Όταν το εξεγερσιακό σχήμα μετατραπεί σε
πολιτικό σχηματισμό, όταν, δηλαδή, θα διαθέτει το απαραίτητο πολιτικό
προσωπικό, ώστε, σε γενικές γραμμές, να μην χρειάζεται πλέον να
προσφύγει στους επαγγελματίες βετεράνους τής κρατικής πολιτικής, τότε
μπορεί κανείς να πει ότι η μεσοδιαστηματική περίοδος έφτασε στο
τέλος της. Και αυτό διότι μια νέα πολιτική θα έχει αδράξει την ευκαιρία
που της παρουσιάστηκε μέσω τής αφύπνισης τής Ιστορίας, όπως αυτή
εκφράστηκε, σε συμβολικό επίπεδο, με το ξέσπασμα μιας ιστορικής
εξέγερσης.
Για να επιστρέψουμε στις ιστορικές
εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο και ιδιαίτερα στην Αίγυπτο και στην
Τυνησία, είναι ήδη προφανές ότι αυτές θα συνεχιστούν παρά ή, μάλλον,
λόγω των εσωτερικών διαιρέσεων που θα προκύψουν. Μια μερίδα των
εξεγερμένων — οι πιο νέοι, οι πιο αποφασισμένοι ή οι πιο οργανωμένοι —
θα καταγγείλουν δημόσια ότι οι μεταβατικές κυβερνήσεις, που μόλις
ανέλαβαν την εξουσία και πίσω από τις οποίες συχνά υποκρύπτεται η
μονιμότητα και η συνέχεια των σημαντικότερων θεσμών και οργάνων τού
παλαιού καθεστώτος (όπως είναι για παράδειγμα ο στρατός στην Αίγυπτο),
είναι τόσο ξένες προς το λαϊκό κίνημα, ώστε να είναι εξίσου ανεπιθύμητες
με τις κυβερνήσεις τού Μπεν Αλί ή τού Μουμπάρακ. Οι διαμαρτυρίες όμως
αυτές δεν θα κατορθώσουν, τουλάχιστον προς το παρόν, να διαμορφώσουν την
ιδέα βάσει τής οποίας θα μπορέσει να πάρει οργανωμένη μορφή η
πιστότητα προς την ιστορική εξέγερση. Αυτό άλλωστε εξηγεί και την έντονη
αμηχανία και αναποφασιστικότητα των εμπλεκομένων, στοιχείο το οποίο,
υπό μια καθαρά τυπική θεώρηση των πραγμάτων, επιτρέπει τον παραλληλισμό
τής σημερινής κατάστασης στον αραβικό κόσμο με αντίστοιχες καταστάσεις
που συνέβησαν τον 19ο αιώνα.[3]
Μετά απ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να
αποφύγουμε το ερώτημα: ποια είναι τα κριτήρια που επιτρέπουν να
αξιολογηθεί η σημασία μιας εξέγερσης, να αποτιμηθεί το εύρος τής
ιστορικής αφύπνισης που αυτή ενσαρκώνει;
Οι δυτικές δυνάμεις και τα εξαρτώμενα από
αυτές μέσα ενημέρωσης είχαν εξ αρχής έτοιμη την απάντηση: σύμφωνα με
την οπτική τους, οι εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες διαπνέονται από την
επιθυμία τής «ελευθερίας», με την έννοια που δίνουν στη λέξη αυτή οι
κάτοικοι τής Δύσης, νοούμενης δηλαδή ως «ελευθερογνωμίας» — η οποία έχει
όμως ως σταθερό σημείο αναφοράς αφενός τον αχαλίνωτο καπιταλισμό (την
«ελευθερία τού επιχειρείν») και αφετέρου το πολίτευμα που θεμελιώνεται
στην κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση (μέσω τής διεξαγωγής «ελεύθερων
εκλογών», οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα επιλογής διαχειριστών τού υπάρχοντος συστήματος ανάμεσα σε υποψήφιους που δεν διαφέρουν παρά ελάχιστα μεταξύ τους).
Όσον αφορά τις εξεγέρσεις στον αραβικό
κόσμο, οι κυβερνώντες μας και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης προτείνουν
ουσιαστικά ένα απλό ερμηνευτικό σχήμα. Εδώ υποτίθεται ότι εκδηλώνεται
αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί επιθυμία για τη Δύση: με άλλα
λόγια, η επιθυμία να «απολαύσουν» και αυτοί όλα όσα ήδη «απολαμβάνουμε»
εμείς οι χορτασμένοι και απαθείς πολίτες των εύπορων χωρών· η επιθυμία
τους να ενσωματωθούν, επιτέλους, στον «πολιτισμένο κόσμο»· τον κόσμο που
οι Δυτικοί, αμετανόητοι απόγονοι ρατσιστών εποίκων, πιστεύουν ακράδαντα
ότι εκπροσωπούν, και μάλιστα σε σημείο που να στήνουν διεθνή
«δικαστήρια» για να δικάσουν εκείνους που πρεσβεύουν διαφορετικές αξίες
και αρχές (έστω κι αν αυτές μερικές φορές είναι, πράγματι, ελάχιστα
αξιέπαινες) ή ακόμα και όσους μοιάζουν απλώς να προσπαθούν να
αποτινάξουν τη βαριά κηδεμονία τής «διεθνούς κοινότητας» (έστω κι αν
ενίοτε ενεργούν με καθαρά ιδιοτελή κίνητρα). Ωστόσο, όταν οι Δυτικοί
περιβάλλουν τις παρεμβάσεις του με τον μανδύα τού Νόμου, δείχνουν να
ξεχνούν ότι η υποτιθέμενη εξουσία τους να υπαγορεύουν το Αγαθό δεν είναι
παρά ένα εκσυγχρονισμένο όνομα για τον ιμπεριαλιστικό παρεμβατισμό.
Κάθε μαζικό κίνημα εκφράζει αναμφίβολα ένα επιτακτικό αίτημα ελευθερίας.
Εφόσον μάλιστα πρόκειται για βαθιά διεφθαρμένα, αυταρχικά και απόλυτα
υποταγμένα στις ιμπεριαλιστικές επιθυμίες καθεστώτα, όπως αυτά τού Μπεν
Αλί και τού Μουμπάρακ, ένα τέτοιο αίτημα είναι απόλυτα θεμιτό και
δικαιολογημένο. Από την άλλη, όμως, η άποψη ότι η εν λόγω επιθυμία
συνιστά, κατ’ ουσίαν, επιθυμία για τη Δύση εμφανίζεται απείρως πιο
προβληματική.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι έως σήμερα δεν
έχει υπάρξει απολύτως καμία ένδειξη για την πρόθεση τού Δυτικού Μπλοκ να
μεριμνήσει για την υλοποίηση τής «ελευθερίας» στις χώρες όπου
παρεμβαίνει, ενίοτε και ενόπλως. Εκείνο που έχει σημασία για εμάς τους
«πολιτισμένους» είναι η απάντηση που δίνεται στο ερώτημα «είστε μαζί μας
ή όχι;», εννοώντας, βεβαίως, με την έκφραση αυτή την εθελόδουλη ένταξή
τους στο σύστημα τής παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, πράγμα που
επιτυγχάνεται μέσω ενός διεφθαρμένου, ντόπιου πολιτικού προσωπικού το
οποίο δραστηριοποιείται στο έδαφος των χωρών αυτών συνεργαζόμενο στενά
με αντεπαναστατικές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις,
εκπαιδευμένες, εξοπλισμένες και πλαισιωμένες από δικούς μας
στρατιωτικούς, πράκτορες μυστικών υπηρεσιών και εμπόρους εξοπλισμών. Αν
και ορισμένες «φίλες χώρες» όπως η Σαουδική Αραβία, το Πακιστάν, η
Νιγηρία, το Μεξικό — και πολλές άλλες ακόμη — είναι εξίσου, αν όχι
περισσότερο διεφθαρμένες και αυταρχικές με την Τυνησία τού Μπεν Αλί και
την Αίγυπτο τού Μπουμπάρακ, σπάνια ακούει κανείς να εκφέρουν γνώμη επί
τού θέματος κάποιοι από εκείνους που, με αφορμή τα γεγονότα στην Τυνησία
και την Αίγυπτο, εμφανίστηκαν ως θερμοί υποστηρικτές όλων ανεξαιρέτως
των εξεγέρσεων υπέρ τής ελευθερίας. Δίνεται έτσι η εντύπωση ότι τα Κράτη
μας προτιμούν την ηρεμία και την σταθερότητα που εξασφαλίζουν τα φιλικά
δικτατορικά καθεστώτα από την αβεβαιότητα τής εξέγερσης. Από τη στιγμή,
όμως, που αυτή θα ερμηνευθεί ως — ή, προτιμότερο, καταλήξει να αποτελεί
— έκφραση τής επιθυμίας για τη Δύση, τότε οι πολιτικοί μας και τα μέσα
ενημέρωσης θα σπεύσουν να τη χαιρετήσουν.
Μια τέτοια ωστόσο έκβαση δεν είναι
εξασφαλισμένη. Και μόνο το γεγονός ότι, στη Λιβύη, οι Γάλλοι και οι
Άγγλοι υποχρεώθηκαν (με τον Μπερνάρ-Ανρί Λεβί σε ρόλο κολαούζου και
προπαγανδιστή) να φτιάξουν οι ίδιοι το «αντάρτικο» — μαζεύοντας
ανθρώπους τού σκοινιού και τού παλουκιού, τους οποίους εξόπλισαν,
οργάνωσαν και συνέδραμαν από αέρος και εκ των οποίων, όπως έγινε γνωστό,
οι μόνοι αξιόμαχοι ήταν (άκουσον, άκουσον!) βετεράνοι τής Αλ Κάιντα που
αποδείχθηκαν, έως τώρα τουλάχιστον, πειθήνια όργανα των Δυτικών (η
Λιβύη είναι η μόνη χώρα στον κόσμο όπου κάποιοι είχαν την έμπνευση να
επευφημήσουν τον Σαρκοζί) — δείχνει τελικά πόσο πολύ οι κυβερνώντες μας
αγωνιούν για το ενδεχόμενο μήπως οι αληθινές εξεγέρσεις φέρουν στο φως
κάτι άλλο από την άμετρη αγάπη των εξεγερμένων για τους αυτοκρατορικούς
πολιτισμούς μας. Το να γίνεται λόγος για συγκλονιστική «νίκη των
ανταρτών», μετά από πέντε μήνες στρατιωτικών επιχειρήσεων με τη
συμμετοχή αγγλογαλλικών αεροπορικών δυνάμεων υπό αμερικανικό
επιχειρησιακό έλεγχο, ελικοπτέρων εφόδου, στρατιωτικών στελεχών και
πρακτόρων εδάφους, είναι ειλικρινά γελοίο.
Όμως, είναι αυτού τού είδους η νίκη που λατρεύουν οι Δυτικοί («Τη δουλειά την κάναμε εμείς»,
όπως ομολόγησε απερίφραστα ο ίδιος ο Ζιπέ), κι αυτό γιατί, σε περίπτωση
που πρόκειται για γνήσιες λαϊκές εξεγέρσεις, θα τους βασανίζει συνέχεια
η σκέψη πως ίσως τελικά έχουν να κάνουν με ανθρώπους που δεν θέλουν να
γκαρίζουν για το χατίρι τού Κάμερον, τού Σαρκοζί και τού Ομπάμα. Μήπως —
κι εδώ είναι ολοφάνερη η αγωνία τους — όλα όσα συμβαίνουν σχετίζονται
με μια αδιαμόρφωτη ακόμη αλλά πολύ δυσάρεστη για αυτούς Ιδέα; Μήπως
αναδεικνύουν μια αντίληψη για τη δημοκρατία εντελώς διαφορετική από τη
δική τους; Εν μέσω τής αβεβαιότητας αυτής, το συμπέρασμα στο οποίο
οδηγούνται είναι το ακόλουθο: «ας ξεσκονίσουμε, λοιπόν, τα όπλα μας,
επιλέγοντας καναδυό στόχους για εξάσκηση».
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να
προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τι είναι ή τι
μπορεί να είναι ένα λαϊκό κίνημα που ανάγεται σε μια «επιθυμία τής
Δύσης» και ποια μορφή θα μπορούσαν να λάβουν οι σημερινές εξεγέρσεις,
εάν κατάφερναν να ξεπεράσουν τον θανάσιμο αυτό πειρασμό.
Μια πρώτη απόπειρα θα ήταν να πούμε ότι,
όταν ενδίδει στην επιθυμία τής Δύσης, η εξέγερση θα προσδιορίζεται κατά
άμεσο τρόπο από τον αντιαυταρχικό της χαρακτήρα, οπότε ναι μεν η αρνητική και λαϊκή της δύναμη θα πηγάζει από το συγκεντρωμένο πλήθος, πλην όμως ως δύναμη κατάφασης
θα συμμορφώνεται αποκλειστικά και μόνο με τις αρχές και τα πρότυπα που
αποτελούν το καύχημα τής Δύσης. Ένα λαϊκό κίνημα που ανταποκρίνεται στον
ορισμό αυτό είναι πιθανό ότι θα διοχετεύσει όλο το δυναμικό του στην
κατεύθυνση τής προώθησης ορισμένων ασήμαντων συνταγματικών
μεταρρυθμίσεων και τής διεξαγωγής εκλογών υπό τη στενή εποπτεία τής
«διεθνούς κοινότητας», στις οποίες, προς έκπληξη όλων των συμπαθούντων,
θα κυριαρχήσουν είτε οι γνωστοί επαγγελματίες μισθοφόροι στην υπηρεσία
των συμφερόντων τής Δύσης είτε μια ξαναζεσταμένη σούπα από «μετριοπαθείς
ισλαμιστές», από τους οποίους, όπως γίνεται σιγά-σιγά αντιληπτό, δεν
έχουν να φοβηθούν σχεδόν τίποτα οι κυβερνώντες μας. Αυτό που ισχυρίζομαι
είναι ότι στο τέλος μιας τέτοιας διαδικασίας γινόμαστε μάρτυρες ενός
φαινομένου υπαγωγής και προσάρτησης στη Δύση.
Σύμφωνα με την ερμηνεία που επικρατεί στα
μέρη μας, το εν λόγω φαινόμενο, το οποίο περιγράφεται ως «νίκη τής
δημοκρατίας», είναι η φυσιολογική και επιθυμητή κατάληξη των
εξεγερσιακών διαδικασιών που εκτυλίσσονται στον αραβικό κόσμο.
Κεφάλαιο II
Κεφάλαιο V
Κεφάλαιο VI
Κεφάλαιο VII
Κεφάλαιο VIII
Κεφάλαιο IX
και ΑΥΓΉ
Κεφάλαιο II
Κεφάλαιο V
Κεφάλαιο VI
Κεφάλαιο VII
Κεφάλαιο VIII
Κεφάλαιο IX
και ΑΥΓΉ
Ημερομηνία δημοσίευσης: 05/02/2012
ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΠΙΤΣΩΡΗ*
Alain Badiou, Le réveil de l'histoire (Lignes, Παρίσι, Οκτώβριος 2011).
Στο τελευταίο βιβλίο του υπό τον τίτλο Le réveil de l'histoire (Η αφύπνιση της ιστορίας, Οκτώβριος 2011) ο Αλαίν Μπαντιού εξετάζει τις πρόσφατες «ταραχές» («émeutes») που ξέσπασαν ανά τον κόσμο: Γαλλία, Ελλάδα, Αγγλία, Kίνα, Ιράν, Παλαιστίνη, Μεξικό και αλλού, κυρίως όμως στις αραβικές χώρες. Παραθέτω εκτενώς δύο αποσπάσματα από την εισαγωγή του, που εκθέτουν ανάγλυφα και συνοπτικά το πλαίσιο αλλά και τη θεματική του εν λόγω βιβλίου:
Α. «Η τωρινή χρονική στιγμή είναι στην πραγματικότητα αυτή της πρωταρχής μιας παγκόσμιας λαϊκής έγερσης [levée] [...]. Ακόμη τυφλή, αφελής, διάσπαρτη, χωρίς ισχυρή έννοια και χωρίς διαρκή οργάνωση, μοιάζει προφανώς με τους πρώτους εργατικούς ξεσηκωμούς [soulèvements] του 19ου αιώνα. Ως εκ τούτου προτίθεμαι να πω ότι είμαστε στην εποχή των ταραχών [temps des émeutes], μέσω της οποίας σηματοδοτείται και συγκροτείται η αφύπνιση της Ιστορίας, ενάντια στην καθαρή και απλή επανάληψη του χείριστου» (αυτ., σ. 14).
Β) «Για να μη βαλτώσει αυτή η χρονική στιγμή στα ένδοξα αλλά και ηττημένα επεισόδια των μαζών, αλλά ούτε και στον ατελεύτητο καιροσκοπισμό των 'αντιπροσωπευτικών' οργανώσεων, διαφθαρμένων συνδικάτων ή κοινοβουλευτικών κομμάτων, η αφύπνιση της Ιστορίας πρέπει να είναι επίσης η αφύπνιση της Ιδέας. Η μοναδική Ιδέα, ικανή να αντιταχθεί στη διεφθαρμένη και άτονη εκδοχή της 'δημοκρατίας' -που έχει γίνει η σημαία των λεγεωνάριων του Κεφαλαίου- [...], είναι η ιδέα του Κομμουνισμού, η οποία επανασυνδέεται και τρέφεται από αυτό που μας διδάσκει η ανθεκτική πολυμορφία των ταραχών [émeutes], όσο πρόσκαιρες και αν είναι αυτές» (αυτ., σ. 14).
Κατά τον Μπαντιού από το 1976 (τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης στη Κίνα) -ειδικότερα από το 1979 (Ιρανική Επανάσταση, που σηματοδοτεί το τέλος της επαναστατικής περιόδου εν γένει)- έως σήμερα (και έως πότε;) βρισκόμαστε ουσιαστικά σε μια αντιδραστική ενδιάμεση, «μεσοδιαστηματική περίοδο» κατά την οποία επανακάμπτει θριαμβευτικά ο «κλασικός καπιταλισμός» υπό το μανδύα της «φιλελεύθερης δημοκρατίας», η οποία προσομοιάζει με την παλινόρθωση της «'φιλελεύθερης μοναρχίας' [...] μετά τη συντριβή των τελευταίων σκιρτημάτων της ρεπουμπλικανικής επανάστασης (1815-1850)» (αυτ., σσ. 59, 61). Οι εν λόγω σημερινές «ταραχές» ανά τον κόσμο εντάσσονται σ' αυτήν τη μεσοδιαστηματική περίοδο αντιδρώντας στην αντιδραστική κίνησή της, αλλά συνάμα δεν μπορούν να βρουν την πολιτική μορφή τους γιατί πρωτίστως αδυνατούν να «αντλήσουν την ισχύ τους από το συμμερισμό μιας Ιδέας» (τουτέστιν της κομμουνιστικής: «Η ισχύς των εξεγέρσεων [révoltes], ακόμη και αν αποκτήσουν μια ιστορική εμβέλεια παραμένει ουσιαστικά αρνητική ('να φύγουν', 'έξω ο Μπεν Άλι', 'Μουμπάρακ δίνε του'). Δεν αναπτύσσει το σύνθημα μέσω του καταφατικού στοιχείου της Ιδέας. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο η μορφή της συλλογικής δράσης των μαζών δεν μπορεί να είναι παρά μόνο η ταραχή, που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να οδηγηθεί προς την ιστορική μορφή της, σ' αυτό που ονομάζεται επίσης 'μαζικό κίνημα'. Ας ανακεφαλαιώσουμε: η ταραχή είναι ο φύλακας της ιστορίας της χειραφέτησης σε περίοδο μεσοδιαστηματική» (αυτ., σ. 63).
Εν κατακλείδι, αυτή η έλλειψη συμμερισμού της Ιδέας καθιστά αδύνατη τη λύση του προβλήματος της τωρινής χειραφετικής πολιτικής, λύση που για τον γάλλο κομμουνιστή φιλόσοφο προϋποθέτει τη «μετάβαση από την ταραχή, ακόμη και αν είναι ιστορική, στη συνεκτικότητα μιας οργανωμένης πολιτικής» (αυτ, σ. 65). Εδώ ανοίγεται -κατ' εμέ λίαν αμφιλεγόμενο- το θεωρητικό αλλά συνάμα, και κυρίως, πολιτικά πρακτικό ζήτημα για την μπαντιουζική εννόηση της «οργάνωσης», η οποία αναπτύσσεται διεξοδικά στο εν λόγω βιβλίο του. Μη λησμονούμε άλλωστε ότι η μετα-λενινιστική, μετα-μαοϊκή ομάδα, της οποίας ο Μπαντιού είναι συνιδρυτής (1985), ονομάζεται «Πολιτική οργάνωση»... (Αυτή η κρίσιμη θεματική απαιτεί μιαν ιδιαίτερη αρθρογραφία).
Όσον αφορά το αποτέλεσμα των αραβικών ιστορικών ταραχών ο Μπαντιού αποφαίνεται ότι «δεν γνωρίζουμε [...] σε τι θα οδηγήσουν οι ιστορικές ταραχές στην Τυνησία, στην Αίγυπτο, στη Συρία και σε άλλες αραβικές χώρες: είμαστε στην πρώτη μετα-ταραχιακή φάση, και όλα είναι αβέβαια. Ωστόσο είναι σαφές ότι [...] οι εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες ανοίγουν μια περίοδο [séquence] αφήνοντας αβέβαια τα προσίδια συμφραζόμενά τους. Αναταράσσουν και μετασχηματίζουν τις ιστορικές δυνατότητες τόσο πολύ ώστε το νόημα που θα προσλάβουν εκ των υστέρων οι όποιες αρχικές νίκες τους θα καθορίσει ώς ένα μεγάλο βαθμό το νόημα του μέλλοντός μας» (αυτ., σ. 60).
***
Ο Μπαντιού κατηγοριοποιεί τις ταραχές σε τρεις τύπους: την άμεση, τη λανθάνουσα και την ιστορική:
1) Το πρώτο χαρακτηριστικό της άμεσης ταραχής (émeute immédiate) είναι η οργισμένη συνάθροιση της νεολαίας που αντιδρά κατ' αυτόν τον τρόπο απέναντι σε ένα φόνο πού έχει διαπράξει το δεσποτικό κράτος, συνηθέστερα η αστυνομία. Αυτό ακριβώς συνέβη «επί παραδείγματι το 2005 στο Παρίσι ή στο Λονδίνο» (αυτ., σ. 36). Το δεύτερο χαρακτηριστικό της είναι ότι σηματοδοτείται από την «αδύναμη τοπική» της («faible localisation»), ότι δηλαδή βαλτώνει στον τόπο όπου διαμένουν όσοι συμμετέχουν σ' αυτήν, κυρίως στα παραμελημένα προάστια των πόλεων όπου ζει μια άνευ μέλλοντος νεολαία. Εν ολίγοις δεν μετατίθεται στο «κέντρο της πόλης» (εκεί ακριβώς όπου διαδραματίζεται η ιστορική ταραχή). Εξ ου η μηδενιστική μανία των ταραχιακών, οι οποίοι αποτελειώνουν μέσω της καταστροφής τους τα ήδη ερειπωμένα -στα προάστια- σύμβολα της «πλούσιας πόλης»: αστυνομικό τμήμα, σχολείο, κοινωνικά κέντρα κ.ά. Εξ ου «οι τυφλές καταστροφές και λεηλασίες του ίδιου του τόπου όπου ζουν οι ταραχιακοί, καθολικό χαρακτηριστικό των άμεσων ταραχών» (αυτ. σ. 38). Η «αδύναμη τοπική» της άμεσης ταραχής αδυνατεί να μετατοπιστεί, και αν αυτό συμβεί, τότε πρόκειται για μια περιορισμένη επέκταση που είναι αποτέλεσμα μιας μιμητικής μετατόπισης: «η ταραχή διαδίδεται όχι εξαιτίας της μετατόπισης, αλλά εξαιτίας της μίμησης» (αυτ., σ. 40): το ένα προάστιο μιμείται το άλλο, ουδέποτε καταλαμβάνεται το κέντρο της πόλης. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της άμεσης ταραχής είναι η μικρή της διάρκεια, σε αντίθεση με τη μακρά διάρκεια της ιστορικής ταραχής.
Για τον Μπαντιού, γενικά, η άμεση ταραχή έχει αρνητικό πρόσημο, γιατί είναι μηδενιστική, καταστροφική, γενικώς αρνητική. Κατ' ουσίαν την στηλιτεύει γιατί αυτή αδυνατεί να συγκαλέσει και να κινητοποιήσει ένα συγκεκριμένο, διακριτό ταραχιακό υποκείμενο: «Ενόσω αυτή η υποκειμενικότητα γίνεται μόνο με εξέγερση, ενόσω κυριαρχείται από την άρνηση και την καταστροφή, δεν επιτρέπει να διακρίνουμε με σαφήνεια αυτό που ανάγεται σε μια πρόθεση μερικώς καθολικεύσιμη» (αυτ., σ. 43). Εν συντομία, οι νέοι που συμμετέχουν στις άμεσες ταραχές των «προαστίων» καταστρέφοντας, λεηλατώντας, κλέβοντας και αναλώνοντας καταναλωτικά αγαθά συμφύρονται αναπόφευκτα και με τον υπόκοσμο συγκροτώντας κατ' αυτόν τον τρόπο ένα «μη καθαρό υποκείμενο»: «Το υποκείμενο των άμεσων ταραχών είναι μη καθαρό, πάντοτε. Γι' αυτό ακριβώς δεν είναι ούτε πολιτικό ούτε καν προ-πολιτικό. Στην καλύτερη περίπτωση περιορίζεται -και αυτό είναι ήδη πολύ- στο να ανοίγει το δρόμο σε μιαν ιστορική ταραχή» (αυτ., σσ. 42-43).
Αυτό που ο ίδιος ο Μπαντιού προτείνει στους νέους μέσω της φιλοσοφίας του (ως καλώς εννοουμένης «διαφθοράς της νεολαίας») είναι η αντικατάσταση της υποταγής στους κατεστημένους κοινωνικούς γνώμονες όχι με οποιαδήποτε εξέγερση, αλλά με αυτήν που είναι λογική εξέγερση. «Αλλά αυτή η εξέγερση δεν είναι ούτε αυθορμησιακή ούτε επιθετική, στο βαθμό που είναι η συνέπεια αρχών και μιας κριτικής που υποβάλλονται προς συζήτηση σε όλους. Σε ορισμένα ποιήματα του Ρεμπώ βρίσκουμε την παράξενη έκφραση 'λογικές εξεγέρσεις'. Ίσως αυτό να είναι ένας καλός ορισμός του φιλοσοφικού ενεργήματος1». Μεγάλος είναι ο πειρασμός να αναρωτηθεί κανείς σε ποιον μπαντουζιακό τύπο ταραχών μπορεί να ενταχθεί ο ελληνικός «Δεκέμβρης του 20082». Εν τάχει θα έλεγα ότι είναι οπωσδήποτε «άμεσος», πρωτίστως λόγω της μικρής του διάρκειας και των τυφλών καταστροφών. (Και παρά τις αρκετές ιδιαιτερότητές του που δεν συμπίπτουν με τα παραπάνω χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μπαντιουζικής άμεσης ταραχής, τα οποία θα πρέπει να επισημανθούν και να αναλυθούν δεόντως.)
2) Η λανθάνουσα ταραχή (émeute latente) αφορά τις δυτικές «καπιταλιστικές» χώρες στις οποίες, σύμφωνα με τον Μπαντιού, ναι μεν υπήρξαν και θα υπάρξουν κατά διαστήματα άμεσες ταραχές, αλλά ιστορική ταραχή έχει να εμφανιστεί «περίπου εδώ και σαράντα χρόνια». Ο γάλλος φιλόσοφος ωστόσο πιστεύει ότι ήδη έχει ανοίξει η εποχή για τη δυνατότητα ύπαρξής της, καθότι διαπιστώνει την ύπαρξη μιας «υποκειμενικότητας λανθάνουσας ταραχής». Αυτό μαρτυρά στη Γαλλία η «επινόηση νέων μορφών δράσης δυνάμει ταραχιακής φύσεως, όπως, πρώτον, το σύνθημα «Σαρκοζύ παραιτήσου» (τυπικό της ιστορικής ταραχής), δεύτερον η αυτονόμηση της συνδικαλιστικής δράσης από αυτήν της καθεστωτικής, τρίτον η νέα πρακτική απεργίας ενός εργοστασίου το οποία τελεί υπό κατάληψη από εξωεργοστασιακά λαϊκά στοιχεία. Η τελευταία συνέργεια της απεργίας με την κατάληψη δημιουργεί μια «συμμεριστική τοπική» που υπερβαίνει τη μεριστική κατάληψη του εργασιακού χώρου αποκλειστικά από τους εργαζόμενους του εργοστασίου. Τέταρτον αυτή η δράση προετοιμάζεται για την αναπόφευκτη έλευση της αστυνομίας. Ωστόσο το κύριο χαρακτηριστικό της λανθάνουσας ταραχής είναι ότι συμφύρει «φοιτητές, νέους, μισθωτούς, συνδικαλιστές και μη συνδικαλιστές, συνταξιούχους, διανοούμενους. Έτσι δημιουργείται τοπικά [...] μια σημαντική διάσταση των πλέον ενδεικτικών ταραχών: η δημιουργία ενός νέου τύπου λαϊκής ενότητας [...]» (αυτ., σσ. 51-52).
3) Η ιστορική ταραχή (émeute historique) -η σημαντικότερη και κυρίως αυτή την οποία ο Μπαντιού αποτιμά θετικότερα από τις άλλες δύο, που ούτως ή άλλως πάντοτε προηγούνται- αφορά αποκλειστικά τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη», τουτέστιν σηματοδοτεί το «εκπληκτικό καινοφανές των ταραχών στις αραβικές χώρες, ιδιαίτερα τη διάρκειά τους, την επιμονή τους, την άοπλη συνεκτικότητά τους, την απρόβλεπτη ανεξαρτησία τους». Εν τάχει, η ιστορική ταραχή είναι «το αποτέλεσμα του μετασχηματισμού μιας άμεσης ταραχής, μάλλον μηδενιστικής παρά πολιτικής, σε προ-πολιτική ταραχή» (αυτ., σ. 55). Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι τα ακόλουθα: Πρώτον απαιτεί τη μετάβαση από την περιορισμένη τοπική (των προαστίων) της άμεσης ταραχής στη συγκρότηση ενός τόπου κυρίως στο «κέντρο τη πόλης» και δη στην κεντρική «πλατεία» της, όπου οι ταραχιακοί εγκαθίστανται ειρηνικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα («μια άμεση ταραχή κρατά, στη μέγιστη τιμή, μεταξύ μίας έως πέντε ημερών», ενώ «η ιστορική ταραχή κρατά εβδομάδες ή και μήνες» (αυτ., σ. 56). Δεύτερον είναι αναγκαία η η μετάβαση από την ασυνάρτητη κακοφωνία της άμεσης ταραχής στην επινόηση ενός μοναδικού συνθήματος που αγκαλιάζει όλες τις διάσπαρτες φωνές, όπως, επί παραδείγματι, «Μουμπάρακ, δίνε του!». Επιπλέον το σύνθημα αυτό θέτει και ένα στόχο: τη νίκη του μαζικού κινήματος (Τυνησία, Αίγυπτος). Τρίτον επιβάλλεται η μετάβαση από την επέκταση λόγω μίμησης στην ποιοτική επέκταση, δηλαδή στην προοδευτική συνάθροιση και συνεύρεση «σχεδόν όλων των συνιστωσών του λαού: λαϊκή και φοιτητική νεολαία, φυσικά, αλλά και εργάτες των εργοστασίων, διανοούμενοι όλων των ειδών, ολόκληρες οικογένειες, πολυάριθμες γυναίκες, υπάλληλοι του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ακόμη δε και μερικοί αστυνομικοί και στρατιώτες» (αυτ.).
Το τελευταίο χαρακτηριστικό, τουτέστιν η ποικιλώνυμη, ετερόκλιτη συνάθροιση επιτρέπει στον Μπαντιού να ισχυριστεί ότι όλος αυτός ο κόσμος που συνέρρεε και παρέμενε επί τόσες ημέρες, διακινδυνεύοντας τη ζωή του, στην Πλατεία Ταχρίρ (ο κατ' εξοχήν εμβληματικός χώρος της ιστορικής αναταραχής) μπορεί να ονομαστεί «ο αιγυπτιακός λαός». Αυτή η απόφανση συνδέεται άμεσα με μιαν άλλη σύμφωνα με την οποία «στην Πλατεία Ταχρίρ η λέξη 'δημοκρατία' δεν εμφανίστηκε πρακτικά-σχεδόν [pratiquement] ποτέ, εν ολίγοις οι αιγύπτιοι ταραχιακοί δεν σαγηνεύτηκαν από το γνωστό δέλεαρ της Δύσης, δεν υπέκυψαν στον πειρασμό της «δυτικής επιθυμίας» που προτάσσει το αγαθό ενός κοινοβουλευτικού δημοκρατικού καθεστώτος. (Η απόφανση αυτή με εκπλήσσει, αναλογιζόμενος μάλιστα την εν λόγω ποικιλομορφία των συναθροισμένων στην Πλατεία Ταχρίρ: πώς συνάγεται η βεβαιότητα ότι δεν υπήρχαν και υποστηρικτές της -η άνευ εισαγωγικών- δημοκρατίας; Από την απουσία ενδεικτικών πανό και μόνο;) Η δυνατότητα να χαρακτηριστούν οι συναθροισμένοι ως σύμπας αιγυπτιακός λαός είναι φυσικό να σκανδαλίζει. Βεβαίως ο Μπαντιού κατ' αρχάς στηρίζεται στο γεγονός ότι «όλος ο κόσμος παραδέχεται ότι οι άνθρωποι που ήσαν εκεί, σ' αυτόν τον τόπο που συγκρότησαν, είναι ο αιγυπτιακός λαός αυτοπροσώπως» (αυτ., σ. 88). Ωστόσο ο ίδιος διερωτάται: «τι γίνεται σε τούτη την υπόθεση το ιερό και απαραβίαστο δημοκρατικό δόγμα, η καθολική ψηφοφορία;». Εδώ ο Μπαντιού αντιτάσσει το επιχείρημα ότι οι οι εν λόγω συγκεντρωμένοι συνιστούν από μόνοι τους μια «μαζική [...], ταραχιακή δημοκρατία» (αυτ., σ. 72), την οποία χωρίζει μια άβυσσος από την υποτιθέμενη δυτικο-αστική δημοκρατία. Αυτό ακριβώς το χάσμα -πάντοτε κατά τον Μπαντιού- φαντάστηκε ο Μαρξ ότι θα μπορούσε να αναιρεθεί στο τέλος της διαδικασίας του «μαρασμού του κράτους». Αλλά μέχρι τότε ήταν αναγκαία μια άλλη διαδικασία που αξίωνε όχι τη «μαζική δημοκρατία παντού, αλλά το διαλεκτικό αντίθετό της: μια σφιχτή και αμείλικτη μεταβατική δικτατορία» (αυτ., σ. 73). Εν ολίγοις ο Μαρξ θεωρούσε αναπόφευκτη τη συνέχεια μεταξύ αφ' ενός της «εξισωτικής δημοκρατίας» που εγκαθίσταται από την ιστορική ταραχή στο προσίδιο ένδον της και, αφ' ετέρου, της «λαϊκής δικτατορίας» που ασκείται προς τα έξω, προς στην κατεύθυνση «των εχθρών και των υπόπτων» (αυτ., σσ. 72-73).
Αυτό που με θλίβει στο κείμενο του Μπαντιού είναι η μασκαρεμένη επανεμφάνιση της «δικτατορίας το προλεταριάτου» υπό την επωνυμία «λαϊκή δικτατορία», τουτέστιν η «σφιχτή και αμείλικτη» επιβολή της μειοψηφίας επί της πλειοψηφίας. Εδώ φυσικά μεταβαπτίζεται το «προλεταριάτο», ευδιάκριτο και κοινωνικά εντοπισμένο στη εποχή του Μαρξ, στη γενική και εν πολλοίς ποικιλόμορφη και άκρως ετερόκλιτη σύσταση του «λαού». Για τον Μπαντιού η μειοψηφία του ενός εκατομμυρίου των συγκεντρωμένων στην Πλατεία Ταχρίρ έναντι της πλειοψηφίας των ογδόντα εκατομμυρίων του συνολικού αιγυπτιακού λαού («όσο μεγάλη και αν είναι μια διαδήλωση πάντοτε είναι αρχι-μειονοτική», αυτ. σ. 90) μπορεί να διεκδικεί την εκπροσώπηση «όλου του αιγυπτιακού λαού» γιατί «η δύναμή της εδράζεται σε «μια εντατικοποίηση της υποκειμενικής ενέργειάς της», στην «τοπική της παρουσίας της» (αυτ.) και, κυρίως, στο συμπαγές, στην «ποσοτική συμπύκνωση» (αυτ. σ. 97) της σύστασής της. Η συνεπαγωγή αυτής της επιχειρηματολογίας υπέρ της αξίωσης εκ μέρους μιας μειοψηφίας για δικτατορική εκπροσώπηση όλου του λαού προκαλεί ανατριχίλες:
«Το σύμπλεγμα της τοπικής, που γίνεται σύμβολο για όλον τον κόσμο, και της εντατικοποίησης που δημιουργεί νέα υποκείμενα, επιφέρει μια μαζική αποδοχή, στην οποία όποιος εξαιρείται είναι αμέσως ύποπτος. Ύποπτος για το ότι έχει άρρηκτους δεσμούς με τους παλαιούς δεσπότες».
Εδώ ο Μπαντιού ακροβατεί επικίνδυνα: απλώς του υπενθυμίζω ότι ένα μέρος του λαού είναι και εκείνα τα περίπου ογδόντα εκατομμύρια που δεν συμμετείχαν στην ιστορική ταραχή της Πλατείας Ταχρίρ και των άλλων αιγυπτιακών πόλεων. Πόσοι από αυτούς του απόντες και, κυρίως, ποιοι είναι «ύποπτοι»;
Ας επανέλθουμε στο ακανθώδες θέμα της δικτατορικής επιβολής της μειοψηφίας μιας ιστορικής αναταραχής επί της απούσας πλειοψηφίας. Αυτή η επιβολή αιτιολογείται μέσω της διάκρισης της παρουσίας (présentation) και της εκπροσώπευσης, αντιπροσώπευσης (représentation) (δυστυχώς λογω χώρου και κυρίως λόγω τόπου αφήνω κατά μέρος την μπαντιουζική φιλοσοφική πραγμάτευση της έννοιας της παρουσίας). Οι ταραχιακοί της πλατείας Ταχρίρ μπορούν να πουν ότι η αντιπροσώπευση της χώρας τους από το κράτος της είναι απατηλή, δολερή, και ως εκ τούτου αντιτίθενται διακηρύσσοντας ότι στην πλατεία παρουσιάζουν την αυθεντική χώρα τους και συνεπώς μπορούν να διεκδικήσουν δικτατορικά την εκπροσώπευσή της: «Η 'μαζική δημοκρατία' επιβάλλει σε όλο το έξωθί της τη δικτατορία των αποφάσεών της σαν να είναι αυτές της γενικής βούλησης» (αυτ., σ. 91). Σ' αυτό ακριβώς το σημείο ο Μπαντιού επικροτεί τον Ρουσσώ, αλλά παράλληλα τον καταγγέλλει επειδή ενδίδει στην εκλογική διαδικασία. Αλλά και σ' αυτό ακριβώς το σημείο είμαι υποχρεωμένος να δώσω ένα τέλος στο παρόν κείμενο, υποσχόμενος ταυτόχρονα πως θα επανέλθω για να πραγματευθώ αποκλειστικά το ερώτημα της «δημοκρατικής υπόθεσης» έναντι της μπαντιουζικής «κομμουνιστικής υπόθεσης».
*Ο Βαγγέλης Μπιτσώρης είναι συγγραφέας, μεταφραστής άνευ επιτηδεύματος
1. Alain Badiou, La relation énigmatique entre philosophie et politique, Germina, Παρίσι 2011, σ. 22.
2. Βλ. τα άρθρα μου: Α) «Αλαίν Μπαντιού: Πατήρ, υιός και εξεγερσιακό πνεύμα», στις «Αναγνώσεις», Κυριακάτικη Αυγή, 5.12. 2010. Β) «Δικαιοσύνη, δίκαιο, δικαίωμα στη βία», στην Αληthεια, τχ. 4-5, Άνοιξη 2010, σσ. 268-277.
Alain Badiou, Le réveil de l'histoire (Lignes, Παρίσι, Οκτώβριος 2011).
Στο τελευταίο βιβλίο του υπό τον τίτλο Le réveil de l'histoire (Η αφύπνιση της ιστορίας, Οκτώβριος 2011) ο Αλαίν Μπαντιού εξετάζει τις πρόσφατες «ταραχές» («émeutes») που ξέσπασαν ανά τον κόσμο: Γαλλία, Ελλάδα, Αγγλία, Kίνα, Ιράν, Παλαιστίνη, Μεξικό και αλλού, κυρίως όμως στις αραβικές χώρες. Παραθέτω εκτενώς δύο αποσπάσματα από την εισαγωγή του, που εκθέτουν ανάγλυφα και συνοπτικά το πλαίσιο αλλά και τη θεματική του εν λόγω βιβλίου:
Α. «Η τωρινή χρονική στιγμή είναι στην πραγματικότητα αυτή της πρωταρχής μιας παγκόσμιας λαϊκής έγερσης [levée] [...]. Ακόμη τυφλή, αφελής, διάσπαρτη, χωρίς ισχυρή έννοια και χωρίς διαρκή οργάνωση, μοιάζει προφανώς με τους πρώτους εργατικούς ξεσηκωμούς [soulèvements] του 19ου αιώνα. Ως εκ τούτου προτίθεμαι να πω ότι είμαστε στην εποχή των ταραχών [temps des émeutes], μέσω της οποίας σηματοδοτείται και συγκροτείται η αφύπνιση της Ιστορίας, ενάντια στην καθαρή και απλή επανάληψη του χείριστου» (αυτ., σ. 14).
Β) «Για να μη βαλτώσει αυτή η χρονική στιγμή στα ένδοξα αλλά και ηττημένα επεισόδια των μαζών, αλλά ούτε και στον ατελεύτητο καιροσκοπισμό των 'αντιπροσωπευτικών' οργανώσεων, διαφθαρμένων συνδικάτων ή κοινοβουλευτικών κομμάτων, η αφύπνιση της Ιστορίας πρέπει να είναι επίσης η αφύπνιση της Ιδέας. Η μοναδική Ιδέα, ικανή να αντιταχθεί στη διεφθαρμένη και άτονη εκδοχή της 'δημοκρατίας' -που έχει γίνει η σημαία των λεγεωνάριων του Κεφαλαίου- [...], είναι η ιδέα του Κομμουνισμού, η οποία επανασυνδέεται και τρέφεται από αυτό που μας διδάσκει η ανθεκτική πολυμορφία των ταραχών [émeutes], όσο πρόσκαιρες και αν είναι αυτές» (αυτ., σ. 14).
Κατά τον Μπαντιού από το 1976 (τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης στη Κίνα) -ειδικότερα από το 1979 (Ιρανική Επανάσταση, που σηματοδοτεί το τέλος της επαναστατικής περιόδου εν γένει)- έως σήμερα (και έως πότε;) βρισκόμαστε ουσιαστικά σε μια αντιδραστική ενδιάμεση, «μεσοδιαστηματική περίοδο» κατά την οποία επανακάμπτει θριαμβευτικά ο «κλασικός καπιταλισμός» υπό το μανδύα της «φιλελεύθερης δημοκρατίας», η οποία προσομοιάζει με την παλινόρθωση της «'φιλελεύθερης μοναρχίας' [...] μετά τη συντριβή των τελευταίων σκιρτημάτων της ρεπουμπλικανικής επανάστασης (1815-1850)» (αυτ., σσ. 59, 61). Οι εν λόγω σημερινές «ταραχές» ανά τον κόσμο εντάσσονται σ' αυτήν τη μεσοδιαστηματική περίοδο αντιδρώντας στην αντιδραστική κίνησή της, αλλά συνάμα δεν μπορούν να βρουν την πολιτική μορφή τους γιατί πρωτίστως αδυνατούν να «αντλήσουν την ισχύ τους από το συμμερισμό μιας Ιδέας» (τουτέστιν της κομμουνιστικής: «Η ισχύς των εξεγέρσεων [révoltes], ακόμη και αν αποκτήσουν μια ιστορική εμβέλεια παραμένει ουσιαστικά αρνητική ('να φύγουν', 'έξω ο Μπεν Άλι', 'Μουμπάρακ δίνε του'). Δεν αναπτύσσει το σύνθημα μέσω του καταφατικού στοιχείου της Ιδέας. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο η μορφή της συλλογικής δράσης των μαζών δεν μπορεί να είναι παρά μόνο η ταραχή, που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να οδηγηθεί προς την ιστορική μορφή της, σ' αυτό που ονομάζεται επίσης 'μαζικό κίνημα'. Ας ανακεφαλαιώσουμε: η ταραχή είναι ο φύλακας της ιστορίας της χειραφέτησης σε περίοδο μεσοδιαστηματική» (αυτ., σ. 63).
Εν κατακλείδι, αυτή η έλλειψη συμμερισμού της Ιδέας καθιστά αδύνατη τη λύση του προβλήματος της τωρινής χειραφετικής πολιτικής, λύση που για τον γάλλο κομμουνιστή φιλόσοφο προϋποθέτει τη «μετάβαση από την ταραχή, ακόμη και αν είναι ιστορική, στη συνεκτικότητα μιας οργανωμένης πολιτικής» (αυτ, σ. 65). Εδώ ανοίγεται -κατ' εμέ λίαν αμφιλεγόμενο- το θεωρητικό αλλά συνάμα, και κυρίως, πολιτικά πρακτικό ζήτημα για την μπαντιουζική εννόηση της «οργάνωσης», η οποία αναπτύσσεται διεξοδικά στο εν λόγω βιβλίο του. Μη λησμονούμε άλλωστε ότι η μετα-λενινιστική, μετα-μαοϊκή ομάδα, της οποίας ο Μπαντιού είναι συνιδρυτής (1985), ονομάζεται «Πολιτική οργάνωση»... (Αυτή η κρίσιμη θεματική απαιτεί μιαν ιδιαίτερη αρθρογραφία).
Όσον αφορά το αποτέλεσμα των αραβικών ιστορικών ταραχών ο Μπαντιού αποφαίνεται ότι «δεν γνωρίζουμε [...] σε τι θα οδηγήσουν οι ιστορικές ταραχές στην Τυνησία, στην Αίγυπτο, στη Συρία και σε άλλες αραβικές χώρες: είμαστε στην πρώτη μετα-ταραχιακή φάση, και όλα είναι αβέβαια. Ωστόσο είναι σαφές ότι [...] οι εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες ανοίγουν μια περίοδο [séquence] αφήνοντας αβέβαια τα προσίδια συμφραζόμενά τους. Αναταράσσουν και μετασχηματίζουν τις ιστορικές δυνατότητες τόσο πολύ ώστε το νόημα που θα προσλάβουν εκ των υστέρων οι όποιες αρχικές νίκες τους θα καθορίσει ώς ένα μεγάλο βαθμό το νόημα του μέλλοντός μας» (αυτ., σ. 60).
***
Ο Μπαντιού κατηγοριοποιεί τις ταραχές σε τρεις τύπους: την άμεση, τη λανθάνουσα και την ιστορική:
1) Το πρώτο χαρακτηριστικό της άμεσης ταραχής (émeute immédiate) είναι η οργισμένη συνάθροιση της νεολαίας που αντιδρά κατ' αυτόν τον τρόπο απέναντι σε ένα φόνο πού έχει διαπράξει το δεσποτικό κράτος, συνηθέστερα η αστυνομία. Αυτό ακριβώς συνέβη «επί παραδείγματι το 2005 στο Παρίσι ή στο Λονδίνο» (αυτ., σ. 36). Το δεύτερο χαρακτηριστικό της είναι ότι σηματοδοτείται από την «αδύναμη τοπική» της («faible localisation»), ότι δηλαδή βαλτώνει στον τόπο όπου διαμένουν όσοι συμμετέχουν σ' αυτήν, κυρίως στα παραμελημένα προάστια των πόλεων όπου ζει μια άνευ μέλλοντος νεολαία. Εν ολίγοις δεν μετατίθεται στο «κέντρο της πόλης» (εκεί ακριβώς όπου διαδραματίζεται η ιστορική ταραχή). Εξ ου η μηδενιστική μανία των ταραχιακών, οι οποίοι αποτελειώνουν μέσω της καταστροφής τους τα ήδη ερειπωμένα -στα προάστια- σύμβολα της «πλούσιας πόλης»: αστυνομικό τμήμα, σχολείο, κοινωνικά κέντρα κ.ά. Εξ ου «οι τυφλές καταστροφές και λεηλασίες του ίδιου του τόπου όπου ζουν οι ταραχιακοί, καθολικό χαρακτηριστικό των άμεσων ταραχών» (αυτ. σ. 38). Η «αδύναμη τοπική» της άμεσης ταραχής αδυνατεί να μετατοπιστεί, και αν αυτό συμβεί, τότε πρόκειται για μια περιορισμένη επέκταση που είναι αποτέλεσμα μιας μιμητικής μετατόπισης: «η ταραχή διαδίδεται όχι εξαιτίας της μετατόπισης, αλλά εξαιτίας της μίμησης» (αυτ., σ. 40): το ένα προάστιο μιμείται το άλλο, ουδέποτε καταλαμβάνεται το κέντρο της πόλης. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της άμεσης ταραχής είναι η μικρή της διάρκεια, σε αντίθεση με τη μακρά διάρκεια της ιστορικής ταραχής.
Για τον Μπαντιού, γενικά, η άμεση ταραχή έχει αρνητικό πρόσημο, γιατί είναι μηδενιστική, καταστροφική, γενικώς αρνητική. Κατ' ουσίαν την στηλιτεύει γιατί αυτή αδυνατεί να συγκαλέσει και να κινητοποιήσει ένα συγκεκριμένο, διακριτό ταραχιακό υποκείμενο: «Ενόσω αυτή η υποκειμενικότητα γίνεται μόνο με εξέγερση, ενόσω κυριαρχείται από την άρνηση και την καταστροφή, δεν επιτρέπει να διακρίνουμε με σαφήνεια αυτό που ανάγεται σε μια πρόθεση μερικώς καθολικεύσιμη» (αυτ., σ. 43). Εν συντομία, οι νέοι που συμμετέχουν στις άμεσες ταραχές των «προαστίων» καταστρέφοντας, λεηλατώντας, κλέβοντας και αναλώνοντας καταναλωτικά αγαθά συμφύρονται αναπόφευκτα και με τον υπόκοσμο συγκροτώντας κατ' αυτόν τον τρόπο ένα «μη καθαρό υποκείμενο»: «Το υποκείμενο των άμεσων ταραχών είναι μη καθαρό, πάντοτε. Γι' αυτό ακριβώς δεν είναι ούτε πολιτικό ούτε καν προ-πολιτικό. Στην καλύτερη περίπτωση περιορίζεται -και αυτό είναι ήδη πολύ- στο να ανοίγει το δρόμο σε μιαν ιστορική ταραχή» (αυτ., σσ. 42-43).
Αυτό που ο ίδιος ο Μπαντιού προτείνει στους νέους μέσω της φιλοσοφίας του (ως καλώς εννοουμένης «διαφθοράς της νεολαίας») είναι η αντικατάσταση της υποταγής στους κατεστημένους κοινωνικούς γνώμονες όχι με οποιαδήποτε εξέγερση, αλλά με αυτήν που είναι λογική εξέγερση. «Αλλά αυτή η εξέγερση δεν είναι ούτε αυθορμησιακή ούτε επιθετική, στο βαθμό που είναι η συνέπεια αρχών και μιας κριτικής που υποβάλλονται προς συζήτηση σε όλους. Σε ορισμένα ποιήματα του Ρεμπώ βρίσκουμε την παράξενη έκφραση 'λογικές εξεγέρσεις'. Ίσως αυτό να είναι ένας καλός ορισμός του φιλοσοφικού ενεργήματος1». Μεγάλος είναι ο πειρασμός να αναρωτηθεί κανείς σε ποιον μπαντουζιακό τύπο ταραχών μπορεί να ενταχθεί ο ελληνικός «Δεκέμβρης του 20082». Εν τάχει θα έλεγα ότι είναι οπωσδήποτε «άμεσος», πρωτίστως λόγω της μικρής του διάρκειας και των τυφλών καταστροφών. (Και παρά τις αρκετές ιδιαιτερότητές του που δεν συμπίπτουν με τα παραπάνω χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μπαντιουζικής άμεσης ταραχής, τα οποία θα πρέπει να επισημανθούν και να αναλυθούν δεόντως.)
2) Η λανθάνουσα ταραχή (émeute latente) αφορά τις δυτικές «καπιταλιστικές» χώρες στις οποίες, σύμφωνα με τον Μπαντιού, ναι μεν υπήρξαν και θα υπάρξουν κατά διαστήματα άμεσες ταραχές, αλλά ιστορική ταραχή έχει να εμφανιστεί «περίπου εδώ και σαράντα χρόνια». Ο γάλλος φιλόσοφος ωστόσο πιστεύει ότι ήδη έχει ανοίξει η εποχή για τη δυνατότητα ύπαρξής της, καθότι διαπιστώνει την ύπαρξη μιας «υποκειμενικότητας λανθάνουσας ταραχής». Αυτό μαρτυρά στη Γαλλία η «επινόηση νέων μορφών δράσης δυνάμει ταραχιακής φύσεως, όπως, πρώτον, το σύνθημα «Σαρκοζύ παραιτήσου» (τυπικό της ιστορικής ταραχής), δεύτερον η αυτονόμηση της συνδικαλιστικής δράσης από αυτήν της καθεστωτικής, τρίτον η νέα πρακτική απεργίας ενός εργοστασίου το οποία τελεί υπό κατάληψη από εξωεργοστασιακά λαϊκά στοιχεία. Η τελευταία συνέργεια της απεργίας με την κατάληψη δημιουργεί μια «συμμεριστική τοπική» που υπερβαίνει τη μεριστική κατάληψη του εργασιακού χώρου αποκλειστικά από τους εργαζόμενους του εργοστασίου. Τέταρτον αυτή η δράση προετοιμάζεται για την αναπόφευκτη έλευση της αστυνομίας. Ωστόσο το κύριο χαρακτηριστικό της λανθάνουσας ταραχής είναι ότι συμφύρει «φοιτητές, νέους, μισθωτούς, συνδικαλιστές και μη συνδικαλιστές, συνταξιούχους, διανοούμενους. Έτσι δημιουργείται τοπικά [...] μια σημαντική διάσταση των πλέον ενδεικτικών ταραχών: η δημιουργία ενός νέου τύπου λαϊκής ενότητας [...]» (αυτ., σσ. 51-52).
3) Η ιστορική ταραχή (émeute historique) -η σημαντικότερη και κυρίως αυτή την οποία ο Μπαντιού αποτιμά θετικότερα από τις άλλες δύο, που ούτως ή άλλως πάντοτε προηγούνται- αφορά αποκλειστικά τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη», τουτέστιν σηματοδοτεί το «εκπληκτικό καινοφανές των ταραχών στις αραβικές χώρες, ιδιαίτερα τη διάρκειά τους, την επιμονή τους, την άοπλη συνεκτικότητά τους, την απρόβλεπτη ανεξαρτησία τους». Εν τάχει, η ιστορική ταραχή είναι «το αποτέλεσμα του μετασχηματισμού μιας άμεσης ταραχής, μάλλον μηδενιστικής παρά πολιτικής, σε προ-πολιτική ταραχή» (αυτ., σ. 55). Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι τα ακόλουθα: Πρώτον απαιτεί τη μετάβαση από την περιορισμένη τοπική (των προαστίων) της άμεσης ταραχής στη συγκρότηση ενός τόπου κυρίως στο «κέντρο τη πόλης» και δη στην κεντρική «πλατεία» της, όπου οι ταραχιακοί εγκαθίστανται ειρηνικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα («μια άμεση ταραχή κρατά, στη μέγιστη τιμή, μεταξύ μίας έως πέντε ημερών», ενώ «η ιστορική ταραχή κρατά εβδομάδες ή και μήνες» (αυτ., σ. 56). Δεύτερον είναι αναγκαία η η μετάβαση από την ασυνάρτητη κακοφωνία της άμεσης ταραχής στην επινόηση ενός μοναδικού συνθήματος που αγκαλιάζει όλες τις διάσπαρτες φωνές, όπως, επί παραδείγματι, «Μουμπάρακ, δίνε του!». Επιπλέον το σύνθημα αυτό θέτει και ένα στόχο: τη νίκη του μαζικού κινήματος (Τυνησία, Αίγυπτος). Τρίτον επιβάλλεται η μετάβαση από την επέκταση λόγω μίμησης στην ποιοτική επέκταση, δηλαδή στην προοδευτική συνάθροιση και συνεύρεση «σχεδόν όλων των συνιστωσών του λαού: λαϊκή και φοιτητική νεολαία, φυσικά, αλλά και εργάτες των εργοστασίων, διανοούμενοι όλων των ειδών, ολόκληρες οικογένειες, πολυάριθμες γυναίκες, υπάλληλοι του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ακόμη δε και μερικοί αστυνομικοί και στρατιώτες» (αυτ.).
Το τελευταίο χαρακτηριστικό, τουτέστιν η ποικιλώνυμη, ετερόκλιτη συνάθροιση επιτρέπει στον Μπαντιού να ισχυριστεί ότι όλος αυτός ο κόσμος που συνέρρεε και παρέμενε επί τόσες ημέρες, διακινδυνεύοντας τη ζωή του, στην Πλατεία Ταχρίρ (ο κατ' εξοχήν εμβληματικός χώρος της ιστορικής αναταραχής) μπορεί να ονομαστεί «ο αιγυπτιακός λαός». Αυτή η απόφανση συνδέεται άμεσα με μιαν άλλη σύμφωνα με την οποία «στην Πλατεία Ταχρίρ η λέξη 'δημοκρατία' δεν εμφανίστηκε πρακτικά-σχεδόν [pratiquement] ποτέ, εν ολίγοις οι αιγύπτιοι ταραχιακοί δεν σαγηνεύτηκαν από το γνωστό δέλεαρ της Δύσης, δεν υπέκυψαν στον πειρασμό της «δυτικής επιθυμίας» που προτάσσει το αγαθό ενός κοινοβουλευτικού δημοκρατικού καθεστώτος. (Η απόφανση αυτή με εκπλήσσει, αναλογιζόμενος μάλιστα την εν λόγω ποικιλομορφία των συναθροισμένων στην Πλατεία Ταχρίρ: πώς συνάγεται η βεβαιότητα ότι δεν υπήρχαν και υποστηρικτές της -η άνευ εισαγωγικών- δημοκρατίας; Από την απουσία ενδεικτικών πανό και μόνο;) Η δυνατότητα να χαρακτηριστούν οι συναθροισμένοι ως σύμπας αιγυπτιακός λαός είναι φυσικό να σκανδαλίζει. Βεβαίως ο Μπαντιού κατ' αρχάς στηρίζεται στο γεγονός ότι «όλος ο κόσμος παραδέχεται ότι οι άνθρωποι που ήσαν εκεί, σ' αυτόν τον τόπο που συγκρότησαν, είναι ο αιγυπτιακός λαός αυτοπροσώπως» (αυτ., σ. 88). Ωστόσο ο ίδιος διερωτάται: «τι γίνεται σε τούτη την υπόθεση το ιερό και απαραβίαστο δημοκρατικό δόγμα, η καθολική ψηφοφορία;». Εδώ ο Μπαντιού αντιτάσσει το επιχείρημα ότι οι οι εν λόγω συγκεντρωμένοι συνιστούν από μόνοι τους μια «μαζική [...], ταραχιακή δημοκρατία» (αυτ., σ. 72), την οποία χωρίζει μια άβυσσος από την υποτιθέμενη δυτικο-αστική δημοκρατία. Αυτό ακριβώς το χάσμα -πάντοτε κατά τον Μπαντιού- φαντάστηκε ο Μαρξ ότι θα μπορούσε να αναιρεθεί στο τέλος της διαδικασίας του «μαρασμού του κράτους». Αλλά μέχρι τότε ήταν αναγκαία μια άλλη διαδικασία που αξίωνε όχι τη «μαζική δημοκρατία παντού, αλλά το διαλεκτικό αντίθετό της: μια σφιχτή και αμείλικτη μεταβατική δικτατορία» (αυτ., σ. 73). Εν ολίγοις ο Μαρξ θεωρούσε αναπόφευκτη τη συνέχεια μεταξύ αφ' ενός της «εξισωτικής δημοκρατίας» που εγκαθίσταται από την ιστορική ταραχή στο προσίδιο ένδον της και, αφ' ετέρου, της «λαϊκής δικτατορίας» που ασκείται προς τα έξω, προς στην κατεύθυνση «των εχθρών και των υπόπτων» (αυτ., σσ. 72-73).
Αυτό που με θλίβει στο κείμενο του Μπαντιού είναι η μασκαρεμένη επανεμφάνιση της «δικτατορίας το προλεταριάτου» υπό την επωνυμία «λαϊκή δικτατορία», τουτέστιν η «σφιχτή και αμείλικτη» επιβολή της μειοψηφίας επί της πλειοψηφίας. Εδώ φυσικά μεταβαπτίζεται το «προλεταριάτο», ευδιάκριτο και κοινωνικά εντοπισμένο στη εποχή του Μαρξ, στη γενική και εν πολλοίς ποικιλόμορφη και άκρως ετερόκλιτη σύσταση του «λαού». Για τον Μπαντιού η μειοψηφία του ενός εκατομμυρίου των συγκεντρωμένων στην Πλατεία Ταχρίρ έναντι της πλειοψηφίας των ογδόντα εκατομμυρίων του συνολικού αιγυπτιακού λαού («όσο μεγάλη και αν είναι μια διαδήλωση πάντοτε είναι αρχι-μειονοτική», αυτ. σ. 90) μπορεί να διεκδικεί την εκπροσώπηση «όλου του αιγυπτιακού λαού» γιατί «η δύναμή της εδράζεται σε «μια εντατικοποίηση της υποκειμενικής ενέργειάς της», στην «τοπική της παρουσίας της» (αυτ.) και, κυρίως, στο συμπαγές, στην «ποσοτική συμπύκνωση» (αυτ. σ. 97) της σύστασής της. Η συνεπαγωγή αυτής της επιχειρηματολογίας υπέρ της αξίωσης εκ μέρους μιας μειοψηφίας για δικτατορική εκπροσώπηση όλου του λαού προκαλεί ανατριχίλες:
«Το σύμπλεγμα της τοπικής, που γίνεται σύμβολο για όλον τον κόσμο, και της εντατικοποίησης που δημιουργεί νέα υποκείμενα, επιφέρει μια μαζική αποδοχή, στην οποία όποιος εξαιρείται είναι αμέσως ύποπτος. Ύποπτος για το ότι έχει άρρηκτους δεσμούς με τους παλαιούς δεσπότες».
Εδώ ο Μπαντιού ακροβατεί επικίνδυνα: απλώς του υπενθυμίζω ότι ένα μέρος του λαού είναι και εκείνα τα περίπου ογδόντα εκατομμύρια που δεν συμμετείχαν στην ιστορική ταραχή της Πλατείας Ταχρίρ και των άλλων αιγυπτιακών πόλεων. Πόσοι από αυτούς του απόντες και, κυρίως, ποιοι είναι «ύποπτοι»;
Ας επανέλθουμε στο ακανθώδες θέμα της δικτατορικής επιβολής της μειοψηφίας μιας ιστορικής αναταραχής επί της απούσας πλειοψηφίας. Αυτή η επιβολή αιτιολογείται μέσω της διάκρισης της παρουσίας (présentation) και της εκπροσώπευσης, αντιπροσώπευσης (représentation) (δυστυχώς λογω χώρου και κυρίως λόγω τόπου αφήνω κατά μέρος την μπαντιουζική φιλοσοφική πραγμάτευση της έννοιας της παρουσίας). Οι ταραχιακοί της πλατείας Ταχρίρ μπορούν να πουν ότι η αντιπροσώπευση της χώρας τους από το κράτος της είναι απατηλή, δολερή, και ως εκ τούτου αντιτίθενται διακηρύσσοντας ότι στην πλατεία παρουσιάζουν την αυθεντική χώρα τους και συνεπώς μπορούν να διεκδικήσουν δικτατορικά την εκπροσώπευσή της: «Η 'μαζική δημοκρατία' επιβάλλει σε όλο το έξωθί της τη δικτατορία των αποφάσεών της σαν να είναι αυτές της γενικής βούλησης» (αυτ., σ. 91). Σ' αυτό ακριβώς το σημείο ο Μπαντιού επικροτεί τον Ρουσσώ, αλλά παράλληλα τον καταγγέλλει επειδή ενδίδει στην εκλογική διαδικασία. Αλλά και σ' αυτό ακριβώς το σημείο είμαι υποχρεωμένος να δώσω ένα τέλος στο παρόν κείμενο, υποσχόμενος ταυτόχρονα πως θα επανέλθω για να πραγματευθώ αποκλειστικά το ερώτημα της «δημοκρατικής υπόθεσης» έναντι της μπαντιουζικής «κομμουνιστικής υπόθεσης».
*Ο Βαγγέλης Μπιτσώρης είναι συγγραφέας, μεταφραστής άνευ επιτηδεύματος
1. Alain Badiou, La relation énigmatique entre philosophie et politique, Germina, Παρίσι 2011, σ. 22.
2. Βλ. τα άρθρα μου: Α) «Αλαίν Μπαντιού: Πατήρ, υιός και εξεγερσιακό πνεύμα», στις «Αναγνώσεις», Κυριακάτικη Αυγή, 5.12. 2010. Β) «Δικαιοσύνη, δίκαιο, δικαίωμα στη βία», στην Αληthεια, τχ. 4-5, Άνοιξη 2010, σσ. 268-277.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου