Ανεργία: η δύσκολη εξίσωση
της Μαρίας Καραμεσίνη
Από τις εκλογές του Ιουνίου μέχρι σήμερα,
το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την ανεργία δεν έχει τύχει περαιτέρω
εμβάθυνσης, αν και η από μήνα σε μήνα κατάρριψη νέων ιστορικών ρεκόρ από
το ποσοστό ανεργίας προκαλεί ανατριχίλα σε όσους γνωρίζουν ότι η
υπέρμετρη ποσοτική διόγκωση της ανεργίας προκαλεί αύξηση της μέσης
διάρκειάς της, δυσκολεύοντας αφάνταστα την αντιμετώπισή της. Η απώλεια
δεξιοτήτων, η αποθάρρυνση, η παθητικοποίηση και η αποστασιοποίηση των
ανέργων από την εργασία αυξάνονται με τη διάρκεια της ανεργίας,
καθιστώντας δύσκολη την επανένταξή τους. Σήμερα στη χώρα μας οι
μακροχρόνια άνεργοι αποτελούν το 63% του συνόλου και οι άνεργοι με πάνω
από δύο χρόνια ανεργίας 36%, ενώ το γενικό ποσοστό ανεργίας έχει
ξεπεράσει το ρεκόρ των ΗΠΑ στη Μεγάλη Ύφεση.
Η τρόικα και οι μνημονιακές δυνάμεις
θεωρούσαν, ήδη από το πρώτο Μνημόνιο, ότι η κοινωνία θα πρέπει να
υποστεί μεσοπρόθεσμα τη διόγκωση της ανεργίας, εφόσον αυτή συμβάλλει,
μαζί με την αποκαθήλωση του θεσμικού πλαισίου ρύθμισης της αγοράς
εργασίας, στο «θεάρεστο» έργο της δραστικής μείωσης του εργατικού
κόστους, έναν από τους κύριους στόχους του Προγράμματος Οικονομικής
Προσαρμογής. Αποκαθιστώντας τις απώλειες ανταγωνιστικότητας απ’ όπου και
εάν προέρχονταν αυτές, η μείωση του εργατικού κόστους αναμένεται τα
επόμενα χρόνια να καταστήσει εκ νέου συμφέρουσες τις ιδιωτικές
επενδύσεις που θα φέρουν την ανάκαμψη και θα απορροφήσουν την ανεργία.
Μέχρι τότε, οι πολιτικές απασχόλησης θα δρουν αντισταθμιστικά προς
αποφυγή της κοινωνικής έκρηξης. Πράγματι, οι μνημονιακές κυβερνήσεις
ανέπτυξαν ένα ευρύ φάσμα προγραμμάτων που το 2010-11 ενέπλεξαν σε
επιδοτούμενη απασχόληση και κατάρτιση περίπου 6,5% των ανέργων, με
μείωση ωφελούμενων το 2012 και νέες εξαγγελίες για το 2013.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, το σταμάτημα της ανοδικής
πορείας της ανεργίας αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα και έχει ως
προϋπόθεση την ανάσχεση της ύφεσης με μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης των
κατώτερων και μεσαίων τάξεων: επαναφορά κατώτατου μισθού, επιδόματος
ανεργίας, θεσμικού πλαισίου συλλογικών διαπραγματεύσεων και αφορολόγητου
ορίου, ελάφρυνση υπερχρεωμένων νοικοκυριών, αποκατάσταση της
ρευστότητας των επιχειρήσεων, φορολογική ανακούφιση μικρομεσαίων
εισοδημάτων, χρονική επιμήκυνση επιδόματος ανεργίας, κατώτατο εγγυημένο
εισόδημα κλπ. Η απορρόφηση της ανεργίας θα γίνει προοδευτικά, με την
παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας.
Όμως η απορρόφηση μιας ανεργίας της τάξης
του 35% χρειάζεται αρκετά χρόνια για να πραγματοποιηθεί, διάστημα κατά
τα οποίο θα δρουν ανενόχλητες οι καταστρεπτικές συνέπειες της
μακροχρόνιας ανεργίας, εάν δεν υπάρξει κρατική παρέμβαση. Οι ενεργητικές
πολιτικές απασχόλησης θα μπορούσε να αποτρέψουν τη δημιουργία ενός
σκληρού πυρήνα ανέργων που απομακρύνονται οριστικά από την αγορά
εργασίας και φυτοζωούν ή στρέφονται προς εγκληματικά κυκλώματα. Σ’ αυτό
το σημείο, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται εμβάθυνση, δεδομένου ότι
μέχρι σήμερα η Αριστερά αντιμετώπιζε με μεγάλη καχυποψία τα προγράμματα
απασχόλησης, αμφισβητώντας –δικαίως τις περισσότερες φορές– την
αποτελεσματικότητά τους ως προς την καθαρή αύξηση της απασχόλησης και
την άμεση ένταξη των ωφελούμενων σε θέσεις σταθερής απασχόλησης και
αγνοώντας –αδίκως– τη συμβολή τους στην πρόληψη ή/και την καταπολέμηση
της μακροχρόνιας ανεργίας των πιο ευάλωτων ομάδων, λειτουργώντας ως
εφαλτήριο για την διεκδίκηση/μεταπήδηση σε κανονικές θέσεις εργασίας.
Πάντοτε βέβαια τίθενται τα ερωτήματα:
ποια πολιτική για τι είδους ανεργία, με ποιο συγκεκριμένο στόχο, σε τι
συνδυασμό και συνέργεια με άλλες πολιτικές και εντός ποιου
μακροοικονομικού πλαισίου. Σήμερα, η διαρκής συρρίκνωση της ζήτησης στην
οικονομία και το συνεχιζόμενο μαζικό φαινόμενο κλεισίματος μικρών
επιχειρήσεων καθιστούν τα προγράμματα επιδότησης νέων θέσεων απασχόλησης
και επιχειρηματικότητας ατελέσφορα και πηγή τεράστιας σπατάλης πόρων
που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν άλλα προγράμματα με πραγματικό
αποτέλεσμα στην απασχόληση. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για
επανασχεδιασμό των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης με σκοπό τη
μεγιστοποίηση της κοινωνικής τους αποτελεσματικότητας, χωρίς όμως
περαιτέρω εξειδίκευση.
Θεωρώ ότι είναι δύο οι τομείς
προτεραιότητας για το (επανα)σχεδιασμό των ήδη εφαρμοζόμενων πολιτικών,
που μπορούν να απασχολήσουν σημαντικό αριθμό ανέργων: η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και οι κοινωφελούς χαρακτήρα δραστηριότητες των δήμων.
Οι τομείς αυτοί παρουσιάζουν πλεονέκτημα σε σχέση με την απορρόφηση της
ανεργίας. Λόγω του είδους των δραστηριοτήτων που καλύπτουν, έχουν
μειωμένο κίνδυνο εκτόπισης εργαζομένων από άλλους τομείς της οικονομίας.
Ταυτόχρονα, παρουσιάζουν ιδιαίτερα πλεονεκτήματα από τη σκοπιά του
κοινωνικού μετασχηματισμού που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
της Αριστεράς. Οι δομές της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας,
αφενός, περιλαμβάνουν συλλογικές πρωτοβουλίες και δίκτυα ανταλλαγής με
δημοκρατικές και αντιιεραρχικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων και
διοίκησης και αλληλέγγυες πρακτικές ή συνεταιριστικές μορφές παραγωγής
και διανομής. Οι κοινωφελούς χαρακτήρα δραστηριότητες των δήμων και τα
αντίστοιχα προγράμματα «κοινωφελούς εργασίας», αφετέρου, αναπτύσσονται
στα πεδία του περιβάλλοντος, της κοινωνικής φροντίδας, της εκπαίδευσης
και του πολιτισμού, πεδία κρίσιμα για τους πολίτες σε συνθήκες διάλυσης
του κοινωνικού κράτους. Ο επανασχεδιασμός των προγραμμάτων μπορεί να
αφορά τόσο την αναβάθμιση των σημερινών όρων απασχόλησης σ’ αυτά
(επισφάλεια) όσο και τον προσδιορισμό των αναγκών των δημοτών με βάση
συμμετοχικές διαδικασίες σε τοπικό επίπεδο (δημοκρατικός
προγραμματισμός, συμμετοχικός προϋπολογισμός) που θα φέρουν πιο κοντά
την τοπική αυτοδιοίκηση με τις ανάγκες των πολιτών.
Είναι βέβαιο ότι ο σχεδιασμός και η
υλοποίηση προγραμμάτων ενεργητικής πολιτικής απασχόλησης μεγάλης
κλίμακας στους συγκεκριμένους τομείς επί σειρά ετών απαιτεί μεγάλης
έκτασης δημόσιους πόρους, ικανότητα σχεδιασμού και υλοποίησης εκ μέρους
της τοπικής αυτοδιοίκησης, την κινητοποίηση των τοπικών κοινωνιών, τον
πολλαπλασιασμό και τη διεύρυνση των πρωτοβουλιών κοινωνικής και
αλληλέγγυας οικονομίας, καθώς και έναν αποτελεσματικό κεντρικό
διοικητικό μηχανισμό εποπτείας και διανομής των πόρων. Είναι επίσης
βέβαιο ότι η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και οι κοινωφελούς
χαρακτήρα δραστηριότητες των δήμων δεν είναι ικανές να οδηγήσουν από
μόνες τους στην απορρόφηση της ανεργίας, αλλά μπορούν να συμβάλουν στην
επίλυση της δύσκολης εξίσωσης της ανεργίας που προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα
την ανακοπή της ύφεσης και την είσοδο της οικονομίας σε αναπτυξιακή
τροχιά. Με την αποφυγή της απαξίωσης των δεξιοτήτων, τη διατήρηση του
ηθικού των μακροχρόνια ανέργων και την τροφοδότηση του ενάρετου κύκλου
της ανάκαμψης μέσω της ζήτησης που απορρέει από το εισόδημα των
ωφελούμενων, τα ενεργητικά προγράμματα απασχόλησης θα μπορούσαν να έχουν
διακριτό ρόλο σε ένα πρόγραμμα της Αριστεράς για την καταπολέμηση μιας
ανεργίας που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στη χώρα μας.
H Mαρία Καραμεσίνη διδάσκει οικονομικά της εργασίας και της κοινωνικής πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου