ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: απο τον Πέτρο Θεοδωριδη
Lars Svendsen: Η φιλοσοφία της βαρεμάρας, μτφ Παναγιώτης Καλαμαράς, εκδ Σαββάλας,( (1ηεκδοση 1999)2006
Το βιβλίο του καθηγητή της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Μπέργκεν, στη Νορβηγία Lars Svendsen:Η φιλοσοφία της βαρεμάρας, είναι ένα βιβλίο για την ανία, την πλήξη, ή ,πιο κοινότοπα, για τη βαρεμάρα:Γιατί «τι μπορεί να είναι υπαρξιακά πιο ενοχλητικό από τη βαρεμάρα; »Αλλά και τι πιο επινοητικό;«Οι θεοί βαριόταν και γι αυτό έφτιαξαν τα ανθρώπινα όντα.»σύμφωνα με τον Κιρκεργκορ Και, ο Γκέοργκ Μπίχνερ γράφει:« Και τι δεν επινόησαν οι άνθρωποι επειδή βαριόνταν! Διαβάζουν από βαρεμάρα, παίζουν από βαρεμάρα και τελικά πεθαίνουν από βαρεμάρα» (σ 35 )
Τι είναι όμως η βαρεμάρα;
Η βαρεμάρα είναι μια εσώτερη κατάσταση του μυαλού, είναι όμως επίσης χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του κόσμου. Σε αυτόν τον κόσμο ,σκοτώνουμε τον χρόνο και βαριόμαστε μέχρι θανάτου. Ετσι μπορεί να συμφωνήσουμε με τον Λόρδο Βύρωνα όταν λέει: «Λίγα έμειναν πέρα από το βαριόμουν ή βαριέμαι» (σ 20)
Η πιο κοντινή στα αρχαία ελληνικά λέξη για την αεργία είναι, πιθανώς, η ακηδία, η οποία προέρχεται από το κήδος που σημαίνει να νοιάζεσαι συν το αρνητικό πρόθεμα. Αυτή η έννοια, όμως παίζει μόνον ένα ελάσσονα ρόλο στη πρώιμη ελληνική σκέψη, όταν περιγράφει μια κατάσταση αποσύνθεσης ,η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι σαν χαύνωση και σαν έλλειψη συμμετοχής. Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τον 4ο αιώνα μ,χ με τους χριστιανούς Πρώτους Πατέρες για να αποκτήσει ο όρος ένα νόημα που περιγράφει μια κατάσταση κορεσμού από τη ζωή ή κούρασης. Στην Αναγέννηση, η έννοια της ακηδίας αντικαταστάθηκε από αυτή της μελαγχολίας. Η ακηδία συνδεόταν με τη ψυχή, ενώ η μελαγχολία με το σώμα. Ενώ η μελαγχολία μπορεί να περιλαμβάνει την ίδια της τη θεραπεία, η θεραπεία για την ακηδία βρίσκεται έξω από τον εαυτό–για παράδειγμα στον θεό ή τη δουλειά Μετά τον 14ο αιώνα τις ηθικές πλευρές της ακηδίας ανέλαβε η βαρεμάρα. .(σ 73 κ.ε)
Συνήθως πιστεύουμε ότι η βαρεμάρα ξεκινά από ένα θεμελιώδες ελάττωμα του χαρακτήρα Μια τέτοια προσέγγιση παραβλέπει την πιθανότητα ο έξω κόσμος –παρά το άτομο – να είναι το πρόβλημα. Γιατί η βαρεμάρα δεν είναι απλώς ένα φαινόμενο που βασανίζει τα άτομα, είναι σε μεγάλο βαθμό, ένα κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο. (σ 75)
Η βαρεμάρα εμφανίζεται με διάφορες μορφές:Μπορεί να βαριόμαστε αντικείμενα και ανθρώπους, μπορεί όμως να βαριόμαστε τον εαυτό μας. Αλλά υπάρχει επίσης μια ανώνυμη μορφή βαρεμάρας, όπου στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που μας κάνει να βαριόμαστε. Τότε (στη βαθιά βαρεμάρα)μπορούμε να πούμε πως «η ίδια η βαρεμάρα βαριέται» (σ 58).Ο Μιλαν Κούντερα, στην «Ταυτότητα» διακρίνει την:Παθητική βαρεμάρα,:όταν κάποιος χασμουριέται ανιδιοτελώς, την ενεργητική: όταν κάποιος αφιερώνεται σε ένα χόμπι και την εξεγερτική:όταν κάποιος σπάει βιτρίνες σ 58)
Στην τυπολογία του Martin Doehlemann διακρίνεται:η καταστασιακή βαρεμάρα:όταν κάποιος περιμένει κάτι, ακούει μια διάλεξη ή παίρνει το τρένο. Η βαρεμάρα ως προς τον κορεσμό:όταν κάποιος έχει πάρει τόσο μεγάλη δόση από το ίδιο πράγμα ώστε τα πάντα του φαίνονται κοινότοπα. Η υπαρξιακή βαρεμάρα, όπου η ψυχή δεν έχει περιεχόμενο και ο κόσμος φαίνεται ουδέτερος. Τέλος η δημιουργική βαρεμάρα :εξαναγκάζεται κάποιος να κάνει κάτι καινούριο (σσ: 58-59).Η καταστασιακή βαρεμάρα εκφράζεται μέσω του χασμουρητού, του στριφογυρίσματος σε μια καρέκλα, του τεντώματος των χεριών και των ποδιών, ενώ η βαθιά υπαρξιακή βαρεμάρα λίγο πολύ στερείται εκφραστικών μέσων:στην υπαρξιακή βαρεμάρα μοιάζει λες και η απουσία έκφρασης υπαινίσσεται μια ενστικτώδη γνώση ότι αυτή δεν μπορεί να υπερνικηθεί από οποιανδήποτε ενέργεια της βούλησης (σ60)
Γιατί όμως οι άνθρωποι βαριούνται; Η απάντηση στο ερώτημα δεν βρίσκεται στη δουλειά ή στη σχόλη. Κάποιος μπορεί να έχει πολλή σχόλη χωρίς να βαριέται και τόσο και κάποιος άλλος μπορεί να έχει ελάχιστη και να βαριέται μέχρι θανάτου. Η βαρεμάρα δεν είναι ζήτημα καθισιού αλλά νοήματος(σ 48) Μπορούμε να κατανοήσουμε την βαρεμάρα σαν μια δυσανεξία που μας δείχνει ότι η ανάγκη για νόημα δεν έχει ικανοποιηθεί. Προκειμένου να πάψει αυτή η δυσανεξία, επιτιθέμεθα μάλλον στα συμπτώματα παρά στην ίδια την αρρώστια. (σ43)
Οι ρομαντικοί έδιναν έμφαση στη βαρεμάρα ως μια από τις πλέον έντονες ενοχλήσεις της ανθρώπινης ζωή
Ο Νοβάλις πίστευε πως «η βαρεμάρα είναι πείνα »(σ 88).Η ρομαντική βαρεμάρα χαρακτηρίζεται από το ότι κάποιος δεν ξέρει τι ψάχνει επισήμανε ο Φριντριχ Σλέγκελ «Οποίος επιθυμεί τα άπειρο δεν ξέρει τι επιθυμεί» και αλλού « Μόνο σε σχέση με το άπειρο υπάρχει νόημα και σκοπός.» (σ 88) υπαρξιακού νοήματος.
Ο Ρομαντισμός στα τέλη του 18ου αιώνα εκλαμβάνει το υπαρξιακό νόημα ως ατομικό νόημα το οποίο πρέπει να πραγματωθεί ,καθώς εμφανίζει το αίτημα για μια ενδιαφέρουσα ζωή βάσει της γενικότερης άποψης για την «πραγμάτωση του εαυτού» (σ 39).Μαζί με το Ρομαντισμό , εμφανίζεται μια έντονη επικέντρωση στον εαυτό, που απειλείται διαρκώς από τη έλλειψη νοήματος Η βαρεμάρα, συνεπώς, συνδέεται με την απώλεια νοήματος.
Η βαρεμάρα είναι το «προνόμιο του νεωτερικου ανθρώπου». Ο Svendsen υποστηρίζει ότι με την έλευση του Ρομαντισμού μπορούμε να πούμε ότι η βαρεμάρα εκδημοκρατίζεται και βρίσκει ευρύ πεδίο έκφρασης.( σ 29). Πριν από τον ρομαντισμό έμοιαζε να είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο, άξιο μόνο για τους μοναχούς και τους ευγενείς. Για πολύ καιρό η βαρεμάρα ήταν σύμβολο της κοινωνικής θέσης, αποτελούσε δηλαδή προνόμιο των ανώτερων στρωμάτων της κοινωνίας αφότου αυτά ήταν τα μόνα τα οποία είχαν την υλική βάση που απαιτείται για την βαρεμάρα ( σ 29)Καθώς η βαρεμάρα εξαπλώθηκε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα ,έχασε την αποκλειστικότητα της (σ 30).
Ο Σοπενχάουερ περιέγραφε τη (βαθιά) βαρεμάρα σαν «μια ήμερη λαχτάρα χωρίς συγκεκριμένο στόχο »( σ 61).
Στη βαθιά βαρεμάρα χάνει κανείς την ικανότητα να βρίσκει στόχο για οποιαδήποτε επιθυμία του. Ο κόσμος μαραίνεται και πεθαίνει Σε μια βαθύτερη ανάλυση η βαρεμάρα σχετίζεται με τον ίδιο το θάνατο:η βαρεμάρα μας δίνει μια ελαφρά πρόγευση του θανάτου και μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο βίαιος, πραγματικός, θάνατος είναι προτιμότερος:κάποιος μπορεί να προτιμήσει να τελειώσει ο κόσμος με μια έκρηξη παρά με ένα άθλιο μικρό λυγμό. Όμως ενώ η βαθιά βαρεμάρα είναι κάτι σαν θάνατος ,ο θάνατος φαίνεται ως η μοναδική δυνατή περίπτωση ολοκληρωτικής ρήξης με τη βαρεμάρα.
Η βαρεμάρα είναι ο θάνατος μέσα στη ζωή, μια μη ζωή.(σ 57)
Η βαρεμάρα συνδέεται και με το πέρασμα του χρόνου, όπου ο χρόνος, αντί να είναι ένας ορίζοντας ευκαιριών, είναι μάλλον κάτι που πρέπει να ξεγελαστεί. Ετσι τρέχουμε βιαστικά από τη μία δραστηριότητα στην επόμενη αφού δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον χρόνο που είναι «άδειος».Αρκετά παράδοξα, αυτός ο παραγεμισμένος χρόνος, αν τον δούμε αναδρομικά, είναι συχνά τρομακτικά άδειος.(σ 32)
Ως πεπερασμένο ον ,περιβάλλεται κανείς ,από μια απειρία χρόνου που είναι κενός περιεχομένου.Η βίωση του χρόνου αλλάζει, με το παρελθόν και το μέλλον να εξαφανίζονται και όλα να γίνονται ένα ανελέητο τώρα. Με αυτή την έννοια η βαρεμάρα μοιάζει επουράνια. Είναι, λες και το άπειρο ήρθε σε αυτό τον κόσμο από το υπερπέραν. Αλλά αυτό το άπειρο ,η μονοτονία ,διαφέρει από αυτό που περιγράφουν οι μυστικιστές:
Όπως γράφει η Simon Weil: «Η μονοτονία είναι ταυτοχρόνως το πιο όμορφο και το πιο αποκρουστικό πράγμα που υπάρχει. Είναι το πιο όμορφο αν αντανακλά την αιωνιότητα και το πιο αποκρουστικό αν είναι ένδειξη κάτι ατέλειωτου και απαράλλακτου[...] Το σύμβολο της όμορφης μονοτονίας είναι ο κύκλος. Το σύμβολο της άσπλαχνης μονοτονίας είναι ο χτύπος του εκκρεμούς » (σ 56-57) Και όπως λέει ένας ήρωας στο βιβλίο του Μάρτιν ΄Αμις «Λονδρέζικα χωράφια»: «Και στο μεταξύ ο χρόνος συνεχίζει το πανάρχαιο έργο του να κάνει τους πάντες να μοιάζουν, αλλά και να νιώθουν ,σαν σκατά ». (σ 98).
Η βαρεμάρα έχει σχέση και με την διασκέδαση .
Η βιασύνη για διασκεδάσεις ,η απαίτηση για ικανοποίηση και η έλλειψη της διαπλέκονται αξεδιάλυτα. Όσο περισσότερο η ατομική ζωή γίνεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος τόσο μεγαλύτερη είναι η επιμονή να βρεθεί νόημα στις κοινοτοπίες της καθημερινότητας. Γιατί ο άνθρωπος ,περίπου δυο αιώνες πριν, άρχισε να βλέπει τον εαυτό του ως ιδιαίτερο ον το οποίο πρέπει να πραγματώσει τον εαυτό του ,οπότε είναι λογικό η καθημερινή του ζωή να του φαίνεται τώρα πια σαν φυλακή.
Η βαρεμάρα δεν συνδέεται με τις πραγματικές ανάγκες αλλά με την επιθυμία.
Και αυτή η επιθυμία είναι μια επιθυμία για αισθητηριακά ερεθίσματα. Τα ερεθίσματα είναι το μόνο πράγμα που έχει ενδιαφέρον » (σ 37,38).
Ότι η ζωή σε μεγάλο βαθμό είναι βαρετή, αποδεικνύεται από τη μεγάλη έμφαση που δίνουμε στη καινοτομία. Σήμερα δίνουμε μεγαλύτερη έμφαση στο κατά πόσο κάτι είναι «ενδιαφέρον» από το αν έχει οποιαδήποτε «αξία».Το να εξετάζουμε κάτι αποκλειστικά από την άποψη του κατά πόσο έχει «ενδιαφέρον» ή όχι, σημαίνει ότι το εξετάζουμε υπό μία καθαρά αισθητική οπτική γωνία Ετσι ,σήμερα, βασικό προϊόν των ΜΜΕ είναι η ενδιαφέρουσα πληροφορία.(σ, 38). Γεγονότα αδιάφορο πόσο ασήμαντα μπορεί να είναι, περικυκλώνονται από κάμερες και μικρόφωνα και μπορεί διογκωθούν σε απίστευτο βαθμό.
Όλα είναι δυνάμει ορατά- τίποτα δεν κρύβεται. Ο κόσμος όμως γίνεται βαρετός όταν τα πάντα είναι διαφανή Ετσι πιθανώς εξηγείται γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι έχουν ψύχωση με τη «βία στους δρόμους» και την τυφλή βία»,που οι αναφορές τους αφθονούν στον κίτρινο τύπο Να γιατί μερικοί άνθρωποι διψούν γι αυτό που είναι ριψοκίνδυνο. Αντικαθιστούν το μη διαφανές με το ακραίο. Πόσο βαρετή θα ήταν η ζωή χωρίς τη βία! (σ 53)
Για τις περασμένες κοινωνίες ,τα πράγματα ήταν φορείς συνέχειας και σταθερότητας, αλλά κάτι τέτοιο είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με την μόδα. Η αρχή της μόδας είναι να καθιστά ένα αντικείμενο όσο το δυνατόν πιο περιττό, ετσι ώστε να οδηγείται κανείς σ ΄ένα καινούργιο Ένα αντικείμενο της μόδας δεν χρειάζεται να έχει οποιαδήποτε ιδιότητα εκτός από το να είναι καινούργιο Όταν τα πάντα καθίστανται ανταλλάξιμα και με όρους άξιας οι αυθεντικές προτιμήσει καθίστανται αδύνατες .(σ 66-67)
Διακρίνουμε μια μάρκα ρούχων από μια άλλη, ένα τύπο ουίσκι από κάποιον άλλο, μια σεξουαλική στάση από μια άλλη. Ψάχνουμε απελπισμένα για διάφορες. Ευτυχώς η δυστυχώς η βιομηχανία της διαφήμισης είναι εδώ για να μας σώσει μέσω της δημιουργίας νέων διακρίσεων.Η διαφήμιση στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από τη δημιουργία ποιοτικών διαφορών εκεί όπου δεν υπάρχει καμία. Αυτό που μετρά είναι η διάκριση, όχι το περιεχόμενο, καθώς η ύπαρξη τέτοιων διαφορών μας κάνει να ελπίζουμε ότι υπάρχουν ακόμη στον κόσμο ιδιότητες (σ 67-68).Όταν κάποιος εκθέτει τον εαυτό του σε οτιδήποτε καινούριο, το κάνει με την ελπίδα ότι αυτό θα μπορεί να έχει μια εξατομικευτική λειτουργία και θα δώσει στη ζωή του ένα προσωπικό νόημα. Αλλά καθετί καινούριο σύντομα παλιώνει το καινούριο μετατρέπεται γρήγορα σε ρουτίνα και τότε έρχεται η βαρεμάρα (σ 64).
Σ έναν κόσμο με τη μόδα ως αρχή, έχουμε περισσότερα κίνητρα αλλά και περισσότερη βαρεμάρα, μεγαλύτερη χειραφέτηση αλλά και μεγαλύτερη σκλαβιά, μεγαλύτερη εξατομίκευση αλλά και πιο αφηρημένη αποπροσωποποιηση. Η μοναδική εξατομίκευση στη μόδα είναι αυτή που έγκειται στο να ξεπερνάμε τους άλλους, αλλά ακριβώς γι αυτόν το λόγο καταλήγει κανείς να ελέγχεται πλήρως από αυτούς.(σ 65)
Μπορούμε να διακρίνουμε πλήρως μεταξύ του κατά πόσο κάτι είναι βαρετό ή απλώς το νιώθουμε βαρετό; Για τον Svendsen ο κόσμος, δεν είναι ένα αντικείμενο με τη συνηθισμένη έννοια του όρου, αλλά μάλλον ο δικός μας, πραγματικός, νοηματικός ορίζοντας Η βαρεμάρα, δεν μπορεί να τοποθετηθεί ξεκάθαρα, είτε στον υποκειμενικό είτε στον αντικειμενικό πόλο της εμπειρίας. Δεν είναι απαραιτήτως λιγότερο «αντικειμενικό» το να ισχυριστούμε ότι ένα βιβλίο είναι βαρετό από το ότι είναι ορθογώνιο ή καφέ. Η βαρεμάρα είναι τόσο πραγματική όσο τα βιβλία και τα πρωτόνια. Φαίνεται εξίσου δικαιολογημένο το να θεωρείται ένα αντικείμενο καθ εαυτό (ένα βιβλίο, ένα άτομο, μια γιορτή) βαρετό με το να ισχυριζόμαστε απλώς ότι αυτό το αντικείμενο είναι βαρετό για μένα (σ163-164.)
Στη βαρεμάρα, η ματιά μας μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με ένα αντικειμενοποιημένο βλέμμα, μια υποτίθεται, καθαρή αντίληψη όπου η μουσική δεν είναι τίποτε άλλο από μια σειρά ήχων και η ζωγραφική απλώς κηλίδες χρώματος. Στη βαρεμάρα τα γεγονότα και τα αντικείμενα μας παρουσιάζονται όπως και πριν, αλλά με τη σημαντική διαφορά ότι εμφανίζονται στερούμενα νοήματος.(σ 164-165).
Όταν έχουμε χαρούμενη διάθεση, όλα μοιάζουν σφριγηλά και γεμάτα ζωή, ενώ όταν είμαστε θλιμμένοι τα πάντα είναι μουντά ή νεκρά.
Η διάθεση είναι πάντα κάτι γενικό ,επηρεάζει συνολικά τον κόσμο. Τα συναισθήματα δεν είναι απαραιτήτως γενικά:όταν θυμώνουμε, συνήθως θυμώνουμε με ένα συγκεκριμένο άτομο. Υπάρχουν, όμως, ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπου οι περισσότεροι από μας ,νιώθουμε θυμωμένοι με ολόκληρο τον κόσμο (σ 166) Μιλώντας γενικά μπορούμε να πούμε ότι, ένα συναίσθημα φυσιολογικά έχει ένα αντικείμενο, ενώ η διάθεση όχι.
Οι διαθέσεις έχουν να κάνουν περισσότερο με την ολότητα όλων των αντικειμένων , δηλαδή με τον κόσμο συνολικά.Οι διαθέσεις δεν είναι απλώς εσωτερικές καταστάσεις που προβάλλονται σ έναν κόσμο χωρίς νόημα. Δεν μπορούμε να καθορίσουμε αν μια διάθεση είναι κάτι «εσωτερικό» η « εξωτερικό» ως προς το υποκείμενο, Μια αλλαγή της διάθεσης πρέπει συνεπώς να εκλαμβάνεται σαν μια αλλαγή στον κόσμο- όταν λειτουργούμε με μια έννοια του κόσμου σαν κάτι που μπορεί να έχει, ή να μην έχει νόημα – αφού δεν διαθέτουμε έναν μη εναρμονισμένο κόσμο για να κάνουμε συγκρίσεις ,έναν κόσμο που δεν θα επηρεάζεται από την αλλαγή της διάθεσης (σ 166).Ο Svendsen ισχυρίζεται ότι η βαρεμάρα μπορεί να είναι ένα συναίσθημα αλλά μπορεί να είναι και μια διάθεση. Είναι συναίσθημα, όταν κάποιος βαριέται κάτι συγκεκριμένο και είναι διάθεση όταν ο κόσμος καθ¨ εαυτόν είναι βαρετός.
Για τον Svendsen η καταστασιακή βαρεμάρα είναι συχνά συναίσθημα, ενώ η υπαρξιακή(βαθια) βαρεμάρα είναι πάντοτε διάθεση (σ 167 )
Εντέλει ο Svendsen διαφωνεί με την οπτική του Χάιντεγκερ για το υποτιθέμενο νόημα της (βαθιάς) βαρεμάρας. Για τον Χάιντεγκερ , το ίδιο το Είναι αυτό που κάνει τη βαρεμάρα « βαθιά». Και η βαρεμάρα αποκτά νόημα γιατί, στον βαθμό που γίνεται πραγματικά βαθιά, προκαλεί μια αντιστροφή στον τρόπο ύπαρξης του ατόμου, σηματοδοτεί έναν άλλο χρόνο.(τη στιγμή ).Ο Χάιντεγκερ οικοδομεί μια μνημειώδη βαρεμάρα που υποτίθεται ότι αποκαλύπτει το πλήρες νόημα και τη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης, και ετσι ενθαρρύνει μια στροφή στην αυθεντικότητα.
Για τον Svendsen όμως ο Χάιντεγκερ δεν βλέπει την ανθρώπινη ύπαρξη όπως είναι στην πραγματικότητα
Η βαρεμάρα δεν οδηγεί σε καμία βαθιά, συνολική κατανόηση του νοήματος του «Είναι » αλλά μπορεί να μας πει κάτι για το πώς κινούμαστε στη ζωή μας (σ 199)Το να βαριέσαι είναι ένας τρόπος ύπαρξης ανάμεσα σε άλλους. Η βαρεμάρα ,αναντίρρητα ,συνδέεται με ένα μεγάλο αριθμό άλλων φαινομένων, αλλά όλα αυτά τα φαινόμενα μάλλον συντονίζονται, παρά ταξινομούνται ιεραρχικά.
Η Βαρεμάρα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα φαινόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης. Για τον Svendsen η βαρεμάρα δεν ενέχει ένα μεγάλο, κρυφό μήνυμα ,όπως φαντάστηκε ο Χάιντεγκερ.Πηγάζει από μια έλλειψη νοήματος, αλλά η παρουσία αυτής της έλλειψης δεν εγγυάται ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να την αναπληρώσει. Όπως έχει δείξει ο Μπέκετ («Περιμένοντας τον Γκοντό»),η στιγμή αναβάλλεται διαρκώς. Η Στιγμή, το πραγματικό Νόημα της ζωής ,εμφανίζεται μόνο με αρνητική μορφή, αυτή της απουσίας και οι μικρές στιγμές (ο ερωτάς, η τέχνη, η μέθη) ,ποτέ δεν κρατούν πολύ.
Το πρόβλημα, πρώτα και κύρια, έγκειται στην αποδοχή πως όλα όσα υπάρχουν είναι μικρές στιγμές, και ότι η ζωή προσφέρει μεγάλες δόσεις βαρεμάρας ανάμεσα σ αυτές τις στιγμές. Όμως η απουσία, ενός μεγάλου Νοήματος, δεν σημαίνει την εξαφάνιση κάθε νοήματος από τη ζωή. Μια μονόπλευρη έμφαση στην απουσία Νοήματος μπορεί να επισκιάζει όλα τα άλλα νοήματα-και τότε ο κόσμος πραγματικά μοιάζει λες και είναι ένας σωρός χαλάσματα. Ένας λόγος για την ύπαρξη της βαθιάς βαρεμάρας είναι ότι απαιτούμε κεφαλαία γράμματα εκεί που πρέπει να συμβιβαστούμε με μικρά: ακόμα και αν δεν υφίσταται Νόημα, υπάρχει νόημα – και βαρεμάρα.
Η βαρεμάρα πρέπει να γίνει αποδεκτή ως ένα αναπόφευκτο γεγονός, όπως η βαρύτητα της γης. Δεν υπάρχει μεγάλη λύση, αφού για το πρόβλημα της βαρεμάρας ετσι κι αλλιώς δεν υπάρχει λύση
Δημοσιευτηκε (περιοδικο ΕΝΕΚΕΝ ΤΕΥΧΟΣ 4)
3 σχόλια:
Σαν μολυβενια σφαιρα αργαααα κυλαω
μ' αδρανεια εκπληκτικη!
Αφωτιστος Φιλελλην
Χρόνια πολλά και καλά
Αναγνώστης ο αθηναίος
χρονια πολλα φιλε μου
Δημοσίευση σχολίου