Στέφανος Ροζάνης, Αναρχία και ύστερος καπιταλισμός
Πηγή: Η ΑΥΓΗ, 15-1-2012, ένθετο Αναγνώσεις, σελ. 33.
“Η πρακτική προσαρμογή είναι ίσως
αναπόφευκτη για το άτομο, αλλά η συγκάλυψη της αντίφασης ανάμεσα στην
έννοια του ανθρώπινου όντος και την καπιταλιστική πραγματικότητα
γυμνώνει τη σκέψη από κάθε αλήθεια”. Επέλεξα αυτή τη διατύπωση του
Max Horkheimer προκειμένου αφ’ ενός να αναδείξω την πλέον επικίνδυνη
απόκλιση της σκέψης υπό το καθεστώς του ύστερου καπιταλισμού, και αφ’
ετέρου να επισημάνω μια προειδοποίηση
κινδύνου μέσα σε όσα τελούνται και προσχεδιάζονται για το μέλλον του
ανθρώπινου πεπρωμένου, σε μια τάξη πραγμάτων όπου η σκέψη ακροβατεί
μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, τροφοδοτώντας το ανθρώπινο υποκείμενο με
συνεχείς προσομοιώσεις, κατά τρόπον ώστε να ακυρώνεται τελικά η διάκριση
ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος. Μέσα σ’ αυτή την τάξη
πραγμάτων, πώς μπορούμε να στρέψουμε το βλέμμα μας σε ένα νέο είδος
αναρχίας, πέραν των ορίων του κλασσικού αναρχισμού, και τι θα είχε να
προσφέρει αυτό το είδος στην άρση της αντίφασης ανάμεσα στην έννοια του
ανθρώπινου όντος και την καπιταλιστική πραγματικότητα;
Γνωρίζουμε ασφαλώς ότι η ναρκισσιστική κατάσταση του σύγχρονου ύστερου καπιταλισμού
συγκροτεί μια κοινωνική νοσηρότητα, η οποία διακατέχεται από το πλέγμα
διαρκών και αλληλοεξαρτώμενων προσομοιώσεων, κατά τρόπον ώστε
το ανθρώπινο υποκείμενο να συγκαλύπτεται από τις πλέον ακραίες μορφές
των αστικών εννοιών της κοινωνικής προόδου και της τεχνολογικής
επέκτασης, σε όλες τις δραστηριότητές του, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές ή άλλες. Από
ατομικότητα, έχει καταστεί μάλλον απαθές όργανο ενός παγκοσμιοποιημένου
καθεστώτος μαγο-ανθρώπων και μαζικής καταναλωτικής κουλτούρας,
διότι εμφανίζεται στη σύγχρονη σκηνή πλήρως προσαρμοσμένο στην
πραγματικότητα, η οποία ωστόσο δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια
προσομοιωμένη πραγματικότητα εικόνων, πληροφοριών και συμβάντων, που ο
ίδιος ο ύστερος καπιταλισμός επιβάλλει καταναγκαστικά στον μαζοποιημένο
άνθρωπο, μέσω των δικών του σημείων και των δικών του τεχνολογικών
επιτευγμάτων. Για να δανειστώ την απόφανση του Jean Baudrillard: “Κατά
έναν ορισμένο τρόπο, η γενικευμένη κατανάλωση εικόνων, γεγονότων,
πληροφοριών, αποσκοπεί κι αυτή στον εξορκισμό του πραγματικού μέσα στα
σημεία του πραγματικού, στον εξορκισμό της ιστορίας μέσα στα σημεία της
αλλαγής κ.λπ. Το πραγματικό, το καταναλώνουμε προκαταβολικά ή
αναδρομικά, οπωσδήποτε σε απόσταση, στην απόσταση του σημείου”.
Θα πρέπει να διευκρινίσω ότι, κατά την αντίληψή μου, το σημείο ή η
εικόνα, υπό αυτή την έννοια, συνιστά μια πολλαπλότητα κενών σημαινόντων
τα οποία επιπλέουν στην πραγματικότητα, χωρίς κάποια καθορισμένη
σημασία, χωρίς αλληλουχία, χωρίς συμπαγή συνέπεια. Υπό την έννοια αυτή,
αυτό που απομένει ως πραγματικότητα στο υποκείμενο του ύστερου
καπιταλισμού είναι μια θολή και συγκεχυμένη εικόνα της πραγματικότητας,
μέσα στην οποία ο σύγχρονος άνθρωπος παραμένει σε μια κατάσταση παραζάλης και τελικά σε μια κατάσταση ουσιώδους απραξίας.
Προκύπτει κατ’ αυτόν τον τρόπο μια
τεχνητή πραγματικότητα, στην οποία το ανθρώπινο υποκείμενο είναι
προσαρμοσμένο χάρη στην ισχύ και τη δύναμη επιβολής των επικοινωνιακών
δικτύων, τα οποία εδράζονται στην προσομοίωση καταστάσεων και συμβάντων,
ακόμη και στην ατομική σφαίρα, αφού προηγουμένως έχουν αλώσει πλήρως τη
δημόσια σφαίρα που καταδυναστεύεται από την επικοινωνιακή μηχανή. Η
επινόηση της βιοπολιτικής, υπό το καθεστώς του ύστερου καπιταλισμού και
των κοινωνιών του ελέγχου, παράγει πλέον μια ψευδή υποκειμενικότητα, η
οποία προσπαθεί να τα βγάλει πέρα αποσυνθέτοντας το πραγματικό σε
σπάραγμα συγκεχυμένων εικόνων, υπό την πίεση της προσαρμογής σε ό,τι
έχει απομείνει ως σκέψη, παράσταση και βούληση, δηλαδή ως ζωή.
Αλλά η ψευδής υποκειμενικότητα εκφράζεται μέσω μιας ψευδο-γλώσσας, με
την έννοια ότι αυτή η γλώσσα εκφέρεται περιβεβλημένη με το κύρος της
επιστημοσύνης και της εγκυρότητας των ειδικών χωρίς πνεύμα. Σχετικά με
αυτή την ψευδο-γλώσσα, οι Michael Hardt και Antonio Negri αποφαίνονται: “Η
γλώσσα, καθώς επικοινωνεί, παράγει αγαθά, αλλά κυρίως δημιουργεί
υποκειμενικότητες, τις βάζει να συσχετιστούν μεταξύ τους και τις
ρυθμίζει. Οι βιομηχανίες των
επικοινωνιών ενσωματώνουν το φαντασιακό και τη συμβολική στον
βιοπολιτικό ιστό, όχι απλώς θέτοντάς τα στην υπηρεσία της εξουσίας, αλλά
ουσιαστικά ενσωματώνοντάς τα στην ίδια τη λειτουργία της”.
Η ενσωμάτωση στη γλώσσα της κυριαρχίας είναι πράγματι η δομική λογική του ύστερου καπιταλισμού.
Είναι μια αυτοποιητική εσωτερικοποίηση της διαδικασίας, που προϋποθέτει
την ισχυροποίηση της εξουσίας, η οποία τώρα πλέον εμφανίζεται
μεταμφιεσμένη σε δίκαιο και σε υπηρεσίες που εξυπηρετούν την πρόοδο της
κοινωνίας και την ισονομία των πολιτών. Με αυτή την μεταμφίεση αξιώνει
τη νομιμοποίησή της, την εγκυρότητά της και τη μοναδική της αλήθεια μέσω
του ψεύδους της μεταμφίεσης.
Με αυτόν τον τρόπο, το πραγματικό
εξορίζεται από την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα η πραγματικότητα να
φανερώνεται ως συσσώρευση γεγονότων χωρίς συνοχή και προπαντός χωρίς
συνέπειες, δηλαδή χωρίς τις απαραίτητες εκείνες ποιότητες που θα τα
καθιστούσαν σημεία στήριξης του ανθρώπινου υποκειμένου και θα τα
απομάκρυναν από την τυφλή προσομοίωση επιβεβλημένων προτύπων
στην κοινωνική, πολιτική και πνευματική του ζωή. Επιπλέον, αυτή η
κατάσταση πραγμάτων συσκοτίζει τις ερμηνείες πίσω από τα γεγονότα, με
τελικό στόχο τα γεγονότα να αποκόπτονται από τις ερμηνείες τους και κατά
συνέπεια να περιπίπτουν σε μιαν ουσιώδη ανυπαρξία εικόνων και
πληροφοριών χωρίς αντικείμενο και χωρίς το βάθος εκείνο που θα τα
καθιστούσε σημεία στήριξης του πραγματικού.
Έτσι,
η δυστοπία του ύστερου καπιταλισμού διαμορφώνει την έρημο της
πραγματικότητας και μέσα από αυτή την έρημο προβάλλει και επιβάλλει μια
κοινωνία δικτύων επικοινωνίας, ανυπαρξίας σταθερών σημαινομένων, ήτοι
τον ήχο της καμπάνας αντί για την καμπάνα, και τελικά την παραίτηση και
τη ρουτίνα στη θέση του θεσμίζοντος φαντασιακού, της δημιουργικότητας
και της ελπίδας. Αυτοποιούμενη η πραγματικότητα,
ακυρώνει πλέον τη διαφορά υπέρ της ομοιογενοποίησης, τη σκέψη υπέρ της
μηχανικής αναπαραγωγής του σκέπτεσθαι, τη φαντασία υπέρ της συστημικής.
Για να χρησιμοποιήσω ακόμη μια φορά τα λόγια των Michael Hardt και
Antonio Negri, “Η μηχανή είναι αυτοεπικυρούμενη, αυτοποιητική –
δηλαδή συστημική. Κατασκευάζει κοινωνικούς ιστούς που απομακρύνουν ή
καθιστούν αναποτελεσματική κάθε αντίφαση∙ δημιουργεί καταστάσεις στις
οποίες πριν εξουδετερώσει διά της βίας τη διαφορά, φαίνεται να την
απορροφά σε ένα ασήμαντο παιχνίδι, αυτογεννώμενων και αυτορρυθμιζόμενων
ισορροπιών”.
Ωστόσο, και αυτό συγκροτεί ένα πεδίο
δημιουργικής ελπίδας και εξανάστασης της ατομικότητας του σύγχρονου
υποκειμένου, μέσα από τα σπλάχνα της παραμορφωτικής δυστοπίας του
ύστερου καπιταλισμού, μια αύρα αναρχισμού, για να επαναλάβω τη διατύπωση
του Gershom Scholem, έχει αρχίσει να φανερώνεται με διαρκώς αυξανόμενη
ένταση, ενάντια στην κοινωνική νοσηρότητα
και ενάντια στη νομιμοποίηση του βιοπολιτικού ασφυκτικού πλαισίου που
αναπαράγει σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής τον αυτοεπικυρούμενο
εξουσιαστικό λόγο. Αυτός ο αναρχισμός, υπερβαίνοντας τα όρια της
κλασικής θεωρίας, καθίσταται ταυτόσημος με τον εικονοκλαστικό ουτοπισμό
μέσα στον οποίο βρίσκει το πραγματικό του πρόσωπο ως αποκατάσταση της
ενότητας του θεωρείν και του πράττειν, ως επαναδιατύπωση των όρων της
εμπειρίας και του κοινωνικώς υπάρχειν, πέρα από τη δυστοπία του
εργαλειακού λόγου και της διαβρωτικής του διάδοσης διαμέσου των
επικοινωνιακών δικτύων τα οποία υποβιβάζουν συσκοτίζοντας το πραγματικό.
Η αναρχική αύρα εστιάζεται πλέον σταθερά “σε κάτι πρωταρχικό και πρωτότυπο, που πρόκειται να κτίσει∙ και τούτο το πρωταρχικό είναι μια επιθυμία”,
για να επαναλάβω τα λόγια του Martin Buber. Ένας λόγος επιθυμίας με
αυθεντική πρόσβλεψη στα σημεία στήριξης του πραγματικού, ενάντια στον
εργαλειακό λόγο και στο εγχείρημα της υπολογιστικής σκέψης να προωθεί
διαρκώς το πλέγμα αλληλοεξαρτώμενων κοινωνικών προσομοιώσεων μέσα από
την τεχνική και τις εφαρμογές της τεχνολογίας που επιβεβαιώνουν μια
παν-τεχνική αντίληψη της ζωής. Μια ευρύτητα
πνεύματος και φαντασίας προκύπτει ως το αντίδοτο της παθητικής
πρόσληψης κενών σημαινόντων συστημικής προέλευσης, τα οποία επινοούν και
κατασκευάζουν θεσμικά τη γλώσσα της κυριαρχίας. Ο Russel Jacoby γράφει σχετικά με τον εικονοκλαστικό ουτοπικό αναρχισμό: “Η
ουτοπική σκέψη [...] προέρχεται από τις, και επιστρέφει στις, σημερινές
πολιτικές πραγματικότητες [...]∙ μετέχει συγχρόνως στις περιορισμένες
επιλογές τού σήμερα και στις απεριόριστες δυνατότητες του αύριο. Τα
πόδια του πατούν σε δύο χρονικές ζώνες: στη μία που κατοικούμε τώρα και
στη μία που πιθανόν θα υπάρξει στο μέλλον”.
*Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου