Αναγνώστες

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Ετιέν Μπαλιμπάρ: Κρίση της Ευρώπης, τέλος της Ευρώπης; Έξι θέσεις / αν αδ απο ΑΥΓΗ Ημερομηνία δημοσίευσης: 13/06/2010

 
Ημερομηνία δημοσίευσης: 13/06/2010
Του Ετιέν Μπαλιμπάρ
[Εισαγωγικά ερωτήματα]
I. Αυτή είναι μόνο η αρχή της κρίσης
Μέσα σε ένα μόνο μήνα, είδαμε τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Γ. Παπανδρέου να δηλώνει την αδυναμία του δημόσιου ταμείου να αντιμετωπίσει τα δάνεια και τα τοκοχρεολύσια της χώρας του· την επιβολή ενός σχεδίου άγριας δημοσιονομικής λιτότητας, ως τίμημα για ένα ευρωπαϊκό δάνειο διάσωσης· τις «υποβαθμίσεις» της πιστοληπτικής ικανότητας της Πορτογαλίας και της Ισπανίας· να απειλείται η αξία, αλλά και η ίδια η ύπαρξη του ευρώ· τη δημιουργία (υπό την έντονη πίεση των ΗΠΑ) ενός ευρωπαϊκού ταμείου στήριξης αξίας 750 δισ. ευρώ· την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ενάντια στους κανονισμούς της) να εξαγοράσει τα χρέη των κυβερνήσεων· και, τέλος, την ανακοίνωση μέτρων λιτότητας σε αρκετά κράτη-μέλη της Ευρώπης.
Είναι ξεκάθαρο πως πρόκειται μόνο για την αρχή, καθώς αυτά τα τελευταία επεισόδια της κρίσης, που ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια με την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ, θα έχουν συνέχεια. Δείχνουν ότι ο κίνδυνος μιας οικονομικής κατάρρευσης είναι υπαρκτός περισσότερο από ποτέ και εντείνεται, καθώς προκαλείται από την τεράστια ποσότητα τοξικών ομολόγων, τα οποία συσσωρεύονταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών μέσω του συνδυασμού μη εγγυημένων δανείων και της μετατροπής των Credit Default Swaps σε επενδυτικά προϊόντα από τις τράπεζες. Ο «Black Peter», το συνολικό ποσό των μη καλύψιμων χρεών, καλπάζει με ρυθμούς που τα κράτη δεν μπορούν να παρακολουθήσουν. Η κερδοσκοπία, τώρα πια, θέτει στο στόχαστρό της τις ισοτιμίες και τα δημόσια χρέη. Αλλά το ευρώ είναι ο αδύναμος κρίκος, και μαζί του η ίδια η Ευρώπη. Δεν θα έπρεπε να έχουμε καμιά αμφιβολία για την καταστροφή που επέρχεται.

II. Οι Έλληνες διαμαρτύρονται: Καλά κάνουν!
Μια πρώτη άμεση συνέπεια της «θεραπείας» που εφαρμόστηκε στην ελληνική κρίση ήταν η οργή του ελληνικού πληθυσμού. Υπάρχει μια μεγάλη δημόσια συζήτηση επ’ αυτού: Έχουν άδικο οι Έλληνες που αρνούνται τις «ευθύνες» τους; Έχουν δίκιο που καταγγέλλουν τη «συλλογική τιμωρία»; Αφήνοντας κατά μέρος τα εγκληματικά επεισόδια που τις στιγμάτισαν, θεωρώ πως οι διαμαρτυρίες των Ελλήνων ήταν εντελώς δικαιολογημένες, για τρεις τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, γίναμε μάρτυρες ενός ολοκληρωτικού στιγματισμού του ελληνικού λαού: η διαφθορά και τα ψεύδη των πολιτικών (οι ωφελούμενοι από τα οποία, όπως και παντού, είναι κυρίως οι πλουσιότεροι οι οποίοι επιδίδονται σε μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγή), αποδόθηκαν συλλήβδην στον λαό. Δεύτερον, για ακόμα μία φορά (κι αυτή τη φορά μάλλον πολύ παραπάνω), η κυβέρνηση αθέτησε τις προεκλογικές της υποσχέσεις, χωρίς να παρεμβληθεί κανενός είδους δημοκρατική συζήτηση. Τέλος, η Ευρώπη δεν επέδειξε ουσιαστική αλληλεγγύη απέναντι σε ένα κράτος-μέλος της, αλλά του επέβαλε τους λεόντειους κανόνες του ΔΝΤ, οι οποίοι προστατεύουν όχι τα κράτη, αλλά τις τράπεζες και προαναγγέλλουν μια βαθιά ύφεση χωρίς ορατό τέλος. Οι περισσότεροι σοβαροί οικονομολόγοι συμφωνούν ότι αυτό θα οδηγήσει, με ακόμα πιο αναπόφευκτο τρόπο, στην «πτώχευση» της ελληνικής οικονομίας και θα εξαπλώσει την κρίση, αυξάνοντας τα ήδη υψηλά ποσοστά ανεργίας, ειδικά αν οι ίδιοι κανόνες επιβληθούν και σε άλλες χώρες των οποίων η «αξιολόγηση» στη χρηματοπιστωτική αγορά θα μπορούσε να υποβαθμιστεί ανά πάσα στιγμή: αυτό ακριβώς δηλαδή που αποζητά η «ορθόδοξη» πλευρά.

III. Η πολιτική που κρύβει το όνομά της
Οι Έλληνες υπήρξαν τα πρώτα θύματα --αλλά με δυσκολία θα είναι και τα τελευταία-- μιας πολιτικής «διάσωσης του κοινού νομίσματος», οι στρατηγικοί διακανονισμοί της οποίας (επιβεβλημένοι κυρίως από τη Γερμανία) είναι, πρωτίστως, η γενίκευση της δημοσιονομικής «ακαμψίας» (ομολογουμένως, η Συνταγματική Συνθήκη συμπεριελάμβανε ένα όριο μέγιστου δημοσιονομικού ελλείμματος, το οποίο ποτέ δεν εφαρμόστηκε…), και, δευτερευόντως, η --κάπως ηπιότερη-- «ρύθμιση» της κερδοσκοπίας και της ελεύθερης κίνησης των hedge funds και των παικτών του χρηματιστηρίου, που είχε ήδη ανακοινωθεί μετά την κρίση των subprimes και την πραγματική ή εικονική κατάρρευση των αμερικανικών τραπεζών το 2008. Σε αυτό το πλαίσιο, οι νεοκεϋνσιανοί οικονομολόγοι προσθέτουν ένα ακόμα ζήτημα: την προώθηση μιας ευρωπαϊκής «οικονομικής διακυβέρνησης» (ειδικά μέσω της ενοποίησης των φορολογικών πολιτικών), πιθανότατα ενσωματώνοντας και αυξάνοντας τις βιομηχανικές επενδύσεις. Χωρίς τέτοια μέτρα, υποστηρίζουν, ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα θα αποδειχτεί μη βιώσιμο.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι απλώς τεχνικό ζήτημα: πρόκειται για καθαρά πολιτικά μέτρα, καθώς αποτελούν εναλλακτικές για τις οποίες όλοι οι πολίτες θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους, αφού όλοι τους θα επηρεαστούν από τα αποτελέσματά τους. Ωστόσο, στο βαθμό που υφίσταται αυτή τη στιγμή, η συζήτηση είναι βαθιά προκατειλημμένη, επειδή ουσιαστικές πτυχές του ζητήματος αποκρύπτονται ή απωθούνται:
* Κάθε πολιτική υπεράσπισης ή υποτίμησης ενός νομίσματος στο πλαίσιο μιας κρίσης οδηγεί σε μια ριζική εναλλακτική: είτε υποτάσσει τις οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις στην εξουσία των χρηματοπιστωτικών αγορών (συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων «αξιολόγησης», που λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες, και των  υποκριτικών απόλυτων «κρίσεων», είτε ενισχύει, όσον αφορά τις αρμοδιότητες του κράτους (και γενικότερα των δημόσιων θεσμών), τον περιορισμό των ανισορροπιών της αγοράς και την παραχώρηση προτεραιότητας στις μακροχρόνιες οικονομικές επενδύσεις έναντι των μεσοπρόθεσμων κερδοσκοπικών κινήσεων. Δεν μπορεί να συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα!
* Στη σημερινή του μορφή, υπό την επιρροή των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει πετύχει κάποιο βαθμό θεσμικής εναρμόνισης και έχει γενικεύσει κάποια θεμελιώδη δικαιώματα, κάτι το οποίο δεν πρέπει να αγνοούμε· ωστόσο, σε αντίθεση με τους διακηρυγμένους του στόχους, δεν έχει δημιουργήσει μια συγκλίνουσα εξέλιξη των εθνικών οικονομιών, απέχοντας πόρρω από μια ζώνη κοινής ευημερίας. Ορισμένες χώρες είναι κυρίαρχες, ενώ άλλες είναι κυριαρχούμενες, όσον αφορά το μερίδιό τους στην αγορά, τη συγκέντρωση κεφαλαίου, και τη βιομηχανική εξάρτηση/υποτέλεια. Οι λαοί μπορεί να μην έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα, όμως τα έθνη φαίνεται, όλο και περισσότερο, να έχουν.
* Κάθε «κεϋνσιανή» στρατηγική για τη δημιουργία δημόσιας «εμπιστοσύνης» στην οικονομία βασίζεται σε τρεις αλληλοεξαρτώμενους πυλώνες: μια σταθερή ισοτιμία, ένα ορθολογικό φορολογικό σύστημα, καθώς και μια κοινωνική πολιτική, με στόχο την πλήρη απασχόληση και την ενίσχυση της λαϊκής κατανάλωσης για τη συντήρηση της ζήτησης. Αυτή η τρίτη πτυχή αγνοείται συστηματικά στα περισσότερα επίκαιρα σχόλια, ακόμη και από τους ίδιους τους μεταρρυθμιστές, προφανώς όχι τυχαία.

IV. Προς τα πού τείνει η παγκοσμιοποίηση;
Όλη αυτή η συζήτηση αναφορικά με το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα (στο οποίο, ας μην ξεχνάμε, μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, συμπεριλαμβανομένης της Μεγάλης Βρετανίας, της Σουηδίας και της Πολωνίας) και το μέλλον της Ευρώπης θα παραμείνει εντελώς αφηρημένη, εκτός αν συναρθρωθεί με τις πραγματικές ροπές της παγκοσμιοποίησης -- και ειδικά εκείνες που η οικονομική κρίση θα επιταχύνει εκπληκτικά, εκτός αν υπάρξει πολιτική απάντηση από τους λαούς και τις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις. Πώς θα μπορούσαμε να τις συνοψίσουμε; Πρώτον, γινόμαστε μάρτυρες μιας μετάβασης από έναν τύπο διεθνούς ανταγωνισμού σε έναν άλλο: δεν έχουμε να κάνουμε πλέον με έναν ανταγωνισμό (κυρίως) παραγωγικών κεφαλαίων, έναν καπιταλισμό της παραγωγής, αλλά με έναν ανταγωνισμό ανάμεσα σε εθνικές επικράτειες, οι οποίες χρησιμοποιούν φορολογικά προνόμια και τη μείωση του κόστους της εργασίας, για να προσελκύσουν περισσότερα κεφάλαια από τους γείτονές τους. Σήμερα, είναι ξεκάθαρο πως είτε η Ευρώπη θα λειτουργήσει ως μηχανισμός αλληλεγγύης και συλλογικής στήριξης ανάμεσα στα μέλη της για να τα προστατέψει από «συστημικά ρίσκα» είτε (πιεσμένη από κράτη που είναι προς στιγμήν πιο ισχυρά, και την κοινή τους γνώμη) απλώς θα θέσει ένα νομικό πλαίσιο για να εντείνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα μέλη της και ανάμεσα στους πολίτες τους -- και αυτό θα καθορίσει το μέλλον της Ευρώπης, πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά. Όμως υπάρχει και μια δεύτερη τάση: ένας μετασχηματισμός του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, ο οποίος αποσταθεροποιεί ριζικά την κατανομή της εργασίας στον κόσμο. Έχουμε να κάνουμε με μια νέα παγκόσμια δομή, όπου Βορράς και Νότος, Ανατολή και Δύση αλληλοανταλλάσσουν τώρα θέσεις. Για την Ευρώπη, ή έστω το μεγαλύτερο κομμάτι της, αυτό συνεπάγεται αυτομάτως μια βάναυση ένταση των ανισοτήτων: κατάρρευση των μεσαίων τάξεων, συρρίκνωση των εξειδικευμένων επαγγελμάτων, μετατόπιση των «μη προστατευόμενων» παραγωγικών δραστηριοτήτων, υποχώρηση του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών δικαιωμάτων, καταστροφή της πολιτιστικής βιομηχανίας και γενικότερα των δημόσιων υπηρεσιών. Γι’ αυτό και οι αντιστάσεις ενάντια στην υπερεθνική πολιτική ολοκλήρωση με τη λογική της προστασίας της εθνικής κυριαρχίας των κρατών θα έχουν, εν τέλει,  ως αποτέλεσμα τη φθορά της άμυνας κάθε κράτους. Θα επισπεύσουν επίσης μια επιστροφή στις εθνικές διαμάχες, τις οποίες το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ήθελε να ξεπεράσει διά παντός. Ωστόσο, είναι επίσης ξεκάθαρο ότι ακόμα μεγαλύτερη πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης δεν μπορεί να προέλθει «από τα πάνω», με μια γραφειοκρατική απόφαση. Απαιτεί δημοκρατική συμμετοχή και προάγεται σε κάθε χώρα και σε όλη την ήπειρο συνολικά.

V. Λαϊκισμός: κίνδυνος ή διέξοδος;
Δεν μπορούμε επομένως παρά να θέσουμε την ερώτηση: Όλα όσα ζούμε είναι η αρχή του τέλους για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα οικοδόμημα που ξεκίνησε πριν από πενήντα χρόνια στη βάση μιας παλιάς ουτοπίας, αλλά τώρα αποδεικνύεται ανίκανη να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι καταφατική: αργά ή γρήγορα, αυτό θα είναι αναπόφευκτο, και πιθανότατα όχι χωρίς βίαιες αναταραχές. Αν δεν βρει τον δυναμισμό να επαναθεμελιωθεί σε ριζικά νέες βάσεις, η Ευρώπη θα καταστεί ένα εγχείρημα νεκρό πολιτικά. Όμως η διάλυση της Ε.Ε. αναπόφευκτα θα εξέθετε τους λαούς της στους κινδύνους της παγκοσμιοποίησης σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. Δεν θα διαφέρουν πολύ από πτώματα που τα παρασύρει το ρεύμα στο ποτάμι… Αντιστρόφως, αν και μια επανίδρυση της Ευρώπης δεν εγγυάται σίγουρη επιτυχία, τουλάχιστον της δίνει τη δυνατότητα να κερδίσει κάποια γεωπολιτική ισχύ, προς το συμφέρον της και προς το συμφέρον άλλων. Με μια προϋπόθεση, βεβαίως: ότι η Ε.Ε. θα αντεπεξέλθει με θάρρος σε όλες τις προκλήσεις που εμπεριέχονται στην ιδέα μιας πρωτότυπης μορφής μεταεθνικής ομοσπονδίας, ενός νέου τύπου φεντεραλισμού. Και οι προκλήσεις αυτές θα είναι, βέβαια, τεράστιες: η δημιουργία μιας κοινής δημόσιας αρχής, που δεν θα αποτελεί ούτε κράτος ούτε απλώς «διακυβέρνηση» πολιτικών και ειδικών· η διασφάλιση γνήσιας ισότητας μεταξύ των εθνών, με την ταυτόχρονη πάλη ενάντια στον αντιδραστικό εθνικισμό, είτε αυτός βρίσκεται με τη μεριά των «ισχυρών» είτε με τη μεριά των «αδυνάτων»· και, πάνω απ’ όλα, η αναζωογόνηση της δημοκρατίας στον ευρωπαϊκό χώρο, ενάντια στην τρέχουσα διαδικασία «απο-δημοκρατικοποίησης» ή «κρατισμού χωρίς κράτος», που παράγει ο νεοφιλελευθερισμός και η αποικιοποίηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων από μια γραφειοκρατική κάστα, που αποτελεί επίσης, σε μεγάλο βαθμό, την πηγή της διαφθοράς στον δημόσιο χώρο.
Υπάρχει κάτι προφανές, που θα έπρεπε να έχει γίνει αντιληπτό εδώ και καιρό: δεν πρόκειται να υπάρξει πορεία προς τον φεντεραλισμό στην Ευρώπη (όπως τον υπερασπίζονται ορισμένοι, και ορθώς) αν η ίδια η δημοκρατία δεν υπερβεί τις υπάρχουσες δομές, ενισχύοντας την επιρροή του λαού στους υπερεθνικούς θεσμούς. Μήπως αυτό σημαίνει πως, για να αντιστρέψουμε την πορεία της τρέχουσας Ιστορίας, για να ταρακουνηθούμε από τον λήθαργο μιας αποσυντιθέμενης πολιτικής κατασκευής, θα χρειαζόμασταν ένα είδος ευρωπαϊκού λαϊκισμού, ένα συγκλίνον κίνημα ή μια ειρηνική εξέγερση των λαϊκών μαζών που θα εκφράζουν τον θυμό τους ως θύματα της κρίσης ενάντια στους δημιουργούς της και τους επωφελημένους, απαιτώντας έναν έλεγχο «από τα κάτω» ενάντια στα μυστικά πάρε-δώσε και τις κρυφές συμφωνίες που κάνουν οι αγορές, οι τράπεζες και τα κράτη; Βέβαια! Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα άλλος τρόπος για να ονομάσουμε την πολιτική δημιουργία του λαού. Συμφωνώ πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε άλλες καταστροφές, και γι’ αυτό χρειαζόμαστε ισχυρούς θεσμικούς κανόνες και, πάνω απ’ όλα, την ανάδυση πολιτικών δυνάμεων στον ευρωπαϊκό στίβο, που θα εισαγάγουν μια κουλτούρα, ένα φαντασιακό, καθώς και ασυμβίβαστα δημοκρατικά ιδανικά σε αυτό τον «μετα-εθνικό» λαϊκισμό. Υπάρχει ένα ρίσκο, μικρότερο ωστόσο από ό,τι εάν επικρατήσει ο εθνικισμός σε οποιαδήποτε μορφή του.

VI. Πού είναι η ευρωπαϊκή Αριστερά;
Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, τέτοιες πολιτικές δυνάμεις συνιστούσαν τον πολιτικό χώρο που παραδοσιακά αποκαλούσαμε «Αριστερά». Όμως η ευρωπαϊκή Αριστερά βρίσκεται κι αυτή σε κατάσταση πολιτικής χρεοκοπίας, σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Στον ευρύτερο πολιτικό χώρο στον οποίο αναφερόμαστε και ο οποίος εκτείνεται πέρα από σύνορα, έχει χάσει κάθε δυνατότητα να εκπροσωπήσει κοινωνικούς αγώνες ή να οργανώσει χειραφετητικά κινήματα. Έχει παραδοθεί στα δόγματα και τη λογική του νεοφιλελευθερισμού. Συνεπώς, έχει αποσυντεθεί ιδεολογικά. Αποστερημένα από κάθε ισχυρή λαϊκή υποστήριξη, τα κόμματα που κατ’ όνομα την ενσαρκώνουν αποτελούν τώρα ανίσχυρους θεατές και σχολιαστές της κρίσης, για την οποία δεν προσφέρουν κάποια συγκεκριμένη συλλογική απάντηση. Έχουν τηρήσει εντελώς παθητική στάση μετά το οικονομικό σοκ του 2008, και παρέμειναν παθητικά όταν οι συνταγές του ΔΝΤ (τις οποίες σε άλλους καιρούς και σε άλλες χώρες καταδίκαζαν με σθένος) επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, ενώ το ίδιο παθητικά αντέδρασαν όταν προτάθηκε η «διάσωση του ευρώ» με έξοδα των μισθωτών εργαζομένων και των απλών καταναλωτών. Και αποδείχτηκαν ανίκανα να προκαλέσουν έναν δημόσιο διάλογο σχετικά με τη δυνατότητα και τα μέσα μιας Ευρώπης της αλληλεγγύης…
Θα μπορούσαμε κάλλιστα να αναρωτηθούμε: Υπό τέτοιες συνθήκες, τι πρόκειται να συμβεί όταν η κρίση περάσει στην επόμενη φάση; Όταν οι εθνικές πολιτικές, όλο και περισσότερο καταπιεστικές, απολέσουν το κοινωνικό τους περιεχόμενο ή τα εναπομείναντα κοινωνικά τους άλλοθι; Είναι σχεδόν βέβαια ότι θα έχουμε κινήματα διαμαρτυρίας, αλλά θα βρεθούν απομονωμένα, πιθανόν να εκτραπούν προς τη βία ή να περάσουν στον ρατσισμό και την ξενοφοβία (που ήδη καλπάζουν). Στο τέλος θα παραγάγουν περισσότερη ανημπόρια, περισσότερη απελπισία. Αυτό είναι τραγικό, εφόσον η καπιταλιστική και η ίδια η εθνικιστική Δεξιά, όντας σε θέση άμυνας, είναι στρατηγικά διχασμένη: ήταν ξεκάθαρο όταν η συγκράτηση των δημοσίων ελλειμμάτων αντιπαρατέθηκε στις επενδυτικές πολιτικές και θα γίνει ακόμα πιο εμφανές όταν θα κινδυνεύει η ίδια η ύπαρξη των κοινών ευρωπαϊκών θεσμών (οι εξελίξεις στη Βρετανία προοιωνίζονται  τι έπεται). Υπήρχε λοιπόν μια μεγάλη ευκαιρία που δεν έπρεπε να χαθεί, μια ευκαιρία για ξεκάθαρες κουβέντες. Το ερώτημα όμως αφορά και τους διανοούμενους: Τι θα έπρεπε και τι θα μπορούσε να αποτελέσει μια δημοκρατικά επεξεργασμένη πολιτική δράση ενάντια στην κρίση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα συνδυάζει και τα δύο πεδία (οικονομική και κοινωνική πολιτική), αντιμετωπίζοντας τη διαφθορά και μειώνοντας τις ανισότητες που τη συντηρούν, αναδιαρθρώνοντας τα χρέη και ορίζοντας κοινούς στόχους, ούτως ώστε να καταστούν νόμιμες οι μεταφορές φορολογικών πόρων ανάμεσα σε αμοιβαία αλληλοεξαρτώμενα κράτη; Η αποστολή των προοδευτικών διανοούμενων, είτε θεωρούν τους εαυτούς τους ρεφορμιστές είτε επαναστάτες, είναι να συζητήσουν αυτό το θέμα και να πάρουν ρίσκα. Εάν αποτύχουν σε αυτό, τότε είναι αδικαιολόγητοι.
Μετάφραση: Γιώργος Κατσαμπέκης
Το κείμενο του Ετιέν Μπαλιμπάρ γράφτηκε στις 21 Μαΐου και κυκλοφόρησε, στα γαλλικά και τα αγγλικά (με τίτλο: Europe: Crise et fin? και Europe: Final Crisis?) στο διαδίκτυο, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Το μετέφρασε από τα αγγλικά ο Γιώργος Κατσαμπέκης και δημοσιεύτηκε αρχικά στο μπλογκ Radical Desire. Δημοσιεύουμε σήμερα τη μετάφραση με την άδεια του μεταφραστή, που τον ευχαριστούμε και από τη θέση αυτή. Έχουν γίνει μικρές αλλαγές από τον Ετιέν Μπαλιμπάρ και επίσης, στη μετάφραση, έχει ληφθεί υπόψη η γαλλική εκδοχή του κειμένου. Τέλος θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά τη Χρυσάνθη Αυλάμη, που μας έφερε σε επαφή με τον Ετιέν Μπαλιμπάρ, καθώς και για την εν συνόλω βοήθειά της.
βλ και

Δεν υπάρχουν σχόλια: