Αναγνώστες

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Αριστεροί χωρίς Αριστερά. Ο κύκλος που κλείνει Από τον Λεωνίδα Λουλούδη(απο το τευχος 1 της Αθηναικης Επιθεωρησης Βιβλιου)

http://www.booksreview.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=50:2009-10-18-08-24-14&catid=35:2009-10-13-08-57-55&Itemid=55

αποσπασμα:
Πρόπερσι, ανοιξιάτικα, χάσαμε τον Άγγελο Ελεφάντη, ένα χρόνο μετά έσβησε ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης και τον ακολούθησε, στο τέλος του φετινού καλοκαιριού, μετά από πολύχρονη πάλη με ασθένεια, ο Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος. Κατεξοχήν τρία πρόσωπα τα οποία, στη Μεταπολίτευση, με τα γραφτά, τα λόγια και τις πρωτοβουλίες τους πήραν το εφήμερο «πολιτικό» από τα κομματικά και τα δημοσιογραφικά γραφεία και το ανύψωσαν σε διαχρονική περιπέτεια της συλλογικής αυτογνωσίας μας.




Μοιάζει σαν ένα αόρατο χέρι, ο δικός τους θεός, να θέλησε, μέσα σε δυο χρόνια, τον ένα μετά τον άλλον, να τους πάρει από τον κόσμο, αυτόν τον μέγα, και συνάμα από τον μικρόκοσμο της Αριστεράς στον οποίο, ενώ ανήκαν ψυχή τε και σώματι, τους γινόταν, όπως μαρτυρούν τα τελευταία λόγια και τα γραφτά τους, μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερο ανοίκειος, για να μην πω εχθρικός.



Αν έτσι παρηγορούνται όσοι τους αγαπούσαν και τους θαύμαζαν, συγχρόνως είναι αναγκασμένοι να παραδεχθούν ότι, χωρίς αυτούς, ο δρόμος της Αριστεράς και, ειδικότερα, της ανανεωτικής Αριστεράς, στις άτακτες και συγκεχυμένες γραμμές της οποίας θήτευσαν για πολλές δεκαετίες αλλά κυρίως και πρωταγωνιστικά μετά τη Μεταπολίτευση, απότομα στένεψε και σκοτείνιασε. Όσο και να μας διαβεβαιώνει ένας προοδευτικός οπτιμισμός ότι «κανείς δεν είναι αναντικατάστατος», ελάχιστοι αριστεροί αυτής της συγκεκριμένης Αριστεράς, οι οποίοι συχνά-πυκνά διαφώνησαν συμφωνώντας μαζί τους και το αντίστροφο, αγνοούν πως, στον προβλέψιμο χρόνο, υπάρχουν και κενά δυσαναπλήρωτα.



Το κείμενο που ακολουθεί[1], κομμάτια και θρύψαλα κοινών προσωπικών βιωμάτων και πολιτικών εγχειρημάτων με αυτούς τους ξεχωριστούς ανθρώπους, αποσκοπεί αφενός να λυτρώσει τον συγγραφέα του από την αφόρητη, ώρες-ώρες, παραδοχή της αμετάκλητης απουσίας τους και από την άλλη, να τους αποδώσει, ως τους ασυμβίβαστους, ακαταπόνητους, μανικούς επινοητές της ανεύρετης Αριστεράς, στην οποία κάποτε, κάποιοι, και οι ίδιοι πρώτοι απ’ όλους, πιστέψαμε.





Στον αστερισμό του λαϊκισμού. Μοναχικές αντιστάσεις





Πρωτομπήκα στο διώροφο διατηρητέο της Κέκροπος 2, στην Πλάκα, τον χειμώνα του 1979. Με πήγε ο ιστορικός και συνάδελφος σήμερα στο Πανεπιστήμιο Πέτρος Πιζάνιας που δούλευε, τότε, στον μηνιαίο Πολίτη. Μετά από λίγο, η «ψυχή» του περιοδικού, ο Άγγελος Ελεφάντης, με την προσωπικότητα του οποίου είχα ήδη (και δεν ήμουν ο μόνος) μαγευτεί, μου πρότεινε να γίνω μέλος της Συντακτικής Επιτροπής. Ο Πολίτης ήταν, ήδη, μαζί με το Αντί, του Χρήστου Παπουτσάκη (άλλη σημαντική απώλεια των ημερών) οι δύο «μεγάλες του Γένους Σχολές», κατά τη φράση του ιστορικού της τέχνης καθηγητή Ν. Χατζηνικολάου, για τα αντίστοιχης σημασίας περιοδικά της αντιδικτατορικής παροικίας του Παρισιού, των αριστερών της Μεταπολίτευσης[2]. Μια ματιά στα άλλα ονόματα που συμμετείχαν σε αυτή την ομάδα ή ακόμη και σε εκείνα των τακτικών συνεργατών, με κάνει σήμερα να απορώ για το θράσος μου να αποδεχθώ αυτή την πρό(σ)κληση. Αλλά αυτά ήταν τα (α)ήθη εκείνων των εποχών.



Ο Πολίτης, τότε, είχε ορκισμένους φίλους και εξίσου φανατικούς εχθρούς. Γενικώς ενοχλούσε. Η συχνότερη εναντίον του κατηγορία ήταν «η γλώσσα» που χρησιμοποιούσε. Διέβλεπαν οι επικριτές υπερβολή, αλαζονεία, εστετισμό, ναρκισσισμό. Για όλα αυτά αμυνόμουν σε φίλους και γνωστούς. Τώρα γνωρίζω ότι άλλη ήταν η κύρια αιτία των επικρίσεων. Είχε διαγνωσθεί εγκαίρως και επακριβώς, στο περιεχόμενο αλλά και στο γλωσσικό ήθος του περιοδικού, η προσήλωση στο καθήκον της συντριβής των λαϊκιστικών στερεοτύπων που σύχναζαν αφόρητα στον λεγόμενο, ακριβοδίκαια, «ξύλινο λόγο» της Αριστεράς. Αυτή η ανελέητη ομοβροντία αχρήστευσης του πολυκέφαλου λαϊκιστικού τέρατος, εκ μέρους κυρίως της στενής ομάδας των συνεργατών του περιοδικού, είχε βαθύτατα ενοχλήσει τους «άλλους», τους αντιπάλους, αλλά και τους «δικούς μας», τους συντρόφους που, σαν έτοιμοι από καιρό, συντόνιζαν, εκείνη την κρίσιμη δεκαετία του 1974-1985, το πολιτικό βήμα τους με τη σαρωτική μάζα της «αλλαγής». Ξεχωριστό παράδειγμα αυτής της αποκοτιάς είναι το τεύχος 46 του Σεπτεμβρίου 1981, παραμονές του εκλογικού θριάμβου του ΠΑΣΟΚ της «αλλαγής», που αρχίζει με το εύγλωττης απαξίωσης λακωνικό ερώτημα του Ελεφάντη: «Τι θα ψηφίσεις, σύντροφε;».



Τότε τα πράγματα ήταν καθαρά, ή έτσι τουλάχιστον νομίζαμε. Εμείς που γράφαμε, έτσι όπως γράφαμε, και αυτοί που μας αποδοκίμαζαν γι’ αυτά που γράφαμε, πολύ απλά, διαφωνούσαμε ριζικά σχετικά με τα –κατά τη δική μας άποψη– φληναφήματα της «μεγάλης Αριστεράς», των «δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων», του «αριστερού ΠΑΣΟΚ», του αντιδεξιού μετώπου κ.τ.λ., κ.τ.λ. Ευτυχώς έμεινε το περιοδικό ως μάρτυρας της αληθείας ή του ψέματος της εποχής και μια σούμα των καλύτερων άρθρων του, καλύτερου, κατά τη γνώμη μου, βιβλίου του Ελεφάντη με τον ευρηματικό τίτλο Στον αστερισμό του λαϊκισμού[3].



Παραιτήθηκα από τη Συντακτική Επιτροπή του Πολίτη μετά από κοντά έξι αλησμόνητα χρόνια μαθητείας και συντροφικότητας. Οι παραιτήσεις της μειοψηφίας, στην οποία ανήκα, δημοσιεύτηκαν, μαζί με την απάντηση της Γραμματείας Σύνταξης στο τεύχος 68, το 1986, κάτω από τον τίτλο «Διαφορές στον “Δεκαπενθήμερο”»[4]. Πρώτο όνομα της μειοψηφίας ήταν ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, ο οποίος ξεκινούσε, από αυτό το σημείο την πολιτική του καριέρα ως ο μέλλων ηγέτης της «άλλης Αριστεράς», για την οποία περισσότερα παρακάτω. Με την ομάδα του είχαμε «διαφορές», ωστόσο, οι σχέσεις παρέμειναν φιλικές και αργότερα συνεργάστηκα αραιά με τον Άγγελο στον Πολίτη και, κυρίως, στα «Ενθέματα» της Αυγής, τα οποία διηύθυνε. Το σημειώνω γιατί δεν είναι διόλου αυτονόητες αυτές οι συμπεριφορές στην καθ’ ημάς Αριστερά.



Δεν είναι εδώ ο χώρος αναλυτικής αναφοράς στις αιτίες της συγκεκριμένης πολιτικής διαφωνίας. Να θυμίσω μόνο ότι αφορούσε διαφορετικές προτάσεις, που συζητήθηκαν στο 4ο Συνέδριο του ΚΚΕ Εσωτερικού ως προς την εξέλιξη του κόμματος. Η μία άποψη είχε συνταχθεί με την προοπτική «μετεξέλιξης» του κόμματος σε έναν νέο ευρύτερο φορέα της ανανεωτικής Αριστεράς, ενώ η άλλη άποψη υποστήριζε την «αναβάθμιση» του ίδιου του κόμματος. Η διαφορά φαντάζει σήμερα μανιχαϊκή, όπως αρμόζει στις χειρότερες παραδόσεις της Αριστεράς, αλλά συνδεόταν με το στρατηγικής σημασίας ζήτημα της υπέρβασης του κομμουνιστικού χαρακτήρα και τίτλου του κόμματος της ανανεωτικής Αριστεράς, στο οποίο, σημειωτέον, όλοι οι παραπάνω διαφωνούντες και μη, ήταν, με την αργκό της εποχής, «ανένταχτοι». Με τους συνυπογράφοντες της μίας άποψης είχαμε ταχθεί, με κάποιες τακτικές διαφοροποιήσεις, στο πλευρό της «μετεξέλιξης». Επιδιώκαμε, για να μιλήσω απερίφραστα, την αποκομμουνιστικοποίηση του «Εσωτερικού».



Νομίζω ότι η συζήτηση περί του δίκιου κάθε πλευράς έχει πια, αν έχει, ιδιαίτερα μετά το «1989», μόνο ιστορικό ενδιαφέρον. Αναφέρθηκα σε αυτή γιατί συνδέεται άμεσα με τη δική μου σχέση με το περιοδικό, στο οποίο άλλωστε, όπως προανέφερα, δεν έπαψα, αν και όλο και πιο αραιά, να αρθρογραφώ. Κάτι δεν ήταν πια το ίδιο μέσα μου. Εξακολουθούσα να αγαπώ και να εκτιμώ το διευθυντή του. Αλλά ο Πολίτης με ενδιέφερε πλέον με την έννοια της νοσταλγίας ενός τετελεσμένου συμβάντος και όχι της σύμπλευσης προς το μέλλον, αυτή την αναπόφευκτη ενστικτώδη εμμονή κάθε αριστερού. Στο βαθμό που οι αιτίες, ή καλύτερα η αιτία, αυτής της προσωπικής αποστασιοποίησης αφορά και ένα γενικότερο φαινόμενο αποστασιοποίησης των αριστερών από την Αριστερά, δυο λόγια παραπάνω δεν είναι, ίσως, περιττά.



Θα φανεί αφελές αλλά είναι αληθινό. Δεν είχα καταλάβει τι τεκταινόταν στα σπλάχνα του Πολίτη, αυτού του κυττάρου αριστερής σκέψης, και η συμβολή του Ελεφάντη σε αυτή την άγνοιά μου ήταν σημαντική. Έχοντας από τα φοιτητικά μου χρόνια σταδιακά διαμορφώσει τη «θεωρία» ότι η σταλινική φρίκη είναι εγγεγραμμένη στον γενετικό κώδικα της κομμουνιστικής επαγγελίας του 19ου και του 20ού αιώνα δεν με απασχολούσε ο «κομμουνισμός» των άλλων αριστερών, εάν δεν ιεραρχείτο ως άμεσος πολιτικός στόχος. Πολύ περισσότερο όταν, μεταξύ αυτών, δεν σπάνιζαν οι διανοούμενοι υψηλής παιδείας και ανάλογης πολιτικής ευαισθησίας. Αυτή ήταν, πάντως, η περίπτωση του στενού κύκλου των συνεργατών του Πολίτη, τότε, και, αδιαμφισβήτητα, του ίδιου του Άγγελου. Μα, θα αναρωτηθεί κάποιος, ο Ελεφάντης δεν έκρυψε ποτέ τον κομμουνισμό του. Ναι, αλλά δεν τον προέτασσε πάντα με την ίδια ένταση. Ήταν ένας, πάνω από όλα, από μόνος του, ένα αστείρευτης παραγωγής εργαστήριο ιδεών. Με τις αμφιβολίες, τα ερωτήματα και τις αδιόρατες, συνήθως, μετακινήσεις του. Δεν μπορώ να πω ότι δεν με εντυπωσίασε αλλά και δεν με εξέπληξε η πρόσφατη πληροφορία ότι τη δεκαετία του 1960, στο Παρίσι, ο Άγγελος «ήθελε πάση θυσία» να μεταφρασθεί και να δημοσιευθεί στο περιοδικό του φοιτητικού συλλόγου Πορεία το βιβλίο του Μαξ Άντλερ για τα εργατικά συμβούλια[5]. Η πρόταση δεν πραγματοποιήθηκε τελικά, λόγω αντιρρήσεων της συντακτικής ομάδας, αλλά, με δεδομένο ότι ειδικά στις μεταφραστικές επιλογές του –συνήθως εξαιρετικής και ευρηματικής εκτέλεσης– ο Άγγελος υπηρετούσε πολύ συγκεκριμένες, βαθύτερης άρδευσης πολιτικές στοχεύσεις, αυτή η θετική στάση απέναντι στον αυστριακό μαρξισμό κάτι έχει να μας πει. Κυρίως, ποιο ήταν, εν τέλει, το είδος του δικού του κομμουνισμού και όχι εκείνου του, κατ’ αυτόν, «άλλου» ο οποίος ηττήθηκε, γιατί εκεί «αντί για έκσταση και πάθος περίσσεψε η νεύρωση και ο μοντερνισμός»[6]




Δεν υπάρχουν σχόλια: