005 με τίτλο "Εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμου".
Κατά το άρθρο 1 του Ν.3304/2005 σκοπός του είναι η μεταφορά στο εθνικό
δίκαιο δύο κοινοτικών οδηγιών που περιορίζουν την εφαρμογή της εν λόγω
αρχής της ίσης μεταχείρισης "στον τομέα της απασχόλησης και εργασίας".
Ωστόσο, άλλες διατάξεις του Ν.3304/2005 επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής
του και σε άλλους τομείς, πέραν δηλ. της απασχόλησης κι εργασίας. Κατά
το άρθρο 2 απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση διάκριση για όλους τους
λόγους που αναφέρονται στον τίτλο του νόμου, δηλ. και για την αναπηρία.
Ως διάκριση "νοείται και η παρενόχληση ή κάθε άλλη προσβλητική ενέργεια
που σχετίζεται με έναν από τους λόγους του άρθρου 1 και και έχει ως
σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας προσώπου και τη
δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή
επιθετικού περιβάλλοντος." Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι "διάκριση νοείται επίσης οποιαδήποτε εντολή για την εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος προσώπου" για οποιονδήποτε από τους παραπάνω λόγους - ιδιότητές του.
Το δεύτερο κεφάλαιο του νόμου αφορά αποκλειστικά την ίση μεταχείριση
ανεξαρτήτως φυλετικής/εθνοτικής καταγωγής. Το τρίτο κεφάλαιο του νόμου
αφορά την ίση μεταχείριση ανεξαρτήτως θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων,
αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού, στον τομέα της
απασχόλησης και εργασίας.
Το τέταρτο κεφάλαιο έχει τίτλο "Προστασία" και περιέχει το άρθρο 16, το
οποίο έχει τίτλο "Ποινικές κυρώσεις". Σύμφωνα με αυτό το άρθρο, όποιος
παραβιάζει την κατά τον παρόντα νόμο απαγόρευση της διακριτικής
μεταχείρισης για λόγους εθνοτικής ή φυλετικής καταγωγής ή θρησκευτικών ή
άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού, κατά τη συναλλακτική διάθεση αγαθών ή προσφορά υπηρεσιών στο κοινό τιμωρείται με φυλάκιση έξι (6) μηνών και με χρηματική ποινή 1.000 έως 5.000 ευρώ.
Συνεπώς ο νόμος απαγορεύει, και μάλιστα προβλέποντας ποινικές κυρώσεις,
τον αποκλεισμό κάποιου από την συναλλακτική διάθεση αγαθών ή προσφορά
υπηρεσίας λόγω της ίδιας της αναπηρίας του.
Ενδιαφέρον έχει και το άρθρο 14 ("Βάρος απόδειξης") το οποίο θα αφορούσε
μια αστική απαίτηση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εναντίον
της οντότητας που τον απέκλεισε από την παροχή υπηρεσίας λόγω αναπηρίας
του: όταν ο βλαπτόμενος προβάλλει ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της ίσης
μεταχείρισης και αποδεικνύει ενώπιον δικαστηρίου ή αρμόδιας διοικητικής
αρχής πραγματικά γεγονότα από τα οποία μπορεί να συναχθεί άμεση ή έμμεση
διάκριση, το αντίδικο μέρος φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή
η διοικητική αρχή να θεμελιώσει ότι δεν συνέτρεξαν περιστάσεις που
συνιστούν παραβίαση της αρχής αυτής. Αυτό σημαίνει ότι το θύμα καλείται
απλώς να αποδείξει ότι όντως συνέβησαν τα περιστατικά που συνιστούν
διάκριση, ενώ όλο το βάρος στη συνέχεια πέφτει στον δράστη, ο οποίος
καλείται να αποδείξει για ποιο λόγο κατά τη γνώμη του δεν προχώρησε σε
αθέμιτη διάκριση. Πρόκειται για αναστροφή του βάρους της απόδειξης, υπέρ
του θύματος της διάκρισης, ακριβώς για να διευκολυνθεί όλη αυτή η
κοινωνική κατηγορία στην δικαστική ή διοικητική διεκδίκηση των
δικαιωμάτων τους. Αυτή η αναστροφή δεν ισχύει βέβαια για την ποινική
παράβαση, γιατί εκεί προέχει η αρχή in dubio pro reo.
Συνεπώς, ο αποκλεισμός ατόμων για τις παραπάνω ιδιότητές τους, στον
ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, από την πρόσβαση σε αγαθά ή υπηρεσίες δεν
βρίσκεται στο πλαίσιο της συναλλακτικής ελευθερίας και της ευχέρειας του
παρέχοντος αγαθά ή υπηρεσίες στο κοινό. Κι αυτό συμβαίνει γιατί το
δίκαιο παρεμβαίνει υπέρ της διεύρυνσης της ελευθερίας των ατόμων που εξ
ορισμού υφίστανται διακρίσεις, δηλαδή των πολιτών που ξεκινούν από
χαμηλότερες αφετηρίες δυνατοτήτων, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να
εξισορροπήσει της αδικίες που παρατηρούνται στην πράξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου