απόσπασμα
…….εντωμεταξύ ο ουρανος αρχιζει να παιζει περιεργα παιχνίδια μαζευονται συννεφα αγριεμένα ,ταστερια κρυβονται και αρχίζει να λυσσομανα ο αέρας ,ψυχή δεν υπαρχει γυρω, ,ενώ ανοιγαν καποιες από τις τρυπες της κολασης:ανοιγματα πού φαινονται στο ματι σαν ρωγμές στα βραχια , άλλες ορθανοιχτες και άλλες περιορισμένες και στενές ενώ ολες ηταν ακανόνιστες και μαυρες,εβγαιναν από μεσα τους αναθυμιάσεις σαν πυκνη ομιχλη και να σιγά σιγα πού από μια τέτοια οπη αναδυεεται ο ιδιος ο σατανάς ,όχι εκείνος με τα κερατα και τη διχαλωτή ουρά αλλά ο άλλος,πανεμομορφος και μελαγχολικός ,μεγαλοπρεπα απεχθής εκπεσών και ανημπορος με δακρυσμενα μάτια ,καταμαυρος σαν τη νυχτια,αλήτης του επέκεινα-καλύτερα βασιλιάς στην κόλαση παρα δουλος στον ουρανό-
…….εντωμεταξύ ο ουρανος αρχιζει να παιζει περιεργα παιχνίδια μαζευονται συννεφα αγριεμένα ,ταστερια κρυβονται και αρχίζει να λυσσομανα ο αέρας ,ψυχή δεν υπαρχει γυρω, ,ενώ ανοιγαν καποιες από τις τρυπες της κολασης:ανοιγματα πού φαινονται στο ματι σαν ρωγμές στα βραχια , άλλες ορθανοιχτες και άλλες περιορισμένες και στενές ενώ ολες ηταν ακανόνιστες και μαυρες,εβγαιναν από μεσα τους αναθυμιάσεις σαν πυκνη ομιχλη και να σιγά σιγα πού από μια τέτοια οπη αναδυεεται ο ιδιος ο σατανάς ,όχι εκείνος με τα κερατα και τη διχαλωτή ουρά αλλά ο άλλος,πανεμομορφος και μελαγχολικός ,μεγαλοπρεπα απεχθής εκπεσών και ανημπορος με δακρυσμενα μάτια ,καταμαυρος σαν τη νυχτια,αλήτης του επέκεινα-καλύτερα βασιλιάς στην κόλαση παρα δουλος στον ουρανό-
διεφθαρμενος ως τα βαθη της ψυχής του, μόνος….
Την ίδια ώρα στην άλλη άκρη του νησιου μια γυναίκα μόνη ,όχι πολύ μεγάλη, έκλαιγε σιωπηλά για εκείνον πού ήξερε να κάνει έρωτα στη ψυχή της την ίδια της-τον ποθούσε με ανήμπορο πόθο-ήθελε να τον βλέπει με δάκρυα στα μάτια όταν τον είχε και να γέρνει το κεφάλι πίσω ,τα μάτια ,πράσινα να τον κοιτούν καθώς εκείνος της χάιδευε σιωπηλά το στήθος-της έλεγε λέξεις πού χώνονταν η μια μέσα στην άλλη σαν ονειρικά κεραμίδια, απροσδόκητα αγγίγματα στο κορμί της ,έρωτας πού μοιάζε μ ένα γλυκό θάνατο, ύστερα εκείνος έφευγε και αυτή έμενε μόνη με τα μαλλιά ξέπλεκα να κυματίζουνε νεκρά σαν ανεμώνες, μονάχα σκόρπιες μνήμες ενός έρωτα πού μοιάζε σαν άρχεται από τα βάθη του ύπνου ή της Κόλασης-και τώρα μόνη με κείνη την ανείπωτη λαχτάρα να τον ξαναδεί και μαζί την ολοπικρη βεβαιότητα του ‘’ποτέ πιά’’,ποτέ πιά.
Αυτός αδυσωπητα αμειλικτος σαν τον τρομερο Γιαχβε πού σκορπουσε φωτια και θανατο στους πιστούς του εχθρού του Βαάλ ,ρουφηξε τη ψυχή της κι εγινε καπνός αφηνοντας πίσω του μυρωδια από θειαφι και την ακολαστη γευση της απουσιας τόσο σκληρα ηδονική οσο εκείνη του Ναρκισσου όταν- βεβαιος για τον θανατο του -βυθιζοταν στην εικόνα του για πάντα(στο αμνιακο υγρό, την ιδια την αισθηση του εαυτου του ,πλεονασμα γλισχρο σαν βλενα)η γυναικα,ψηλή με ποδια μακρια και το αιδοιο κουρασμενο από την ματαιη προμονη ,κλαιουσα τωρα με αναφυλλητα αναρωτιεται με την ακρη του μυαλού της μην όλα τουτα τα φανταστηκε κι ακόμα τι εγινε ο χρονος ,πως συρρικνωθηκε ετσι και χρονια ολοκληρα μοιαζουν να εχουνε συμπυκνωθει σε μιαν ατελειωτη-απεθαντη στιγμη,χωρίς βεβαια να ξερει ότι για αιωνες ολοκληρους ,τεραστια καζανια βραζανε ασταματητα για τουτη τη στιγμή,γι τον δικο της τελειωτικό, πλεριο,ηδυτατο χαμό...
Την ίδια ώρα στην άλλη άκρη του νησιου μια γυναίκα μόνη ,όχι πολύ μεγάλη, έκλαιγε σιωπηλά για εκείνον πού ήξερε να κάνει έρωτα στη ψυχή της την ίδια της-τον ποθούσε με ανήμπορο πόθο-ήθελε να τον βλέπει με δάκρυα στα μάτια όταν τον είχε και να γέρνει το κεφάλι πίσω ,τα μάτια ,πράσινα να τον κοιτούν καθώς εκείνος της χάιδευε σιωπηλά το στήθος-της έλεγε λέξεις πού χώνονταν η μια μέσα στην άλλη σαν ονειρικά κεραμίδια, απροσδόκητα αγγίγματα στο κορμί της ,έρωτας πού μοιάζε μ ένα γλυκό θάνατο, ύστερα εκείνος έφευγε και αυτή έμενε μόνη με τα μαλλιά ξέπλεκα να κυματίζουνε νεκρά σαν ανεμώνες, μονάχα σκόρπιες μνήμες ενός έρωτα πού μοιάζε σαν άρχεται από τα βάθη του ύπνου ή της Κόλασης-και τώρα μόνη με κείνη την ανείπωτη λαχτάρα να τον ξαναδεί και μαζί την ολοπικρη βεβαιότητα του ‘’ποτέ πιά’’,ποτέ πιά.
Αυτός αδυσωπητα αμειλικτος σαν τον τρομερο Γιαχβε πού σκορπουσε φωτια και θανατο στους πιστούς του εχθρού του Βαάλ ,ρουφηξε τη ψυχή της κι εγινε καπνός αφηνοντας πίσω του μυρωδια από θειαφι και την ακολαστη γευση της απουσιας τόσο σκληρα ηδονική οσο εκείνη του Ναρκισσου όταν- βεβαιος για τον θανατο του -βυθιζοταν στην εικόνα του για πάντα(στο αμνιακο υγρό, την ιδια την αισθηση του εαυτου του ,πλεονασμα γλισχρο σαν βλενα)η γυναικα,ψηλή με ποδια μακρια και το αιδοιο κουρασμενο από την ματαιη προμονη ,κλαιουσα τωρα με αναφυλλητα αναρωτιεται με την ακρη του μυαλού της μην όλα τουτα τα φανταστηκε κι ακόμα τι εγινε ο χρονος ,πως συρρικνωθηκε ετσι και χρονια ολοκληρα μοιαζουν να εχουνε συμπυκνωθει σε μιαν ατελειωτη-απεθαντη στιγμη,χωρίς βεβαια να ξερει ότι για αιωνες ολοκληρους ,τεραστια καζανια βραζανε ασταματητα για τουτη τη στιγμή,γι τον δικο της τελειωτικό, πλεριο,ηδυτατο χαμό...