Tου Παντελή Θεοδωρίδη
...................................................................................................
Ο
Μπἐνεντικτ Αντερσον ανήκει σε μια γενιά διανοητών οι οποίοι από τα τέλη της
δεκαετίας του 60 εγκαινιάζουν μια γόνιμη και πολυδιάστατη ανάλυση στη μελέτη
πάνω στο φαινόμενο του εθνικισμού. Ενδεικτικά ως τους κυριότερους εκπροσώπους
αυτής της περιόδου μπορούμε να αναφέρουμε ,εκτός από τον Αντερσον, τους Ερνεστ
Γκἐλνερ,Ερικ Χομπσμπαουμ,Ετιεν Μπαλιμπαρ,Ελι Κεντουρι,Ιμμανουελ Βαλλερσταιν και
Άντονι Γκιντενς. Κοινός τόπος σε όλους αυτούς τους στοχαστές είναι η πεποίθηση
ότι ο εθνικισμός είναι μια νεωτερική πολιτική ιδεολογία που αναδύεται ως
"το αυθόρμητο απόσταγμα μιας σύνθετης συνάντησης διαφορετικών ιστορικών
δυνάμεων" και επιτυγχάνει σε διάστημα τριών περίπου αιώνων να γίνει
το βασικό νομιμοποιητικό θεμέλιο των σύγχρονων οργανωμένων κοινωνιών.
Παρατηρείται δηλαδή μια μετατόπιση της θεώρησης των εθνών, αφού πια δεν
επιχειρείται ο προσδιορισμός τους με
καθαρά αντικειμενικά κριτήρια (έδαφος, γλώσσα, οικονομική ενότητα
κλπ),άλλα κατανοούνται πλέον ως ‘’φαντασιακές
κοινότητες’’ (Αντερσον),ως ‘’πολιτισμικά
δημιουργήματα’’ (Χομπσμπαουμ) και αναζητούνται οι ιστορικές οικονομικές,
πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες ανάδυσης τους. Στην κατεύθυνση αυτή βέβαια
κινούνταν ήδη μέρος της μαρξιστικής παράδοσης. Ήδη στο Μανιφέστο και σε άλλα
κείμενα του ο Μαρξ αντιλαμβάνεται την ιστορικότητα του εθνικιστικού φαινόμενου
και ανατρέχει στις ιστορικές συνθήκες προκειμένου να το κατανοήσει άλλα και να
διατυπώσει μια θεωρία υπέρβασης του. Σε ένα άρθρο του 1845 ο Μαρξ γράφει:
‘’’Η εθνικότητα του εργάτη δεν είναι γαλλική,
ούτε αγγλική, ούτε γερμανική, είναι η εργασία, η ελεύθερη σκλαβιά, το ξεπούλημα
του εαυτού του. Η κυβέρνηση του δεν είναι ούτε γαλλική, ούτε αγγλική, ούτε
γερμανική, είναι το κεφάλαιο πάτριος αέρας του δεν είναι ούτε γαλλικός, ούτε
γερμανικός ούτε αγγλικός, είναι ο αέρας του εργοστάσιου. Η γη που του ανήκει
δεν είναι ούτε γαλλική, ούτε αγγλική ούτε γερμανική, είναι λίγα πόδια κάτω από
το χώμα.’’
Έξαλλου
η αντίληψη του έθνους ως προϊόν μιας κοινής ιστορικής μοίρας χαρακτηρίζει και
τη σκέψη του Οττο Μπάουερ άλλα και τη θεωρία και πρακτική μερίδας του
μαρξιστικού κινήματος, όπως φανερώνει η παρακάτω τοποθέτηση του Τρότσκι σχετικά
με το ζήτημα των μαύρων στην Αμερική: ‘’ένα
αφηρημένο κριτήριο δεν είναι αποφασιστικό σ αυτό το ζήτημα ,αλλά πιο
αποφασιστικά είναι η ιστορική συνείδηση, τα συναισθήματα τους και οι
παρορμήσεις τους’’.Έτσι λοιπόν το έργο του Αντερσον θα πρέπει
να γίνει κατανοητό ως μέρος της ευρύτερης αυτής παράδοσης κριτικής θεώρησης του
έθνους.
Φαντασιακές Κοινότητες
Ήδη
στην αρχή της μελέτης του για τα έθνη ως φαντασιακές κοινότητες ,ο Αντερσον
δηλώνει ως αφετηρία της σκέψης του τη θέση ότι η εθνικότητα η ιδιότητα του να ανήκει
κανείς σε ένα έθνος όπως και ο εθνικισμός είναι πολιτισμικά κατασκευάσματα μιας
συγκεκριμένης μορφής .Γεννώντα αυθόρμητα μέσα από συγκεκριμένες αντικρουόμενες
ιστορικές δυνάμεις και κατόπιν καθίστανται ένα ιδιαίτερα ανθεκτικό μοντέλο
ικανό να μεταφυτευθεί σε ποικίλες μορφές αυτοσυνείδησης
Μπροστά
στις δυσκολίες που γεννά το ίδιο το φαινόμενο του εθνικισμού σε κάθε προσπάθεια
εννοιολογικής του, δυσκολίες που πηγάζουν από την αντιφατικότητα των
φαινομενικών του εκδηλώσεων, για παράδειγμα την υποκειμενική παλαιότητα του
κάθε έθνους στα ματιά των εθνικιστών σε αντίθεση με την αντικειμενική του
τοποθέτηση στην νεωτερικότητα, ο Αντερσον περνά σε μια ρηξικέλευθη πρόταση.
Κατατάσσει τον εθνικισμό, οχι ως μια
ιδεολογία αλλά ως ένα πολιτιστικό σύστημα της ιδίας κατηγορίας με τη συγγένεια ἠ
τη θρησκεία.
Προχώρα
έτσι σε έναν ορισμό του έθνους ως μιας ανθρώπινης κοινότητας που φαντάζεται τον
εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα
κυρίαρχη.:
α)Αποτελεί κοινότητα φαντασιακή γιατί τα μέλη
ενός έθνους δεν πρόκειται να γνωρίσουν ποτέ τα υπόλοιπα μελή της κοινότητας
παρόλο που αισθάνονται ότι όλοι μαζί συμμετέχουν σ αυτήν
β)το έθνος
φαντασιώνεται ως οριοθετημένο , γιατί ακόμα και το μεγαλύτερο από αυτά
περατώνεται όντος ορισμένων ορίων, πέραν των οποίων υπάρχουν άλλα έθνη
(κατά
τον Κεντουρί αυτό συμβαίνει επειδή ως πολιτική ιδεολογία και θεωρία ο
εθνικισμός διαμορφώθηκε υπό την επήρεια της φιλοσοφίας της φύσης, που πρόεκυψε
από τη φιλοσοφία του Καντ του Χέρντερ και του Σιλερ, σύμφωνα με τη όποια στη
φύση υπάρχουν πολλά και διαφορετικά είδη τα όποια ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους
επιφέρουν τη γενική φυσική ισορροπία/
γ)φαντασιώνεται ως κυρίαρχο διότι η έννοια
αναδύεται σε μια εποχή οπού ο Διαφωτισμός και η Επανάσταση κατέστρεψαν τη
νομιμότητα των ελέω θεού δυναστικών βασιλείων και τέλος
δ)φαντασιώνεται ως κοινότητα διότι το έθνος
νοείται πάντα ως οριζόντια συντροφική σχέση.
Ερμηνεύοντας
λοιπόν τον εθνικισμό ως πολιτισμικό σύστημα ,ο Άντερσεν εστιάζει σε δυο προγενέστερα
πολιτισμικά συστήματα τα όποια νοηματοδοτούσαν τον κόσμο μέχρι την έλευση της
νεωτερικότητας και σε αντιδιαστολή με τα όποια αναδύεται η εθνικιστική
φαντασία.
Τα
συστήματα αυτά είναι η θρησκευτική κοινότητα και το δυναστικό καθεστώς.
Οι
μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες όπως η χριστιανοσύνη και η ισλαμική Ουμμα, αντιλαμβάνονταν
τον εαυτό τους ως κέντρο του κόσμου και συγκροτούνταν μέσω των ιερών γλωσσών, όπως
η λατινική και η κλασική αραβική, οι οποίες θεωρούνταν όχι αναπαραστάσεις της πραγματικότητας
άλλα απόρροια της πραγματικότητας και επομένως η μοναδική πρόσβαση στην
οντολογική αλήθεια. Δεν είναι λοιπόν όλες οι γλώσσες ισότιμες και αντίστοιχα
δεν είναι νοητός ένας διαχωρισμός του κόσμου με βάση τις ομιλούσες γλώσσες .Έτσι
ένας Άγγλος έχει τις ίδιες πιθανότητες να γίνει Πάπας όπως κι ένας ιταλός
εφόσον και οι δυο χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα- αλήθεια, τα λατινικά.
Η
παρακμή των θρησκευτικών κοινοτήτων αποδίδεται κατά τον Αντερσον αφενός μεν
στις εξερευνήσεις του μη ευρωπαϊκού κόσμου που έσπασαν στη δυτική θρησκευτική
κοινότητα την αίσθηση ότι αποτελούσε το κέντρο του κόσμου και αφετέρου στη
σταδιακή παρακμή της ιερής γλώσσας και την εκτόπιση της από την καθομιλουμένη
κάθε περιοχής.
Αντίστοιχα,
το δυναστικό καθεστώς αντλεί τη νομιμότητα του από το θειο και όχι από τους
πληθυσμούς που το απαρτίζουν. Οι διαφορές βασιλείες της Ευρώπης οριοθετούν
κράτη, η εξουσία των οποίων ορίζεται από κέντρα και εξασθενεί βαθμιαία στις πιο
απομακρυσμένες περιοχές καθώς διαπλέκεται με αλληλοκαλυπτόμενες άλλες εξουσίες.
Ο Αντερσον εντοπίζει την παρακμή αυτού του
πολιτισμικού συστήματος από τον 17ο αιώνα καθώς η νομιμότητα της ιερής
μοναρχίας αρχίζει να κλονίζεται.
Πλάι
στην παρακμή της θρησκευτικής κοινότητας και του δυναστικού καθεστώτος
καθοριστικό ρολό στην δημιουργία των εθνικών φαντασιακών κοινοτήτων παίζει και
η θεμελιώδης αλλαγή στην αντίληψη του χρόνου, που προκαλείται από την
τεχνολογική εξέλιξη και την άνοδο του έντυπου καπιταλισμού."Η μεσαιωνική χριστιανική σκέψη δεν
αντιλαμβανόταν την ιστορία ως μια ατελείωτη αλυσίδα αιτίας και αποτελέσματος, ἠ
ρήξεων του παρόντος με το μέλλον".(σελ 48) παρά η σύνδεση μεταξύ δυο
γεγονότων γινόταν μέσω του θεϊκού σχεδίου.
"Η αντιμετώπιση του χρόνου" μας λέει
ο Αντερσον "πλησιάζει αυτό που ο
Μπένγιαμιν αποκαλεί μεσσιανικό χρόνο και που είναι η ταυτόχρονη παρουσία του
παρελθόντος και του μέλλοντος σε ένα στιγμιαίο παρόν".
Αντίθετα
η νεωτερική αντίληψη του χρόνου είναι αυτή ενός "ομοιογενούς κενού χρόνου", κατά τον οποίο η συγχρονικότητα
δε γίνεται αντιληπτή ως διαρκής παρουσία παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος
μέσω της θεϊκής προαναγγελίας και εκπλήρωσης, αλλά ως χρονική σύμπτωση. Έτσι
στη νεωτερική αντίληψη δυο γεγονότα συμπίπτουν επειδή συμβαίνουν την ίδια
στιγμή, στο ίδιο δηλαδή σημείο του συνεχούς continuum
στιγμών ,που είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το χρόνο. Η αντίληψη
αυτή είναι καταλυτική για τη διαμόρφωση της φαντασιακής σύλληψης της εθνικής
κοινότητας..Μέσω της εφημερίδας, του
νεωτερικού αυτού υποκατάστατου της πρωινής προσευχής, όπως παρατήρησε ο Χεγκελ,ο
σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να ταυτιστεί φαντασιακά (empathy)
με ανθρώπους’’ που δε θα γνωρίσει ποτέ
άλλα γνωρίζει ότι κινούνται ταυτόχρονα μ αυτόν στον ομοιογενή κενό χρόνο, και
μπορεί να συνδέσει φαντασιακά δυο γεγονότα με βάση την ημερολογιακή τους
σύμπτωση.’’
Έξαλλου
αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ κοσμολογίας και ιστορίας στη νεωτερική σύλληψη της
χρονιότητας και η αντίληψη του χρόνου ως κενού continuum
στιγμών έπεται την "αναζήτηση ενός
νέου τρόπου να συνδεθούν μεταξύ τους με νόημα η αδελφότητα, η εξουσία και ο
χρόνος".(σελ 61)
Έχοντας
εκθέσει την ευρύτερη αλλαγή στην κοσμοαντίληψη που συντελείται κατά την έλευση
της νεωτερικότητας ο Αντερσον επικεντρώνεται τώρα στην ιστορική απαρχή της
εθνικής συνείδησης.
Παραθέτει
έτσι τρεις παράγοντες που κατά τη
διάρκεια του 16ου αιώνα οδηγούν στην εκθρόνιση της Λατινικής προς όφελος των
καθομιλουμένων γλωσσών.
Ο έντυπος
καπιταλισμός
σε συνδυασμό με το κίνημα της Μεταρρύθμισης ωθούν στην κυκλοφορία λαϊκών
εκδόσεων βασισμένων σε καθομιλούμενες γλώσσες, που απευθύνονται πλέον σε
κατηγορίες αναγνωστικού κοινού που δεν γνωρίζει λατινικά.
Παράλληλα
ο διοικητικός συγκεντρωτισμός των
δυναστικών κρατών προωθεί την εξάπλωση συγκεκριμένων καθομιλουμένων γλωσσών
οι οποίες έρχονται να αντικαταστήσουν τη λατινική ως γλώσσες της διοίκησης. Ο
συγγραφέας τονίζει ότι οι γλώσσες αυτές είναι κρατικές και οχι, προς το παρόν,
εθνικές. Είναι δηλαδή γλώσσες που χρησιμοποιούνται από τις γραφειοκρατίες για
τις δίκες τους εσωτερικές ανάγκες και δεν επιβάλλονται στους υποτελείς
πληθυσμούς από τους δυνάστες όπως θα συμβεί αργοτερα,στην περίοδο που αναδύεται
ο -κατά τον Αντερσον-"επίσημος
εθνικισμός".
Ετσι
άλλωστε εξηγείται η πραγματιστική και εν πολλοίς τυχαία "επιλογή" της
γλώσσας στις διαφορές δυναστικές αυλές, όπως αυτή των Ρομανοφ στη Ρωσία, στην
όποια ομιλούνται η γαλλική και η γερμανική.
Έτσι "σε αντίθεση με τις
εθνικιστικές ιδεολογίες που τονίζουν το μοιραίο της ύπαρξης ιδιαίτερων γλωσσών
και την σχέση τους με ιδιαίτερα εδάφη",ο Αντερσον εστιάζει στην
αλληλεπίδραση του μοιραίου με την τεχνολογία και τον καπιταλισμό.
Διότι
είναι ο έντυπος καπιταλισμός που οδηγεί στη συνάρθρωση των ποικίλων προφορικών
γλωσσών που ομιλούνται στην επικράτεια των ευρωπαϊκών δυναστικών κρατών, και τη
δημιουργία, μέσω αυτών, έντυπων γλωσσών, που χάρη στη μηχανική αναπαραγωγή
τους, διαδίδονται ευρύτατα μέσω της αγοράς.
(Θα
μπορούσαμε να προσθέσουμε εδω πως, ευρύτερα, η κινητικότητα ,η ανωνυμία και η
εξατομίκευση που γεννά ο καπιταλισμός επιβάλλουν έναν και μοναδικό, μεταδιδόμενο
με τη γραφή και μεταδιδόμενο μέσω της εκπαίδευσης κώδικα στον οποίο θα
διεξάγεται η επικοινωνία στα πλαίσια της εκάστου κοινότητας.(βλ Γκελνερ σελ
52-53).)
Αυτές οι έντυπες γλώσσες θέτουν τώρα τα
θεμέλια της εθνικής συνείδησης με δυο
διαφορετικούς τρόπους: α)δημιουργούν
ενιαία πεδία ανταλλαγής και επικοινωνίας σ ένα επίπεδο χαμηλότερο από τη
λατινική αλλά υψηλότερο από την προφορική καθομιλουμένη. Δημιουργείται έτσι μια
κοινότητα συν-αναγνωστών, οι οποίοι αντιλαμβάνονται σταδιακά την ύπαρξη ενός
ευρύτερου πλήθους ανθρώπων του ιδιαίτερου γλωσσικού τους πεδίου, αλλά
ταυτόχρονα και ότι μόνο αυτό το πλήθος ανθρώπων ανήκει στο ιδιαίτερο αυτό
πεδίο.
Σ'
αυτήν την κοινότητα συν αναγνωστών βλέπει ο Αντερσον το έμβρυο της κοινότητας
που αυτοκατανοείται φαντασιακά ως εθνική.
β)Ο έντυπος καπιταλισμός προσδίδει μια
σταθερότητα στη γλώσσα, γεγονός που συμβάλλει αργότερα στη συγκρότηση της
αιώνιας και άφθαρτης οντότητας που είναι κεντρική στην υποκειμενική σύλληψη του
έθνους.
Παρά
την έμφαση που δίνει στην ανάδυση των έντυπων γλωσσών ως καταλυτική για την
διαμόρφωση της νέας μορφής φαντασιακής κοινότητας που αργότερα θα σχηματίσει το
σύγχρονο έθνος, ο Αντερσον δεν θεώρει
πως η συγκεκριμένη διαμόρφωση των σύγχρονων εθνικών κρατών αντιστοιχεί σε
ορισμένη έκταση συγκεκριμένων έντυπων γλωσσών.
Ως
παράδειγμα αναφέρει τα εθνικά κράτη της Λατινικής και Βόρειας Αμερικής τα όποια
μάλιστα θεωρεί ως τα πρώτα έθνη που αναδυθήκαν στην παγκόσμια σκηνή.
(Η
πρωτοτυπία αυτής της θέσης είναι εμφανής. Αρκεί να σκεφτούμε ότι ο Γκελνερ
θεώρει ως πρώτη εθνικιστική εξέγερση την ελληνική βλ σελ69).
Σε
πολλά από τα εθνικά κράτη της Αμερικής ομιλείται η ίδια γλώσσα(ισπανική, αγγλική).Τα
ερμηνευτικά προβλήματα όμως δε σταματούν εκεί αν προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε
την πρώιμη ανάδυση της εθνικής φαντασίας στα κράτη αυτά με βάση τις συνήθεις
ερμηνείες. Ούτε τα οικονομικά συμφέροντα, ούτε η ιδεολογική επίδραση του
Διαφωτισμού και του Φιλελευθερισμού δεν κρίνονται επαρκείς συνθήκες για το
συγγραφέα προκειμένου να διαμορφώσουν από μόνες τους τη νέα συνείδηση.
Η
εξήγηση που προτείνει βασίζεται στα "προσκυνήματα"
των κρεολών και την τυπογραφία των
επαρχιών. Συγκεκριμένα ο Αντερσον εκκινεί στην ανάλυση του από το γεγονός ότι
καθεμία από τις νέες νοτιοαμερικανικές δημοκρατίες αποτελούσε ήδη μια
διοικητική μονάδα των υπερατλαντικών δημοκρατιών.
Αυτό όμως που επενδύει με σημασία αυτές τις
διοικητικές μονάδες και τις μετατρέπει σε "πατρίδες" είναι τα προσκυνήματα, τα ταξίδια δηλαδή των
διάφορων κρεολών αξιωματούχων της διοίκησης κατά την προσπάθεια τους να
αναρριχηθούν στα διάφορα αξιώματα.' Το αποκορύφωμα αυτής της αναρρίχησης",
το υψηλότερο δηλαδή διοικητικό κέντρο στο οποίο μπορεί να τοποθετηθεί ένας
κρεολός αξιωματούχος "είναι η
πρωτεύουσα της αυτοκρατορικής διοικητικής μονάδας από την όποια ξεκίνησε".
Αυτή
η διακριτική εις βάρος τους μεταχείριση με αποκλειστικό κριτήριο ότι κατάγεται
από τις υπερατλαντικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, διαμορφώνει, κατά τον
Αντερσον μια κοινή μοίρα και,κατ' επέκταση, την συνείδηση αυτών των ανθρώπων
ότι ανήκουν στη συγκεκριμένη αποικιακή κοινότατα. Αυτή η κοινότατα με τη σειρά
της θα γίνει αντιληπτή με τη φαντασία ως έθνος με την έλευση της τυπογραφίας.
Μετά
την επιτυχία των πρωτοπορών αυτών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην Αμερική,
ο Άντερσεν εντοπίζει μια νέα οικογένεια εθνικισμών, αυτή τη φορά στην Ευρώπη. Σ
αυτούς τους νεώτερους εθνικισμούς εντοπίζει δυο
σημαντικά χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν από τους
"κρεολούς" προγονούς τους.
Καταρχήν,
αυτή τη φορά οι "εθνικές έντυπες
γλώσσες" παίζουν έναν καθοριστικό ιδεολογικό και πολίτικο ρολό σε
αντίθεση, όπως είδαμε, με την επαναστατημένη Αμερική. Και ,κατά δευτερον, οι νεώτεροι αυτοί εθνικισμοί έχουν ήδη επίγνωση του
μοντέλου που διαμόρφωσαν οι Αμερικανοί πρωτοπόροι και επομένως το έθνος γι
αυτούς είναι εξαρχής ένας συνειδητός
στόχος και όχι ένα όραμα υπό διαμόρφωση.
Η εξάρτηση των ευρωπαϊκών εθνικισμών από τη
γλώσσα μπορεί να συνοψιστεί άριστα στη φράση του Χέρντερ "Έτσι είναι κάθε λαός. Έχει τη δική του
εθνική διαμόρφωση και τη δική του γλώσσα." Που οφειλεται
όμως η ευρωπαϊκή εμπειρία της σύνδεσης της εθνικής ταυτότητας με την εκάστου
καθομιλουμένη; Ο Άντερσεν ανατρέχει πίσω στο χρόνο και εντοπίζει ως απαρχές
αυτού του ονείρου την διαπίστωση ,μέσω της οικουμενικής εξάπλωσης των
ευρωπαϊκών κτήσεων και την επίδραση του Ουμανισμού και της συγκριτικής
ιστορίας, του "αθεράπευτου
πλουραλισμού της ανθρωπότητας".Η ανακάλυψη πολιτισμών
παλαιοτέρων από τον ελληνικό και τον ιουδαϊκό, η ανάδυση των ουτοπιών- με πιο
γνωστή την Utopia του Τόμας Μουρ-στη φιλολογία και η άνοδος ενός πλήθους
καθομιλουμένων γλωσσών που υπονομεύουν την οντολογική ανωτερότητα των
παλαιοτέρων ιερών γλωσσών, έχουν ως αποτέλεσμα να θεωρείται πλέον η Ευρώπη
"ως ένας από τους πολλούς
πολιτισμούς και όχι αναγκαστικά ως ο Εκλεκτός η ο καλύτερος".
Ταυτόχρονα σε όλον τον 19ο αιώνα εμφανίζεται
μια ραγδαία άνοδος των λεξικογραφων,γραμματικων και φιλολόγων που συγκεντρώνουν
κα μορφοποιούν τον πλούτο των καθομιλουμένων γλωσσών. Έτσι, για παράδειγμα, η
συγκέντρωση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από τους Άγγλους, Γάλλους και
Γερμανούς φιλόλογους, οδηγεί Έλληνες διανοουμένους, όπως ο Κοραής, να
φανταστούν τους εαυτούς τους ως απογόνους των αρχαίων Ελλήνων και να
προσπαθήσουν να φάνουν αντάξιοι τους. Κατά τον ίδιο τρόπο, η παράγωγη λεξικών ,
γραμματικών και λογοτεχνικών έργων στην τσεχική, την ουγγρική, την ουκρανική, τις
σκανδιναβικές και τις ποικίλες βαλκανικές γλώσσες θα οδηγήσει σε σύντομο
χρονικό διάστημα στην άνοδο των αντίστοιχων εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Αυτή
η έξαρση της φιλολογικής παράγωγης πρέπει να κατανοηθεί σε σχέση με την άνοδο
της αντίστοιχης τάξης, η όποια αποτελεί και το καταναλωτικό κοινό αυτών των
έντυπων προϊόντων. Πράγματι, ο Αντερσον τονίζει ότι η αστική τάξη είναι η πρώτη
άρχουσα τάξη που δημιουργεί τη συνοχή της μέσα από την έντυπη γλώσσα σε
αντίθεση με τις προ-αστικές άρχουσες τάξεις που θεμελίωναν τους δεσμούς
αλληλεγγύης τους στη βάση της συγγενείας και των φιλικών σχέσεων. Για ακόμη μια
φορά λοιπόν διαπιστώνεται ότι οι αστικές τάξεις είναι οι πρώτες, σε παγκόσμιο
ιστορικά επίπεδο, που θεμελιώνουν τους δεσμούς αλληλεγγύης τους σε μια
ουσιαστικά φαντασιακή βάση.
Παράλληλα, στην ευρωπαϊκή ήπειρο διεξάγονται
και άλλες δυο σημαντικές εξελίξεις που συμπληρώνουν το ευνοϊκό τοπίο για την
άνοδο του εθνικισμού: Η προοδευτική μείωση του αναλφαβητισμού και ο
παραγκωνισμός των διάφορων γλωσσών που ομιλούνται στις διαφορές κρατικές
επικράτειες από την εκάστου καθομιλουμένη που χρησιμοποιεί η κρατική διοίκηση.
Γεννάται όμως το ερώτημα: πως κατορθώνει το
αρχικά περιορισμένο, αναγνωστικό κοινό να συσπειρώσει τις ευρύτερες μάζες γύρω
από τους επιδιωκόμενους εθνικούς σκοπούς; Στο ερώτημα αυτό απατάει ο Αντερσον
λαμβάνοντας υποψιν του την ετερη ιδιομορφία των ευρωπαϊκών εθνικισμών, στην
όποια αναφερθήκαμε ανωτέρω :τα κινήματα ανεξαρτησίας της αμερικανικής ηπείρου,
καθώς και η Γαλλική επανάσταση έχουν καταστεί, ως τη δεύτερη δεκαετία του 19ου
αιώνα, "μοντέλα" ανοιχτό
στην "πειρατική αντιγραφή",γεγονός που εξηγεί τη ισχύ και τη δυνατότητα γενίκευσης των εθνικιστικών
προγραμμάτων αυτής της περιόδου.
Αυτοί
οι λαϊκοί εθνικισμοί του πρώτου μισού του 19ου αιώνα απειλούν τώρα με
αποκλεισμό ἠ περιθωριοποίηση τις πρότερες ομάδες εξουσίας και συγκεκριμένα τους
δυναστικούς οίκους που μονοπωλούν όπως είδαμε τον έλεγχο των ευρωπαϊκών κρατών,
αντλώντας την νομιμοποίηση τους από παράγοντες που δεν έχουν καμιά σχέση με την
εθνική υπόσταση.
Παρατηρείται
έτσι μια "πολιτογράφηση"
των δυναστειών της Ευρώπης που θα οδηγήσει στο φαινόμενο που πρώτος ο
Σετον-Γουοτσον ονόμασε "επίσημο
εθνικισμο".
Την
αντιδραστική, δηλαδή, οικειοποίηση του μοντέλου των αυθόρμητων, λαϊκών
εθνικισμών που προηγήθηκε ,από τις επίσημες ομάδες εξουσίας. Στη προσπάθεια
τους να φάνουν ελκυστικές, οι αυτοκρατορίες οικειοποιούνται το "εθνικό ένδυμα" και οι
δυνάστες ανταποκρίνονται στο κάλεσμα της εθνικής ταυτότητας .Έτσι οι Ρομανοφ
ανακαλύπτουν ότι είναι Ρώσοι, οι Ανοβεριανοι Άγγλοι και ούτω κάθε εξής. Αυτό το
φαινομενο, εκκινωντας από την Ευρώπη, επεκτείνεται στις αχανείς κτήσεις της αφρικάνικης
και ασιατικής ηπείρου και υιοθετείται από τις εγχώριες άρχουσες τάξεις των
ελαχίστων περιοχών που παραμένουν εκτός ευρωπαϊκής κυριαρχίας (Σιαμ,Ιαπωνια
κλπ).
Σε κάθε περίπτωση, εξηγεί ο Αντερσον, ο
επίσημος εθνικισμός "καλύπτει την ασυμβατότητα του έθνους και του
δυναστικού βασιλείου"..Έτσι ,οι υποτελείς λαοί των αυτοκρατοριών
,οδηγούνται τώρα στην υιοθέτηση της εθνικής ταυτότητας που έχουν υιοθετήσει και
οι δυναστικοί οίκοι, οι οποίοι τους κυβερνούν."Οι Σλοβάκοι πρόκειται να
εκμαγυαριστουν, οι Ινδοί να εξαγγλιστουν και οι Κορεάτες να
ιαπωνοποιηθουν".
Αυτή η αντίφαση που προκαλεί ο επίσημος εθνικισμός,
θα αποτελέσει την αίτια για το τελευταίο κύμα εθνικισμών κατά την περιοδολογηση
του Αντερσον. Διότι, οι πλανητικές αυτοκρατορίες του τέλους του 19ου αιώνα
παραείναι μεγάλες ώστε να κυβερνηθούν από την ελίτ μιας ,μόνο, εθνικοτητας.Ἔτσι,
κυρίως στα εδάφη της Αφρικής και της Ασίας θα αναδυθούν εκ νέου
εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ως απάντηση στον νέο πλανητικό ιμπεριαλισμό. Ο Αντερσον
θα προσπαθήσει να εξηγήσει τους τελευταίους αυτούς εθνικισμούς ως αποτέλεσμα
νέων προσκυνημάτων. Όπως δηλαδή, στα τέλη του 18ου αιώνα η αυτοκρατορική
διοικητική μονάδα απέκτησε εθνικό περιεχόμενο εν μέρει διότι καθόρισε τα όρια
της ανόδου των κρεολών υπάλληλων, έτσι και στον εικοστό αιώνα τα όρια του
γραφειοκρατικού προσκυνήματος κάποιου φιλόδοξου, σκουρόχρωμου Αγγλου,για
παράδειγμα, έφταναν ως το σημαντικότερο διοικητικό κέντρο της περιοχής του.
Τα νέα αυτά προσκυνήματα, έξαλλου,
πληθαίνουν λήγω της αύξησης των ταξιδιών από τα τέλη του 19ου αιώνα, που
προκαλεί η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη και η ολοένα και μεγαλύτερη ανάγκη των
αχανών αυτοκρατοριών σε υπαλληλικό προσωπικό. Έτσι, σε συνδυασμό και με την
εξάπλωση της σύγχρονης εκπαίδευσης στα αποικιακά κράτη, τα εκπαιδευτικά και
διοικητικά προσκυνήματα της αποικιακής Ασίας και Αφρικής θα δημιουργήσουν τη
βάση για τις νέες φαντασιακές κοινότητες ,στις οποίες οι αυτόχθονες μπορούν να
δουν τώρα τους εαυτούς τους ως μέλη μιας εθνικότητας.
Όπως
διαπιστώνουμε, στην ιστορική αυτή γενεαλογία του εθνικισμού, ο Αντερσον
παραθέτει μια εξειδικευμένη και περιπτωσιολογική ανάλυση χωρίς να αναζητά μια
γενική αιτία ἡ έναν συγκεκριμένο συνδυασμό αιτιών, ικανών και αναγκαίων για την
ανάδυση της εθνικής φαντασιας.Η ανάλυση αυτή πηγάζει από την γενικότερη θέση
του πως ο εθνικισμός είναι εν πολλοίς το αυθόρμητο απόσταγμα μιας σύνθετης
συνάντησης διαφορετικών ιστορικών δυνάμεων των τριών τελευταίων αιώνων.
Αυτή όμως η αλλαγή της συνείδησης ως
αποτέλεσμα των κοινωνικών αλλαγών που συντελούνται στο χρονικό αυτό διάστημα,
δεν εξηγεί ικανοποιητικά , όπως θεωρεί ο ίδιος, την "προσκόλληση των
λαών στις επινοήσεις της φαντασίας τους."
..........................................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου