Πολιτικός Κυνισμός και Πολιτική Αποξένωση στη Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία
Το φαινόμενο του πολιτικού κυνισμού δεν μπορεί να αναλυθεί σωστά αν δεν τοποθετηθεί στο γενικότερο ερμηνευτικό πλαίσιο του σύγχρονου κυνισμού ,
ως πολιτισμικής τάξεως συνθήκη που χαρακτηρίζει τις δυτικές κοινωνίες
κατά την περίοδο της ύστερης νεωτερικότητας. Τα σύγχρονα πολιτικά και
κομματικά συστήματα διέρχονται μια εντονότατη περίοδο ανακατατάξεων. Οι
παράγοντες που συλλειτουργούν προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση
ποικίλουν και δεν επιδρούν όλοι παντού με την αυτή ένταση και έκταση.
Οπωσδήποτε όμως στους παράγοντες αυτούς συμπεριλαμβάνεται η αύξηση του
πολιτικού κυνισμού και της πολιτικής αποξένωσης.
Στην παράδοση των
μικροκοινωνιολογικών μελετών αλλά και των θεωριών μέσου βεληνεκούς η
"πολιτική δυσαρέσκεια" εκλαμβάνεται ως ένας υποκειμενικός ορισμός της
κατάστασης που συνδέεται με τις προσδοκίες και τις αξιώσεις των
υποκειμένων προς το πολιτικό τους περιβάλλον. Η παράδοση αυτή
δημιούργησε ένα ορισμένο σημασιολογικό πεδίο στο οποίο εντάσσονται οι
όροι "αλλοτρίωση", "δυσφορία" (discontent), "μη ικανοποίηση"
(dissatisfaction), "αποξένωση" (estrangement), κυνισμός, ανομία,
αρνητισμός (negativism), "αδυναμία" (powerlessness), "δυσανεξία"
(malaise), "έλλειψη κανόνων" (normlessness), έλειψη νοήματος
(meaninglessness) και ούτω καθεξής. Έτσι, ένα από τα βασικότερα
προβλήματα που ανακύπτουν είναι η εσωτερική σχέση των όρων που
συγκροτούν το εν λόγω σημασιολογικό πεδίο. Συνήθως στην βιβλιογραφία η
πολιτική αλλοτρίωση εκλαμβάνεται ως έννοια γένους υπό την οποία
κατατάσσονται άλλες έννοιες του πεδίου. Ως έννοια γένους, η πολιτική
αλλοτρίωση ορίζεται ως το άλλο άκρο του συνεχούς που στοιχειοθετεί την
υποκειμενική σχέση του πολίτη με το πολιτικό σύστημα και που τίθεται ως :
υποστήριξη versus απόρριψη του συστήματος.
Προ πολλού έχει γίνει προσπάθεια
επιμερισμού της έννοιας αυτής σε μετρήσιμα μεγέθη που κυρίως σχετίζονται
: με τις "διαστάσεις" και τα "πεδία αναφοράς" της πολιτικής
αλλοτρίωσης. Με βάση κυρίως τις αναλύσεις των Easton, Dahl και
Almond-Verba, οι Gamson, Aberbach και Μiller θεωρούν ότι η πολιτική
αλλοτρίωση συνίσταται από δύο βασικές διαστάσεις : την πολιτική
αναρμοδιότητα και τον πολιτικό κυνισμό (ή πολιτική δυσπιστία). Οι δύο
αυτές διαστάσεις αντιστοιχούν σε ό,τι έχει ονομασθεί "θυμική στάση
έναντι των εισροών και των εκροών του πολιτικού συστήματος (input και
output affect). Βεβαίως σπεύδουν να τονίσουν ότι οι δύο αυτές διαστάσεις
της πολιτικής αλλοτρίωσης μπορούν να αποσυσχετισθούν, να υπάρχει δηλαδή
η μία δίχως απαραιτήτως να έχει εκδηλωθεί και η άλλη, γεγονός που
οδηγεί και σε διαφορετικές μορφές πολιτικής συμπεριφοράς.
Tα πεδία αναφοράς ή, αλλιώς,
τα αντικείμενα της πολιτικής αλλοτρίωσης αλλά και του πολιτικού
κυνισμού ποικίλουν έτσι ώστε τα άτομα άλλοτε να επιδεικνύουν υψηλά
ποσοστά εμπιστοσύνης σε έναν συγκεκριμένο τομέα του πολιτικού συστήματος
και ταυτοχρόνως να αποστασιοποιούνται κυνικά από έναν άλλο, και
αντιστρόφως. Αρα, τόσο η πολιτική αλλοτρίωση/αποξένωση, όσο και ο
πολιτικός κυνισμός όταν εμφανίζονται δεν επενεργούν συλλήβδην στο
πολιτικό σύστημα και την πολιτική συμπεριφορά αλλά με έναν διαφορικό
τροπισμό. Θα μπορούσαμε εδώ να πούμε ότι τα αντικείμενα πολιτικού
κυνισμού και πολιτικής αλλοτρίωσης είναι δυνητικά τα εξής: α) Η
θεσμισμένη κοινωνία εν γένει, ως πολιτική κοινότητα ανθρώπων που
συνδέεται από έναν "πολιτικό καταμερισμό εργασίας" πέρα και υπεράνω των
συγκεκριμένων κανόνων διαχείρισης των δημοσίων πραγμάτων και του
διακανονισμού των συγκρούσεων και των διαφορών. β) Το αξιολογικό
περιεχόμενο και οι βασικές κανονιστικές και συνταγματικές αρχές ενός
πολιτικού καθεστώτος. γ) Οι πολιτικοί θεσμοί ενός καθεστώτος, όπως λόγου
χάριν η κυβέρνηση, τα κόμματα, η δικαιοσύνη, η αστυνομία κλπ. δ) Οι
φορείς συγκεκριμένων θεσμών όπως π.χ. οι πολιτικοί, οι δημόσιοι
υπάλληλοι κλπ.
Πολιτικός Κυνισμός και Πολιτική Αποξένωση στην Σύγχρονη Ελλάδα
Η εμπειρική μελέτη του πολιτικού
κυνισμού και της αποξένωσης στην Ελλάδα ξεκίνησε ουσιαστικά το 1985 στα
πλαίσια συγκριτικής έρευνας της πολιτικής κουλτούρας του Ευρωπαϊκού
Νότου, που διεξήγαγε ερευνητική ομάδα του ΕΚΚΕ, και συνεχίζεται πλέον
έως τις μέρες μας. Ενώ το 1985 το ελληνικό κοινό παρουσίαζε χαμηλά
ποσοστά αποξένωσης από την πολιτική και τους πολιτικούς και ακόμα
χαμηλώτερα ποσοστά κυνισμού απέναντι στους κυβερνώντες, κατά την περίοδο
1988-1990 οι δείκτες αυτοί εκτινάσσονται προς τα πάνω. Ταυτοχρόνως,
μειώνεται αισθητά ο δείκτης της ικανοποίησης από την λειτουργία της
δημοκρατίας ενώ το πολιτικό ενδιαφέρον διατηρείται σχετικά υψηλό.
Επίσης, μειώνεται δραματικά ο δείκτης της ικανοποίησης από την ζωή εν
γένει, ο οποπιος πάντως ουδέποτε ήταν υψηλός. Αυτό το τελευταίο έχει
σημασία γιατί αποκαλύπτει μια διάχυτη και μακράς, σχετικά, διάρκειας
απαρέσκεια που δεν υπακούει στις συγκυριακές διακυμάνσεις του πολιτικού
σκηνικού (σκάνδαλα, προεκλογικές περίοδοι κλπ).
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι απόλυτα
απορριπτικές στάσεις έναντι του πολιτικού προσωπικού γενικώς
χαρακτηρίζουν την συντριπτική πλειονότητα των ερωτωμένων. Επιπλέον, οι
στάσεις αυτές ακολούθησαν αυξητική τάση ακόμα και κατά τις παραμονές
εκλογικών αναμετρήσεων, σε συγκυρίες, δηλαδή, κατά τις οποίες αναμένεται
ότι ο πολίτης επιδεικνύει τον μεγαλύτερο βαθμό δέσμευσης στην πολιτική
διαδικασία, πράγμα που συνεπάγεται ότι μάλλον έχουν εδραία βάση στην
ελληνική κοινωνία. Τούτο καταδεικνύεται και από το ότι επιμερίζονται
αναλογικά ως προς τις μεταβλητές της εκπαίδευσης και της κομματικής
ένταξης. Ανεξαρτήτως δηλαδή μορφωτικού επιπέδου και κομματικής
προτίμησης, σημειώνεται μια διαχρονική αύξηση της πολιτικής αποξένωσης
και του πολιτικού κυνισμού. Δεν είναι βεβαίως τυχαίο το γεγονός ότι κατά
το ίδιο χρονικό διάστημα μειώνεται δραματικά το ποσοστό εκείνων που
διαφωνούν στο ότι τα κόμματα είναι όλα τα ίδια.
Τα δεδομένα αυτά φανερώνουν μια εκ
μέρους ολοένα και περισσότερων πολιτών αίσθηση διάζευξης μεταξύ των
κανονιστικών αρχών μιάς ιδεατής πολιτείας και της απτής πολιτικής
πραγματικότητας. Διάζευξη, που επιφέρει νομίζουμε σοβαρές συνέπειες στην
από τούδε και στο εξής συγκρότηση του δημόσιου βίου, μια και
σηματοδοτεί όχι απλώς ένα είδος μαζικής αμφισβήτησης της πολιτικής και
των πολιτικών, αλλά και μια προϊούσα ηθική "εκκένωση" των κανόνων της
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία ούτως ή άλλως στην Ελλάδα
λειτουργεί και λειτουργούσε φορμαλιστικά. Όσο δε διατηρείται σχετικά
υψηλά η πολιτικότητα (πολιτικό ενδιαφέρον και προδιάθεση πολιτικής
εμπλοκής) τόσο η διάζευξη αυτή θα υποδηλώνει ένα κενό στις θεσμικές
αναφορές μιάς συντεταγμένης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Εκείνο που
ίσως αποκαλύπτεται είναι η εμμενής επιβίωση προ-δημοκρατικών σχημάτων
πολιτικής σκέψης και δράσης που στα πλαίσια ενός "ανεστραμμένου
συγκρητισμού" ναι μεν καλύπτονται από την μορφή εκσυγχρονιστικών
ρυθμίσεων και αιτημάτων, πλην όμως, κατ' ουσίαν, οδηγούν σε μία και
μόνον αναμενόμενη και "φυσιολογική" αντίδραση: εφόσον τελικά η σύμφυση
ιδιωτικού και δημόσιου είναι ο θεμελιώδης όρος αναπαραγωγής του
πολιτικού συστήματος (με ό,τι αυτό προϋποθέτει και συνεπάγεται) η
πρακτική συνείδηση του "μέσου" πολίτη μετατοπίζει το
ορθολογικό-συμβολαιακό περιεχόμενο της πολιτικής δημοκρατίας από το
κέντρο στην περιφέρεια. Ετσι συμπεριφέρεται με έναν ατελή φορμαλισμό ως εάν
να θεωρούσε τους θεσμούς και τις δεδηλωμένες κανονιστικότητες πράγματι
δεσμευτικές. Ο Έλληνας πολίτης συμπεριφέρεται ανέκαθεν κυνικά. Απλώς, σε
περιόδους κρίσης και αναποτελεσματικότητας του συστήματος δεν διστάζει
και να το δηλώσει ανοικτά.
Μαζικά Μέσα Επικοινωνίας, Κυνισμός και Αποξένωση στην Πολιτική
Στην διαμόρφωση των στάσεων
και της γνώμης συντρέχει πάντοτε ένα πλήθος μεταβλητών η συνάρτηση των
οποίων ακυρώνει οιονδήποτε μεθοδολογικό μονισμό. Εμείς εδώ θα
ασχοληθούμε με έναν από τους εξηγητικούς παράγοντες της εμφάνισης του
σύγχρονου πολιτικού κυνισμού και της αποξένωσης χωρίς να τον θεωρούμε ως
τον αποκλειστικό. Ο παράγοντας αυτός είναι τα μαζικά μέσα επικοινωνίας
και η μεταλλαγή των όρων της πολιτικής επικοινωνίας που αυτά έχουν
επιφέρει.
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του
'60 αρκετοί ερευνητές της μαζικής επικοινωνίας, αλλά και κοινωνιολόγοι,
εστίασαν την προσοχή τους στο κατά πόσο τα μαζικά μέσα συμβάλλουν στην
δημιουργία αλλοτριωμένων κοινωνικών χαρακτήρων, ή, αντιστρόφως, σε ποιά
έκταση τα αλλοτριωμένα υποκείμενα προβαίνουν στην χρήση των μαζικών
μέσων. Τα ερευνητικά αποτελέσματα διϊστανται. Ετσι λόγου χάριν υπήρξαν
έρευνες που συνεδύασαν την πολιτική αποξένωση με την απλή έκθεση
(exposure) στην τηλεόραση, ενώ άλλες έδοσαν έμφαση στο συγκεκριμένο
περιεχόμενο των τηλεοπτικών προγραμμάτων (media content), όπως επίσης
και στο κίνητρο χρήσης του μέσου αυτού. Με βάση πάντως ένα διαδραστικό
μοντέλο επικοινωνίας (transactional model), η αλλοτρίωση μπορεί να
ειδωθεί τόσο ως αιτία για την εκ μέρους των αποδεκτών ειδική χρήση των
μαζικών μέσων, όσο και ως συνέπεια της ίδιας της χρήσης αυτών των μέσων.
Μία ιδιαίτερη πλευρά της σχέσης των
ΜΜΕ με την πολιτική γενικά είναι συμβολή τους την αστάθεια των
κομματικών συστημάτων όπως και στην διαμόρφωση υποκειμενικών
προσανατολισμών κυνικού και αποξενωτικού περιεχομένου. Χαρακτηριστική
εδώ είναι η ανάλυση των Butler και Stokes, οι οποίοι επιχειρούν μια εις
βάθος ανάλυση των αλλαγών που παρατηρήθηκαν στο εκλογικό σώμα της
Βρετανίας από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του '60. Στο πλαίσιο αυτό, τα
ΜΜΕ δεν εξηγούν μονομερώς τις μεταβολές του μεταπολεμικού πολιτικού
τοπίου της Βρετανίας, αλλά είναι μία μόνο μεταβλητή . Οι
συγγραφείς θεωρούν όμως ότι η βασική αλλαγή σημειώθηκε με την καθιέρωση
της τηλεόρασης ως του κύριου μέσου πολιτικής επικοινωνίας. Η αλλαγή
έγκειται στο ότι προσετέθη ένας νέος και πολύ δυναμικός παράγοντας-μέσο
πολιτικής επικοινωνίας που βαθμηδόν συμπλήρωσε αλλά και εν πολλοίς
υποκατέστησε τους παραδοσιακούς τρόπους πολιτικής επικοινωνίας.
Επιπλέον, όσο πιο πολύ δέσποζε η τηλεόραση στο βρετανικό σύστημα
επικοινωνίας τόσο περισσότερο επηρέαζε τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο
των εφημερίδων, οι οποίες τελικώς απώλεσαν σημαντικό μέρος της
λειτουργίας τους ως φορέων διαμεσολάβησης κομματικών συνταυτίσεων. Αυτό
έγινε διότι, για λόγους θεαματικότητας, η τηλεόραση χρησιμοποιεί έναν
όσο το δυνατόν πιο ουδέτερο και εξομοιωτικό πολιτικό λόγο που αμβλύνει
τα άκρα και τις οξείες διαφορές, και άρα τις παραδοσιακές κομματικές
συνταυτίσεις χαρακτήρα.
Πέρα από το ότι για να
μελετήσουμε αν τα μέσα συμβάλλουν ή όχι στην διαμόρφωση, στην
σταθεροποίηση ή στην αλλαγή των κομματικών ταυτίσεων όπως επίσης και των
αποξενωμένων πολιτικών στάσεων (attitudes) και απόψεων (cognitions)
χρειάζεται να επιστρατευθούν αρκετές εξηρτημένες μεταβλητές, θα πρέπει,
νομίζουμε, να "τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας" με την θεώρηση των
άμεσων και περιορισμένων επιδράσεων των μέσων. Με το παράδειγμα δηλαδή
που κυριάρχησε τις δεκαετίες '40, '50 και '60 ότι οι πολιτικές
επιδράσεις των μέσων είναι περιορισμένου διανύσματος. Είναι γνωστό ότι
το παράδειγμα αυτό αμφισβητήθηκε αργότερα από την θεωρία, κυρίως, των
χρήσεων και ικανοποιήσεων, το εξηγητικό μοντέλο της ημερήσιας διάταξης
(agenda setting) , από την γνωστική ψυχολογία της πολιτικής επικοινωνίας
και την θεωρία της αλληλόδρασης. Ολοένα και περισσότεροι πλέον
μελετητές είναι της γνώμης ότι οι πολιτικές επιδράσεις των μέσων έχουν
μακρο-πρόθεσμο και σωρευτικό χαρακτήρα. Παρά την επιλεκτικότητα
(selectivity) της έκθεσης στα μέσα και της επιλεκτικής ερμηνείας των
μηνυμάτων, τα μαζικά μέσα συγκροτούν αφ' εαυτών ένα επικοινωνιακό
περιβάλλον που επιδρά σωρευτικά και σε μεγάλο βαθμό αυτόνομα στη
διαμόρφωση των πολιτικών στάσεων και συμπεριφορών.
Σύμφωνα με τους Lang και Lang, που
ήδη από το '59 αντέκρουσαν την άποψη περί των περιορισμένων επιδράσεων
των ΜΜΕ στην πολιτική, κάθε μέσο επικοινωνίας δεν μεταδίδει απλώς
(πολιτικές) πληροφορίες, αλλά επιδρά και στις σχέσεις και στην συνείδηση
αυτών που το χρησιμοποιούν. Οι Lang όμως είχαν από νωρίς διαγνώσει και
την σχέση της δυσπιστίας των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα με
την από μέρους τους χρήση των μαζικών μέσων, και κυρίως της τηλεόρασης,
ως των βασικότερων, αν όχι των μοναδικών, πηγών πολιτικής πληροφόρησης.
Από "πιλοτικές" έρευνες που είχαν ήδη διενεργήσει ανέφεραν ότι υπάρχουν
βάσιμες ενδείξεις ότι η τηλεόραση ασκεί μια ιδιαίτερα ισχυρή επίδραση σε
εκείνους που επιδεικνύουν μια χρόνια πολιτική δυσπιστία και ότι η
συνάρτηση των δύο μεταβλητών αποτελεί μια γόνιμη ερευνητική οδό.
Διατυπώνουν δε την άποψη ότι η διάχυση της δισπιστίας στην αμερικανική
πολιτική ζωή συμπίπτει με την περίοδο που η τηλεόραση αναδεικνύεται σε
κυρίαρχο μέσο πολιτικής επικοινωνίας.
Ηταν ωστόσο με τις έρευνες του
Michael J. Robinson που η "γόνιμη ερευνητική οδός" των Lang διανοίχθηκε
επαρκώς. Ο προβληματισμός του ξεκίνησε από το ότι στις ΗΠΑ από τα μέσα
του '60 οι έρευνες κοινής γνώμης και πολιτικής κουλτούρας έδειχναν ότι
είχαν αυξηθεί τα ποσοστά πολιτικής αποξένωσης, δυσπιστίας και πολιτικής
αναρμοδιότητας (inefficacy). Εκ παραλλήλου, την περίοδο εκείνη τα δύο
μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια της Αμερικής (CBS, NBS) επιμήκυναν τα δελτία
ειδήσεων σε τριάντα λεπτά και εγκαινίασαν μια νέα εποχή στην ηλεκτρονική
δημοσιογραφία. Ετσι, η υπόθεση εργασίας του Robinson ήταν ότι, με
δεδομένη την αύξουσα εξάρτηση των πολιτών από την τηλεόραση ως πηγή
ενημέρωσης, η χρόνια δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς και η υποκειμενική
πολιτική αναρμοδιότητα θα ήταν πιο περισταλμένες εάν απουσίαζε ο
συγκεκριμένος τρόπος παρουσίασης των ειδήσεων και της πολιτικής
πληροφορίας από τα δίκτυα (δραματοποίηση, έμφαση στις πολιτικές
συγκρούσεις, τονισμός αρνητικών ειδήσεων). Κατά τον Robinson, στην
τηλεοπτική συσανασχέτιση (videomalaise, televisual malaise) πρέπει
οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η πολιτική δυσφορία/δυσανεξία (political
malaise) των ατόμων αλλά και η προϊούσα απονομιμοποίηση του πολιτικού
συστήματος.
Ένα ερώτημα που τίθεται από
την ανάλυση του Robinson αφορά την κατεύθυνση της αιτιότητας. Είναι
δηλαδή η εξάρτηση από την τηλεόραση και τα περιεχόμενά της που γεννά την
υποκειμενική πολιτική αναρμοδιότητα (perceived political inefficacy) ή
μήπως αυτοί που ήδη είναι πολιτικά αναρμόδιοι ή /και αποξενωμένοι από
την πολιτική και τους πολιτικούς τείνουν να εξαρτηθούν από την
τηλεόραση; Ο ίδιος πάντως αποφεύγει να υιοθετήσει μιαν άτεγκτη αιτιακή
εξήγηση μια και εξυπονοεί ότι η τηλεόραση δεν είναι ο μόνος παράγοντας
αύξησης του πολιτικού κυνισμού και της αποξένωσης εφόσον δηλώνει ότι
εκείνο που για την ακρίβεια συμβαίνει είναι μια αλληλεπίδραση ανάμεσα
στα τηλεοπτικά μηνύματα και τις προδιαθέσεις του κοινού.
Ένα δεύτερο, επίσης, ερώτημα που
εγείρεται αφορά τον έλεγχο των ενδιάμεσων μεταβλητών. Γνωρίζουμε ότι
στις έρευνες πολιτικής κουλτούρας και κοινής γνώμης ένας εξαιρετικής
σπουδαιότητας παράγοντας που γεννά σημαίνουσες στατιστικές αποκλίσεις
είναι η εκπαίδευση. Οι λιγότερο μορφωμένοι διαβάζουν πολύ πιο σπάνια
εφημερίδα και περιοδικά για την πολιτική τους ενημέρωση από ό,τι οι
περισσότερο μορφωμένοι. Από την άλλη μεριά, οι λιγότερο μορφωμένοι
εκδηλώνουν συχνότερα κυνικούς και αποξενωτικές στάσεις.
Η τηλεόραση λοιπόν, κατά τον
Robinson, διαμορφώνει δύο τύπους κοινού : το κοινό που ενδιαφέρεται
(advertent), και που είναι η μειοψηφία, και το αδιάφορο κοινό
(inadvertent). Το αδιάφορο αυτό κοινό υποπίπτει στην κατηγορία εκείνη
των αποδεκτών που έρχονται παρεμπιπτόντως σε επαφή με την πολιτική
πληροφορία (incidental learning pattern). Η μη ένσκοπη τηλεθέαση
ειδήσεων, η έφεση των καναλιών να παρουσιάζουν τα νεά με συγκρουσιακό
και δραματοποιημένο τρόπο, η αξιοπιστία της τηλεόρασης, και η έλλειψη
πολιτικής δεξιοτεχνίας στην επεξεργασία της πολιτικής πληροφορίας εν
μέρους των τηλεθεατών, είναι οι παράγοντες εκείνοι που κατά τον Robinson
προκαλούν τάσεις και συναισθήματα κυνισμού, δυσπιστίας και δυσφορίας.
Και τούτο διότι η αδυναμία τους να κατανοήσουν σωστά τα πολιτικά
μυνύματα τους προκαλεί μια εκ βάθρων αίσθηση πολιτικής αναρμοδιότητας.
Γύρω από τις θέσεις-υποθέσεις του
Robinson αναπτύχθηκε έντονη αντιπαράθεση που προήλθε κυρίως από
επικοινωνιολόγους και όχι από πολιτικούς επιστήμονες. Από την
αντιπαράθεση αυτή ορισμένες υποθέσεις του Robinson, αλλά και όλων όσων
πριν από αυτόν υπέδειξαν την σχέση πολιτικού κυνισμού και τηλεόρασης,
επιβεβαιώθηκαν και ορισμένες άλλες αμφισβητήθηκαν σοβαρά. Ασφαλώς, οι
διαφορές των ερευνητικών αποτελεσμάτων οφείλονται σε διαφορετικές
τεχνικές μέτρησης, στην υιοθέτηση διαφορετικών μεταβλητών, στην χρήση
διαφορετικών μεθόδων, όπως επίσης και στις διαφορές στην πολιτική
παράδοση των ομάδων που συμμετέχουν κάθε φορά στις έρευνες αυτές είτε ως
δείγμα αλλ' είτε και ως πειραματικές ομάδες. Με δεδομένη την κατάσταση
αυτή, πολλοί ερευνητές συνειδητοποίησαν ότι για την έγκυρη ανάλυση της
εν λόγω σχέσης είναι ανάγκη να διευκρινισθεί το περιεχόμενο της έννοιας
"εξάρτηση από τα μέσα" γενικώς, και "εξάρτηση από την τηλεόραση"
ειδικώς. Και τούτο ακριβώς διότι είναι η προσκόλληση στα μέσα, και την
τηλεόραση κυρίως, που λέγεται ότι προκαλεί την μία ή την άλλη συνέπεια
στην κοινή γνώμη. Συχνά λοιπόν διακρίνεται η εξάρτηση (dependency) από
την εμπιστοσύνη (reliance) στο εκάστοτε μέσον. Το αν π.χ. οι τηλεοπτικές
ειδήσεις επιφέρουν ορισμένες αλλαγές στις στάσεις του κοινού εξαρτάται
από την σχέση του κοινού αυτού με την τηλεόραση.
Αποδείχθηκε ωστόσο ότι ούτε και
αυτή η διάκριση επαρκεί. Αντ' αυτής γίνεται πλέον λόγος για περισσότερες
μεταβλητές που εξηγούν την επίδραση των ΜΜΕ στις πολιτικές στάσεις.
Πρόκειται για την χρονική διάρκεια έκθεσης σε ένα μέσο, την έκθεση σε
συγκεκριμένο περιεχόμενο του μέσου, τον βαθμό εμπιστοσύνης στο μέσο, το
επίπεδο προσοχής που κάθε φορά δίδεται, όπως επίσης και για το
συγκεκριμένο κίνητρο χρήσης του εκάστοτε μέσου.
Ιδιωτική Τηλεόραση και Πολιτική Αποξένωση στην Ελλάδα.
Έχουμε ήδη αναφερθεί σε παραμέτρους
της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας κυνικού και αποξενωτικού
περιεχομένου και είδαμε ότι τα τελευταία χρόνια οι σχετικοί δείκτες
ακολουθούν αυξητική τάση. Θα προσπαθήσουμε στην συνέχεια να διατυπώσουμε
ορισμένες βασικές υποθέσεις εργασίας ως προς την συσχέτιση της
ιδιωτικής τηλεόρασης και της αύξησης του πολιτικού κυνισμού και της
πολιτικής αποξένωσης στην Ελλάδα που φυσικά τελούν υπό την αίρεση της
εμπειρικής τους επιβεβαίωσης.
Υπόθεση πρώτη : τα εμπειρικά
δεδομένα περί αύξουσας τάσης της αλλοτρίωσης και του κυνισμού στο
ελληνικό κοινό δείχνουν ότι το φαινόμενο είναι προγενέστερο της έλευσης
της ιδιωτικής τηλεόρασης, αλλά ακόμα και της ιδιωτικής ραδιοφωνίας.
Υποθέτουμε ότι αυτή η "καθυστέρηση" στη διαμόρφωση μιας ανοικτής
επικοινωνιακής αγοράς δεν είναι τυχαία και συναρτάται με την καχεξία της
κοινωνίας των πολιτών.
Υπόθεση δεύτερη : Η ατυπία
και η ρευστότητα της ελληνικής κοινωνίας και η διαπλοκή του κρατικού με
την παραδοσιακή ή και την γραφειοκρατική πατρωνεία λειτουργούν έτσι ώστε
η κρίση διαχείρισης και αναδιανομής των πόρων (κρίση ορθολογικότητας)
να μεταγράφεται άμεσα σε στάσεις γενικευμένης δυσαρέσκειας.
Υποθέτουμε ότι ο διαχωρισμός μεταξύ φορέων της πολιτικής (κυβέρνηση,
πολιτικοί κλπ) και της πολιτικής δομής εν γένει (θεσμοί, αξίες κλπ) που
υιοθετείται στις έρευνες πολιτικής αλλοτρίωσης, στην ελληνική περίπτωση
μπορεί να προσκρούει σε αυτήν την ανεξειδίκευτη και συμφυρματική τάση
απόρριψης. Από την εύθραυστη αυτή κατάσταση υποθέτουμε ότι προκύπτει ένα
"παράδοξο" : ενώ το ενδεχόμενο της ανόδου των αλλοτριωτικών στάσεων
είναι συνεχές ή/και επικείμενο, ουσιαστικά το πολιτικό και η αντίληψη
περί πολιτικής δεν θίγεται ακριβώς διότι συνίσταται στην και συμπυκνώνει την ατυπία και τον ιβριδιακό χαρακτήρα του δημοσίου χώρου.
Υπόθεση τρίτη : η
έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης συνεπλάκη ευθέως με την έκδηλη πολιτική
κρίση περί τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, συνιστώντας συγχρόνως ένα
από τα κεντρικά διακυβεύματά της. Η ιδιωτική τηλεόραση καλείτο τότε να
εκπληρώσει μια βασική συνθήκη της, δηλαδή την κατασκευή του δικού της
στερεοτύπου, ως μέσου, από θέση σχετικής (επιχειρηματικής και πολιτικής)
αυτονομίας έναντι των άλλων εξουσιαστικών μηχανισμών. Ο όρος για την
επίτευξη αυτής της συνθήκης πολιτικής αυτονομίας της ιδιωτικής
τηλεόρασης θα ήταν ίσως η πλειοδοσία στην υπάρχουσα τότε πολιτική κρίση,
κάτι που θα ήταν ομόλογο προς την αυξανόμενη πολιτική αλλοτρίωση. Και
τούτο διότι έτσι και θα καθιερώνονταν ως αυτοτελής πόλος διαμεσολάβησης
της κοινής γνώμης αλλά και θα εισέπρατταν υψηλές θεαματικότητες, ως
αποτέλεσμα της στροφής των, υποτίθεται, αποξενωμένων και κουρασμένων
τηλεθεατών-πολιτών από την κρατική στην ιδιωτική τηλεόραση.
Αυτό όμως δεν συνέβη, ή
συνέβη σε πολύ περιορισμένη έκταση. Υποθέτουμε διότι η ιδιωτική
ραδιοτηλεόραση δεν εξήλθε των προσδιορισμών και των εξαρτήσεων που
εκπορεύονται από την μονοσθενή-κρατοκεντρική λογική του πολιτικού
καταμερισμού εργασίας στην Ελλάδα. Ο Λόγος (discourse) της τηλεόρασης
σήμερα αναπαράγει σε πολύ μεγάλο βαθμό την υπάρχουσα κατάσταση
ανταγωνισμού και πολιτικών συνταυτίσεων.
Υπόθεση τέταρτη : Υποθέτουμε
ότι η δραματοποίηση της πολιτικής πολύ περισσότερο μεταγράφει απλώς
παρά προκαλεί στάσεις και αντιλήψεις του περίφημου "μέσου πολίτη",
μεταξύ των οποίων και την δυσπιστία του έναντι των πολιτικών. Και τούτο
διότι το τηλεοπτικό μέσο δεν έχει προχωρήσει με τρόπους που προσιδιάζουν
στη δική του συγκρότηση/αναπαράσταση τόσο του "μέσου πολίτη" όσο και
της αλλοτριωτικής πολιτικής του συνθήκης. Η αποξένωση και ο κυνισμός
μεταφέρονται στον Λόγο και την εικόνα της οθόνης μέσα από έναν
εμπειροτεχνικό αναδιπλασιασμό της "καθημερινής" ομιλίας και ένα δάνειο στυλ, χωρίς να ανασυγκροτούνται μέσα από την λογική της καθαυτής τηλεοπτικής πολιτικής επικοινωνίας.
Υπόθεση πέμπτη : Υποθέτουμε ότι το εγχείρημα της ιδιωτικής τηλεόρασης να
διεκτραγωδεί την πολιτική κρίση και ταυτόχρονα να ομιλεί περί αυτής υπό
όρους και με γλώσσα που χαρακτηρίζουν πρωτίστως τους πρωταγωνιστές της ,
έχει μεν ως συνέπεια την εμπέδωση της τελευταίας, για μεγάλη κλίμακα
του τηλεοπτικού κοινού, μέσα από αλλοτριωτικές σημάνσεις, πλην όμως
παράγει και φαινόμενα κορεσμού. Αυτό αποκρυσταλλώνεται στην αδυναμία της
τηλεόρασης να ανακόψει την συνεχή πτώση της θεαματικότητας σε πολιτικές
εκπομπές.
Υπόθεση έκτη : Ως προς την
πολιτική της λειτουργία, η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση κινείται μονίμως
σε μιαν αντίφαση: από την μια μεριά, ως ιδιωτική επιχείρηση, επιδιώκει
την μεγιστοποίηση του μεριδίου της στην αγορά με την αύξηση της
τηλοψίας, ενώ, από την άλλη, εξακολουθεί να τελεί σε πολλαπλή εξάρτηση
από τα κόμματα και το κράτος. Αυτό συνεπάγεται ότι στην πολιτική της
επικοινωνία η ιδιωτική τηλεόραση δεν μπορεί να υιοθετήσει έναν
απροκάλυπτα εξομοιωτικό, συγκρουσιακό και αρνητικό Λόγο (κάτι που κατά
το πρότυπο λειτουργίας άλλων χωρών, όπως είδαμε, και αυξάνει την
τηλεθέαση και προκαλεί φαινόμενα αποξένωσης) διότι εμποδίζεται από την
ανάγκη της να έχει ταυτότητα αναγνώρισης και προβολής για ένα μεγάλο μέρος του κοινού.
Αποτέλεσμα της αντίφασης αυτής
είναι η ιδιωτική τηλεόραση να μειώνει σταθερά την πολιτική της ύλη και
να επιφυλάσσει ολοένα και πιο πολύ την δραματουργία, τον αρνητισμό και
την κατασκευή εντάσεων για γεγονότα εκτός πολιτικής.
Υπόθεση έβδομη : Στο βαθμό
που εκφράζεται ιδιαίτερα υψηλό πολιτικό ενδιαφέρον, και στον βαθμό που η
ιδιωτική τηλεόραση δεν μπορεί να υιοθετήσει απρόσκοπτα έναν εξομοιωτικό
και απορριπτικό πολιτικό Λόγο, το είδος εκείνο του εξαρτημένου από την
τηλεόραση κοινού που ονομάσθηκε "αδιάφορο" (inadvertent) είναι μάλλον
σπάνιο στην Ελλάδα σήμερα. Λόγω της όσμωσης του δημόσιου και του
ιδιωτικού, ο κυνισμός αποτελεί συστατικό προκείμενο της πολιτικής και
του πολιτικού. Το ελληνικό κοινό είναι ήδη κυνικό (και ως ένα βαθμό
αποξενωμένο) εξ αρχής. Ταυτόχρονα όμως έχει και υψηλό πολιτικό
ενδιαφέρον. Αυτό σημαίνει ότι, υπό την αίρεση της εμπειρικής
επαλήθευσης, σε μεγάλο βαθμό το τηλεοπτικό κοινό στην Ελλάδα είναι
κυνικό χωρίς ταυτόχρονα να είναι και "αδιάφορο".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου