Ἀγάπης φρυκτωρίαις…
Σκέψεις πάνω στο βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη Η Αδερφή μου
Από τον ΣΑΒΒΑ ΜΙΧΑΗΛ
Πιο εύκολο είναι σε έναν άνθρωπο να κρύψει τον ήλιο με τα χέρια του παρά να κρύψει η γη έστω κι έναν νεκρό.
Ιάκωβος του Σαρούγκ, Ομιλίες για το τέλος του κόσμου
Βολίδα εξ ουρανού
Μερικά βιβλία πέφτουν επί της κεφαλής σου σαν βολίδες εξ ουρανού. Όμως,
παρά την βίαιη πρόσκρουση, δεν σε σκοτώνουν. Πιθανόν γιατί περιέχουν
ανάμεσα στις σελίδες, σαν δείχτες, ένθετα φύλλα από εκείνο το
μυστηριώδες, απρόσιτο και ποθητό Βιβλίο της Ζωής, για το οποίο μιλούνε
οι Γραφές.
Πρόκειται για βλήμα εξ ουρανού που όχι μόνο δεν σκοτώνει αλλά και δεν
πληγώνει καν. Πέφτει πάνω σου και σε αιφνιδιάζει σαν ξαφνική βροχή. Μια
βροχή που ανακαλύπτεις ότι είναι ροή δακρύων. Τα παράδοξα δεν σταματούν
εδώ: τα δάκρυα συνοδεύουν μια ελεγεία, ή, καλύτερα, έναν θρήνο που μ’
όλη την αβάσταχτη πικρία του μπορεί να παρηγορήσει σε καιρούς
απαρηγόρητους.
Τέτοιο βιβλίο και Η Αδερφή μου του Σταύρου Ζουμπουλάκη.
Καὶ ἔλαβον τὸ βιβλίον ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀγγέλου καὶ κατέφαγον αὐτό,
καὶ ἦν ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκύ· καὶ ὅτε ἔφαγον αὐτό, ἐπικράνθη ἡ
κοιλία μου.i
Εμείς, τα παιδιά του Κάιν
Στις 13 Αυγούστου 2012 τα ξημερώματα, την ημέρα που τιμάται η μνήμη
Μαξίμου του Ομολογητή, ξεψύχησε, ταλαιπωρημένη από τον καρκίνο και τα
βάσανα μιας ζωής, η Γιούλα Ζουμπουλάκη. Την άλλη μέρα, παραμονή της
γιορτής της, κηδεύτηκε και θάφτηκε. Αμέσως μετά την
δεκαπενταυγουστιάτικη κηδεία, ο αδερφός της Σταύρος άρχισε την συγγραφή
ενός βιβλίου γι’ αυτήν. Θα δει το φως της δημοσιότητας τον Δεκέμβριο της
ίδιας χρονιάς.
Εμείς τα παιδιά του Κάιν που θεωρούμε τον εαυτό μας αποκλειστικό
κληρονόμο του αδικοσκοτωμένου Άβελ έχουμε μπροστά μας μια μοναδική
ιστορία αδερφικής αγάπης μέχρι θανάτου. Μοναδική; Η Γιούλα θα μπορούσε
να είναι η δική μας αδελφή, η αδερφή που έχουμε ή είχαμε, ή ακόμα, η
αδερφή ή ο αδερφός που θα θέλαμε να έχουμε Αλήθεια; Θα θέλαμε; Ή, μήπως,
γνωρίζοντας τις συνέπειες, θα το απευχόμασταν; Από το μέτωπό μας δεν
έσβησε ακόμα η ουλή από το σημείο του Κάιν.
Ο ίδιος ο Σταύρος Ζουμπουλάκης δηλώνει, με παρρησία, εξαρχής: «Δεν
έχω καμιά αυταπάτη περί αδερφικής αγάπης και ξέρω καλά πόσο δύσκολη
είναι, για όλους εμάς τους απογόνους του Κάιν. Θα είχα λοιπόν και εγώ
μαζί της μια κάποια σχέση, καλή ή κακή, όπως όλοι οι άλλοι, αν βαριά
αρρώστια δεν ερχόταν να τη χτυπήσει στα εφηβικά της χρόνια. Η αρρώστια
αυτή μετέτρεψε τη σχέση μου μαζί της σε πεπρωμένο». (σ. 9) Η Γιούλα έπασχε από επιληψία ανθεκτική σε κάθε θεραπεία.
Μια παρόμοια τρομερή δοκιμασία δεν μπορεί να την ζεις παρά σαν ατομική
συμφορά, μια καταστροφή που γκρεμίζει σχέσεις και γεφύρια ανάμεσα στα
άτομα που την υφίστανται και όλους τους άλλους που δεν μοιράζονται την
δική τους φρίκη.
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης αρνείται να ισοπεδώσει τους πόνους των ανθρώπων
σε ένα κοινό τόπο, στο τελικά ανώδυνο «όλοι έχουμε βάσανα». Διεκδικεί
την μη αναγώγιμη μοναδικότητα του πόνου κάθε ύπαρξης, όπως πρώτα-πρώτα
της ίδιας της Γιούλας, και στη συνέχεια των δικών της ανθρώπων, των
γονιών της, του αδερφού. Χαράζει βαθιά την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα
σε ατομική και συλλογική συμφορά:
«Ο πόνος της συλλογικής συμφοράς είτε η φύση τον προκάλεσε είτε η
ιστορία, είναι πολύ λιγότερο βαρύς από τον πόνο που προκαλεί η ατομική
συμφορά, εκείνη που χτύπησε εσένα μόνο ή τους δικούς σου: μια ανίατη
αρρώστια ή ο θάνατος ενός παιδιού. Η συλλογική συμφορά, και η φρικτότερη
μοιράζεται. Δεν είσαι εσύ ο δακτυλοδεικτούμενος της μαύρης μοίρας. Η
κοινότητα του πόνου είναι από μόνη της παρηγορητική. Γι’ αυτό και, στη
δεύτερη περίπτωση, όταν η συμφορά είναι ατομική, ο πονεμένος αναζητάει
παντού, στο παρελθόν και στο παρόν, και άλλους πονεμένους, για να
συγκροτήσει μια φανταστική κοινότητα πονεμένων. Ψάχνει και βρίσκει
εκείνους που είχαν ανάλογη ή βαρύτερη –ακόμη καλύτερα– μοίρα». (σ. 24)
Όταν η αρχαία κοινότητα των Θηβαίων συγκεντρώθηκε μέσα στον ζόφο,
θεωρώντας σαν απειλή συλλογικής συμφοράς την έκλειψη του ηλίου, ο
Πίνδαρος μπορούσε να ψάλλει: ὀλοφύρομαι οὐδέν ὅ τι πάντων μέτα πείσομαιii (δεν θρηνώ καθόλου γιατί ό,τι έχω να πάθω μαζί με όλους θα το πάθω).
Η αρχαϊκή κοινότητα του Πινδάρου έχει προ πολλού αφανιστεί, μαζί με
αναρίθμητους άλλους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς, όπου κυριαρχούσαν
οι συλλογικοί κοινοτικοί δεσμοί. Η ορμητική άνοδος του καπιταλισμού, η
επικράτησή του παγκόσμια, η παρατεταμένη παρακμή του διέλυσε τους αρμούς
ανάμεσα στο Συλλογικό και το Ατομικό. Ένα αβυσσαλέο χάσμα χωρίζει πια
την συλλογική και την ατομική χαρά, την συλλογική και την ατομική
συμφορά.
Η συλλογική «παρηγορητική κοινότητα του πόνου», για την οποία μιλάει ο Ζουμπουλάκης, απέμεινε μια σκιά. Κι όσο για την «φανταστική κοινότητα των πονεμένων»,
αυτή συχνά αποτελεί μόνον ένα simulacrum simulacri, ένα ομοίωμα
ομοιώματος, ούτε καν υποκατάστατο. Είναι, εξάλλου, πολύ αμφίβολο εάν η «συλλογική συμφορά, και η φρικτότερη μοιράζεται»
τώρα πια. Αν ήταν έτσι, γιατί οι επιζώντες από την συλλογική συμφορά
των Εβραίων στο Άουσβιτς και στα άλλα χιτλερικά στρατόπεδα εξόντωσης
έμειναν τόσο μοναχικοί μέσα στην απόλυτη σιγή κι ορισμένοι, με πιο
χαρακτηριστικά επώνυμα παραδείγματα τον Πρίμο Λέβι και τον Πάουλ Τσέλαν,
αυτοκτόνησαν για να ξεφύγουν από το βάρος της ατομικής συμμετοχής τους
στην συλλογική συμφορά; Η εποχή είναι πιο αμείλικτη για τα παιδιά του
Κάιν από ό,τι νομίζουν κι οι πιο ειλικρινείς συμμέτοχοι στα ανθρώπινα
βάσανα.
Αλλά από την γενιά του Κάιν θα γεννηθεί κι η μουσική κι ο πολιτισμός,
φτιάχνοντας περάσματα πάνω από την άβυσσο, ενώνοντας την ατομική με την
συλλογική συμφορά. Κι ήταν ο πρωτότοκος γιος του Κάιν, ο Ενώχ, αυτός που
θα βρεθεί στους ουρανούς, ξεπερνώντας τον θάνατο.iii
Γένοι’ οἷος ἐσσὶ μαθών
Το ανθρώπινο Πνεύμα αναδύεται μέσα από την τραγική αυτή πορεία. Η πικρή
μέθεξη στην οδύνη του αγαπημένου Άλλου είναι η οδός που στο διάβα της
πλάθεται και φανερώνεται ο Εαυτός: ο Εαυτός ως υποκειμενικότητα κι όχι σαν Εγώ. Όχι
σαν την εικόνα εκείνη του Εγώ που, κατά το λακανικό στάδιο του
καθρέφτη, αρχίζεις να αναγνωρίζεις στο κάτοπτρο των άλλων και που από
εκεί και πέρα είσαι αναγκασμένος να το αναγνωρίζεις πάντα μέσα από την
αναγνώριση των άλλων, μέσα από καθρέφτες, όπου εσύ είσαι πάντα ένα
είδωλο. Να μην μπορείς να δεις το Εγώ σου άμεσα, όπως στον μύθο δεν
μπορούσε κανείς να δει κατάματα την Μέδουσα χωρίς να πετρώσει.
Η χαρισματική και πολύ πρώιμα χτυπημένη από την αρρώστια Γιούλα
Ζουμπουλάκη δεν έγινε ποτέ ο καθρέφτης, μέσα από τον οποίο ο αδερφός της
Σταύρος αναγνώριζε το δικό του Εγώ. Πώς να δεις ένα είδωλο, το είδωλό
σου, μέσα από έναν σπασμένο σε θρύψαλα καθρέφτη; Ας διαβάσουμε τι
ακριβώς γράφει ο ίδιος επί τούτου:
«Μήπως τελικά ο πόνος που έζησα με τη Γιούλα, που δεν τον έλεγα σε
κανέναν και τον κρατούσα και τον μεγάλωνα μέσα μου, ήταν κάτι που το
χρειαζόμουν εγώ, μήπως ήταν τελικά το μυστικό εργαστήρι της διαμόρφωσής
μου, του δικού μου γένοι’ οἷος ἐσσὶ(κατά τη νιτσεϊκή τουλάχιστον ερμηνεία του αινιγματικού στίχου);» (σ. 28-29)
Στο ερώτημα θα απαντήσει η ακροτελεύτια φράση του βιβλίου:
«…Γιούλα μου, σου λέω τώρα κάτι που δεν σου είπα ποτέ, αν και εσύ η
πανέξυπνη μπορεί να το είχες καταλάβει, ότι σου χρωστάω τα πάντα». (σ. 69)
Ο «αινιγματικός στίχος» γένοι’ οἷος ἐσσὶ μαθών ανήκει, βέβαια, στον Πίνδαρο,iv
στον ίδιο ποιητή που, όπως είδαμε, δεν «ολοφύρεται» γιατί η ατομική
συμφορά του δεν χωρίζεται από την όποια συμφορά πέσει στην αρχαία
κοινότητα.
Ο Εαυτός δεν είναι δεδομένος εκ των προτέρων ούτε τον ανακαλύπτεις με
κάποια ομφαλοσκόπηση που ονομάζεται «αυτογνωσία» του Εγώ. Πλάθεται καθ’
οδόν και εμφανίζεται ως το Μοναδικό, μέσα από την σχέση με ό,τι
ονομάζουμε, ακολουθώντας τον Κίρκεγκωρ και τον Μαρξ, καθολική ζωή του Ατόμου.v Είναι ενεργητική μαθητεία,
όχι παθητική, ναρκισσιστική ενατένιση του ειδώλου-Εγώ. Ακόμα παραπέρα,
όπως δείχνει κι η περίπτωση του Σταύρου Ζουμπουλάκη, για να είναι
πραγματική μαθητεία, είναι μαθητεία αγάπης στα βάσανα του Άλλου, στον οποίον, έτσι, χρωστάς τα πάντα.
Ενάντια στην θεοδικία
Μέσα από μια σχέση αγάπης και φρίκης με την βασανισμένη αδερφή, μια
προσήλωση όπου εναλλάσσεται, συνυπάρχει ή και ταυτίζεται η επιθυμία του
θανάτου του Άλλουvi με την επιθυμία του θανάτου στην θέση του Άλλου,vii
ξετυλίγεται η μαθητεία του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Στο κέντρο της,
ιδιαίτερα για έναν πιστό και μάλιστα παιδί ιερέα που ανατράφηκε μέσα
στην χριστιανική διδασκαλία, βρίσκεται η άλυτη αντίφαση ανάμεσα στον
ατελείωτο πόνο των αθώων και την ύπαρξη ενός Θεού του ελέους.
Αναρωτιόταν κι αναρωτιέται ο Ζουμπουλάκης:
«…πώς γίνεται ο Θεός της αγάπης, ο Θεός που απαιτεί την αγάπη, να
δείχνει τόση σκληρότητα στην αδερφή μου. Το ερώτημα ήταν δραματικά
συγκεκριμένο, η σκληρότητα του Θεού απέναντι στην αθώα και αγαπημένη μου
αδερφή, αλλά περιείχε μέσα του την γενίκευση. Από τότε μέχρι σήμερα δεν
έχω αλλάξει άποψη. Το μόνο θεολογικό ερώτημα που υπάρχει είναι αυτό: η
σχέση ανάμεσα στον ανθρώπινο πόνο και την αγάπη του Θεού. Όλα τα άλλα
είναι διανοητικές περιέργειες.» (σ. 29)
Από αυτή την άποψη, ο χριστιανός συγγραφέας δείχνει κατανόηση και συμπάθεια για ορισμένους άθεους:
«…η μόνη έξοδος από την πίστη έναντι της οποίας στέκομαι με απόλυτο
σεβασμό είναι ακριβώς αυτή, όταν δηλαδή ο πιστός δεν μπορεί να
συμφιλιώσει μέσα του τον πόνο του αθώου με το έλεος του Θεού. Αυτός
είναι ο κατεξοχήν θεολογικός λόγος εξόδου. Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται και
η πνευματική σημασία του αθεϊσμού, ενός υπαρξιακού αθεϊσμού…». (σ. 31)
Υπέρτατη αξία, που αξίζει να προσκυνάς παλεύοντας να την εξαλείψεις,
είναι ο πόνος του ανθρώπου. Μήπως, γι’ αυτό, δεν γίναμε πολλοί από εμάς
κομμουνιστές και επαναστάτες;
Είναι η στιγμή που ένας ακόμη απόγονος του Κάιν, ο άθεος Ρασκόλνικωφ
προσκυνάει την αγία πόρνη λέγοντας: «προσκυνάω σε σένα τα βάσανα όλης
της ανθρωπότητας»…
Ποιος, όμως, μπορεί να μην αγανακτεί και να μην οργίζεται όταν ανάγεται σε opusfide, σε έργο πίστης, η αποδοχή της αδικίας, με τον τρόπο π.χ. που κάνει ο Λούθηρος, όταν λέει: Siigiturpossemullarationecomprehendere, quomodoisDeusmisericorsest, quitantamirametiniquitatemostendit, nonessetopusfide– αν
λοιπόν μπορούσα να καταλάβω με κάποιον λόγο πώς γίνεται να είναι
φιλεύσπλαχνος αυτός ο Θεός που δείχνει τόσην οργή και αδικία, δεν θα
χρειαζόταν το έργο της πίστης.viii
Tantamirametiniquitatem… Όχι, χίλιες
φορές όχι, τόση οργή και τόση αδικία δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή και
να συνιστά η αποδοχή της αντίφασης «έργο πίστης»! Ποτέ!
Ο Ζουμπουλάκης δεν μπορεί να δεχτεί τα βάσανα των αθώων, μαζί και της
αδερφής του, σαν εκ Θεού δοκιμασία και πολύ λιγότερο σαν Θεοδικία – αυτό
το φρικτό εφεύρημα απολογίας του Κακού. Όταν ανακαλύπτει τον βίο και το
έργο της Σιμόνης Βέιλ, νιώθει απέραντη ανακούφιση: «Επιτέλους, είχα κάπου οδηγηθεί: πίστη χωρίς θεοδικία, πίστη ως ευθύνη και αγάπη για τον άλλο.» (σ. 39)
Στην Θεοδικία κατέφευγαν με την ανυπόφορη φλυαρία τους οι θεολογούντες
«φίλοι» του Ιώβ, ο οποίος επ’ ουδενί μπορούσε να την δεχτεί και συνέχιζε
να υπερασπίζεται την αθωότητά του, να αγανακτεί, να αμφισβητεί τα
πάντα, να επαναστατεί. Πολύ εύστοχα ο Ερνστ Μπλοχ ονόμασε τον Ιώβ
Προμηθέα των Εβραίων.
Ο Ζουμπουλάκης στέκεται με το μέρος του Ιώβ, όχι των «φίλων» του.
Αυτούς, εξάλλου, στο τέλος, θα τους κατατροπώσει, πέφτοντας σαν κεραυνός
εξ ουρανού, διὰ λαίλαπος καὶ νεφῶν Εκείνος, τον οποίο επικαλούνται, με ευσέβεια, σαν «δίκαιο τιμωρό», δήμιο και βασανιστή αθώων.
… εἶπεν ὁ Κύριος Ἐλιφὰζ τῷ Θαιμανίτῃ· ἥμαρτες σὺ καὶ οἱ δύο φίλοι
σου· οὐ γὰρ ἐλαλήσατε ἐνώπιόν μου ἀληθὲς οὐδὲν ὥσπερ ὁ θεράπων μου Ἰώβ
[…] εἰ μὴ γὰρ δι᾿ αὐτόν, ἀπώλεσα ἂν ὑμᾶς.ix
Οι ραγισμένες φωνές των συγχρόνων
Απομακρυνόμενος από τον όμιλο των φίλων του Ιώβ, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης δηλώνει ευθαρσώς ότι προτιμά από τις «αγέρωχες βεβαιότητες» που βρίσκει συχνά στα κείμενα των μεγάλων Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων, τις «ραγισμένες φωνές των συγχρόνων».
(σ. 35-36) Στο πνευματικό του οδοιπορικό, στην μαθητεία του πλάι στην
αδερφή του, τρία ονόματα συγχρόνων προβάλλουν: ο Αλμπέρ Καμύ, η Σιμόνη
Βέιλ και ο Εμμανυέλ Λεβινάς.
Από τους τρεις, ο ένας ξεκίνησε σαν φτωχόπαιδο από το Αλγέρι κι οι
άλλοι δυο είναι Εβραίοι. (Είναι επιβλητική, έντονη και πολυπληθής η
παρουσία των Εβραίων στο έργο αυτού του αριστερού χριστιανού που τον
αναδεικνύουν σε έναν από τους πιο θαρραλέους πολέμιους του
αντισημιτισμού και του νεοναζισμού στην μνημονιακή Ελλάδα, σε μια
περίοδο όπου ο αντισημιτισμός επικρατεί στην ιουδαιοφοβική θεσμική
Εκκλησία, αλλά, ανομολόγητα, και σε όχι λίγα στρώματα της Αριστεράς).
«Ο Καμύ μας είπε», σημειώνει ο Ζουμπουλάκης, «ότι το
κυριότερο, το μόνο, φιλοσοφικό ζήτημα είναι το ζήτημα της αυτοκτονίας,
γιατί θέτει το ερώτημα της αξίας ή της απαξίας της ζωής. Η ιστορία της
αδερφής μου με οδήγησε από τα εφηβικά μου χρόνια να θεωρώ ότι το κύριο
φιλοσοφικό ερώτημα είναι η αρρώστια. Η αρρώστια θέτει, με τον οξύτερο
τρόπο, το ζήτημα του νοήματος της ζωής, του Θεού, της σχέσης με τους
άλλους, της ευδαιμονίας, της χαράς. Δεν πιστεύω διόλου σε όλη αυτή τη
μεταφυσική του πόνου ούτε στην εξαγνιστική λειτουργία του, πιστεύω μόνο
ότι όποιος δεν έχει πονέσει θα γίνει μοιραία ένας ρηχός και λίγο ως πολύ
ανόητος άνθρωπος. Αλλά πάλι όποιος δεν έχει γευτεί τη χαρά είναι ένας
άρρωστος άνθρωπος, που μπορεί εύκολα να γίνει φθονερός, χαιρέκακος και
μνησίκακος». (σ. 58-59)
Το μέγα ερώτημα της αξίας ή της απαξίας της ζωής τέθηκε και στον Μωυσή,
λίγο πριν τον θάνατό του, όταν είδε από μακριά την Γη της Επαγγελίας,
για την οποία αγωνίστηκε σε όλη την ζωή του, και στην οποία, ο ίδιος δεν
θα πατούσε το πόδι του ποτέ. Παρ’ όλο ότι η ζωή του τερματιζόταν εκεί,
εν γη Μωάβ, και το όνειρο μιας ζωής παρέμενε όνειρο, ο Μωσέ Ραμπένου
είπε τα λόγια του Αντονάι στον λαό: διάλεξε την ζωή!x
Και η Γιούλα Ζουμπουλάκη, όπως γράφει ο αδερφός της, «ήταν με το μέρος της ζωής μέχρι την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά μέχρι θανάτου». (σ. 46)
Η έλξη του Σταύρου Ζουμπουλάκη προς τον βίο και το έργο της Σιμόνης
Βέιλ ξεκινάει πρώτα-πρώτα από το γεγονός ότι δεν υπάρχει χάσμα ανάμεσα
σε βίο και έργο. Η Βέιλ δεν μιλάει μόνο για την εργατική τάξη αλλά
πηγαίνει να δουλέψει σε εργοστάσιο. Δεν παλεύει τον φασισμό στα λόγια
αλλά πηγαίνει στην Ισπανία και συμμετέχει στον εμφύλιο, με το όπλο στο
χέρι, στο πλάι των τροτσκιστών. Δεν συμπονάει εκ του μακρόθεν, πάσχει η
ίδια και τελικά πεθαίνει νωρίς.
«Στα πυρετικά της κείμενα», γράφει ο Ζουμπουλάκης, «βρίσκω
διατυπωμένα όλα τα ερωτήματα που με απασχολούν, πολλά από αυτά που
συνθέτουν την απάντησή της τα έχω σκεφτεί και εγώ, πολλά άλλα είμαι
έτοιμος να τα δεχτώ αμέσως, άλλα δεν έχω την δύναμη να τα δεχτώ και σε
άλλα βεβαίως αντιστέκομαι». (σ. 36)
Η Βέιλ μιλάει για την «απόσυρση» του Θεού μετά την Δημιουργία –με
όρους, κατά τον Ζουμπουλάκη, ανάλογους του «Τσιμτσούμ» στα καββαλιστικά
κείμενα του Ισαάκ Λούρια, τα οποία, όμως, εκείνη αγνοεί– μια απόσυρση
αγάπης ώστε να ανοίξει ένας ζωτικός χώρος για την ελευθερία δράσης και
την έμπρακτη αγάπη του ανθρώπου. Ο ίδιος ο άνθρωπος πρέπει να κάνει την
δική του απόσυρση, την «κένωση» από τον εγωισμό του, για να
αναζητήσει τον Θεό και να αγαπήσει. Οι ελεήμονες και οικτίρμονες είναι
τα μόνα θεϊκά χνάρια στον κόσμο της απουσίας Θεού. (σ. 36-37)
Αυτή την απόσυρση του ανθρώπου, την κένωσή του, την απογύμνωσή του θα
βρει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στην αδερφή του και θα την ονομάσει «αγιότητα»: «τούτη
η αγιότητα προϋποθέτει αρχικώς και κυρίως την παραίτηση από κάθε ίχνος
δύναμης, την πλήρη απογύμνωση. Η αδερφή μου είχε παραιτηθεί από όλα, δεν
διεκδικούσε τίποτε, δεν ήθελε να πετύχει τίποτε». (σ. 55-56)
Στην γλώσσα του Μάιστερ Έκαρτ, ονομάζεται gelâzenheit,μια
«εγκατάλειψη» του επουσιώδους για χάρη του ουσιώδους θεμέλιου της ζωής.
Όχι μια οκνηρή παραίτηση από την χαρά της ζωής αλλά ο ενεργητικός όρος
για να βρει ο άνθρωπος την πρωτογενή «δικαιοσύνη, ευθύτητα και ευγένειά του».xi
(Ας σημειώσουμε, εν παρόδω, ότι αυτή την «απογύμνωση» την βρίσκουμε όχι
μόνο στο περιεχόμενο αλλά και στην μορφή, λιτή και καίρια, του παρόντος
βιβλίου που είναι συγκλονιστικό, σπαρακτικό μα χωρίς την παραμικρή
«αισθηματολογία»).
Η απογύμνωση στην Βέιλ φτάνει μέχρι του σημείου να βλέπει την ανθρώπινη
οδύνη, όχι βέβαια σαν τιμωρία, αλλά σαν έκφραση αγάπης του Θεού. Σ’
αυτό έγκειται το «μυστικό της πίστης».xii
Έχουμε, πάλι, μπροστά μας, με άλλη, πιο ανθρώπινη μορφή, το opus fide του Λουθήρου;
Αυτή η Εβραία, που παρέμεινε αβάφτιστη μέχρι τέλους, έβαλε στο κέντρο
της ζωής και της σκέψης της την σταύρωση του Χριστού αλλά όχι την
Ανάσταση. Κι είναι σε τούτο το σημείο που χωρίζει τον δικό του δρόμο ο
Σταύρος Ζουμπουλάκης, αφού γι’ αυτόν η αγάπη δεν υπάρχει χωρίς χαρά και «όποιος δεν έχει χαρά δεν μπορεί να είναι χριστιανός». (σ. 40)
Παραδόξως, από μιαν ετερόδοξη Εβραία που πιστεύει στον Χριστό στρέφεται
σε έναν άλλο Εβραίο, επιφανή φιλόσοφο κι εκπρόσωπο του πιο ορθόδοξου
ραββινικού Ιουδαϊσμού, τον Εμμανυέλ Λεβινάς, του οποίου μάλιστα θα
μεταφράσει προσεκτικά και Τέσσερις ταλμουδικές μελέτες.xiii
«Όταν το 1978», γράφει ο Ζουμπουλάκης, «θα έρθω σε πρώτη
επαφή με το έργο του Λεβινάς, είμαι έτοιμος, με έχει ετοιμάσει η αδερφή
μου, να το δεχτώ, να αποδεχτώ ότι δεν υπάρχει αμοιβαιότητα στην ηθική,
ότι στην ηθική σχέση είμαι παντοτινά όμηρος του άλλου, το εγώ εξαρτάται
από τον άλλο, χωρίς καν να το έχει θελήσει, η τρωτότητα του υποκειμένου
προηγείται της βούλησής του. Χωρίς αυτήν την ομηρία δεν υπάρχει στον
κόσμο έλεος, συμπόνια, συγχώρηση, εγγύτητα». (σ. 61-62)
Στην διέξοδο που βλέπει ο Ζουμπουλάκης στην «ηθική σχέση σαν ομηρία» του Λεβινάς σίγουρα πέφτει η σκιά της «κατάρας του Νόμου». Υπάρχει, όμως, και η αχνή προτύπωση μιας υπέρβασής του, στην πέραν του Νόμου Δικαιοσύνη, το Μέγα Έλεος – Τσέντεκ στην βιβλική γλώσσα.
Το «μυστικό της πίστης», η αλήθεια της ελπίδας είναι η αγάπη άνευ ορίων, άνευ όρων. Αυτό ψιθυρίζουν οι ραγισμένες φωνές των συγχρόνων.
Η ετερόδοξη Ορθοδοξία της αγάπης
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης αποτολμά και λέγει όλα όσα οι ψοφοδεείς
πιστοί δεν τολμούν να σκεφτούν καν. Όλη η ετερόδοξη Ορθοδοξία του
κορυφώνεται και συμπυκνώνεται σε εκείνη την εξαίσια και βροντερή κραυγή:
«Όποιος έχει αγόγγυστα σκατοσκουπίσει άρρωστο είναι μείζων των τιτάνων της θεολογίας». (σ. 61)
Το βιβλίο για την αδερφή του δεν είναι ούτε πραγματεία θεολογίας ούτε
φιλοσοφικό δοκίμιο ούτε λογοτεχνικό τεχνούργημα, παρ’ όλο που και η
θεολογία και η φιλοσοφία και η λογοτεχνία μετέχουν στο κείμενο αυτό.
Μπορεί να θυμίζει τις εκ βαθέων προσωπικές εξομολογήσεις που γίνονταν
δημόσια στην αρχαία Εκκλησία, ξεπερνώντας το χάσμα ατομικού και
συλλογικού. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι κραυγή αγάπης άχρι θανάτου, πέρα
από τα όρια του θανάτου.
Ένας στίχος της Ακολουθίας του Σάββα του Ηγιασμένου λέει ότι ο «παιδαριογέρων» άγιος ήταν ἀγάπης φρυκτωρίαις πεφωτισμένος.
Διαδοχικές πυρές, φρυκτωρίες, ανάβουνε η μία μετά από την άλλη με το
πυρ της αγάπης, για να μεταφέρουν το μήνυμα της μίας αγάπης σε μιαν άλλη
αγάπη, από την μία άκρη του ουρανού και της γης στην άλλη, μέχρι να
αγκαλιαστεί και λουστεί στο φως των φρυκτωριών όλη η βασανισμένη
ανθρωπότητα. Μήπως αυτό ονόμαζε «καθολική ζωή του Ατόμου» ο Κίρκεγκωρ
και «ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός σαν όρο ελεύθερης ανάπτυξης όλων» ο
συγγραφέας του Κομμουνιστικού Μανιφέστου;
Κι όμως, στον σημερινό κόσμο της καπιταλιστικής παρακμής και της κρίσης θα παγώσει, ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν.xivΕδώ,
πιθανόν, να βρίσκεται και το πρόβλημα της πολιτικής στον καθόλου
απολίτικο Ζουμπουλάκη, ένα πρόβλημα διαμεσολαβημένο κι αυτό από την
αγαπημένη αδερφή: «η πολιτική, χωρίς ένα τραγικό αίσθημα της ζωής, είναι απλώς divertissement, με την πασκαλική έννοια». (σ. 60)
Το τραγικό στη ζωή δεσμεύει την πολιτική στον Ζουμπουλάκη. Την κάνει να
τείνει στην μέγιστη δυνατή ανακούφιση των δεινών, τα οποία πάντα θα μας
συνοδεύουν, μέσα από ένα δρόμο μεταρρύθμισης, όχι επανάστασης.
Συμμερίζεται την δυσπιστία του Λεβινάς απέναντι στο Μεσσιανικό, το
βιβλικής καταγωγής στοιχείο μιας ριζικής τομής στην Ιστορία, το οποίο
τοποθέτησε τον Μπένγιαμιν και τον Μπλοχ στο έδαφος του επαναστατικού
Μαρξισμού.
Αναφέρθηκε ο Πασκάλ. Ας θυμηθούμε μια περίφημη Σκέψη του με εντονότατο το τραγικό αίσθημα της ζωής: «Ο Ιησούς θα βρίσκεται σε επιθανάτια αγωνία μέχρι το τέλος του κόσμου: μέχρι τότε δεν πρέπει να αποκοιμηθούμε».xv Αυτή η διαρκής αγρυπνία μέχρι να ολοκληρωθεί το τέλος του κόσμου της ανθρώπινης οδύνης ονομάζεται διαρκής επανάσταση.
Certum est, quia impossibile est
Υπάρχει μια ανησυχαστική σκέψη στον Λέων Σεστώφ. Μας θυμίζει ο Ρωσοεβραίος συγγραφέας της Νύχτας στη Γεθσημανή
ότι μέχρι τώρα οι ζωντανοί γράφουν για τους νεκρούς σίγουροι ότι οι
νεκροί δεν μπορούν πια να μιλήσουν κι είναι αμέτοχοι σε ό,τι λένε για
δαύτους. Τι θα συνέβαινε, όμως, αν μια μέρα, ξαφνικά, άνοιγαν οι τάφοι
και βγαίνανε οι νεκροί να κρίνουν τα λόγια μας για όσους δεν μπορούν
παρά να σιωπούν;xvi
Τι θα έλεγε, αίφνης, η Γιούλα Ζουμπουλάκη για το βιβλίο που έγραψε αμέσως μετά την κηδεία της, ο αδερφός της Σταύρος;
Εδώ σταματάει κάθε κριτική. Κι αν μέχρι τώρα ακούστηκε ένας έπαινος κι
αυτός τώρα μένει πίσω, πολύ πίσω, καθώς η κριτική χάνεται μπροστά στην
αληθινή Κρίση.
Χριστούγεννα 2012
i Αποκ. 10:10.
ii Πίνδαρος, Παιάν 9:22.
iii Γέν. 4:17-22 και 5:24.
iv Πίνδαρος, Πυθιόνικος 2, 72.
v Βλ. Σ. Μιχαήλ, Μαρξ και Κίρκεγκωρ: η Εγρήγορση που ονειρεύεται, στο Μορφές της Περιπλάνησης, Άγρα, Αθήνα 2004, σ. 200-212.
vi Σ. Ζουμπουλάκης, Η Αδερφή μου, σ. 33.
vii Ό.π., σ. 27.
viii Μartin Luther, De Servo Αrbitrio 124.
ix Ιώβ 42:7- 8.
x Δευτ. 30:19.
xi Βλ. σχετικά Gwendoline Jarczyk, Pierre-Jean Labarrière, Le vocabulaire de Maître Eckhart, Εllipses, Παρίσι 2001, σ. 7.
xii Βλ. το σχετικό παράθεμα στο βιβλίο του Σ. Ζουμπουλάκη, ό.π., σ. 38.
xiii Πόλις, Αθήνα 1995.
xiv Ματθ. 24:12.
xv Pensées, 553
xvi Léon Chestov, La Nuit de Gethsémani, Edition de l’éclat, 2012, σ. 14.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου