Αναγνώστες

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Το κίνημα των οπαδών του Τολστόι ....αναδημοσιευση απο τον Ροίδη

Αναρχικοί, ειρηνιστές, χορτοφάγοι Χριστιανοί
το 1848
το 1848
Γράμμα από το Ληξούρι: Αναγνώστης Λασκαράτος

Κύριε Ροΐδη,
Έχουμε ξαναγράψει για τον αναθεματισμό του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα με αφορμή την ταινία “Ο τελευταίος σταθμός”: «O αφορισμός του Τολστόϊ»
-Με αφορμή επίσης ένα πρόσφατο άρθρο μας για την κηδεία του Κροπότκιν, είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στους Τολστοϊανούς χριστιανούς: «Περνώντας το Μουσείο Τολστόι η νεκρική πομπή σταμάτησε, και οι σημαίες χαμήλωσαν τιμώντας άλλο ένα μεγάλο τέκνο της Ρωσίας. Μια ομάδα Τολοστοϊανών στα σκαλιά του Μουσείου έπαιξαν το πένθιμο εμβατήριο του Σοπέν ως έκφραση της αγάπης και του σεβασμού τους για τον Κροπότκιν».
—–Έχουμε γράψει επίσης για μια αδελφότητα αναρχικών τολστοϊανών και Κουάκερων Χριστιανών και άθεων, με την οποία σχετιζόταν και ο Λένιν, που επιβιώνει μέχρι σήμερα στην Αγγλία, σε ένα αυτοδιαχειριζόμενο κτήμα χορτοφάγων (που δεν μπορούν να χωνέψουν, για παράδειγμα, το πως ο Πανάγαθος αγαπάει λιγότερο από πολλούς ανθρώπους τα αρνάκια που σφάζουν, σουβλίζουν και καταβροχθίζουν οι αρειμάνιοι Ρωμιοί χριστιανοί, τιμώντας έτσι την Ανάσταση του Χριστού!) στο Γιορκσάιρ.
—–Mε αφορμή την προβαλλόμενη τώρα στους κινηματογράφους μας ενδιαφέρουσα σκηνοθετική εκδοχή της Άννας Καρένινα, ο νους μας γυρνάει στον άξιο γιό της ρωσικής γης. O Toλστόι συγκέντρωνε τα χαρίσματα του αυτόνομου και ανιδιοτελή, στρατευμένου γύρω από ιδανικά, μεγάλου συγγραφέα, του διανοητή που οι χριστιανικές του ιδέες τον έφεραν σε σύγκρουση με την αντίχριστη και χριστοκάπηλη Ι.Σύνοδο και του αριστοκράτη κοινωνικού αγωνιστή, που εφάρμοζε τις ιδέες του στη ζωή του: «Ύπαγε, όσα έχεις πώλησον και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ…». Ο κόμης Τολστόι αγαπούσε τους φτωχούς, επεδίωκε με πάθος την ευτυχισμένη διαβίωσή τους, την ηθική και πνευματική τους ανύψωση, αγωνιούσε για τα βάσανά τους («Ο λαός σβήνει αργά…»). O ίδιος ο Λένιν, που όταν βρισκόταν στο Λονδίνο είχε επαφές με τους τολστοϊανούς  Άγγλους Χριστιανούς, τον θαύμαζε: «Η καθολική σημασία του ως καλλιτέχνη και η καθολική φήμη του ως στοχαστή και ιεροκήρυκα αντανακλούν, η κάθε μια με το δικό της τρόπο, την παγκόσμια σημασία της ρωσικής Επανάστασης. Ο Τολστόι αναδείχθηκε σε ένα μεγάλο καλλιτέχνη της εποχής που η δουλοπαροικία επικρατούσε ακόμη στην καλλιέργεια της γης. … πέτυχε να αναδείξει τόσα πολλά μεγάλα προβλήματα και κατάφερε να σηκωθεί σε τέτοια ύψη καλλιτεχνικής δύναμης, που τα έργα του συγκαταλέγονται στα μεγαλύτερη της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Την εποχή της προετοιμασίας της Επανάστασης σε μια χώρα που ζούσε κάτω από τη μπότα των ιδιοκτητών της γης, έγινε, χάρη στο λαμπρό φωτισμό της από τον Τολστόι, ένα βήμα προς τα εμπρός στην καλλιτεχνική ανάπτυξη της ανθρωπότητας στο σύνολό της» (‘Leo Tolstoy’, ‘Sotsial-Demokrat’ No. 18, 16/ή νέο ημερολ. 29//11/ 1910).
—–Το σκεπτικό της κατάρας, που η αμαρτωλή τσαρική Εκκλησία έριξε στον Τολστόι ήταν απλό: «Εν ταις ημέραις ημών ο Θεός επέτρεψεν εις έναν ψευτοδιδάσκαλον ίνα εμφανισθή, Ρώσον εκ γενετής, Ορθόδοξον εκ βαπτίσεως. Ο Κόμης Τολστόι διεφθάρη εκ της υπερηφανείας του λογίου, εν αυθαδεία ήρθη προ του Κυρίου του, του Χριστού και προ του ιερού του Κατοικητηρίου και δημοσίως προ των οφθαλμών της ανθρωπότητος απεκήρυξεν την Μητέρα Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ήτις τον εξέθρεψεν και τον εδίδαξεν».
—–Γιατί όλα αυτά;
—–Γιατί ο Τολστόι ήταν πιστός στο Ευαγγέλιο και στη χριστιανική διδασκαλία, ένας αναγεννημένος πρώην άσωτος αξιωματικός που πολέμησε στην Κριμαία, που η καλλιέργειά του, η αρετή του και η ευφυΐα του τον οδήγησαν στην απόρριψη της φοβερής κρατικής εθνικής Εκκλησίας.  Περιφρονούσε τα “μυστήρια”, έτσι που περιβλήθηκαν με μαγική ομίχλη, αρνήθηκε να δεχθεί την κεντρική πλάνη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, την τριπρόσωπη θεότητα της Αγίας Τριάδας, που ο κλήρος  της έκλεψε από τις αρχαίες ανατολικές παγανιστικές θρησκείες, ειρωνικά την αποκαλούσε αγιοπνευματική, αναφερόμενος στο ταχυδρομικό περιστέρι-θεό που επινόησε η ενιαία Καθολική Εκκλησία: «Πιστεύω στα παρακάτω: Πιστεύω στο Θεό, που τον οποίο αντιλαμβάνομαι ως πνεύμα και πηγή των πάντων. Πιστεύω ότι είναι μέσα μου και είμαι μέσα του. Πιστεύω ότι η θεία θέληση βρίσκεται πολύ καθαρά και καταληπτά στη διδασκαλία του ανθρώπου Χριστού, τον οποίο το να θεωρούμε Θεό και στον οποίο να προσευχόμαστε το θεωρώ τη μέγιστη βλασφημία». Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα της απάντησής του στο συνοδικό Έδικτο που τον αναθεμάτιζε το 1901. Ο Τολστόι ασφαλώς δεν προσέφερε κάποια έτοιμη συνταγή Σωτηρίας όπως η Εκκλησία, ούτε αναγνώριζε την εξουσία της, απλά εργαζόταν για μια κοινωνία ευαγγελικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, με αυτό το ευαγγελική, να είναι προαιρετική και όχι μοναδική επιλογή, επιβαλλόμενη μάλιστα από το Κράτος.
—–Ο Τολστόι ερμήνευε χωρίς παρωπίδες το Ευαγγέλιο, από το οποίο δεν προκύπτει με βεβαιότητα, μέσα από τις συμβολικές και αμφίσημες εκφράσεις του ή και πονηρές αλλοιώσεις του από βέβηλα χέρια, πως ο “υιός του ανθρώπου”, ο Χριστός, είναι Θεός, γιατί έτσι κι αλλιώς «υιοί Θεού κληθήσονται» όλοι οι δίκαιοι άνθρωποι. Το γεγονός ανάγκασε το παπαδαριό να καταφύγει στον Παύλο και στους «εκκλησιαστικούς πατέρες» και να εφεύρει ένα δεύτερο θεό, γιό του πρώτου και να θεοποιήσει το πνεύμα του Θεού, ως μια τρίτη θεότητα, ενωμένη σαν την Ίσιδα με τον Όσιρι και τον Ώρο σε ένα θεό, με θηλυκό όνομα: Αγία Τριάδα. Επιστράτευσε μάλιστα ανέντιμα η Ι.Σύνοδος ακόμη και αυτό που αποδείχθηκε ως μεταγενέστερη προσθήκη στην Α΄επιστολή του Ιωάννη, το comma Johanneum: «εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα…». Ο Τολστόι δεν ήταν ο πρώτος πιστός που αμφισβητούσε τη θεότητα του Χριστού, είχαν προηγηθεί ο Άρειος και ο πατριάρχης Νεστόριος, οι οπαδοί του οποίου μέχρι σήμερα συγκροτούν την πολυάριθμη Ασσυριακή Εκκλησία, ενώ την αποκλειστικά ανθρώπινη φύση του Χριστού και την απόρριψη της τριαδικότητας ασπάστηκαν κορυφαίοι Άγγλοι λόγιοι και επιστήμονες που άνοιξαν τα μάτια της ανθρωπότητας στις αλήθειες της φύσης, όπως οι Νεύτων και Πρίστλεϋ, που πίστευαν στο Θεό και συνέβαλαν σε ένα ολόκληρο χριστιανικό κίνημα, που επιβιώνει πολύχρωμο μέχρι σήμερα.
—–Ο Τολστόι ήταν πιστός χριστιανός και αντιλαμβανόταν το χριστιανισμό ως τρόπο ζωής, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί πως η τήρηση των χριστιανικών εντολών δεν έχει πρωτεύουσα αξία, αυτό που σώζει είναι η δήλωση πίστης στην Ανατολική Εκκλησία, εμπορικής αντιπροσώπου και εισαγωγέως της θείας χάριτος που σώζει. Αυτή η τερατώδης διδασκαλία οδηγεί στην αντίληψη ότι διαστροφικοί εγκληματίες όπως οι βασιλιάδες Κωνσταντίνος, Θεοδόσιος, Όλγα, Νικόλαος Ρωμανώφ κλπ είναι άγιοι, εκ του γεγονότος και μόνο ότι υποστήριξαν τα ακατάληπτα δόγματα και τα οικονομικοεξουσιαστικά συμφέροντα της Ανατολικής Εκκλησίας, όσο βδελυρός και κατάπτυστος κι αν ήταν ο βίος τους, κι ας επιμένει ο αδελφόθεος Ιάκωβος (ο ίδιος που τον περιφρονεί ο Αρχιεπίσκοπος όταν τον καλεί να μην ορκίζει) πως “η πίστις, εάν μη έργα έχη, νεκρά εστί καθ’ εαυτήν”. Για να καλυφθεί η τερατωδία, εφευρίσκεται και κάποια βραδυφλεγής μετάνοια του αιμοβόρου “Αγίου”, που βολεύει τα ενοχλητικά ερωτήματα. Παράλληλα η Ορθόδοξη Εκκλησία, προσκολλημένη στην εξουσία του Καίσαρα, εκφυλισμένη από το φανατισμό, το φαρισαϊσμό, την αρχομανία, τον υλισμό, τον εθνικισμό και τη μισαλλοδοξία της, σε καθαρά ειδωλολατρική αίρεση με το μιτροφόρο αρχιερατείο της, με την εικονολατρία και την πτωματολατρεία της και με μαγικές τελετές όπως ο εξορκισμός, ο νηπιοβαπτισμός ή ο αγιασμός των υδάτων, υιοθέτησε και μια παραλλαγή πολυθεϊσμού με το εφεύρημα των χιλιάδων Αγίων, μερικών ιστορικά ανύπαρκτων (Βαρβάρα), άλλων επινοούμενων “καθ’ ύπνους νυκτός” και επιστρατευόμενων για να εξυπηρετήσουν ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα (Εφραίμ Ν.Μάκρης), υποκαθιστώντας έτσι αρχαίες μικρότερες θεότητες, με καταμερισμό αρμοδιοτήτων, που φτάνουν σε ακατανόμαστες ειδικεύσεις όπως αυτή του Άγιου Αρτέμιου. Η μαχητική υποστήριξη της θεότητας του Χριστού με την αντιπαράλληλη υποτίμηση της ηθικής διδασκαλίας του, εξυπηρετεί το μεν πρώτο την παρουσίαση των επισκόπων ως δήθεν εκπροσώπων του Θεού μέσω της αποστολικής διαδοχής, το δε δεύτερο τον άνομο βίο τους. Αυτές οι επικίνδυνες ανοησίες δεν ήταν δυνατόν να γίνουν δεκτές από χριστιανούς του πνευματικού και ηθικού αναστήματος του Τολστόι, που αφορίστηκε το 1901 από μια Εκκλησία, που στις μέρες μας έχει αγιοποιήσει και όλα τα καθάρματα, κληρικούς και εστεμμένους, που έπεσαν θύματα της δίκαιης οργής των Μπολσεβίκων, βαπτίζοντας ακόμη και τη μισοπάλαβη τσαρίνα Αλεξάνδρα ιερομάρτυρα και άγιο μάρτυρα τον επίσκοπο Ερμογένη του Σαρώφ, που κουβάλησε το Ρασπούτιν στη βασιλική αυλή. Στη φιλάργυρη, αποκρυφιστική και βάρβαρη ρωσική Εκκλησία, που έκαιγε ή έθαβε σε βαθιά λαγούμια ζωντανούς τους «αιρετικούς», πρέπει να καταλογίσει η ανθρωπότητα, πως η Ρωσία ήταν η τελευταία χώρα στην Ευρώπη που κατήργησε τη δουλεία, όπως ακριβώς και η αυτοαποκαλούμενη Ορθόδοξη χριστιανική Αιθιοπία στην Αφρική, αφού συνέχιζαν τη βυζαντινή δουλοκτητική παράδοση, που τους επέφερε οικονομικά και κυριαρχικά οφέλη.
—–Ο κόμης Τολστόι 26χρονος, θα απελευθερώσει τους δούλους του, αργότερα θα φτιάξει δημοκρατικά σχολεία στο κτήμα του για τα παιδιά των μουζίκων, θα κληροδοτήσει τη γη του στους αγρότες, θα ταχθεί κατά της θανατικής ποινής, ήταν μια άγρυπνη συνείδηση που θα γράψει στο ημερολόγιό της: «Ένα πράγμα με βασανίζει όλο και πιο πολύ: η απάτη της απερίσκεπτης πολυτέλειας δίπλα στην άδικη κατάσταση της δυστυχίας και της ανέχειας γύρω μου». Χωρίς να είναι ηγετική μορφή, ήταν ένας παθιασμένος πολεμιστής του Καλού, ένας εθελοντικός επισκέπτης των τόπων της ανθρώπινης δυστυχίας, ταξιδεμένος στη Δύση, όπου είχε την τύχη να γνωρίσει το Βίκτωρα Ουγκώ και τον αναρχικό Προυντόν. Ήταν πολυγραφότατος, μια ζωντανή πρόκληση για την εκκλησιαστική Ιεραρχία, ένα χριστιανικό πρότυπο, που αναδείκνυε με τη ζωή και το έργο του τη διαφθορά τη υποκρισία και την αίρεση της οργανωμένης Εκκλησίας. Διόλου παράξενο λοιπόν που ενέπνευσε ένα ολόκληρο κίνημα καλοπροαίρετων ανθρώπων, που πήρε άθελά του το όνομά του. Δεν ήταν ο μισοπάλαβος (ή αγύρτης) αγράμματος στάρετς, που συγκέντρωνε γύρω του λαδικά γραϊδια και ανισόρροπους άντρες, ήταν διανοητής παγκόσμιου βεληνεκούς, που συσπείρωνε υγιή μέλη μιας ανήσυχης κοινωνίας που βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό.
—–Μετά την επανάσταση του 1917, χιλιάδες Ρώσοι διανοούμενοι αγρότες, εργαζόμενοι και στρατιώτες που είχαν δει στο μέτωπο το χάρο με τα μάτια τους, εμπνεύστηκαν από τις ιδέες του για τη μεγάλη ηθική σημασία της παραγωγικής εργασίας και ενώθηκαν σε γεωργικές κοινότητες, πιστεύοντας ότι θα εφαρμόσουν έτσι τα ιδανικά της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, για μια ανθρώπινη, αταξική κοινωνία, χωρίς βία και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Σύντομα όμως ήρθαν σε σύγκρουση με το συγκεντρωτικό σοβιετικό κράτος, που διολίσθαινε όλο και πιο πολύ στον αυταρχισμό απεμπολώντας το δημοκρατικό πυρήνα του μαρξισμού και οδηγούμενο, έτσι τυφλωμένο από τη μέθη της εξουσίας, στην αυτοκαταστροφή του, όπως είχαν προβλέψει η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η Έμα Γκόλντμαν και ο αναρχικός πρίγκιπας Κροπότκιν. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, οι περισσότεροι από τους συνεταιρισμούς έκλεισαν, το κόμμα κολλεκτιβοποίησε με τη βία τη γεωργία. Ωστόσο, μια ομάδα περίπου χιλίων Τολστοϊανών, η «Κομμούνα Ζωής και Εργασίας», είχε τη δυνατότητα να μετεγκατασταθεί από τα περίχωρα της Μόσχας στο Νοβοκούζνετσκ της Σιβηρίας, σε  ένα αγροτικό καταφύγιο για τους τολστοϊανούς αγρότες, μέχρι που έκλεισε στις παραμονές του μεγάλου Πολέμου το 1937, αρνούμενοι να συμμετάσχουν στις στρατιωτικές προπαρασκευές, μια πράξη που σε μια τέτοια συγκυρία ήταν πράγματι πολύ ακραία. Είχαν έτσι κι αλλιώς προηγηθεί πολλές διώξεις για τους Ειρηνιστές μέλη της Κομμούνας που ασκούσε και τη χορτοφαγία, αν και η μοίρα των περισσότερων από αυτές τις κοινότητες, θα ήταν έτσι κι αλλιώς η αυτοδιάλυση, λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων των μελών του. Ο δρόμος για την Ουτοπία, δηλαδή για την ωρίμανση των ανθρώπων, είναι ακόμη πολύ μακρύς. Άλλωστε  ενάμιση αιώνα πριν, το όνειρο του Άγγλου Ουνιταριανιστή Χριστιανού και ριζοσπάστη ρομαντικού ποιητή Κόλεριτζ και του συμπατριώτη, φίλου, ομοϊδεάτη και ομότεχνού του Σάουδι για την ουτοπική κοινότητα «Παντισοκρατία», βούλιαξε πριν να ξεκινήσει στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, στις όχθες του ποταμού Σουσκουεχάνα.
—–Ο Αρχιεπίσκοπος άγιος Ιλαρίων Τρόϊτσκι, για να απαξιώσει το χριστιανισμό του Τολστόι είχε καταφύγει σε ένα αυταπόδεικτο ψέμα, «Δεν υπάρχουν σήμερα τολστοϊστές» και σε ένα παράγωγο σαθρό επιχείρημα. Αφού εξέλιπαν, είχαν λάθος. Η Εκκλησία που ξεχνά «το μικρό ποίμνιο», επικαλείται τη διάρκεια της ή τους αριθμούς των «πιστών» της, λησμονώντας πως δεκάδες θρησκείες επιβιώνουν, κάποιες χρονικά περισσότερο από αυτήν, παρά τους διωγμούς και δεν αντιλαμβάνεται ότι ο συνεκτικός κρίκος της Ορθοδοξίας είναι η εξουσιαστική της δομή, ο φόβος που εμπνέει, τα ψέματα που διακινεί, τα θαύματα που στήνει, οι ελπίδες που εμπορεύεται, η μαγική της φύση, ο επαγγελματισμός των στελεχών της, οι εύκολες αντιεπιστημονικές απαντήσεις, η ανοησία και η διαφθορά των ανθρώπων και το χρυσάφι της. Αν ήμουν Θεολόγος, θα έλεγα ότι τη συγκρατεί το αφεντικό της ο Διάβολος, για να δηλητηριάζει με μίσος, υποκρισία και φανατισμό τα μυαλά των ανθρώπων και να συσκοτίζει το νου τους, ταγμένη στην υπηρεσία άνομων εξουσιαστών και «φιλάνθρωπων» πλουτοκρατών. Ακόμη και οι τελετουργικές ευλογίες που οι μάγοι-ιερείς της προσφέρουν σήμερα, ατιμώρητα και αφειδώς στα εγκληματικά Τάγματα Εφόδου της εωσφορικής Χρυσής Αυγής, το αποδεικνύουν. Τολστοϊανοί θα υπάρχουν πάντα, όσο «την ώρα που υπάρχουν παιδιά που αργοπεθαίνουν από υποσιτισμό, χτίζονται τέτοια ανόητα και άχρηστα σπίτια, για κάποιον ανόητο και άχρηστο άνθρωπο…», όπως παρατηρεί στην «Ανάσταση» ο Τολστόι και να κάτι που περιγράφει τα μητροπολιτικά μέγαρα και τις ιερές βίλλες με τις πισίνες, που πρόσφατα εντόπισε (και διατάχτηκε να ξεχάσει;) το ΣΔΟΕ, μέσα στη σιωπή κλήρου, «αριστερών ανατροπέων» και «πιστών».
—–Το κίνημα των τολστοϊανών, που δεν ακολούθησε τη βραχύβια και άγονη φιλοκομμουνιστική ορθόδοξη «Ζώσα Εκκλησία» (1922-1946) του φιλελεύθερου λόγιου μητροπολίτη Αντωνίνου Γκρανόφσκυ (ενός “βελτιωμένου” αντίγραφου της παραδοσιακής Εκκλησίας, στα πλαίσια της νέας κοσμικής εξουσίας, το οποίο κατέρρευσε άδοξα), στηριζόταν στην επί του Όρους ομιλία. Βρήκε απήχηση και εξαπλώθηκε στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο εμπνέοντας μικρές ομάδες. Ο Τολστόι δεν ήταν μάντης ή «θεραπευτής» της Ορθοδοξίας, ούτε γκουρού, ούτε εξουσιαστής. Είχε συναίσθηση των αδυναμιών του, δεν ήταν φιλόδοξος, αρνιόταν κάθε καθοδηγητικό ρόλο και καλούσε τους φίλους του να οδηγηθούν μόνο από το Ευαγγέλιο και από τα συνείδησή τους.  Ιδιαίτερη σημασία έδινε στην απαγόρευση του όρκου, ερχόμενος σε αντίθεση με την Ανατολική Εκκλησία, που καλεί τους πιστούς της ανοιχτά να   περιφρονήσουν και αυτή την εντολή του Χριστού. Στην Ελλάδα ιδιαίτερα μέχρι και σήμερα η βλασφημία αυτή, επιστροφή κατά τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο στη «μαγική νοοτροπία», θεωρείται δημόσια αρετή και παίρνει τη μορφή τελετής στο Κοινοβούλιο στην οποία συμμετέχουν μαζί με τους Νεοναζί και ευάριθμοι βουλευτές όλων των πτερύγων της κοινοβουλευτικής Αριστεράς, ενώ οι υπόλοιποι παρακολουθούν αμήχανοι και τάχα αμέτοχοι, μη τολμώντας πια να δώσουν, όπως έκαναν παλιότερα, υπόδειγμα αρετής στο λαό, αποβλέποντας στη νέα “αγανακτισμένη” πελατεία τους, της οποίας γίνονται καθοδηγούμενοι αντί αναμορφωτές. Οι Τολστοϊστές έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην υγιεινή και λιτή διαβίωση, στη δημιουργική εργασία («Χωρίς δημιουργία δεν υπάρχει αληθινή ευχαρίστηση» έλεγε ο συγγραφέας), στην άρνηση της βίας, στην απόρριψη της οργής, στην αποφυγή της στράτευσης, θυμίζοντας σε πολλά τους «Χριστιανούς Μάρτυρες του Ιεχωβά».  Ο Τολστόι άσκησε μεγάλη επιρροή σε ρεύματα Ρώσων αναρχικών, και οπαδών της μη βίας (υπήρχαν ήδη υπό διωγμό, οι Δουχοβόρζιοι και Μολοκανοί αντιρρησίες συνείδησης, που είχαν αποσχιστεί από την κρατική Εκκλησία από πολύ παλιότερα, τους οποίους ο Τολστόι υπερασπίστηκε) επιρροή που έφτασε μέχρι το Μαχάτμα Γκάντι με τον οποίο ο Τολστόι είχε αλληλογραφία. Το 1910 στήθηκε μια τολστοϊανή φάρμα κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ. Χριστιανοσοσιαλιστές είχαν ιδρύσει μια παρόμοια κοινότητα σε μια τεράστια έκταση στη Γεωργία των ΗΠΑ και το 1963 έξω από το Davenport, της Ουάσιγκτον. Στην Ευρώπη εκτός από διάφορες κοινότητες με συμμετοχή και Κουάκερων στην Αγγλία, στήθηκαν κοινότητες και στην Ολλανδία.
tolstoy2 —–Τα γηρατειά έφεραν για τον συγγραφέα τη σωματική και την πνευματική κόπωση που αποτελούσαν μεγάλη δοκιμασία για ένα φίλεργο σώμα που μέσα του κατοικούσε ένα ανήσυχο πνεύμα. Η βραχύχρονη δραπέτευσή του με τη συνοδεία του γιατρού του (εικ. Σχέδιο του Δημήτρη Divin) από το σπίτι του στο πατρογονικό κτήμα Γιάσναγια Πολιάνα («Καθαρό Ξέφωτο») και από τη γυναίκα του, με την οποία είχε βασικές διαφορές αντιλήψεων, ήταν μια τελευταία εκδήλωση του πάθους του για αυτονομία και ελευθερία και ταυτόχρονα της εκφρασμένης επιθυμίας του να πεθάνει μόνος, όπως πολλοί φτωχοί γέροι, που σχεδόν αυτοκτονούσαν αυτοαπομονωμένοι ή πεταμένοι στην άκρη, για να μη γίνουν βάρος στα ταλαίπωρα παιδιά τους. Έφυγαν με δυο τραίνα διαδοχικά στη τρίτη και δεύτερη θέση, τα τσιγάρα των επιβατών τον κατέβαλαν, επισκέφθηκε την αγαπημένη του (καλόγρια) αδελφή στο μοναστήρι της (μια αξιόλογη γυναίκα δυο φορές παντρεμένη με τέσσερα παιδιά), εκεί τη βρήκε με μια κόρη της, και κατέληξε μισοπεθαμένος στο σιδηροδρομικό σταθμό του Αστάποβο, στο κρεβάτι του, συμπτωματικά θαυμαστή του, φιλόξενου Ευαγγελικού σταθμάρχη. Το τελευταίο του ταξίδι και ο θάνατός του (1910) είχαν μια αθέλητη για τον Τολστόι θεατρικότητα, αφού παρακολουθήθηκαν την ώρα που συνέβησαν και προκάλεσαν παγκόσμια συγκίνηση, η τσαρική κυβέρνηση φοβήθηκε ταραχές, προσπάθησε η κηδεία του να γίνει χωρίς κόσμο, απέτυχε, χιλιάδες έτρεξαν. Η ιστορία επαναλήφθηκε έντεκα χρόνια μετά με την κομμουνιστική κυβέρνηση και την  κηδεία του Κροπότκιν. Η πρωτοποριακή κάμερα που απαθανάτισε την κηδεία του Τολστόι (βλ.το βίντεο), δεν εμφανίζει αστυνομικούς, ανάμεσα στο πλήθος, αν και είχε προηγηθεί η εξέγερση του 1905 την οποία ο τσάρος άγιος Νικόλαος είχε πνίξει σα βυζαντινός μονάρχης στο αίμα χιλιάδων αθώων, ακόμη και γυναικόπαιδων. Το τσαρικό καθεστώς σεβάστηκε αναγκαστικά το νεκρό όπως αργότερα οι Μπολσεβίκοι υποχρεώθηκαν να ανεχτούν τη κηδεία του Κροπότκιν. Σύμφωνα με τις επιθυμίες του, ο Τολστόι, κηδεύτηκε πολιτικά και θάφτηκε στο δάσος κοντά στο σπίτι του. Ευτυχώς για το συγγραφέα, η Εκκλησία του αυταρχικού προέδρου Πούτιν, ο οποίος προστατεύει τον Εφραίμ Βατοπεδινό και φυλακίζει τρεις νέες καλλιτέχνιδες (Pussy Riots) που τόλμησαν να την αμφισβητήσουν, αρνείται επίμονα να τον δεχθεί μετά θάνατον στους κόλπους της, όπως δυστυχώς ζητούν οι απόγονοί του. Είναι βέβαιο ότι ο αθάνατος συγγραφέας θα το θεωρούσε αυτό μεγάλη προσβολή της αξιοπρέπειάς του. Αν τα πνευματικά μειράκια του επισκοπάτου είχαν ένα δράμι γνώσης, ηθικής και λογικής, θα παρακαλούσαν να είχαν ως μέλη της φάμπρικάς τους, πιστούς όπως ο Τολστόι, που αποδεικνύουν την πίστη τους στο Θεό με τα έργα τους και όχι με τη δήλωση των γονιών τους στο Ληξίαρχο, τη στιγμή μάλιστα που τα έργα των ίδιων των αξιωματούχων της Εκκλησίας αποδεικνύουν τη νοσηρού είδους αθεΐα τους (γιατί υπάρχει η αθεΐα και ο αγνωστικισμός των ηθικών ανθρώπων και η αθεΐα των παλιανθρώπων), ενώ η πίστη του μεγαλύτερου τμήματος του «ποιμνίου» τους στο Θεό  εκδηλώνεται κατά κανόνα ως δεισιδαιμονία.  Η πίστη είναι ιδιωτική υπόθεση μεταξύ ανθρώπου και Θεού, δεν ελέγχεται, αυτά που ελέγχονται είναι τα έργα του ανθρώπου. Η πεποίθηση πως ο Χριστός-θεός διώχνει από την Εκκλησία του όσους αμφισβητούν τα θεϊκά του γαλόνια και δέχεται τα κάθε είδους σκουπίδια που απλά δηλώνουν ότι τον θεωρούν Θεό, είναι προσβλητική για τον ίδιο και σκοπιμοθηρική για το ιερατείο που αποβλέπει στο φόβο και όχι στο ήθος των οπαδών του. Η Ανάσταση του Χριστού, μπορεί ασφαλώς να είναι το ελπιδοφόρο κέντρο της χριστιανικής διδασκαλίας, η θεϊκή του φύση, όχι. Να ενεργούν οι άνθρωποι κατά την ευαγγελική διδασκαλία για να έλθει η Βασιλεία του Θεού στον κόσμο, είναι το συμπέρασμα και η πρόταση του Νεχλιούντοφ  στη φωτεινή και εμβληματική τολστοϊκή «Ανάσταση».
*

Δεν υπάρχουν σχόλια: