Αναγνώστες

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Μετά τον εθνικολαϊκισμό; ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΗΛΙΑΔΗ ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ, Λαϊκισμός, Αντιλαϊκισμός και Κρίση, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 104/αναδημοσιευση απο τις ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ της αυγης

Μετά τον εθνικολαϊκισμό;

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΗΛΙΑΔΗ
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ, Λαϊκισμός, Αντιλαϊκισμός και Κρίση, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 104
Το βιβλίο των Σεβαστάκη-Σταυρακάκη καταπιάνεται με κεντρικά ερωτήματα στη σημερινή πολιτική συγκυρία, όπως το τι είναι λαϊκισμός, πώς συνδέεται το «λαϊκό» με το «λαϊκιστικό», αλλά και το τι συγκροτεί τον σύγχρονο αντιλαϊκιστικό λόγο στην Ελλάδα, πώς εξηγείται η ριζοσπαστικοποίησή του και πώς τα παραπάνω επηρεάζονται από την κρίση. Με ρητή στόχευση «τον αναστοχασμό της δημοκρατίας», ανοίγει μια συζήτηση από τη σκοπιά της πολιτικής θεωρίας για την εννοιολόγηση και χρήση κατηγοριών που βρίσκονται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, παρεμβαίνοντας με κρίσιμο τρόπο σε μια συζήτηση που έχει μόλις ανοίξει.
Ο Σεβαστάκης, στο κείμενό του με τίτλο «Σύγχρονος ‘αντιλαϊκισμός’: Από την πολιτική παθολογία στο πολιτισμικό κακό», αναφέρεται στην έξαρση και την «επιστροφή» της χρήσης του όρου «λαϊκισμός» στον δημόσιο λόγο τα τελευταία 3 χρόνια, αλλά και στην «ριζοσπαστικοποίηση» του αντιλαϊκιστικού λόγου, αναζητώντας έναν «αριστερό, δημοκρατικό ‘λαϊκισμό’» απέναντι τόσο στον «τιμωρητικό αντιλαϊκισμό», όσο και στον «εθνορατσισμό». Στην ενότητα «Λαϊκισμός, ένας κουραστικός επισκέπτης;» υποστηρίζει ότι η πιο σημαντική διαφορά του «πρόσφατου αντιλαϊκισμού» από παλαιότερες χρήσεις του στην Ελλάδα είναι η καταφυγή σε έναν «ηθικό στιγματισμό» του αντιπάλου. Έτσι, ο λαϊκισμός «υποδεικνύεται αυτονόητα ως το πρωταρχικό αίτιο μιας παρακμής», ενώ «όλες οι επαγγελματικές διεκδικήσεις ή τοπικές διαμαρτυρίες καταχωρίζονται ως ‘λαϊκιστικές’, άρα στο πεδίο της εθνικής (αυτό)καταστροφής».

Η «ριζοσπαστικοποίηση» αυτή του αντιλαϊκισμού φανερώνεται από τη σύμπλευση δύο εννοιών που ήταν διακριτές στο παρελθόν: της Ορθολογικότητας και της Αρετής. Ο αντιλαϊκισμός μετατρέπεται έτσι σε έναν «ολιγαρχικό ελιτισμό» που συσπειρώνει διαφορετικές ομάδες απέναντι στα συμφέροντα του «λαού». Σημαίνουν αυτά ότι «ο λαϊκισμός δεν υπάρχει;». Ο Σεβαστάκης αναφέρεται σε δύο διακριτά ήδη λαϊκισμού στη σημερινή Ελλάδα, τα οποία διαχωρίζουν το λεγόμενο «αντιμνημονιακό μπλοκ»: έναν «αριστερό δημοκρατικό ‘λαϊκισμό’» ο οποίος οριοθετεί την κρίση «κοινωνιοκεντρικά και ταξικά», και έναν «εθνορατσιστικό λαϊκισμό», ταυτισμένο με τη ριζοσπαστική Δεξιά, ο οποίος οριοθετεί την κρίση εθνικά. Ενδιαφέρον έχει ο ισχυρισμός του ότι οι διαρκείς καταγγελίες κατά της αριστεράς και των μη συμβατικών μορφών διαμαρτυρίας ως «λαϊκιστικών» ενθάρρυναν τις δυνάμεις της νεοναζιστικής ακροδεξιάς να διεκδικήσουν τον «λαό» και έτσι να αυξήσουν την δυναμική τους. Γι’ αυτό, καταλήγει, πρέπει να μεταβούμε από μια «κακή ηθικοποίηση της πολιτικής», στην οποία εντάσσονται τόσο ο «τιμωρητικός αντιλαϊκισμός» αλλά και η «ακροδεξιά δημαγωγία», σε ένα «παραγωγικό καταφατικό ήθος». Η Αριστερά, καταλήγει, πρέπει να ανακτήσει την πολιτική δύναμη του λαού, βγάζοντάς τον από την αφάνεια και εντάσσοντάς τον «στον πυρήνα του δημοκρατικού γεγονότος» προτάσσοντας έναν «δημοκρατικό ‘λαϊκισμό’».
Αν ο Σεβαστάκης επικεντρώνεται στην ανάλυση και αποδόμηση του αντιλαϊκιστικού λόγου στην Ελλάδα, ο Σταυρακάκης, στο κείμενο του «Λαός και λαϊκιστικός λόγος στην σκιά της Ευρωπαϊκής κρίσης», βλέπει την παγκόσμια επανεμφάνιση του «λαού». Αναφέρεται στις σύγχρονες θεωρητικές συζητήσεις (με προεξάρχουσες αυτές των Laclau, Canovan και Rancière), όπου ο λαϊκισμός δεν έχει ένα a priori (θετικό ή αρνητικό) πρόσημο ή δημοκρατικό φορτίο, αλλά το αποκτά ανάλογα με την συγκυρία και την έκβαση των πολιτικών ανταγωνισμών. Επίσης, σε παραδείγματα από την πολιτική σκηνή άλλων χωρών, τα οποία δείχνουν την «απρόσμενη επιστροφή του λαού» στην πολιτική, κυρίως μετά το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης το 2008, όπως στις ΗΠΑ (Ομπάμα, κίνημα Occupy Wall Street, Tea Party), την Μ. Βρετανία του Κάμερον, την Ευρώπη (κυρίως στον ακροδεξιό λόγο), και την Λ. Αμερική όπου η επανεμφάνιση αυτή έγινε νωρίτερα. Μάλιστα ο Σταυρακάκης υποστηρίζει ότι ο άξονας λαϊκισμού-αντιλαϊκισμού αναδεικνύεται σε δεσπόζουσα διαιρετική τομή σε όλες αυτές τις διαφορετικές περιπτώσεις, και ότι, αναπόφευκτα, στο επίπεδο του πολιτικού ανταγωνισμού κάθε συνάρθρωση λαϊκών αιτημάτων θα καταγγέλλεται από τους αντιπάλους της ως «λαϊκιστική». Ενώ λοιπόν οι πολιτικές αντιδράσεις εκτός ευρωζώνης οικειοποιούνται το «λαϊκό» σε δημοκρατικές κυρίως κατευθύνσεις, «είναι στην συγκυρία της ευρωζώνης» όπου ως «λαϊκιστής» στιγματίζεται σήμερα καθένας που έστω και κατ’ ελάχιστο απομακρύνεται από την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης. Έτσι, υποστηρίζεται ότι στη διαμάχη «λαϊκισμού-αντιλαϊκισμού» η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά «μια οριακή περίπτωση». Σε μια Ευρώπη που είναι εναντίον του λαϊκισμού, ο συγγραφέας μιλά για υποστασιοποίηση από τους αντιλαϊκιστές των όρων «Ευρώπη» και «λαϊκισμός», και αναρωτιέται: «Μήπως […] θα άξιζε να είμαστε λίγο λιγότερο ευρωπαϊστές για να γίνουμε λίγο περισσότερο Ευρωπαίοι;». Μάλιστα, σε αντίθεση με τον λόγο της κυρίαρχης ελληνικής διανόησης, στοχαστές όπως ο Μπεκ και ο Χάμπερμας, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «λαϊκιστές», μιλούν για τον φόβο των ευρωπαϊκών ελίτ μπροστά στα λαϊκά αιτήματα. Τελικά, πόσο επιθυμητός είναι ο «λαϊκισμός»; Ο Σταυρακάκης προτείνει την –υπό προϋποθέσεις- συνάρθρωση ενός «προοδευτικού λαϊκισμού» που θα ανακόψει την κυρίαρχη «αξίωση μιας ολιγαρχικής (μεταδημοκρατικής, τεχνοκρατικής) διακυβέρνησης», και κλείνει με αυτό που θεωρεί ως το ποιο κρίσιμο ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί σήμερα στην Ελλάδα ένας «υπεύθυνος, δημοκρατικός λαϊκισμός;».
Το βιβλίο λοιπόν έρχεται να θέσει σε νέες βάσεις τη συζήτηση περί λαϊκισμού στην Ελλάδα, προσπαθώντας να «αποποινικοποίησει» την χρήση της έννοιας του «λαού», επανακτώντας την από μια δημοκρατική και προοδευτική σκοπιά, όπως και να καταδείξει την πολιτική στόχευση των επιθέσεων εναντίων της. Διευρύνει επίσης την συζήτηση και στους κόλπους της Αριστεράς, όπου ο «λαϊκισμός» έχει παραδοσιακά συνδεθεί με το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου. Έτσι, ανοίγει μια σειρά ζητημάτων τα οποία σίγουρα θα προκαλέσουν παραγωγικές αντιπαραθέσεις, τόσο θεωρητικές όσο και πολιτικές. Για παράδειγμα, κάτω από ποιες προϋποθέσεις είναι σήμερα ρεαλιστικό να αντιστραφούν οι όροι του πολιτικού λόγου και να αποκτήσουν θετικό περιεχόμενο οι «προοδευτικές» ή «αριστερές» αναφορές στο «λαϊκό»; Και ποιο (μπορεί να) είναι το περιεχόμενο ενός «αριστερού δημοκρατικού λαϊκισμού», ποια τα βασικά του χαρακτηριστικά και ποιοι οι εκφραστές του; Εδώ παρατηρείται και μια έλλειψη, αφού, αν και στα δύο κείμενα υπάρχουν παραδείγματα εγχώριων αντιλαϊκιστών, δεν γίνεται το ίδιο και με τους «δημοκράτες λαϊκιστές». Ένα ακόμη ανοιχτό ζήτημα το οποίο μένει στην κατεύθυνση αυτή είναι η σχέση του εγχώριου (ή και διεθνούς) «λαϊκισμού» με τον εθνικισμό και τον «εθνο-λαϊκισμό», ιδίως όσον αφορά την Αριστερά. Δεν είμαι βέβαιος ότι το «αντιμνημονιακό μπλοκ» στην Ελλάδα διαχωρίζεται μόνο σε «δημοκράτες λαϊκιστές» και «εθνορατσιστές» (Σεβαστάκης), παραβλέποντας άλλες κατηγορίες, όπως αυτοί που θα λέγαμε «εθνολαϊκιστές», τόσο της δεξιάς όσο και της Αριστεράς, ενώ αποτελεί κρίσιμο ερώτημα το πώς στα ελληνικά συμφραζόμενα το «εθνικό» με το «λαϊκό» μπορούν να διαχωριστούν.
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα, τέλος, το οποίο νομίζω πως πρέπει να απασχολήσει μελλοντικές συζητήσεις περί «λαού» και «λαϊκισμού», έχει να κάνει με το πώς μπορεί να διευρυνθεί -πέρα από το να αλλάξει πρόσημο- η έννοια του «λαού», τόσο ως μια δημοκρατική διεύρυνση της συμμετοχής –εκδημοκρατισμός της σε «ποιότητα»-, όσο και προκειμένου να συμπεριλάβει νέες ομάδες του πληθυσμού που δεν ανήκουν παραδοσιακά στον «ελληνικό λαό», όπως (και κυρίως) οι μετανάστες – εκδημοκρατισμός σε «ποσότητα». Εδώ, ένας «δημοκρατικός λαϊκισμός» θα μπορούσε να συναρθρωθεί με μια έννοια «δημοκρατικής ιδιότητας του πολίτη», η οποία θα ξεφύγει από την παραδοσιακή «τυπική» ιδιότητα και θα εκτείνεται στο ισότιμο αλλά και ενεργό μέλος ενός λαού που τόσο ατομικά όσο και συλλογικά θα προσπαθεί να ανατρέψει τις σχέσεις εξουσίας μέσω πρακτικών ελευθερίας.
Το βιβλίο αποτελεί έναν σημαντικό σταθμό στη δημόσια συζήτηση που εγκαινιάστηκε πριν έναν περίπου χρόνο, σε συνέδριο που διοργάνωσε το τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ (σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρία Πολιτικής Επιστήμης). [Λεπτομέρειες και εκτενής τεκμηρίωση στο http://www.anti-pop.gr/]. Αναμένουμε με ενδιαφέρον την συνέχεια τόσο του θεωρητικού διαλόγου όσο και της πολιτικής αντιπαράθεσης στο ζήτημα.
Ο Χρήστος Ηλιάδης είναι διδάκτορας Ιδεολογίας και Ανάλυσης Λόγου από το Παν/μιο του Έσσεξ
christosiliadis@yahoo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: