Εδώ, η de Hennezel περιγράφει και μοιράζεται μαζί μας την
προσωπική εμπειρία της από την συνοδεία ετοιμοθάνατων ανθρώπων −άλλοτε φίλων της
κι άλλοτε στα πλαίσια μιας «κλινικής πόνου» και μιας «κλινικής λοιμωδών νόσων»
(για το Aids ειδικότερα), στις οποίες
εργάζεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια−, κι έχει πολλά σπουδαία κι από πρώτο χέρι
να μας πει, όπως ότι:
«Κρύβουμε τον θάνατο σαν να ήταν ατιμωτικός,
σαν να ήταν βρώμικος. Δεν βλέπουμε σε αυτόν παρά φρίκη, παραλογισμό, βασανιστική
και άσκοπη οδύνη, κατάφωρη αδικία, ενώ είναι το αποκορύφωμα της ζωής μας, το
επιστέγασμά της, αυτό που της προσφέρει νόημα και αξία, παραμένοντας βέβαια πάντοτε
ένα τεράστιο μυστήριο, ένα μεγάλο ερωτηματικό στα έγκατα του “είναι” μας.
Γνωρίζω πως θα πεθάνω μια μέρα, παρόλο που
δεν γνωρίζω το πώς και το πότε. Το γνωρίζω κάπου βαθιά μέσα μου. Γνωρίζω πως
μια μέρα θα πρεπει να εγκαταλείψω τους δικούς μου, εκτός κι αν εκείνοι με
εγκαταλείψουν πρώτοι. Παραδόξως, αυτή η μύχια και βαθιά γνώση είναι ό,τι έχω
κοινό με όλα τα υπόλοιπα ανθρώπινα όντα. Γι’ αυτό ο θάνατος του συνανθρώπου μου
με αγγίζει. Μου επιτρέπει να εισέλθω στην ουσία της μοναδικής και πραγματικής
ερώτησης: ποιο είναι επιτέλους το νόημα της ζωής μας; […]
Μήπως ο θάνατος μας δημιουργεί τόση αγωνία
επειδή μας παραπέμπει στα πραγματικά ερωτήματα, αυτά που συχνά έχουμε καταχωνιάσει
σκεπτόμενοι πως θα τα αντιμετωπίσουμε αργότερα, όταν θα είμαστε σε πιο προχωρημένη
ηλικία, πιο ώριμοι, όταν θα έχουμε υποτίθεται το χρόνο να κάνουμε στον εαυτό μας
πιο ουσιαστικά ερωτήματα;
Εκείνοι που πλησιάζουν τον θάνατο, ανακαλύπτουν
μερικές φορές πως η εμπειρία του “μετά”, τούς έχει ήδη προσφερθεί εδώ και τώρα, από την ίδια την εμπειρία της
ζωής. Η ίδια η ζωή δεν μας περιφέρει άραγε από το ένα “μετά” στο άλλο, στο “μετά”
από εμάς, στο μετά τις βεβαιότητές μας, στο μετά τις κρίσεις μας, στο μετά τους
εγωϊσμούς μας, στο μετά τα προσχήματα; […]
Ο χρόνος του θανάτου δεν είναι, όπως συχνά
πιστεύουμε, ένας παράλογος χρόνος που στερείται νοήματος. [… Και …] ο χώρος που
έχει προβλεφτεί για τη φιλοξενία των ετοιμοθάνατων, μπορεί να λειτουργεί και
αντίστροφα, δηλαδή σαν χώρος όπου εκδηλώνεται η ζωή με όλη της τη δύναμη. […]
Τη στιγμή που ο θάνατος είναι τόσο κοντά,
που η θλίψη και ο πόνος κυριαρχούν, μπορεί να υπάρξει ακόμα ζωή, χαρά, ψυχική δύναμη
πρωτόγνωρη σε ένταση και σε βάθος.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου