Κωνσταντίνος Μανιαδάκης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Κωνσταντίνος Σ. Μανιαδάκης (25 Ιουλίου 1893 - 28 Φεβρουαρίου 1972) ήταν Έλληνας απότακτος αξιωματικός του Στρατού Ξηράς (Αντισυνταγματάρχης του Μηχανικού), με κορυφαίο ρόλο στο δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά. Δημιούργησε το Υφυπουργείο Δημοσίας Ασφαλείας, που εξελίχθηκε στα μεταπολεμικά χρόνια στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, ενώ οι βάναυσες μέθοδοί του άφησαν εποχή.[1]
Πίνακας περιεχομένων |
Πρώτα χρόνια
Ο Κ. Μανιαδάκης γεννήθηκε στο Σοφικό Κορινθίας
στις 25 Ιουλίου 1893, όπου και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Γονείς του ήταν ο Σπυρίδων και η Μαρία Μανιαδάκη και είχε δύο αδέλφια:
τον Μιχάλη, αξιωματικό της Αεροπορίας, που πέθανε το Νοέμβριο του 1964,
και την Παναγιώτα. Ο Μανιαδάκης αποφοίτησε την 1η Οκτωβρίου του 1916]
από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων ως ανθυπολοχαγός του Μηχανικού. Συμμετείχε σ' όλες τις μετέπειτα στρατιωτικές επιχειρήσεις και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Στη συνέχεια, αντιδρώντας στους επαναστάτες του 1922, συμμετείχε στο αποτυχημένο πραξικόπημα των Λεοναρδόπουλου - Γαργαλίδη, με αποτέλεσμα την αποστρατεία του επανερχόμενος στο στράτευμα κατόπιν αμνηστίας. Τελικά παραιτήθηκε το 1929 με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη, και ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις.
Δικτατορία Μεταξά
Ο Κ. Μανιαδάκης στη διάρκεια της στρατιωτικής του καριέρας είχε
επιδείξει ένα ιδιαίτερο ταλέντο στη διείσδυση και τη συλλογή πληροφοριών
που ήταν ευρύτατα γνωστό στους στρατιωτικούς κύκλους. Όταν ο Ιωάννης
Μεταξάς στις 4 Αυγούστου του 1936 με επίφαση τη νομοθετική εξουσιοδότηση
κήρυξε δικτατορία, περιέλαβε τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη στη λεγόμενη τότε "εθνική κυβέρνησή" του (Κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά), διορίζοντάς τον υφυπουργό Δημοσίας Ασφαλείας,
θέση από την οποία και αναδείχθηκε τελικά το δεύτερο -μετά τον Μεταξά-
πιο σημαντικό πρόσωπο του καθεστώτος και της κυβέρνησης της 4ης
Αυγούστου.
Ως υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας ανέλαβε τότε την οργάνωση του
κρίσιμου αυτού τομέα διοίκησης με εκπληκτική ταχύτητα και πάθος. Αρχικά,
επέδειξε εχθρότητα προς όλους γενικά τους τότε πολιτικούς αρχηγούς. Με
την πάροδο του χρόνου το δίκτυο των πληροφοριοδοτών του Μανιαδάκη
κάλυπτε όλη την Ελλάδα
και όλους τους χώρους δραστηριοτήτων. Έτσι κάθε πρόσωπο για το οποίο
υπήρχε υπόνοια ότι δεν ήταν πιστό στο καθεστώς, εκτοπιζόταν σε νησί του Αιγαίου. Παρά ταύτα, δεν πρόλαβε το κίνημα του 1938 που εκδηλώθηκε στην Κρήτη, το οποίο τελικά απέτυχε με πολύ μεγάλο κίνδυνο εμφυλίου. Πρόλαβε όμως τη συνωμοσία των γερμανοφίλων που ξεκίνησε το Καλοκαίρι του 1940 και πατάχθηκε λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, πριν αυτό εκδηλωθεί. Στις σημαντικότερες επίσης επιτυχίες του την περίοδο εκείνη περιλαμβάνονταν η σύλληψη του Αλέξανδρου Γιάνναρου, εκδότη εφημερίδων, που είχε δημιουργήσει την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, τη μεγαλύτερη φασιστική οργάνωση του μεσοπολέμου στην Ελλάδα, η απέλαση διπλωματικών υπαλλήλων ξένων πρεσβειών, καθώς και η απελευθέρωση του πολιτικού Λάμπρου Ευταξία από μια ατυχή ομηρία του.
Επίσης ο Κ. Μανιαδάκης έμεινε ιδιαίτερα γνωστός και παροιμιώδης στις
επερχόμενες δεκαετίες για τις βάναυσες μεθόδους που εφάρμοσε τότε
εναντίον των μελών και των οπαδών του ΚΚΕ. Η πιο γνωστή τακτική που εφάρμοσε η αστυνομία επί Μανιαδάκη ήταν το βασανιστήριο του ρετσινόλαδου,
που χρησιμοποιούταν κυρίως στις ανακρίσεις, με αποτέλεσμα το όνομά του
να συνδεθεί τότε με αυτή τη βαρβαρότητα. Εκτός από το ρετσινόλαδο, και
άλλες μέθοδοί του ενάντια στο ΚΚΕ αποτέλεσαν ιστορικά δείγματα
αντιγραφής κυβερνητικών πολιτικών μετά την απελευθέρωση. Για παράδειγμα,
οι ομαδικοί εκτοπισμοί, η χρήση των δηλώσεων μετανοίας, η δημιουργία δεύτερου ΚΚΕ, αλλά και η έκδοση πλαστού Ριζοσπάστη, με σκοπό τον αποπροσανατολισμό και τη διάσπαση των κομμουνιστών, αποτέλεσαν κάποιες από τις τακτικές του καθεστώτος και ήταν εμπνεύσεις του Μανιαδάκη.
Μετά τον θάνατο του Μεταξά (29/1/1941), παρέμεινε ως υφυπουργός στην κυβέρνηση Κορυζή μέχρι τις 20 Απριλίου 1941, οπότε σχηματίσθηκε η διήμερη κυβέρνηση του ναυάρχου Αλ. Σακελλαρίου, όπου, διατηρώντας το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Ασφαλείας, ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών. Τον Μάιο του 1941 η νέα κυβέρνηση Τσουδερού, μαζί με τη βασιλική οικογένεια, έφυγε από την Ελλάδα προς την Αίγυπτο,
για συνέχιση της αντίστασης, και ο Μανιαδάκης την ακολούθησε. Στην
Αίγυπτο λίγους μήνες μετά, με την αιτία δημιουργίας ατμόσφαιρας
δυσφορίας προς εκείνους τους υπουργούς που συμμετείχαν στη δικτατορία
του Μεταξά, αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 2 Μαΐου 1941 και να μεταβεί
στην Αργεντινή, στην οποία παρέμεινε έως τον Αύγουστο του 1949 που επέστρεψε στην Ελλάδα. Ήταν η εποχή του Εμφυλίου, και παρά το «βρώμικο» παρελθόν του, ο αντικομμουνισμός της εποχής του όχι μόνο του επέτρεψε να μείνει ατιμώρητος, αλλά του εξασφάλισε και πολιτικό μέλλον.[1]
Μετά την απελευθέρωση
Με την επιστροφή του δημιούργησε το πολιτικό Κόμμα Πολιτική Ανεξάρτητος Παράταξις και στις εκλογές του 1950 εξελέγη βουλευτής Αργολιδοκορινθίας. Στις εκλογές του 1951 και του 1956 δεν κατάφερε να εισέλθει στη Βουλή. Εκλέχθηκε πάλι βουλευτής Κορινθίας, με την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (ΕΡΕ) του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στις εκλογές του 1958. Εκλέχθηκε και στις λεγόμενες «εκλογές βίας και νοθείας» του 1961, στις οποίες η εκλογή του με την ΕΡΕ ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν νοθείας.[2] Τέλος, εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών το 1964. Απεβίωσε στις 28 Φεβρουαρίου 1972 και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο. Ο κεντρικός δρόμος του χωριού του, του Σοφικού, έχει ονομαστεί προς τιμήν του «Οδός Κωνσταντίνου Μανιαδάκη».
Πηγή
Π. Δρανδάκης, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Συμπλ. τ. Γ΄, σελ. 620.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου