Δικαίωμα αντίστασης και ποινικό δίκαιο
(Το δικαίωμα της αντίστασης στο πλαίσιο του ισχύοντος ποινικού δικαίου)
Διονύσης Δ. Σπινέλης
καθηγητής του ποινικού δικαίου στο πανεπιστήμιο Αθηνών
1 Εισαγωγή
1.1. Η αντίσταση στο ποινικό δίκαιο
Οι
διατάξεις του ποινικού δικαίου δέν προβλέπουν «δικαίωμα αντίστασης».
Και εύλογα, γιατί το ποινικό δίκαιο δέν έχει ως αποστολή να απονέμει
δικαιώματα στους πολίτες, αλλά πρωτίστως να καθορίζει ποιες πράξεις
έχουν ποινικό ενδιαφέρον και σε ποιες ποινικές κυρώσεις πρέπει να
υποβληθούν οι δράστες τους.
1.2. Έγκλημα αντίστασης κατά της αρχής
Η
«αντίσταση» προβλέπεται στο άρθρο 167 § 1 του ποινικού κώδικα (ΠΚ) ως
ένα έγκλημα που στρέφεται κατά της πολιτειακής εξουσίας. Επίσης, πράξεις
που χαρακτηρίζονται ως «αντίσταση» με την παραπάνω έννοια προβλέπονται
ρητά ως στοιχείο και στο έγκλημα της «στάσης» (άρθρ. 170 § 1 ΠΚ). Και
φυσικά πράξεις που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως «αντίσταση» με μια
ευρύτερη έννοια του όρου, που ξεπερνά τα ορολογικά όρια των ποινικών
διατάξεων, μπορεί να συνιστούν πράξεις καταρχήν αξιόποινες σύμφωνα με
τις διατάξεις του ΠΚ ή κάποιου ειδικού ποινικού νόμου. Έτσι λχ η
τυραννοκτονία μπορεί να συνιστά έσχατη προδοσία (άρθρ. 134 § 3 ΠΚ) ή
απλώς ανθρωποκτονία (άρθρ. 299 ΠΚ), ενώ άλλες πράξεις μπορούν να
συνιστούν εσχάτη προδοσία (134 §§ 1 και 2), διαφόρων ειδών σωματική
βλάβη (308 - 311 ΠΚ) έκρηξη (270 ΠΚ) κλπ.
1.3. Λόγοι άρσης του αδίκου
Εξάλλου,
όπως είναι γνωστό, οι ποινικές διατάξεις είναι κανόνες που υπόκεινται
σε εξαιρέσεις, όπως είναι οι διάφοροι λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα
της πράξης, άρσης του καταλογισμού, εξάλειψης του αξιόποινου κλπ λόγοι
για τους οποίους δέν επιβάλλεται ποινή σε μία καταρχήν αξιόποινη πράξη.
Ειδικότερα
οι λόγοι άρσης του αδίκου δέν περιέχονται μόνο στον ποινικό κώδικα αλλά
και σε διάφορα άλλα νομοθετήματα που ανήκουν σε διάφορους κλάδους του
δικαίου, ακόμη και σε κανόνες εθιμικούς ή πέρα απο το θετό δίκαιο.
Μία
σημαντική σχετική διάταξη είναι η διάταξη το άρθρου 20 του ΠΚ κατα την
οποία « εκτός απο τις περιπτώσεις που αναφέρονται στον Ποινικό Κώδικα
(άρθρα 21, 22, 25, 304 § 4, 308 § 2, 367, 371 § 4), ο άδικος χαρακτήρας
της πράξης αποκλείεται και όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση
δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται απο το νόμο.
Έτσι,
άν η αντίσταση στην κρατική εξουσία γενικά ή ως προς ορισμένη πράξη
προβλέπεται κάπου ως δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί ή ως καθήκον που
πρέπει να εκπληρωθεί, τότε το δικαίωμα αντίστασης έχει ως πρώτο και
σημαντικό αποτέλεσμα, ότι αίρει τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης που
είναι καταρχήν αξιόποινη.
Αλλη
σημαντική διάταξη είναι η του άρθρου 22 ΠΚ που αφορά την άμυνα την
οποία ορίζει ως την «αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία
προβαίνει το άτομο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή άλλον απο άδικη
και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους». Έτσι, άν η πράξη της
κρατικής εξουσίας θεωρηθεί ως επίθεση άδικη και παρούσα, κατ' αυτής
μπορεί να αντιταχθεί άμυνα.
1.4. Γενικός ορισμός και περιορισμοί της αντίστασης
Αντίσταση,
κατα ένα κλασικό ορισμό της, είναι το δικαίωμα κοινωνικής άμυνας κατά
της εγκληματικής κρατικής εξουσίας, η οποία ασκείται έτσι ώστε να
απειλεί φυσικά ή ψυχικά το λαό. Διδάσκεται, οτι η αντίσταση μόνο σε
εξαιρετικές περιπτώσεις είναι επιτρεπτή και μόνον υπο αυστηρές
προϋποθέσεις:
- να έχει ως αιτία βαρύτατη κατάχρηση της κρατικής εξουσίας.
- να έχει πάντοτε επικουρικό χαρακτήρα έναντι άλλων νόμιμων και ειρηνικών μέσων,
- κατα την ενεργοποίησή της να τηρείται το αξίωμα της αναλογίας μεταξύ μέσου και σκοπού,
- να υπάρχει βάσιμη ελπίδα για την επιτυχία του σκοπού της αντίστασης, και
-
όποιος την επιχειρεί να έχει την αναγκαία διορατικότητα για να κρίνει
σωστά την κατάσταση και να επιχειρεί την πράξη του με την εσωτερική
πεποίθηση οτι εξυπηρετεί το συμφέρον του συνόλου και όχι το ατομικό του.
Τέλος
τονίζεται, οτι η αντίσταση αποβλέπει στην διατήρηση ή στην αποκατάσταση
της τραυματισμένης έννομης τάξης και όχι στην επαναστατική αλλαγή της.
2. Αντίσταση και άμυνα
2.1. Άμυνα υπερ της πολιτείας γενικά
Η
αντίσταση έχει ομοιότητα προς την άμυνα χωρίς όμως να ταυτίζεται μΆυτή.
Επομένως θα πρέπει να οροθετηθούν αμοιβαία αντίσταση και άμυνα.
Όπως
γίνεται δεκτό, καταρχήν η άμυνα υπερ των έννομων αγαθών της πολιτείας
υπόκειται σε περιορισμούς. Η κρατούσα γνώμη στη θεωρία του ποινικού
δικαίου σε μας δέχεται, οτι κατά επιθέσεων εναντίων περιουσιακών αγαθών
της πολιτείας που της ανήκουν υπο την ιδιότητά της ως Δημοσίου (Fiskus),
λχ σχολικά κτίρια, δημόσιοι κρουνοί, κρατικά αυτοκίνητα κλπ οι πολίτες
να δικαιούνται να αντιτάξουν άμυνα υπερ τρίτου (τριτάμυνα, βοήθεια στην
άμυνα) όπως και προκειμένου για αντίστοιχα ατομικά αγαθά. Αντίθετα,
επιθέσεις εναντίον εννόμων αγαθών της πολιτείας ως φορέα εξουσίας ή
γενικότερα εννόμων αγαθών του κοινωνικού συνόλου (πχ της εδαφικής
ακεραιότητας της χώρας, της πολιτειακής εξουσίας, της δημόσιας τάξης,
της θρησκευτικής ειρήνης, του νομίσματος, της δημοσίας αιδούς κλπ) μόνο
κατ' εξαίρεση γίνεται δεκτό οτι μπορούν να αποκρουστούν με τριτάμυνα των
πολιτών, επειδή άν αυτό γινόταν δεκτό οι πολίτες θα αναλάμβαναν
αστυνομικά καθήκοντα και θα άνοιγε ο δρόμος σε παρακρατικές
δραστηριότητες. Και πάντως σε τέτοιες περιπτώσεις η τριτάμυνα των
πολιτών πρέπει να έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με την προστασία
των κρατικών οργάνων.
3. Αντίσταση υπερ του Συντάγματος και του πολιτεύματος
3.1. Έννοια του άρθρου 120 § 4 του Σ
Το
δικαίωμα αντίστασης που προβλέπει το άρθρο 120 § 4 του Σ παρέχεται σε
όλους τους Έλληνες πολίτες και μπορεί να ασκηθεί εναντίον οποιουδήποτε
επιχειρεί να καταλήσει το Σύνταγμα και φυσικά το δημοκρατικό πολίτευμα
που προβλέπεται και ρυθμίζεται απο αυτό.
Το
δικαίωμα αυτό αντίστασης είναι επομένως μία ειδική περίπτωση άμυνας,
που επιτρέπεται κατ' εξαίρεση απο το γενικό κανόνα που προανέφερα, για
την υπεράσπιση ορισμένου έννομου αγαθού και που παρέχεται με ειδική, και
μάλιστα συνταγματική, διάταξη.
Το
δικαίωμα αυτό ανήκει σε ορισμένο κύκλο ατόμων (θεωρητικά βέβαια, γιατι ο
κύκλος αυτός είναι ευρύτατος, αφού περιλαμβάνει όλους τους Έλληνες
πολίτες) και κατά ορισμένου κινδύνου (της κατάλυσης του Συντάγματος). Η
αρχή που τίθεται στη διάταξη αυτή εναρμονίζεται με όσα είπα παραπάνω για
τον περιορισμένο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και επικουρικό χαρακτήρα
του δικαιώματος τριτάμυνας υπερ της πολιτείας απο τους πολίτες.
Ας
δούμε τώρα σε ποιές περιπτώσεις μπορεί να εφαρμοσθεί η διάταξη αυτή.
Καταρχήν πρέπει να τονισθεί, οτι οι περιπτώσεις που θα εξετασθούν
εξαρτώνται καταρχήν, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της άμυνας, απο τα
διάφορα είδη άδικης και παρούσας επίθεσης, κατά του εννόμου αγαθού που
προστατεύεται. Το έννομο αυτό αγαθό είναι κατα το άρθρο 120 § 4 του Σ.
«το Σύνταγμα». Η βασική μορφή επίθεσης κατ' αυτού είναι η επιχείρηση
κατάλυσής του με τη βία.
3.2. Κατάλυση του Συντάγματος
Η
κλασική περίπτωση που προφανώς είχαν πρό οφθαλμών οι συντακτικοί
νομοθέτες όταν διατύπωναν τη διάταξη αυτή ήταν το πραξικόπημα της 21ης
Απριλίου 1967. Επομένως, σε μια παρόμοια περίπτωση, στα τανκς και τους
στρατιώτες που θα κινούνταν για να καταλάβουν τη Βουλή, να συλλάβουν τα
μέλη της Κυβέρνησης, να καταλάβουν το ραδιοφωνικό σταθμό, τις υπηρεσίες
του ΟΤΕ., όχι μόνον οι αρμόδιοι υπάλληλοι οι υπεύθυνοι για τα αντίστοιχα
κτίρια, εγκαταστάσεις και θεσμούς, αλλά και ο κάθε Έλληνας πολίτης
δικαιούται να αντισταθεί με κάθε μέσο, και ένοπλα ακόμη, σκοτώνοντας ή
τραυματίζοντας τους στρατιώτες και αξιωματικούς που εκτελούν τις
παραπάνω επιχειρήσεις. Οι δράστες των πράξεων αυτών αντίστασης, που
είναι καταρχήν αξιόποινες πράξεις, άν δικάζονταν ενώπιον Ελληνικών
ποινικών δικαστηρίων θα μπορούσαν να επικαλεσθούν βάσιμα την άσκηση του
δικαιώματός τους κατα το άρθρο 120 § 4 του Σ., σε συνδυασμό με τα άρθρα
20 και 22 ΠΚ, τα οποία αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων αυτών.
3.3. Άλλοι τρόποι προσβολής του πολιτεύματος
Πέρα
απο αυτή την κλασική περίπτωση όμως υπάρχουν σειρά ολόκληρη απο άλλες
περιπτώσεις, που συνιστούν μορφές του εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας.
Όπως είναι γνωστό, η σχετική διάταξη του άρθρου 134 ΠΚ, τροποποιήθηκε με
το νόμο 1366/1983 α. 2 § 2 και 3.
Τέτοιες περιπτώσεις προβλέπει το άρθρο 134 § 1 (όπου διατηρήθηκε η παλιά διατύπωση με μερικές μικροαλλαγές):
-
Η απόπειρα κάποιου με σωματική βία ή απειλή να μεταβάλει το πολίτευμα
της χώρας. Η πράξη αυτή μπορεί να τελεσθεί είτε με βίαιη ανατροπή «εκ
των κάτω» (επανάσταση, πραξικόπημα, κίνημα) ή με βίαιη ανατροπή «εκ των
άνω» («πραξικόπημα των ανακτόρων», palace coup»).
Η διαφορά μεταξύ των περιπτώσεων που αναφέρθηκαν μπορεί να έχει σημασία
ως προς το θέμα της μή τιμωρίας εκείνων που η πράξη τους εγκρίθηκε εκ
των υστέρων απο το λαό ρητώς ή σιωπηρώς με τη λαϊκή προσχώρηση
(adheesion) ελεύθερα εκδηλωμένη. Όμως, κατα τη νομολογία που
δημιουργήθηκε με αφορμή τη δίωξη των πρωταιτίων της 21ης, ως προς το
θέμα του άδικου χαρακτήρα της πράξης της βίαιης ανατροπής, διάκριση
μεταξύ νομιμοποιούμενων εκ των υστέρων και μή τέτοιων πράξεων δέν
υπάρχει. Κάθε είδους ανατροπή ή κατάλυση του πολιτεύματος ή του
Συντάγματος δέν παύει να έχει άδικο χαρακτήρα και αυτό κρίνεται βάσει
του ισχύοντος κατα τον χρόνο τέλεσης του δικαίου. Γι' αυτό κατά αυτών
άμυνα με τη μορφή αντίστασης είναι πάντα δυνατή.
Η § 2 του άρθρου 134 που εισήχθει με το α. 2 § 2 του ν. 1366/1983 στις παραπάνω περιπτώσεις προσθέτει και εκείνες που ο δράστης:
-
επιχειρεί με βία ή απειλή βίας ή με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως
όργανου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό
διαρκώς ή προσκαίρως το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή
κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού.
-
επιχειρεί με τα ίδια μέσα να διαταράξει την ομαλή λειτουργία του
πολιτεύματος, να αποστερήσει ή να παρακωλύσει τη Βουλή, την Κυβέρνηση ή
τον Πρωθυπουργό απο την ενάσκηση της εξουσίας που τους παρέχει το
Σύνταγμα ή να τους εξαναγκάσει να εκτελέσουν ή να παραλείψουν πράξεις
που απορρέουν απο την εξουσία αυτή.
Ο
όρος επιχειρεί στο ποινικό δίκαιο χρησιμοποιείται συχνά για να
υποδηλώσει οτι αξιόποινη είναι και η ολοκληρωμένη πράξη και η απόπειρά
της. Τούτο είχε γίνει δεκτό ως προς το άρθρο 134 ΠΚ ήδη πρίν απο την
τροποποίησή του με το ν. 1366/83, μολονότι εκείνο χρησιμοποιούσε τον όρο
«αποπειρώμενος». 'Ηδη στην νέα παράγραφ. 2 ο όρος «επιχειρεί»
χρησιμοποιείται αναμφίβολα με αυτήν την έννοια.
Η
«κατάλυση» ορίζεται στην Εισηγητική Έκθεση του ν. 1366/83 που
τροποποίησε το άρθρο 134 ΠΚ ως πλήρης εξαφάνιση του δημοκρατικού
πολιτεύματος, πχ περιέλευση της Χώρας σε κατάσταση αναρχίας ή απόλυτης
τυραννίας. Κατ' άλλη ερμηνεία: Η de facto απώλεια της ισχύος του Σ που
απέρχεται όταν εκμηδενιστεί η αποτελεσματικότητά του.
Εξάλλου
το δημοκρατικό πολίτευμα που αποσκοπεί να προστατεύσει το άρθρο 134 ΠΚ
ταυτίζεται εννοιολογικά με το ουσιαστικό Σύνταγμα. Έτσι, οι προσβολές
του πολιτεύματος που περιγράφονται στο άρθρο 134 ΠΚ συνιστούν και
προσβολές του Συντάγματος. Οι άλλες μορφές εκτός απο την κατάλυση του
δημοκρατικού πολιτεύματος στην ουσία είτε ταυτίζονται είτε αποτελούν
μορφές μερικότερων προσβολών του πολιτεύματος ή αφορούν σημαντικούς
θεσμούς ή αρχές του. Ο νόμος τις θεωρεί όλες ίσης απαξίας, γιατί με κάθε
μία απο αυτές αλλοιώνεται σημαντικά το δημοκρατικό πολίτευμα.
Το
έγκλημα της εσχάτης προδοσίας είναι υπαλλακτικώς μικτό και μπορεί να
διαπραχθεί με όλους αυτούς τους τρόπους. Επομένως, και κατά των μορφών
αυτών προσβολής είναι επιτρεπτή η αντίσταση, πρέπει όμως να ασκείται υπο
τις γενικές προϋποθέσεις που ανέφερα παραπάνω.
4. Αντίσταση και μετά την κατάλυση
4.1. Η εσχάτη προδοσία είναι διαρκές έγκλημα
-
Εξάλλου οι μορφές υπο τις οποίες προβλέπεται η διάπραξη της εσχάτης
προδοσίας περιλαμβάνουν και την περίπτωση που ο δράστης «γ) ασκεί ή
άσκησε την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέλαβε με τους τρόπους και τα
μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό.»
Με
τη διάταξη αυτή το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας προβλέπεται και
τιμωρείται αναμφίβολα ως διαρκές έγκλημα. Η ρητή αυτή ρύθμιση θεωρήθηκε
αναγκαία μετά τη γνωστή αμφισβήτηση στην επιστήμη και την νομολογία που
είχε λάβει και πολιτικές διαστάσεις, η οποιά λύθηκε τότε τελικά υπερ της
εκδοχής του στιγμιαίου με την απόφαση 684/1975 της Ολομέλειας του
Αρείου Πάγου. Για να καταστεί πλέον σαφές οτι ο νομοθέτης θεωρεί το
έγκλημα της εσχάτης προδοσίας ως διαρκές, προστέθηκε η παραπάνω
περίπτωση στο άρθρο 134 § 2.
-
Η διάταξη αυτή βρίσκεται σε αρμονία με τη διάταξη του άρθρου 120 § 3
του Σ κατα το οποίο: «ο σφετερισμός με οποιοδήποτε τρόπο της λαϊκής
κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν απο αυτή διώκεται μόλις
αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία, οπότε αρχίζει και η παραγραφή του
εγκλήματος.»
-
Επίσης εναρμονίζεται με τη διάταξη του άρθρου 137 Δ § 3 ΠΚ που
προστέθηκε στον ΠΚ με το ν. 1500/84 για τον ποινικό κολασμό των
βασανιστηρίων, η οποία επίσης προβλέπει, οτι άν τα βασανιστήρια κλπ
τελούνται υπο καθεστώς σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας, η προθεσμίας
της παραγραφής αρχίζει μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία.
4.2. Η άποψη της «ανώμαλης παρένθεσης»
Οι
διατάξεις αυτές βασίζονται στην αντίληψη οτι η κατάλυση του
πολιτεύματος και ο σφετερισμός της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών
που απορρέουν απο αυτή αποτελεί μια παρένθεση ανωμαλίας και μάλιστα
παρανομίας, η οποία προορίζεται να λάβει τέλος αργά ή γρήγορα, οπότε θα
επανέλθει το Σύνταγμα σε πλήρη ισχύ και εφαρμογή. Τότε θα δικασθούν οι
ένοχοι εσχάτης προδοσίας που κατέλυσαν το πολίτευμα και σφετερίστηκαν τη
λαϊκή κυριαρχία, αυτοί που άσκησαν την παράνομη εξουσία, καθώς και όσοι
διέπραξαν εγκλήματα βασανιστηρίων κατα τη διάρκεια της ανώμαλης αυτής
περιόδου.
Η
άποψη αυτή δέν συμβιβάζεται πλέον με την αρχή «επανάσταση που
επικράτησε δημιουργεί δίκαιο»: της οποίας κατα κόρον έγινε επίκληση κατα
τα χρόνια δικτατορίας και κατα την περίοδο της κάθαρσης που
επακολούθησε την περίοδο εκείνη. Έγινε δεκτό απο τη νομολογία, οτι
ορισμένα νομικά αποτελέσματα μπορεί να επέλθουν με βάση την αρχή αυτή,
όπως η δυνατότητα του καθεστώτος να θέτει υποχρεωτικούς κανόνας δικαίου
και η διεθνής του αναγνώριση. Όμως για τη νομιμοποίση του καθεστώτος
αυτού στο εσωτερικό, απαιτείται η λαϊκή προχώρηση της πλειονότητας
τουλάχιστον των πολιτών, εκδηλουμένη ελευθέρως είτε ρητώς είτε σιωπηρώς.
Ετσι
είναι δυνατό μια Κυβέρνηση να ασκεί de facto εξουσία και να
αναγνωρίζεται από τα άλλα κράτη διεθώς, αλλά να μήν έχει εσωτερική
νομιμοποίση (de jure), ενόσω δέν την έχει αναγνωρίσει η πλειονότητα του
λαού. Στη διάκριση αυτή στηρίζεται και η διακήρυξη του Δ Ψηφίσματος της Ε
Αναθεωρητικής Βουλής με τον τίτλο: «Η Δημοκρατία Δικαίω ουδέποτε
κατελύθη».
4.3. Η άποψη των «διαδοχικών πολιτευμάτων»
Η
αντίθετη άποψη υποστηρίζει, οτι μια επανάσταση είναι κατ' αρχήν πράξη
που αποδοκιμάζεται απο το δίκαιο και αποτελεί έγκλημα εσχάτης προδοσίας,
αλλά άν επικρατήσει, οι πράξεις της αποβάλλουν τον ποινικό της
χαρακτήρα, διότι παράγουν πρωτογενές δίκαιο εν τη δημιουργημένη έννομη
τάξη. Η διάκριση μεταξύ επαναστάσεως που προϋποθέτει λαϊκή προσχώρηση
και πραξικοπήματος ή άλλης μορφής βίαιης ανατροπής δέν είναι δυνατή,
γιατί σε όλες τις μορφές υπάρχει το στοιχείο της βίας, σε όλες μετέχουν
ένοπλοι και σε όλες υπάρχει και στοιχείο λαϊκής προσχώρησης και
διαφωνούντες. Εφόσον εγκαθιδρυθεί νέα εξουσία και αποκτήσει την
ικανότητα αποτελεσματικής επιβολής, θα αξιώσει καθήκον υπακοής.
Επομένως, η κατάλυση δημιούργησε ένα νέο πολίτευμα πλήρους ισχύους,
εφόσον μπορεί να εξασφαλίζει, έστω και με τη βία, την υπακοή των πολιτών
και την διεθνή αναγνώριση, ενώ η ύστερη τυχόν ανατροπή του γεννά ένα
τρίτο πολίτευμα. Αυτή την άποψη την ονομάζω για ευκολία Θεωρία των
διαδοχικών πολιτευμάτων.
Ας
συγκρίνουμε τώρα ως προς τα αποτελέσματα τις δύο εκδοχές: Άν δεχθούμε
την τελευταία άποψη, μόνη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος αντίστασης
και δικαιολόγηση των πράξεων των αντιστεκομένων βάσει των διατάξεων των
άρθρων 20 ή 22 ΠΚ, υπάρχει κατα το στάδιο όπου γίνεται απόπειρα
κατάλυσης του Συντάγματος, όταν δηλαδή κυλούν οι ερπήστριες των αρμάτων
και τα αποσπάσματα εισβάλλουν στην κατοικία του Πρωθυπουργού ή του
Αρχηγού του Κράτους ή στο κτίριο του ΟΤΕ. Μόλις όμως εξασφαλισθεί η
εξουσία απο τους πραξικοπηματίες και πάρουν τη μεγάλη του Κράτους
σφραγίδα στα χέρια τους, η επιχείρηση «πραξικόπημα» ή «εσχάτη προδοσία»
θα έχει ολοκληρωθεί, οι πραξικοπηματίες απο έσχατοι προδόται θα έχουν
μετονομαστεί σε «σωτήρες του Έθνους». Επομένως θα συλλαμβάνουν όποιους
αντιδρούν σ' αυτούς με βία χαρακτηρίζοντάς τους ως «αναρχικούς,
τρομοκράτες, «βοβμιστές» κλπ και θα τους στέλνουν στα ποινικά δικαστήρια
με την κατηγορία της αντίστασης κατά της αρχής του άρθρου 167 ΠΚ ή
άλλων αξιόποινων πράξεων -ενδεχομένως ακόμη και εσχάτης προδοσίας. Αυτά
θα πρέπει να θεωρούν τις πράξεις αυτές αντίδρασης κατά του καθεστώτος
αυτού ως αξιόποινες πράξεις «βίας για να εξαναγκάσουν κάποια αρχή ή
υπάλληλο να παραλείψει νόμιμη πράξη» κλπ και θα καταδικάζουν τους
δράστες.
Αντίθετα,
άν δεχθούμε την άποψη της «ανώμαλης παρένθεσης», η εσχάτη προδοσία ως
διαρκές έγκλημα συνεχίζεται και τελείται εφόσον οι πραξικοπηματίες
ασκούν την εξουσία που κατέλαβαν παράνομα. Η εξουσία τους είναι μια de
facto εξουσία που δέν παύει να είναι παράνομη, εφόσον δέν νομιμοποιείται
de jure με τυχόν λαϊκή προσχώρηση ελεύθερα εκδηλωμένη.
Εφόσον
αυτό δέν γίνεται, μπορεί αυτοί να θέτουν κανόνες δικαίου και να
εξαναγκάζουν την εφαρμογή τους γιατί αυτό απαιτεί η ανάγκη συνέχισης της
εθνικής και κοινωνικής ζωής. Το κύρος αυτών των κανόνων εξαρτάται απο
το κατα πόσον είναι αναγκαίοι γι' αυτό το σκοπό. Το κύρος τους είναι
αμφισβητήσιμο, άν σκοπό έχουν μόνο να δικαιώσουν ή να στηρίξουν το
δικτατορικό καθεστώς, γι' αυτό δέν αποκτούν πλήρη δικαιική (de jure)
ισχύ. Τότε όμως οι πράξεις αντίδρασης στο τυραννικό καθεστώς είναι
πράξεις αντίστασης σε εκείνους που συνεχίζουν να επιχειρούν την κατάλυση
του δημοκρατικού Συντάγματος», μεταβάλλοντας το de jure σε ένα άλλο. Άν
δικαστούν και καταδικαστούν απο τα δικαστήρια που λειτουργούν στο όνομα
της τυραννικής εξουσίας, οι καταδίκες τους θα είναι παράνομες.
Τί
σημασία έχουν όλα αυτά όμως άν αντιστασιακοί σαπίζουν στην φυλακή; Κατα
τί διαφέρει η αξιολόγηση αυτή της πράξης τους απο την αξιολόγηση των
δικών τους πράξεων που κάνουν ο εγκληματίας εκ πεποιθήσεως, ο
αντιρρησίας συνείδησης, ο αναρχικός, ο τρομοκράτης;
Η
βάση του ερωτήματος είναι η εξής: Αυτή η διάκριση μεταξύ de jure και de
facto εξουσίας και ισχύος κανόνων, τί νομική σημασία έχει; Μήπως δέν
έχει άλλη σημασία πέρα μιας ηθικής αξιολόγησης ή de lege ferenda
κριτικής κανόνων κατα τα πάντα υπαρκτών και εφαρμοζομένων;
4.4. Επιχειρήματα υπερ της πρώτης άποψης
Νομίζω καταρχήν οτι η σημασία της απόψεως αυτής στηρίζεται σε δύο πραγματικά δεδομένα:
-
Πρώτα, στη φύση του πράγματος και ειδικότερα στο οτι όταν ένα καθεστώς
δέν θεμελιώνεται στη λαϊκή κυριαρχία και αποδοχή, δέν μπορεί να
εδραιωθεί για πολύ. Μπορεί φυσικά να επιτύχει την υπακοή των πολιτών με
τη συνεχή άσκηση βίας, η οποία με τις σύγχρονες τεχνικές μεθόδους
παρακολούθησης μπορεί να είναι αρκετά αποτελεσματική για ορισμένο
χρονικό διάστημα. Όμως, ένα τέτοιο καθεστώς χωρίς λαϊκή βάση αργά ή
γρήγορα θα ανατραπεί. Έτσι, η εσχάτη προδοσία, κάποτε, όταν η κατάσταση
που δημιουργήθηκε και συνιστούσε κατα το νόμο διάρκεια του εγκλήματος
αυτού, θα κριθεί δικαστικά. Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αυτής δέν
μπορεί παρά να κριθεί απο το δίκαιο που ίσχυε κατα το χρόνο που
διαπράχθηκε. Λόγοι άρσης του αδίκου με αναδρομική δύναμη κατα τη γνώμη
μου δέν μπορεί να υπάρξουν. Εξάλλου, τυχόν νόμοι του τυραννικού
καθεστώτος που θα δικαίωναν αναδρομικά ή θα αμνήστευαν την εσχάτη
προδοσία των φορέων του θα θεωρηθούν δικαιολογημένα ανίσχυροι, αφού δέν
ήταν αναγκαίοι για την συνέχιση της εθνικής και κοινωνικής ζωής και
απέβλεπαν μονάχα στην δικαίωση των πραξικοπηματιών.
-
Δεύτερο δεδομένο που στηρίζει τη δημοκρατική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας
ως μόνη νόμιμη βάση σε μια χώρα και σε ορισμένη εποχή είναι η καθιέρωσή
της απο την εθνική παράδοση της χώρας αυτής σε μια μακρά χρονική
περίοδο.
Εξάλλου, υπερ της εκδοχής της «ανώμαλης παρένθεσης» μπορούμε σήμερα στη χώρα μας επικαλεστούμε τα ακόλουθα επιχειρήματα:
- Η εκδοχή αυτή είναι σύμφωνη με το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο
- Σύνταγμα, Έ Ψήφισμα, νόμους -.
-
Είναι πιο συνεπής προς το γενικοπροληπτικό σκοπό που επιδιώκουν οι
διατάξεις για την εσχάτη προδοσία. Είναι προφανές, οτι δέν μπορεί να
επιτύχουν αυτό το σκοπό οι διατάξεις αυτές, όταν απειλούνται σοβαρές
ποινές κατά εκείνων που αποπειρώνται την κατάλυση του πολιτεύματος με τη
βία και είναι εκ των προτέρων βέβαιο, οτι αρκεί να επιτύχουν την
κατάλυση αυτή (για πόσο χρόνο άραγε;) για να παραμείνουν ατιμώρητοι;
-
Καθιστούν δυνατή την εφαρμογή των διατάξεων αυτών και την τιμώρηση των
πραξικοπηματιών ως ενόχων εσχάτης προδοσίας, όταν ανατραπεί το καθεστώς
τους, χωρίς προσφυγή σε αναδρομικές ποινικές διατάξεις, αλλά με την
συνεπή εφαρμογή των ισχύοντων ποινικών νόμων.
-
Το πιο ενδιαφέρον νομικό αποτέλεσμα απο την σκοπιά της αποψινής
συζήτησης είναι οτι αποκτά μια νομική και πρακτική σημασία το δικαίωμα
αντίστασης που προβλέπεται στο άρθρο 120 § 4 του Σ.
Γιατί
η άσκηση του δικαιώματος αυτού κατα το στάδιο της απόπειρας κατάλυσης
του Συντάγματος αφορά τόσο τους στρατιωτικούς ή δημόσιους υπάλληλους που
είναι αρμόδιοι να φυλάνε και να προστατεύουν τα δημόσια κτίρια και τα
ηγετικά πρόσωπα, όσο και τους απλούς πολίτες. Αλλά το δικαίωμα και
καθήκον των πρώτων προβλέπεται και ρυθμίζεται ήδη απο άλλες διατάξεις,
γι' αυτό και το άρθρο 120 § 4 του Σ δέν προσθέτει σ' αυτό τίποτε. Το δέ
δικαίωμα και καθήκον των απλών πολιτών ελάχιστα αποτελεσματικό μπορεί να
είναι σ' αυτό το στάδιο. Θα μπορούσε κανείς να πεί οτι όντως η διάταξη
αυτή του Συντάγματος είναι στην ουσία «ένα απλώς ιδεολόγημα».
Άν
όμως δεχθούμε την εκδοχή της «ανώμαλης παρένθεσης» τότε κατά του
συνεχιζόμενου διαρκούς εγκλήματος εσχάτης προδοσίας υπάρχει δικαίωμα και
καθήκον αντίστασης όλων των πολιτών κατά του παράνομου καθεστώτος.
Το
δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί με κάθε μέσον, δηλαδή και με βία και με
παθητική αντίσταση. Όσοι είναι πλασμένοι απο το υλικό των ηρώων μπορεί
να προσφύγουν στα πρώτα μέσα, όσοι είναι κοινοί μέσοι ανθρώπινοι τύποι
μπορεί να προσβάλουν παθητική αντίσταση. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 120 § 4
του Σ και το άρθρο ΠΚ, οι πράξεις τους είναι δικαιωμένες, γιατί
τελούνται σε ενάσκηση δικαιώματος και σε εκπλήρωση καθήκοντος που
επιβάλλεται απο το νόμο.
Η εκδοχή αυτή φαίνεται πολύ πιο πειστική άν αποβλέψουμε στην σημασία της έννοιας «αντίσταση» στη συνείδηση του απλού πολίτη.
Με
αυτό τον όρο κανείς σχεδόν δέν σκέπτεται τους ελάχιστους χωροφύλακες ή
άλλους υπαλλήλους που τα χαράματα της 21ης Απριλίου ενδεχομένως
προσπάθησαν να εμποδίσουν αυτούς που πήγαν να καταλάβουν δημόσια κτίρια ή
να συλλάβουν ηγετικά πρόσωπα. Σκέπτεται όμως τον Παναγούλη, τον
Καράγιωργα, τον Μουστακλή και όλους τους άλλους που φέρουν δίκαια τον
τίτλο του «αντιστασιακού».
Αντίστοιχα,
ακόμη και την εποχή του πολέμου ως «αντίσταση» θεωρήθηκε και εννοείται
κυρίως η δράση που αναπτύχθηκε κατά των στρατευμάτων Κατοχής και όχι η
άμυνα της χώρας απο τις ένοπλες δυνάμεις της κατά των εχθρών.
4.5. Νομικές και πρακτικές συνέπειες
-
Πρώτη νομική και πρακτική συνέπεια αυτής της εκδοχής είναι ότι, ήδη
κατα τη διάρκεια της ανώμαλης κατάστασης θα αποτελούν μια νομική
υπεράσπιση των αντιστασιακών ενώπιον των δικαστηρίων, που θα δημιουργεί
προβλήματα στα τευλευταία. Άν η δικαστική ανεξαρτησία δέν θα είναι
πλήρως εξουδετερομένη, θα υπάρξουν δικαστές που θα στηριχθούν στην
εκδοχή αυτή ή τουλάχιστον σε μία σύγγνωστη νομική πλάνη για να
απαλλάξουν τους αντιστασιακούς. Θα υπάρξουν και άλλοι βέβαια, που θα
αγνοήσουν την υπεράσπιση αυτή αιτιολογώντας την άποψή τους με τη
συλλογιστική της εκδοχής των διαδοχικών πολιτευμάτων. Πιστεύω όμως οτι
ήδη σε κάποιους απο αυτούς θα δημιουργηθούν προβλήματα συνείδησης και
δισταγμοί. Παραδείγματα απο την περίοδο 1967 - 1974 δέν λείπουν. Και η
δημιουργία προβλημάτων και δυσχερειών στο παράνομο καθεστώς είναι ήδη
ένα κέρδος.
- Η πλήρης νομική σημασία θα φανεί όταν το παράνομο καθεστώς καταρρεύσει.
Τότε
οι αντιστασιακοί θα μπορέσουν να ζητήσουν να επανακριθούν οι υποθέσεις
τους και να αναγνωρισθεί, οτι δικαιολογημένα έπραξαν ό,τι έπραξαν, χωρίς
να χρειαστεί να αντιμετωπιστούν οι περιπτώσεις τους με έκτακτα μέτρα,
όπως η αμνηστία. Άν και το αποτέλεσμα είναι πρακτικά το ίδιο, η ηθική
σημασία της δικαίωσης είναι διαφορετική απο εκείνη της αμνηστίας.
4.6. Ευθύνη του πολίτη για παράλειψη αντίστασης;
Ένα
παρεμπίπτον ζήτημα που μπορεί να γεννηθεί είναι άν το έγκλημα της
εσχάτης προδοσίας μπορεί να τελεστεί και δια παρελείψεως, απο τους
πολίτες που δέν αντιστάθηκαν σ' ένα πραξικόπημα, βάσει του άρθρου 134 σε
συνδυασμό με τα άρθρα 15 ΠΚ (που προϋποθέτει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση
αποτροπής του αποτελέσματος) και του άρθρου 120 § 4 του Σ, που
καθιερώνει καθήκον όλων των Ελλήνων να αντισταθούν με κάθε μέσον σε
όποιον επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα.
Η
απάντηση είναι οτι ο συνδυασμός των διατάξεων αυτών δέν μπορεί να
καταλήξει σε καταδίκη κάθε Έλληνα πολίτη που δέν αντιστάθηκε για εσχάτη
προδοσία δια παραλείψεως, διότι:
-
Το άρθρο 120 § 4 του Σ δέν θεμελιώνει ούτε μπορεί να θεμελιώσει μια
ειδική σχέση κοινωνικής εγγύτητας κάθε έλληνα με το Σύνταγμα της Χώρας
που να μπορεί να θεωρηθεί «ιδιαίτερη νομική υποχρέωση» κατα το άρθρο 15
ΠΚ. Υπάρχουν άλλοι παράγοντες που είναι άμεσα αρμόδιοι να εμποδίσουν με
αποτελεσματικό τρόπο την κατάλυση του Συντάγματος και να προστατέψουν το
πολίτευμα, ενώ ο κάθε Έλληνας πολίτης έχει καθήκον απλώς να
αντιστέκεται, με την ελπίδα οτι η αντίσταση όσο το δυνατόν περισσοτέρων
μπορεί να παρεμποδίσει την κατάλυση ή την διάρκειά της. Γι' αυτό και ο
χαρακτήρας αυτού του καθήκοντος έχει χαρακτηρισθεί ως παιδαγωγικός και
ηθικοπλαστικός.
-
Στις περισσότερες περιπτώσεις δέν θα υπάρχει δυνατότητα πιθανολόγησης
της (υποθετικής) αιτιώδους συνάφειας μεταξύ παράλειψης και αποτελέσματος
σε βαθμό που να φθάνει στα όρια της βεβαιότητας. Πχ δέν μπορούν να
κατηγορηθούν με βάση τις διατάξεις αυτές όλοι οι Έλληνες πολίτες που δέν
κατέβηκαν σε μαζικό συλλαλητήριο για να αποτρέψουν ένα πραξικόπημα,
αφού ούτε η δυνατότητα άμεσης οργάνωσής του συνήθως υπάρχει, ούτε ο
αριθμός των συμμετεχόντων μπορεί να προβλεφθεί, ούτε η
αποτελεσματικότητά του μπορει να πιθανολογηθεί υποθετικώς.
5. Άλλες περιπτώσεις αντίστασης
5.1. Έγκλημα αντίστασης και άμυνα
Κατά
το άρθρο 167 § 1 ΠΚ διαπράττει το έγκλημα της αντίστασης «όποιος
μεταχειρίζεται βία ή απειλή βιας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή
υπάλληλο να ενεργήσουν πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να
παραλείψουν νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί κατά υπαλλήλου ή
προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για
να τον υποστηρίξει ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του.»
Απο
αυτή τη διάταξη ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το συζητούμενο θεμα
παρουσιάζει ενδεχομένως η περίπτωση που ο εξαναγκασμός αφορά την
παράλειψη «νόμιμης» πράξης, περίπτωση που χαρακτηρίζεται και ως
«αμυντική αντίσταση».
Εδώ η λεξη άμυνα δεν χρησιμοποιείται με τπν τεχνική έννοια του όρου.
Είναι
προφανές όμως, οτι αν ο όρος της νομιμότητας της πράξης του υπαλλήλου
δεν συντρέχει, η ενδεχόμενη προσβολή των εννόμων αγαθών του πολίτη είναι
άδικη και η αντίσταση κατ' αυτής μπορεί να συνιστά άμυνα.
5.2. Η αντίσταση «μικρού διαμετρήματος»
Το
1968, όταν συζητούσαν στη Γερμανική Βουλή μια πρόταση νομοθεσίας
εκτάκτου ανάγκης κατά της οποίας γίνονταν μαζικές διαδηλώσεις, ο
Γερμανός πολιτολόγος Dolf Sternberger είχε πεί, οτι επι ναζισμού υπήρχε
ενας τύραννος και ελάχιστη αντίσταση, ενώ τώρα έχουμε πολλή αντίσταση κα
κανένα τύραννο. Με αφορμή αυτά τα γεγονότα και την κριτική τους, ο
γνωστός Γερμανός καθηγητής, ποινικολόγος και φιλόσοφος του δικαίου,
Arthur Kaufmann διατύπωσε μια σειρά σκέψεων που κατέληγαν στην άποψή του
ότι αυτό που χρειάζεται είναι η λεγόμενη «αντίσταση μικρού
διαμετρήματος».
Οι
σκέψεις του ήταν με συντομία οι εξής: Δεν υπάρχει Κράτος Δικαίου που να
είναι απαλλαγμένο απο τον κίνδυνο να εκφυλισθεί σε κράτος αδίκου.
Όσο
σε μια χώρα διατηρούνται οι στοιχειώδεις δικαιοκρατικές αρχές, μπορεί
να λεχθεί, ότι δεν συντρέχει ακόμη η εξαιρετική κατάσταση όπου
επιτρέπεται η αντίσταση. Όταν όμως εξαφανισθεί και το τελευταίο ίχνος
κράτους δικαίου και εγκαθιδυθεί τυραννία, τότε η αντίσταση δεν θα έχει
νόημα (και κατά άποψη που είχε εκφράσει ήδη ο Θωμάς Ακινάτος δεν
επιτρέπεται), αφού άλλωστε η προοπτική επιτυχίας της θα είναι ανύπαρκτη ή
μικρή.
Γι'
αυτό, και επειδή τα όρια μεταξύ Κράτους Δικαίου και Κράτους Αδίκου δεν
είναι σαφή, η αντίσταση πρέπει να προλαβαίνει κάθε απόκλιση από το
Κράτος Δικαίου και έτσι να συντελεί στη διαρκή αναγέννησή του.
Η
αντίσταση αυτή δεν χρειάζεται να χρησιμοποιεί βία αλλά είναι υπόθεση
του πνεύματος και του υπεύθυνου πολίτη. Δεν πρέπει να συγχέεται με την
επανάστασπ - που συχνά οδηγεί σε άλλο Κράτους αδίκου - αλλά να ειναι μια
συνεχής εξελικτική διαδικασία.
Δυο
σημαντικές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν για να επιχειρείται σωστά η
μικρή αυτή αντίσταση: Πρώτα, να αποβλέπει στην ικανοποίηση του Δικαίου
και όχι στην ικανοποίηση προσωπικών συμφερόντων. Και δεύτερο, εκτός απο
τις περιπτώσεις όπου το προβλέπει ο νόμος, ποτέ να μην κάνει χρήση βίας.
Βέβαια,
όλα τα παραπάνω στην ουσία δεν αποτελούν «αντίσταση» με την κλασική
έννοια του όρου, αλλά άσκηση των δικαιωμάτων κριτικής, ελευθερίας
έκφρασης, συναθροίσεων κτλ. Όμως ο Kaufmann υποστηρίζει ότι ειδικά για
τη Γερμανία, όπου υπάρχει μια παράδοση υπακοής στις αρχές και
εφησυχασμού, η έντονη υπόμνηση για χρήση της «αντίστασης μικρού
διαμετρήματος», με τη μορφή αυτής της συνεχούς επαγρύπνισης είναι
αναγκαία.
Μπορούμε
να πούμε το ίδιο και για μάς; Στον τόπο μας είναι αλήθεια ότι
παρατηρούνται συχνές κινητοποιήσεις κατά της κρατικής εξουσίας.
Σχετικά
μ' αυτές είναι δυνατό να παρατηρήσει κανείς, ότι πολύ πιο συχνά
γίνονται για να ικονοποιήσουν ιδιωτικά συμφέροντα, ακόμη και όταν
επικαλούνται υπεράσπιση του Δικαίου. Και ότι δεν είναι σπάνιες οι
περιπτώσεις που οι κινητοποιήσεις αυτές καταλήγουν σε βία και σε
αξιόποινες πράξεις.
Όμως,
επισημαίνοντας πάντα την ανάγκη να τηρούνται οι προϋποθέσεις που
πρέπει, προτιμώ το θόρυβο της «μικρής αντίστασης» από τη νεκρική σιγή
του εφησυχασμού.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου