Bruno Bosteels—Ψυχανάλυση και Τραγωδία από dkoss
Bruno Bosteels
Από το κεφάλαιο «Ο δρόμος προς τη Δαμασκό…» τού βιβλίου του με τίτλο Alain Badiou, un trajectoirepolémique
Ψυχανάλυση και Τραγωδία
Ένας τελευταίος τρόπος για να προσδιορίσουμε την απόσταση που χωρίζει
τον Λακάν από τον Μπαντιού απαιτεί την επανεξέταση τής ελληνικής
τραγωδίας ως πηγής έμπνευσης τής ψυχαναλυτικής ηθικής. Τόσο στον Φρόυντ
όσο και στον Λακάν, η σοφόκλεια τραγωδία συνιστά την πηγή τής
ψυχαναλυτικής ηθικής, βεβαίως κυρίως μέσω τής φιγούρας τού Οιδίποδα. Πιο
πρόσφατα όμως, προβλήθηκαν επιχειρήματα υπέρ τής εκτόπισης τής φιγούρας
τού Οιδίποδα από εκείνη τής Αντιγόνης. Όπως μας υπενθυμίζει η Τζούντιθ
Μπάτλερ στον κύκλο των διαλέξεων με τον τίτλο Η Διεκδίκηση τής Αντιγόνης : «Στη
μελέτη του για τις οικειοποιήσεις τής μορφής τής Αντιγόνης ανά την
ιστορία, ο Τζορτζ Στάινερ θίγει ένα επίμαχο ζήτημα το οποίο όμως ο ίδιος
δεν πραγματεύεται περαιτέρω: Τι θα συνέβαινε αν η ψυχανάλυση είχε
επιλέξει ως σημείο αφετηρίας της, αντί τού Οιδίποδα,τη μορφή τής
Αντιγόνης;»1 Ωστόσο,
στη σημερινή εποχή, αυτό δεν είναι πλέον επίμαχο ή παράταιρο ζήτημα.
Αντιστρέφοντας την ιεραρχία που εξυπακούεται στην εναλλακτική πρόταση
τής Μπάτλερ και τού Στάινερ, δεν θα δίσταζα μάλιστα να πω ότι σήμερα την
κυρίαρχη τάση αντιπροσωπεύει ακριβώς μια εκτόπιση τού Οιδίποδα από τη
φιγούρα τής Αντιγόνης. Η απόλυτη αφοσίωση τής Αντιγόνης σε μια αρχή δικαιοσύνης πέραν τού τρομοκρατικού δικαίου τού Κρέοντα («μορφή δικαιοσύνης άνευ δικαίου, δικαιοσύνη επέκεινα τού δικαίου», όπως το διατύπωσε και ο Ντεριντά στο δοκίμιοΗ Ισχύς τού Νόμου)2 χρησιμεύει
σήμερα ως κριτήριο αυθεντικότης τής ηθικής πράξης ή και τής ίδιας τής
πολιτικής — άλλωστε, στις μέρες μας, η ηθική συγχέεται με την πολιτική
ως συνέπεια ακριβώς τής εκτόπισης αυτής. Υπ’ αυτήν την έννοια, επομένως,
εξακολουθούμε να βρισκόμαστε εξ ολοκλήρου εντός τού σοφόκλειου πρότυπου
για την τραγωδία.
Ωστόσο, θα μπορούσαμε να πούμε συνοπτικά ότι στόχος τού Μπαντιού στη Θεωρία τού Υποκειμένου είναι
να θίξει ένα πολύ πιο ευρύ και αμφιλεγόμενο ερώτημα σε σύγκριση με
εκείνο που η Τζούντιθ Μπάτλερ δανείζεται από τον Τζορτ Στάινερ: για
ποιον λόγο η ψυχανάλυση συγκέντρωσε
την προσοχή της σχεδόν αποκλειστικά στον Σοφοκλή; Γιατί να μην
επιχειρήσουμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω, τόσο σε σχέση με την εμμονή στη
φιγούρα τού Οιδίποδα όσο και σε σύγκριση με τη δυϊκή σχέση που συνδέει
την Αντιγόνη και τον Κρέοντα, έτσι ώστε να αναδειχθεί η διαλεκτική
ένταση των χαρακτήρων αυτών έναντι εκείνων τού Ορέστη και τής Αθηνάς
στην Ορέστεια; Εν ολίγοις, γιατί να μην επιχειρήσουμε να
υπογραμμίσουμε τη συμπληρωματική σχέση ανάμεσα στον Σοφοκλή και τον
προκάτοχό του Αισχύλο;3 Όπως εξηγεί ο Μπαντιού: «Ο
εν γένει στόχος τής κριτικής οριοθέτησης τής ψυχανάλυσης μέσα από την
προοπτική τής συμβολής της στη θεωρία τού υποκειμένου συνοψίζεται στο
εξής ερώτημα: γιατί η ψυχανάλυση μέσω τού Οιδίποδα ακολούθησε κατά βάση
το σοφόκλειο πρότυπο; Η θέση που προβάλλω εδώ είναι ότι θα έπρεπε να
είναι αισχύλεια. Ο Λακάν στηρίζεται στο σοφόκλειο κείμενο δείχνοντας
συγχρόνως προς την κατεύθυνση τού Αισχύλου, ο οποίος ωστόσο πρέπει να
αποτελέσει τον προορισμό μας» (σελ.178). Αν, στον κόσμο τού
Σοφοκλή, η Αντιγόνη και ο Κρέων συνιστούν συμβολικές μορφές τής αγωνίας
και τού υπερεγώ, δηλ. τού άτονου και ανέστιου άμορφου σε αντιπαράθεση
προς την υπερβολή τής μορφής μέσω τής οποίας ο νόμος αποκαθίσταται ως
τρομοκρατία, τότε η προώθηση τού αισχύλειου προτύπου ως εναλλακτικής
πρότασης αποβλέπει στη συνειδητοποίηση τής σημασίας τής μορφής τού
Ορέστη και τής Αθηνάς ως αντίστοιχων παραδειγμάτων θάρρους και
δικαιοσύνης, εκφράζοντας δηλ. αφενός μεν την αναστολή τού νόμου τού
αντιπεπονθότος, αφετέρου δε τη σύσταση μιας εντελώς νέας έννομης τάξης. «Αναφορικά
με την αρχαία ελληνική τραγωδία πρέπει να διακρίνουμε δύο πρότυπα: το
αισχύλειο, το βαθύτερο νόημα τού οποίου έγκειται στην αντιφατική έλευση
τής δικαιοσύνης μέσω τού θάρρους τού καινού· και το σοφόκλειο, το
αγχωτικό περιεχόμενο τού οποίου συνίσταται στην επίμονη και αδιάλειπτη
αναζήτηση τής υπερεγωικής απαρχής»(σελ.182).
…
Εν πρώτοις, εφόσον στο υπερεγώ αποκαλύπτεται το καταστροφικό θεμέλιο
τού δικαίου, δεν μπορεί να ταυτισθεί αυτό, κατά τρόπο αφοριστικό, με το
δίκαιο. Το υπερεγώ, ειδικότερα, φανερώνει την ωμή ισχύ τής προσταγής,
στην οποία ερείδεται η παράλογη υπερβολή των προτασιακών ταυτολογιών. «Μέσω
τού υπερεγώ είναι δυνατή η προσέγγιση τής πηγής ισχύος τού δικαίου,
δηλ. τού στοιχείου εκείνου που δεν ανήκει πλέον στο πεδίο τής γλώσσας
και το οποίο συνιστά τον πυρήνα τής νομικής προσταγής», παρατηρεί ο Μπαντιού και συνεχίζει σχολιάζοντας το απόσπασμα από το πρώτο Σεμινάριο τού Λακάν που παραθέσαμε πιο πάνω: «Το
γεγονός ότι το δίκαιο ενέχει τη δυνατότητα έλευσης τής καταστροφής —
τής υπερβολής ή τού πλεονάσματος έναντι τής κατ’ επανάληψη εφαρμογής του
που το ίδιο επιτάσσει — αποδίδεται στο ότι η ουσία τής δικαϊκής τάξης
νοούμενης ως ωμής προσταγής συνίσταται ακριβώς στην κατάχρηση και την
καταστροφή». Στο στοιχείο αυτό τής κατάχρησης και καταστροφής θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τη διάσταση τού μη-δικαίου εντός τού δικαίου, στο μέτρο που το δίκαιο ανάγεται τελικά σ’ ένα απλό Οφείλεις ή σε λεκτικούς πλεονασμούς τού είδους Ο νόμος είναι νόμος: «Η οριστικότητα ή ο επιτακτικός χαρακτήρας
τού νόμου είναι ειδικότερα η μορφή που λαμβάνει ο μη-νόμος, με συνέπεια
το υπερεγώ να δύναται παραπέμπει τόσο στον ίδιο τον νόμο όσο και στην
καταστροφή ή την κατάργησή του. Το υπερεγώ εμφανίζεται ως αυτόνομη
λειτουργία στο σημείο εκτοπότητας τής αναγκαστικής διευθέτησης κάθε εν
γένει τόπου, στο σημείο δηλ. που η επαναληπτική επιταγή χαρακτηρίζεται
από μη επαναληπτικότητα» (σελ.163). Μέσω τού υπερεγώ καταδεικνύεται το ανατρεπτικό δυναμικό που ήδη εμπεριέχεται στον νόμο.
Για την προσέγγιση τού χαρακτήρα τής Αντιγόνης, ο Μπαντιού δανείζεται
επίσης τη λακανική ερμηνεία τής έννοιας τής αγωνίας. Ειδικότερα, η
ερμηνεία αυτή διατείνεται ότι παρ’ όλο που αιτία τής αγωνίας δεν είναι η
απώλεια κάποιου αντικειμένου, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί — παρά
τα όσα κατά καιρούς ακούγονται σε ορισμένους λακανικούς κύκλους — ότι
δεν υφίσταται απολύτως καμία σχέση ανάμεσα στην αγωνία και στο
αντικείμενο. Υποδηλώνοντας το γεγονός ότι έλαβε χώρα μια συνάντηση με το
πραγματικό, η αγωνία θα μπορούσε συνεπώς να ορισθεί ως έλλειψη τής
έλλειψης, η οποία οφείλεται στην εμφάνιση ενός — οποιουδήποτε —
αντικειμένου στον κενό χώρο που υποτίθεται ότι σφραγίζει το χάσμα τής
συμβολικής δομής. Ξεκινώντας λοιπόν από τον χαρακτηρισμό τής αγωνίας ως
έλλειψης τής έλλειψης, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται αμέσως στο ζήτημα τής
τιθάσευσης των συνεπειών που απορρέουν από τον αναδιπλασιασμό που
πλήττει τη λογική τής έλλειψης. «Όπως θαυμάσια το θέτει ο
Λακάν, η αγωνία δεν είναι άλλο από την έλλειψη τής έλλειψης», γράφει ο
Μπαντιού αναφερόμενος στο «Σεμινάριο ΧΙ: Οι τέσσερεις θεμελιώδεις
έννοιες της ψυχανάλυσης» και συνεχίζει: «Αλλά, ελλείψει τής
έλλειψης, αναστέλλεται το αποτέλεσμα τής μετωνυμικής της λειτουργίας και
ξεκινά μια διαδικασία ελέγχου και ανάσχεσης τής πραγματικής αποστέρησης
με τίμημα, όμως, την ολοκληρωτική απώλεια κάθε συμβολικού ερείσματος.
Γι’ αυτό, εξάλλου, η αγωνία ποτέ δεν παρασπονδεί. Για την εξάλειψη τού
απατηλού, τού φαινομενικού και τής λήθης τής λήθης, πρέπει να απειληθεί
με αφανισμό ο νόμος τής έλλειψης» (σελ.164). Σε σχέση λοιπόν με το
πραγματικό, σύμπτωμα τού οποίου αναμφίβολα αποτελεί η εμφάνιση τής
αγωνίας ως ψυχικού πάθους, υπάρχει κάποιο στοιχείο τής αγωνίας το οποίο
επιτρέπει την προσέγγιση μιας άλλης διάστασης πέραν κάθε δομικής ερμηνείας τής υποκειμενικότητας με βάση το γνώρισμα τής καταστατικής της έλλειψης.
Εν ολίγοις, μέσω τής υπερεγωικής θηριωδίας τού Κρέοντα και τής
αγωνίας τής Αντιγόνης, η συμφυής καταχρηστικότητα τού δικαίου και το
άμορφο τού μη-δικαίου οδηγούνται σε σφοδρή σύγκρουση, η κατάληξη τής
οποίας, τουλάχιστον στο πλαίσιο τής σοφόκλειας τραγωδίας, δεν μπορεί
παρά να είναι ο θάνατος και η θυσία σε έναν ατέρμονα κύκλο εκδίκησης και
αντεκδίκησης. Χωρίς να είναι οι μόνοι διαθέσιμοι όροι ερμηνείας τής
ελληνικής τραγωδίας, η αγωνία, όπως και και το υπερεγώ, είναι αμφότερα
απαραίτητα στοιχεία για τη διατύπωση μιας συνεκτικής θεωρίας τού
υποκειμένου. Ολοκληρώνοντας την ανάλυση τής σοφόκλειας τραγωδίας, ο
Μπαντιού επισημαίνει τα εξής: «Αγωνία και υπερεγώ αποτελούν,
επομένως, δύο θεμελιώδεις έννοιες τού υποκειμένου (αν και θα πρέπει να
σημειωθεί ότι υπάρχουν και δύο άλλες), εφόσον με τον όρο «θεμελιώδη
έννοια» χαρακτηρίζουμε το σημείο τομής τού αδρανούς και εκπολιτισμένου νόμου τής δομικής έλλειψης και της ανατρεπτικής βαρβαρότητας τής καταστροφής». Αλλά προσθέτει αμέσως: «Υπάρχει
μια άλλη αλήθεια και μια άλλη τραγωδία: εκείνη τού Ορέστη, εκείνη τού
Αισχύλου — όπου η καταστροφή αποτελεί προϋπόθεση τής δυνατότητας ύπαρξης
ενός υποκειμένου ικανού να θέσει υπό έλεγχο τα παρεπόμενα τής
απώλειας» (σελ.164 και 173). Ειδικότερα, όπως είχε ήδη υπαινιχθεί
και ο Λακάν στο πρώτο του σεμινάριο, το θάρρος και η δικαιοσύνη είναι οι
δύο θεμελιώδεις έννοιες τού υποκειμένου μέσω των οποίων θα μπορέσει ο
Μπαντιού να αποδεσμευτεί από την κυρίαρχη επιρροή τού σοφόκλειου
προτύπου.
Μέσω τής αναφοράς στην αισχύλεια τραγωδία προετοιμάζεται το έδαφος
για την πραγμάτευση των δύο πρόσθετων θεμάτων τού θάρρους και τής
δικαιοσύνης, όπως προσωποποιούνται στους χαρακτήρες, αντίστοιχα, τού
Ορέστη και τής Αθηνάς. «Ο Αιχύλος διακρίνεται περισσότερο για την ικανότητά του να συλλαμβάνει και να κατανοεί, επί τη βάσει τού υπερεγώ, τη φύση τής θεσμίζουσας ρήξης.
Στο θέατρο τού Αισχύλου, από τη μια πλευρά, απουσιάζει οποιαδήποτε
μορφής επιστροφή στην πρότερη τάξη, ενώ από την άλλη διαδραματίζεται η
εκ νέου σύσταση μιας διαφορετικής τάξης» (σελ.183) — πράγμα που
συνεπάγεται εξίσου ότι στη θέση τού εγκλωβισμού στον φαύλο κύκλο τής
εκδικητικής βίας και τού χρέους τού αίματος αναδύεται η δυνατότητα
θέσμισης ενός νέου δικαίου στο σημείο ακριβώς δυσλειτουργίας τού
πρότερου νομικού καθεστώτος. Υπ’ αυτήν την έννοια, η αγωνία διατηρεί τη
διαγνωστική της σημασία, στο μέτρο που μας βάζει στα ίχνη τού
πραγματικού και, ως εκ τούτου, ποτέ δεν μας εξαπατά, με την επιφύλαξη
όμως ότι το θάρρος τώρα ακυρώνει τη μοιραία σημασία τής αγωνίας δίνοντάς
της νέο προσανατολισμό: «Επομένως, εκείνο που υπερισχύει είναι το
στοιχείο τής θαρραλέας άρνησης έναντι τού πλεονάσματος τής τυπικής
ισχύος. Παρ’ όλο που καταλαμβάνεται από αγωνία ή, καλύτερα, επειδή ακριβώς τον κατατρώει η αγωνία,
ο Ορέστης δεν εσωτερικεύει τον νόμο τού αίματος και τού αιώνιου χρέους.
Επιπλέον, αντί να στραφεί με τυφλή μανία ενάντια στον νόμο,
αντιστέκεται, δεν υποκύπτει στην θανατηφόρα έλξη των Ερινυών και απαιτεί
την επί τής ουσίας εκδίκαση τής υπόθεσης» (σελ.183).
Με την παρέμβαση τής Αθηνάς στο δικαστήριο τού Άρειου Πάγου στο τελευταίο μέρος τής τριλογίαςΟρέστεια,
σπάει η αλυσίδα των φόνων και ακολουθεί η θέσπιση ενός νέου νόμου, ενός
νέου δικαίου ή μιας νέας μορφής συνεκτικότητας. Τέλος, ο ρόλος τής
ρηξιακής ανασύνθεσης που καλείται να διαδραματίσει η έννοια τής
δικαιοσύνης, η οποία ναι μεν αντιδιαστέλλεται προς την αγωνία και την
υπερεγωική προσταγή αλλά δεν παύει να βρίσκεται σε συνάφεια προς αυτές,
εξειδικεύεται ως εξής: «Η δικαιοσύνη ως συστατική κατηγορία τού
υποκειμένου θα στερείτο νοήματος, εάν η λειτουργία τού συμβολικού
χαρακτηριζόταν από την αδιαιρετότητα, πράγμα που θα συνεπαγόταν ότι ο
τρομοκρατικός του πυρήνας θα αποτελούσε το μόνο στοιχείο συνοχής κάθε
υποκειμενικής διεργασίας μέσω τής αδιάλειπτης εξεργασίας τού
ψυχαναγκασμού. Η δικαιοσύνη θέτει ως προϋπόθεση τη διαλεκτική
αβεβαιότητα τού νόμου, τη δεκτικότητά του στο ενδεχόμενο τής
αμφισβήτησης και τής ανατροπής του — αβεβαιότητα που δεν θίγει απλώς
έναν συγκεκριμένο νόμο, αλλά την ίδια την αρχή τής επιτακτικότητας» (σελ.176).
Στην ερμηνεία τής ελληνικής τραγωδίας που προτείνει ο Μπαντιού επιστρατεύονται επομένως τέσσερεις θεμελιώδεις έννοιες: «Θάρρος
τής διάσπασης τής συνοχής των νόμων, αγωνία τής μυστηριώδους
καταδίωξης, υπερεγώ τής αιμοσταγούς Ερινύας, δικαιοσύνη ανταποκρινόμενη
στη συνεκτικότητα τού καινού: τέσσερεις έννοιες αναγκαίες για την εκφορά
τού υποκειμένου» (σελ.174). Πιο συγκεκριμένα, μέσω τής
προτεινόμενης μετάθεσης τού ενδιαφέροντος από τον Σοφοκλή στον Αισχύλο,
βλέπουμε ότι ο κύριος λόγος για την ανάδειξη μιας άλλης συμπληρωματικής
προοπτικής αναφορικά με το ζήτημα τού υποκειμένου — προοπτικής η οποία
συνδέει τη θαρραλέα άρνηση με την ανασύνθεση τής δικαιοσύνης — είναι ότι
έτσι αποφεύγονται οι ολέθριες συνέπειες τής αποϋποκειμενοποίησης που
απορρέουν από την πεποίθηση ότι, πέραν των αληθειών που προκύπτουν σε
συνάρτηση με το υπερεγωικό μένος και την αγωνία στο πλαίσιο τής πρώτης
εκδοχής τής θεωρίας τού υποκειμένου, οποιαδήποτε εγχείρημα είναι μάταιο,
αν όχι αδύνατο. Να λοιπόν που βρισκόμαστε πιθανώς σήμερα εγκλωβισμένοι
ξανά στο σοφόκλειο πρότυπο, καθώς τόσο η θεωρητική επιστήμη όσο και,
ειδικότερα, η φιλοσοφία ειδικεύονται, στα πλαίσια τής θεωρητικά σεβαστής
προβληματικής τής περατότητας, στην παροχή άλλοθι, αιχμαλωτίζοντας,
κατ’ αυτόν τον τρόπο, το υποκείμενο στην κατάσταση σύγχυσης και παρακμής
που αποτελούν γνώρισμα των μετα-πολιτικών καιρών μας. Ο Μπαντιού
φαίνεται να είχε προβλέψει αυτήν την κατάσταση, όταν έκανε την ακόλουθη
επισήμανση στη Θεωρία τού Υποκειμένου: «πράγματι, αυτή η
υποκειμενική μορφή, η διαλεκτική τής οποίας στηρίζεται αποκλειστικά στην
αγωνία και το υπερεγώ, θα τείνει να είναι η κρατούσα σε περιόδους
σύγχυσης και παρακμής, τόσο όσον αφορά τον ιστορικό βίο όσο και τον βίο
τού υποκειμένου» (σελ.180).
…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου