Αναγνώστες

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Ήθος ανθρώπω δαίμων ( Ηράκλειτος ) Από το Χάιντεγκερ ,: επιστολή για τον Ανθρωπισμό


  ὡς σκέψη ὀφείλει να σκεφτεί προπάντων τὴν ἀλήθεια τοῦ Εἶναι.

Μετάφραση Κωστής Παπαγιώργης 


Αθήνα 1987 

Αν όμως τόσο ἡ «ὀντολογία» ὅσο καὶ ἡ ἠθική καθώς και κάθε σκέψη που ἔχει ὡς ἀφετηρία της ἐπιμέρους μαθήσεις ἔπαυαν νὰ ἔχουν ἰσχύ, καί ἔτσι ἡ σκέψη μας γινόταν αὐστρότερη, τί μορφή θὰ εἶχε τότε τὸ ἐρώτημα για τη σχέσηἀνάμεσα στις δύο παραπάνω φιλοσοφικές μαθήσεις; Η «ἠθική» ἐμφανίζεται μαζί με τη «λογική» και τη «φυσική» για πρώτη φορά στη σχολή του Πλάτωνος. Οἱ μαθήσεις αὐτές γεννιούνται σε μιὰ ἐποχή ὅπου ἡ σκέψη γίνεται «φιλοσοφία», ἡ φιλοσοφία ἐπιστήμη* καί ἡ ἴδια ή ἐπιστήμη ἀκαδημαϊκή ενασχόληση καί πρακτική. 



Ἡ πορεία ποὺ ἀκολούθησε ή φιλοσοφία που νοήθηκε μὲ αὐτόν τον τρό πο, ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἐπακόλουθο τή γένεση τῆς ἐπιστήμης και την παρακμή τῆς σκέψης. Οἱ στοχαστές τῆς προηγούμε νης ἐποχῆς δὲν γνωρίζουν οὔτε «λογική», οὔτε «ἠθική», οὔ τε «φυσική». Ωστόσο ή σκέψη τους δὲν εἶναι οὔτε μἀλογι- κή», οὔτε «ἀνήθικη». Σκέπτονταν ὅμως τη φύση* με μια βαθύτητα καί μιά εὐρύτητα πού ποτέ καμιά μεταγενέστερη «φυσική» δὲν μπόρεσε πια να φθάσει. Οἱ τραγωδίες τοῦ Σοφοκλή διαφυλάσσουν στο λέγειν τους ἄν δεχτούμε βέ- βαια ὅτι μια τέτοια σύγκριση εἶναι γενικά ἐπιτρεπτή – το ἦθος* πιό πρωταρχικά ἀπό τίς παραδόσεις τοῦ ᾿Αριστοτέλη γιὰ τὴν «ἠθική».


 Μιά ρήση τοῦ Ἡράκλειτου πού ἀποτελεῖ- ται ἀπό τρεῖς λέξεις μόνο λέει κάτι τόσο ἁπλό, ὥστε μέ αὐτή νὰ ἔρχεται ἄμεσα στὸ φῶς ἡ οὐσία τοῦ ἤθους.


Ἡ ρήση τοῦ Ἡράκλειτου ἔχει ὡς ἑξῆς (ἀποσπ. 119): *ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων*. Συνήθως μεταφράζουμε με τον ἀκόλουθο τρόπο: «Ο καθαυτό χαρακτήρας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ δαίμονάς του». Ἡ μετάφραση αὐτή σκέπτεται


 νεοτερικά


Η λέξη ὀνομάζει τὸν ἀνοιχτό χώρο όπου κατοικεῖ ὁ ἄνθρω πος. Το ᾿Ανοιχτό της διαμονής αφήνει να φανεί ὅ,τι κατευ θύνεται πρός τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἔτσι ἐρχόμενο δια μένει στὴν ἐγγύτητά της ένν. τῆς οὐσίας). Η διαμονή του ἀνθρώπου περιέχει και διαφυλάσσει την έλευση αὐτοῦ στο ὁποῖο ἀνήκει ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου. Σύμφωνα με τη ρήση τοῦ Ἡράκλειτου, τοῦτο εἶναι ὁ δαίμων, ὁ θεός. Η ρήση λέει: ὁ ἄνθρωπος διαμένει, καθόσον εἶναι ἄνθρωπος, στην 355 ἐγγύτητα τοῦ θεοῦ. Με τη ρήση αὐτή του Πράκλειτου συμ φωνεί μιὰ ἱστορία που ἀναφέρει ὁ ᾿Αριστοτέλης (Περί ζώων μορίων Α5, 645 α 17) καί ποὺ ἔχει ὡς ἑξῆς: *Ηρά κλειτος λέγεται πρός τους ξένους εἰπεῖν τους βουλομένους ἐντυχεῖν αὐτῷ οἱ ἐπειδὴ προσιόντες εἶδον αὐτόν θερόμενον πρὸς τῷ ἰπνῷ ἔστησαν, ἐκέλευε γάρ αὐτοὺς εἰσιέναι θαρρού ντας· εἶναι γάρ καὶ ἐνταῦθα θεούς...*


«Διηγοῦνται γιὰ τὸν Πράκλειτο κάτι πού εἶπε στοὺς ξέ- νους που ἤθελαν νὰ τὸν ἐπισκεφτούν. Φθάνοντας σπίτι του τὸν εἶδαν νὰ ζεσταίνεται δίπλα σε ένα φούρνο. Ἔκπληκτοι στάθηκαν ἀκίνητοι, καί τοῦτο κυρίως γιατί τοὺς ἐνεθάρρυνε, βλέποντας τους να διστάζουν, και τους προέτρεπε να μπούνε μέσα λέγοντάς τους: "Κι ἐδῶ ἐπίσης εἶναι οἱ θεοί παρό- ντες".


Ἡ ἱστορία ὁμιλεῖ ἀπό μόνη της· ὡστόσο θα θέλαμε να τονίσουμε ορισμένα σημεία.


Το πλῆθος τῶν ξένων ἐπισκεπτῶν, κατεχόμενο ἀπό μιά φορτική περιέργεια για το στοχαστή, ἀπογοητεύεται ὅταν πρωτοαντικρίζει τή διαμονή του καί περιέρχεται σε ἀμηχα νία. Πιστεύει ότι πρέπει νὰ βρεῖ τὸ στοχαστή σε μια κατά- σταση πού, σὲ ἀντίθεση πρός τόν καθημερινό τρόπο διαβίω- σης, φέρει τα χαρακτηριστικά τῆς ἐξαίρεσης, τοῦ σπάνιου καὶ τοῦ συναρπαστικοῦ. Το πλῆθος perhaps μὲ τὴν ἐπίσκεψήτου στο στοχαστή να βρεί πράγματα, που – τουλάχιστον για λίγο καιρό – θα δώσουν το υλικό για μια διασκεδαστική φλυαρία. Οἱ ξένοι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐπισκεφτούν το στοχα στη περιμένουν ἴσως νὰ τὸν δοῦν ἀκριβώς τη στιγμή που είναι βυθισμένος σε βαθιά περισυλλογή. Οἱ ἐπισκέπτες θέ λουν να «βιώσουν» το θέαμα αὐτό, ὄχι τόσο γιὰ νὰ κατακύ ριευθοῦν ἀπὸ τὴ σκέψη, παρά ἀπλά καί μόνο γιὰ νὰ μπορούν νὰ διηγηθούν ὅτι εἶδαν καὶ ἄκουσαν κάποιον γιὰ τὸν ὁποῖο λέγεται πώς εἶναι στοχαστής.


᾿Αντ᾿ αὐτοῦ οἱ περίεργοι βρίσκουν τον Ἡράκλειτο δίπλα στο φούρνο ποὺ εἶναι ἕνας ἀρκετά καθημερινός καὶ ἀσήμα- ντος χώρος. Βέβαια ἐδῶ ψήνεται το ψωμί. ᾿Αλλά ὁ Ἡρά κλειτος δὲν ἀσχολείται οὔτε καν με το ψήσιμο του ψωμιού στο φούρνο. Εἶναι ἐκεῖ κοντά μόνο για να ζεσταθεί. Ἔτσι προδίδει σε αὐτὸ τὸν ἐντελῶς καθημερινό χώρο ὅλη τὴν ἔν- 356 δεια τῆς ζωῆς του. Το θέαμα ἑνός στοχαστή που κρυώνει παρουσιάζει ἐλάχιστο ἐνδιαφέρον. Καί πραγματικά, οἱ πε ρίεργοι ἐπισκέπτες χάνουν μὲ αὐτὸ τὸ ἀπογοητευτικό θέαμα ἀμέσως το κέφι τους να πάνε πιο κοντά. Τι να κάνουν σε ένα τέτοιο μέρος; Αυτό το καθημερινό καί ἄχαρο θέαμα κάποιου που κρυώνει και κάθεται κοντά στο φούρνο, μπορεῖ ὁ καθένας μας νὰ δεῖ στὸ σπίτι του. Για ποιό λόγο, ἐπομένως, νὰ ἐπι- σκεφτούν ἕνα στοχαστή; Οἱ ἐπισκέπτες ἑτοιμάζονται πάλι να φύγουν. Ὁ Ἡράκλειτος διαβάζει στα πρόσωπά τους την ἀπογοητευμένη περιέργεια. Ξέρει πώς ἀρκεῖ νὰ μὴν ἐκπλη- ρωθεῖ ἡ ἀνάγκη τοῦ πλήθους για θέαμα, γιὰ νὰ ἐξαναγκα σθοῦν αὐτοί που μόλις ἔφθασαν να γυρίσουν ἀμέσως πίσω. Γι' αὐτὸ τοὺς ἐνθαρρύνει. Τούς προτρέπει κατ᾿ ἰδίαν να μπούνε μέσα λέγοντάς τους: *εἶναι γάρ καὶ ἐνταῦθα θεούς*, κοἱ θεοί εἶναι ἀκόμη κι ἐδώ παρόντες».


Η ρήση φωτίζει με διαφορετικό τρόπο τη διαμονή ήθος ) 

 καί τή δραστηριότητα του στοχαστή.

 Ἡ ἱστορία δεν μᾶς λέει ἄν οἱ ἐπισκέπτες την κατάλαβαν ἀμέσως ἢ κάν ἂν τὴν κατάλαβαν καί ἔπειτα εἶδαν ὅλα τὰ πράγματα διαφο ρετικά σε αὐτὸ τὸ ἄλλο φῶς. 


Τό γεγονός ὅμως ὅτι ἡ ἱστορία αὐτὴ ἔγινε γνωστή καί μάλιστα ἔφθασε ὡς ἐμᾶς τους σημερινούς, ὀφείλεται στο ὅτι τὸ περιεχόμενό της ἀντανακλά και χαρακτηρίζει τὴν ἀτμόσφαιρα αὐτοῦ τοῦ στοχαστή. 


*Καί ἐνταῦθα* «ἐδῶ ἐπίσης», στο φούρνο, σε αὐτὸ τὸν καθημερινό χώρο, ὅπου κάθε πράγμα καί κάθε κατάσταση, κάθε δραστηριότητα καί κάθε σκέψη εἶναι οἰκεῖα καί κοινά, δηλαδή συνήθη, «ἐδῶ λοιπόν ἐπίσης» στη σφαίρα τοῦ συνήθους *εἶ-ναι θεούς*, συμβαίνει «νά εἶναι οἱ θεοί παρόντες».


*ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων* λέει ὁ ἴδιος ὁ Ἡράκλειτος: «Ἡ (συνήθης) διαμονή εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸ ἀνοιχτό πεδίο ὅπου ὁ θεός (τὸ ἀ-σύνηθες) ἔρχεται στην παρουσία».

Αν τώρα, σύμφωνα μέ τή θεμελιακή σημασία τῆς λέξης ἦθος*, ὁ ὅρος ἠθική-θέλει νὰ πεῖ ὅτι σκέπτεται τή διαμονή τοῦ ἀνθρώπου,


 τότε ἡ σκέψη ἐκείνη που σκέπτεται τὴν ἀλήθεια τοῦ Εἶναι ὡς το πρωταρχικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἐξιστάμενου ὄντος εἶναι ἤδη ἐν ἑαυτῇ ἡ ἀρχέγονη ἠθική. 


Η σκέψη ὅμως αὐτή δὲν εἶναι ἠθική κατά πρώτο λόγο, έπειδὴ εἶναι ὀντολογία. 


Γιατί ἡ ὀντολογία δέν σκέπτεται παρά μόνο τὸ ὄν* στο Εἶναι του. Ὅσο λοιπόν ἡ ὀντολογία δὲν στοχάζεται τὴν ἀλήθεια τοῦ Εἶναι, παραμένει ἀθεμελίωτη.


 Γι᾿ αὐτό ὀνομάσαμε θεμελιώδη ὀντολογία τη σκέψη πού ἐπιχείρησε στο «Ε.κ.Χ.» να σκεφτεί προπαρασκευαστικά πρός την κατεύθυνση τῆς ἀλήθειας τοῦ Εἶναι. 


Ἡ θεμελιώδης ὀντολογία ζητεῖ νὰ ἀναχθεῖ στὸ οὐσιῶδες θεμέλιο, ἀπό ὅπου προέρχεται ἡ σκέψη τῆς ἀλήθειας τοῦ Εἶναι. 


Ήδη μέ την τάση της να θέτει τὰ ἐρωτήματα διαφορετικά ή σκέψη αὐτή ἔχει ἀπομάκρυνθεῖ ἀπό τήν «ὀντολογία» τῆς μεταφυσιης ( ακόμα και εκείνης του Καντ 

153). ᾿Αλλά ἡ «ὀντολογία», εἴτε εἶναι ὑπερβατολογική εἴτε είναι προκριτική, 

δὲν ὑπόκειται σε κριτική γιατί σκέπτεται το Είναι τοῦ ὄντος, συμπιέζοντας συνάμα το Εἶναι στὴν ἔννοια, ἀλλά γιατί δεν σκέπτεται τὴν ἀλήθεια του Εἶναι και παραγνωρίζει ἔτσι ὅτι ὑπάρχει μια σκέψη αὐστηρότερη ἀπὸ τὴν ἐννοιολογική. Η σκέψη ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ σκεφτεί προπαρασκευαστικά πρός την κατεύθυνση τῆς ἀλήθειας τοῦ Εἶναι, δὲν φέρει στη γλώσσα παρά ἕνα ἐλάχιστο μέρος τῆς ἐντελῶς ἄλλης διά στασης, καὶ τοῦτο λόγω τῶν δυσχερειών που παρουσιάζει ή πρώτη προσέγγιση. Ἡ γλώσσα αὐτή νοθεύεται στο μέτρο ποὺ δὲν κατορθώνει να διατηρήσει τὴν οὐσιαστική βοήθεια τῆς φαινομενολογικῆς θέασης ἀφήνοντας κατά μέρος την ἄμετρη ἀξίωση για «ἐπιστήμη» καί «ἔρευνα». Γιὰ νὰ κάνου με την προσπάθεια αὐτὴ τῆς σκέψης ἀναγνωρίσιμη και και τανοητή στα πλαίσια τῆς ὑφιστάμενης φιλοσοφίας, ἔπρεπε στην ἀρχή να μιλήσουμε μόνο μέσα στον ὁρίζοντά της χρησι μοποιώντας όρους που τῆς εἶναι οἰκεῖοι.


Στο μεταξύ μπόρεσα να διαπιστώσω ὅτι ἀκριβῶς οἱ ὅροι αὐτοί ἔμελλαν να δημιουργήσουν ἄμεσα καὶ ἀναπόφευκτα ἐσφαλμένες ἐντυπώσεις. 



Γιατί οἱ ἀναγνώστες δὲν ξανα- σκέφτηκαν τους ὅρους καὶ τὴν ἐννοιολογική γλώσσα που τοὺς ἀντιστοιχεῖ μέ βάση το Πράγμα ποὺ ἐπιχειρούσαμε να σκεφτούμε, παρά κατανόησαν το Πράγμα τοῦτο μὲ τὴν ἀρω-γή τῶν ὅρων αὐτῶν ποὺ διατήρησαν τη συνήθη σημασία τους. 


Ἡ σκέψη που ρωτά γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εἶναι καὶ ἐπιπλέον καθορίζει τὴν οὐσιώδη διαμονή τοῦ ἀνθρώπου μὲ ἀφετηρία και κατεύθυνση το Εἶναι δὲν εἶναι οὔτε ἠθική οὔτε ὀντολογία. 


Επομένως τὸ ἐρώτημα για τη σχέση μεταξύ τῶν δυό 358 μαθήσεων δὲν ἔχει πλέον βάση σε ἕνα τέτοιο χώρο. Ωστό σο, τὸ ἐρώτημα σας, νοούμενο πρωταρχικότερα, ἔχει νόημα


147 - 153 









καί ὄχι ἑλληνικά. Ήθος* σημαίνει κατοικία, τόπο διαμονής.


147

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα