ΤΟ ΧΑΡΩΠΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Πέτρος Θεοδωρίδης
μια τερατώδης Βαρύτητα ρουφά
τον κόσμο μας που γίνεται ολοένα και πιο πυκνός.Δεν κινδυνεύει από Έκρηξη
αλλά από Ενδορηξη
Ένα
δωμάτιο με ελάχιστα έπιπλα αρκετά μεγάλο και ισόγειο ,ένα γραφείο. Οι τοίχοι
διακοσμημένοι με αντίγραφα:πίνακων : «Ο Δαβίδ με το κεφάλι του Γολιάθ» , του
Καραβατζιο , «η χωρα της ανεμελιάς» του Μπρεγκελ , «η Οφηλια» του Μιλαι ,ένα σκίτσο
του Καρλ Φρέντρικ Χιλ που απεικονίζει ένα μοναχικό ελαφι να κλαίει, ο
«Πληγωμένος άγγελος» του Χιούγκο Σίμμπεργκ,
Ένα
λάπτοπ.
Ο
συγγραφέα, ο Μένης Θήτα μετακινείται πέρα δώθε στη κυλιόμενη πολυθρόνα και,
κάπου κάπου πληκτρολογεί κάτω από τον τίτλο
Ο
Μένης νιώθει απελπισμένος: πιάνει το κεφάλι του
Πως
θα περιγράψει το τέλος του κόσμου «Εισβολή εξωγήινων;
«Πολύ
κοινότοπο.
«Φυσική
καταστροφή;»
Έχει χιλιοειπωθεί.
Και
πως να αποδώσει την υπόκωφη μνησικακία που ξεσπάει αίφνης, την οργή ,τον
φθόνο τα κιτρινισμένα από τον φθόνο
πρόσωπα ,το μίσος μεταμφιεσμένο σε αγάπη
,τη διάχυση των συναισθημάτων;
Όλα
όσα παρατηρεί γύρω του και διαισθάνεται ως τέλος του κόσμου πως να το μεταμορφώσει σε ένα διήγημα ;
Ξάφνου
ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ορμητικά η Λίζα και τα δυο παιδιά του, ο Βασίλης
και η Μαρία ,γελαστοί και χαρούμενοι .
Ο
Μένης αναπηδά τρομαγμένος. «Συγνώμη σε διέκοψα» του λέει η Λίζα .
Ο
Μένης σχεδόν μούγκρισε « Δεν έπρεπε να δεχτώ τη θέση του φύλακα σε αυτή την
ερημιά .Δεν μπορώ να γράψω»
Τα
παιδιά μάλωναν παίζοντας
«
Εμείς πάντως περνάμε πολύ καλά « του
απαντά η Λίζα.
«Κοιτα,
σου έστειλαν ένα αντίτυπο από τον πίνακα που παρήγγειλες».
Ο
Μένης το ξεδιπλώνει . Είναι ο πίνακας του Πίτερ
Μπρεγκελ ‘’ Κυνηγοί στο χιόνι» . Οι κυνηγοί ντυμένοι σκούρα επιστρέφουν
σκυφτοί στο χωριό τους. Τα μαύρα πουλιά
στα δέντρα κάνουν το χειμωνιάτικο τοπίο να φαίνεται μουντό και απόκοσμο.
«Έξω
είναι χαρά θεού» Άνοιξη , έχουμε γεμίσει παπαρούνες . Βγες έξω μη κλείνεσαι μέσα
«Μα
έχω διορία να παραδώσει α το τέλος του κόσμου μέχρι μεθαύριο» φώναξε. Αν δεν το
παραδώσω έγκαιρα θα είναι ··,
Καταστροφή.
«Εγώ
πάντως είμαι ευτυχισμένη εδώ φώναζε η Λίζα. Δες έξω:
Κοιταξε:
Ο
ουρανός ήταν γαλάζιος το λιβάδι καταπράσινο. Εδώ κι εκεί κοκκίνιζε από τις
παπαρούνες
Η
Λιζα και τα παιδιά βγαίνουν έξω και ο
Μένης συνεχίζει να γράφει
«εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι
είχανε μαζευτεί ξαφνικά ο ένας κοντά στον άλλο όχι από αγάπη η συμπόνια η έστω
από φόβο αλλά τρέμοντας μες την ανησυχία για κάτι απροσδιόριστο άγνωστο και
απειλητικό ,δεν ήταν φόβος ήταν μάλλον αγωνία κάτι σαν κυματισμός , εναλλασσόμενα
συναισθήματα δέους , οργής, θλίψης που όμως ποτέ δεν μετουσιωνόταν σε πένθος
αλλά παρέμεναν σαν κύματα σε μια θάλασσα που φαινόταν ότι θα αγρίευε
συσσωρεύονταν σύννεφα αγριεμένα και ο ουρανός άλλαζε χρώματα μωβ , μπλάβο, βαθύ
βυσσινί άλλοτε κατακόκκινος πάντα όμως με ένα υπόστρωμα μαύρου , απειλητικού,
μιας σκοτεινιάς ανεξήγητης τ 'αστέρια κρύβονται και αρχίζει να λυσσομανά ο
αέρας και εκείνοι….»
Έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε για λίγο στην πολυθρόνα.
Είχε για τα καλά βραδιάσει και ο ουρανός έσφυζε από αστέρια .
Αίφνης τα αστέρια έσβησαν και ,για λίγο ο Μένης αισθάνθηκε
να σφίγγει την καρδία του το
τέλος του κόσμου.
Άνοιξε τα μάτια του: Καθόλου άστρα Σκοτάδι. Και να ! αναδυθήκαν από το
πουθενά χιλιάδες πυγολαμπίδες Το λιβάδι φωτίστηκε όμως εκείνες δεν ήταν πλέον
κόκκινες αλλά μαύρες.
Μαύρες παπαρούνες
Ο Μένη ξάπλωσε αναμεσά τους
Ελαφρύ αεράκι.
Έκλεισε τα ματια.*
Υστέρα άνοιξε τα μάτια του .Είχε ξημερώσει Ο ουρανός είχε αποκτήσει ένα μπλάβο
μεταλλικό χρώμα έσπαγε από κιτρινωπούς λεκέδες που άπλωναν εδώ και εκεί
-Όνειρο θα βλέπω, αναφώνησε κοιμήθηκε και ξύπνησε ξανά και ξανά!
Και κάθε φορά που ξυπνούσε ο ουρανός γινόταν, όλο και πιο ανοίκειος .Μαύρα
πουλιά έπεφταν από τον ουρανό !
« Ονειρεύομαι το τέλος του Κόσμου» σκέφτηκε ο Μένης. Και συνέχισε να γράφει.
«και εκείνοι -οι άνθρωποι- ένιωθαν την
καρδιά τους να σφίγγεται και έναν κόμπο στον λαιμό, εντωμεταξύ συνέχιζαν να
ασχολούνται με τις εργασίες τους η να ερωτεύονται να καβγαδίζουν, να κάνουν
παιδιά , να πηγαίνουν σχολείο , να παρκάρουν ,να κάνουν μπάνιο , να συνομιλούν
ακατάπαυστα ξέροντας όμως υπόκωφα πως τίποτε πια δεν είναι όπως πριν και αύριο
,μεθαύριο η και την επομένη ώρα η ζωή οθονών θα άλλαζε ριζικά προς το χειρότερο
και ότι δεν υπήρχε κάποιος υπεύθυνος ο ένας και μοναδικός φταίχτης ο
αποδιοπομπαίος τράγος οπού θα μπορούσαν να ξεσπαθώσουν να τον βάλουν φυλακή να
του βγάλουν τα έντερα να τον αποκεφαλίσουν ώστε να βγάλουν το άχτι τους και ότι
μάλλον υπήρχαν χιλιάδες η μάλλον εκατομμύρια αίτια αυτής της παράξενης και
ανεξήγητης κρίσης που συσσωρεύτηκαν για χρόνια σαν τα σκουπίδια που σχημάτιζαν
βουνά γύρω από τις πόλεις τους ενόσω αυτοί συνέχιζαν να ψωνίζουν στα
σουπερμάρκετ να διασκεδάζουν στα πολυσινεμα σ'αυτήν την κρίση που σέρνονταν για
χρόνια κι έμοιαζε με εκείνο το πανάρχαιο Φίδι που έτρωγε σύμφωνα με τον μύθο
την ουρά του ακατάπαυστα μονό που τώρα δεν ήταν η ουρά αλλά τα ίδια τα παιδιά
του που έτρωγε αυτό το Φίδι που ήταν ο Χρόνος
-Ήρθαμε! Ακούστηκε η φωνή της Λιζας. Από πίσω της
έρχονταν χαρούμενα τα παιδιά
-Αγάπη μου πρέπει να σου πω το πω Είδα το τέλος του κόσμου
ήταν όνειρο αλλά τόσο ζωντανό
-Μα το ξέρω, απαντάει η Λίζα. Όλος ο κόσμος το ξέρει.
Είδαμε όλοι το ίδιο όνειρο·, το βλέπουμε εδώ και μέρες. Ξέρουμε ότι ζούμε το τέλος
το Κόσμου
-Μόνο εγώ δεν το ήξερα; Ψέλλισε ο Μενης
Ναι!
-Το τέλος ! Και τι κάνουμε τώρα;
Ότι κάναμε κάθε μέρα. Θα μαγειρέψουμε θα συνεχίσεις
να γράφεις το σενάριο σου. Το βράδυ θα φιλήσουμε τα παιδιά, θα πούμε καληνύχτα θα
προσέξουμε μήπως αφήσαμε κάποιο το φως αναμμένο
Μα τι νόημα έχουν όλα αυτά, αν ήρθε το τέλος ρώτησε
σαστισμένος ο Μένης
- Το ΤΕΛΟΣ αγάπη μου διαρκεί πολύ απάντησε γελαστά η γυναικά του
.....κι όμως διψούσαν για να συνεχίσουν την ζωή που
μέχρι τώρα έκαναν-να πηγαίνουν με τα αυτοκίνητα τους πάνω
κάτω σε ένα ατελείωτο μποτιλιάρισμα να στέκονται ώρες στην ουρά έξω από τα
κέντρα διασκέδασης ,να αλαλάζουν σιωπηλοί μπρος τη μεγάλη οθόνη να κάνουν έρωτα
μηχανικά ,να αυνανίζονται μέσα σε μια ατελείωτη φαντασίωση ενώ ήξεραν ότι πάντα
η απόλαυση ήταν αλλού και άλλη και κλεμμένη και ενώ, ενδόμυχα ,επιθυμούσαν
κάπου όλο αυτό το γαϊτανάκι να τελειώσει να ξαναβρούν την αθωότητα να
σταματήσει το κακό και όμως ,συνέχιζαν σαν τα τυφλά γαϊδούρια να σέρνουν τον
τροχό του μαγγανοπήγαδου : ελπίδα ,αθωότητα ,διάψευση , εμμονή, συσσώρευση
εμπειριών σε ένα κυνήγι μιας ευτυχίας το ίδιο μάταιο όπως η ζωή τους ,ενώ
βαθιά φυτεμένη μέσα τους ακουγόταν η σιωπηλή επιταγή του Υπερεγώ: Απήλαυσε το
! Μα..τι;
….
Το Πραγμα, σαν το Τερας του Φρανκεσταιν , αυτονομημένο
, ημι ανθρώπινη μηχανή, το Τερας των αγορών τα σπρεντς , τα τοξικά ομόλογα ,τα
δάνεια που έγιναν βράχνας ,το χρήμα σαν το πορτραίτο του Ντοριαν Γκρευ όπου
αυτού νομίσανε τοι μπορούνε να φορτώσουνε εκεί την μιζέριας τους , την
Μοχθηρίας τους και τον Μόχθο των λάλων ,συμπυκνωμένη,παγωμένη , να απωθήσουν
εκεί τα σκοτεινά συναισθήματα ,να κρύψουν τις αμαρτίες τους (όπως ο Μίδας που
προσπάθησε να κρύψει το μυστικό του σε μια τρυπά )για να συνεχίζουν αυτού να παραμένουν
αρυτίδωτοι ,αιωνία νέοι λες και η χωρά τους ήτανε χωρά των Ατλάντων και να που
η μαγεία διαλύθηκε και είδαν τοι η χωρά ήτανε έρημος και όλα αυτά τα
φανταστήκανε ,δεν ήτανε ο χρόνος που παγιδεύτηκε αλλά αυτού σε έναν
αντικατοπτρισμό μεγαλείου και δεν υπήρχε νερό -πραγματικό νερο-σ'αυτον τον
τόπο.
και ένιωσαν τοι έγιναν ξένοι σε ένα κόσμο όπου νόμιζαν
ότι είναι σπίτι τους. ένιωσαν ξανά παιδιά, αβέβαια για τους εαυτούς τους σε ένα
αποξενωμένο κόσμο,
ομωςδεν ένιωθαν πια αθώοι
Είχαν , ανεπανόρθωτα, γεράσει .
ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου