Φαινομενολογία των θρησκειών - S.Freud
Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΌ ΤΑ ΕΝΣΤΙΚΤΑ
Δεν καταλαβαίνουμε γιατί, από πρώτη άποψη, κάθε πρόοδος της
πνευματικότητας, κάθε οπισθοχώρηση της
αισθησιαρχίας, δυναμώνει την αυτοπεποίθηση των ατόμων καθώς και των εθνών. Το
γεγονός αυτό προϋποθέτει μια ορισμένη αξιολογική κλίμακα που διαθέτει αυτήν την
κλίμακα. Για να είμαστε περισσότερο κατανοητοί, ας εξετάσουμε μια ανάλογη
περίπτωση της ατομικής ψυχολογίας, περίπτωση που τώρα την καταλαβαίνουμε πολύ
καλά.
Όταν το Εκείνο τείνει να επιβάλλει σ’ ένα ανθρώπινο ον
κάποια παρορμητική απαίτηση ερωτικής ή επιθετικής κατηγορίας, η απλούστερη, η
φυσικότερη αντίδραση του Εγώ, που είναι
ο κύριος του νοητικού και μυικού συστήματος είναι να ικανοποιήσει με μια πράξη
αυτήν την απαίτηση, το Εγώ τη συναισθάνεται ως ηδονή, ενώ η μη ικανοποίηση θα
προκαλούσε, γι αυτό, μια δυσαρέσκεια.
Ωστόσο μπορεί να συμβεί το Εγώ, εξαιτίας κάποιου εξωτερικού εμποδίου, π.χ., αν αντιληφθεί πως η πράξη αυτή συνεπάγεται κάποιο σοβαρό κίνδυνο, να παραιτηθεί απ’ αυτήν την ικανοποίhση. Η παραίτηση από μια ικανοποίηση, από μια παρόρμηση, εξαιτίας των εξωτερικών εμποδίων, από υπακοή, καθώς λέμε, στην αρχή της πραγματικότητας, δεν είναι ποτέ ευχάριστη. Θα προκαλούσε μια διαρκή ένταση και δυσαρέσκεια αν δεν παρήγαγε, ταυτόχρονα, χάρη σε μια μετάθεση της ενέργειας, μια μείωση της ίδιας της παρορμητικής δύναμης.
Μπορεί όμως να συμβεί η παραίτηση να προκληθεί από λόγους που μπορούμε εύλογα να τους αποκαλέσουμε εσωτερικούς. Στη διάρκεια της ατομικής εξέλιξης, ένα μέρος των ανασταλτικών δυνάμεων του εξωτερικού κόσμου εσωτερικεύεται, δημιουργείται μέσα στο Εγώ μια εξουσία που, αντιτιθέμενη στην άλλη, παρατηρεί κριτικάρει και απαγορεύει. Αυτήν την εξουσία την αποκαλούμε Υπερεγώ. Από τη στιγμή αυτή, το Εγώ, πριν να ικανοποιήσει τα ένστικτα, υποχρεώνεται όχι μονάχα να λάβει υπόψη του τους εξωτερικούς κινδύνους, αλλά ακόμα και τις απατήσεις του Υπερεγώ και έτσι θα έχει περισσότερες αφορμές για να παραιτηθεί από μια ικανοποίηση. Αλλά, ενώ η παραίτηση που προκαλείται από εσωτερικούς λόγους, από υπακοή στις απαιτήσεις του Υπερεγώ, έχει διαφορεικό οικονομικό αποτέλεσμα. Δίπλα σε μια αναπόφευκτη δυσαρέσκεια, εξασφαλίζει επίσης κι ένα κέρδος ηδονής, ένα είδος συμψηφιστικής ικανοποίησης. Το Εγώ γεμίζει από αίσθημα περηφάνιας και θεωρεί ως αξιοσύστατη πράξη την παραίτησή του από την παρόρμηση. Νομίζουμε πως κατανοήσαμε τη λειτουργία αυτού του μηχανισμού : το Υπερεγώ είναι ο διάδοχος και ο αντιπρόσωπος των γονέων (και των παιδαγωγών) που, κατά τα πρώτα έτη του ατόμου, επέβλεψαν τις πράξεις του και τη συμπεριφορά του. Το Υπερεγώ εξακολουθεί, δίχως ν’ αλλάξει τίποτα απ’αυτά να επιτελεί το έργο των γονέων και των παιδαγωγών να έχει την κηδεμονία του Εγώ και να εξασκεί πάνω του μια σταθερή πίεση. Όπως στην παιδική ηλικία, το Εγώ φροντίζει να μη χάσει την αγάπη του κυρίου του, που η εκτίμησή του του προσφέρει μια ανακούφιση και μια ικανοποίηση, ενώ οι μομφές του του γεννούν τύψεις. Όταν το Εγώ θυσίασε για χάρη του Υπερεγώ κάποια ενστικτώδη ικανοποίηση, περιμένει, ανταποδοτικά απ’αυτό, περισσότερη αγάπη. Το συναίσθημα που αξίζει αυτήν την αγάπη μεταμορφώνεται σε περηφάνια. Σε μια εποχή όπου η εξουσία αυτή δεν είχε εσωτερικευτεί και δεν είχε μετατραπεί σε Υπερεγώ, η σχέση ανάμεσα σε φόβο πως δεν αγαπιέται πια και στην παρορμητική απαίτηση θα ‘πρεπε να ‘ναι η ίδια. Ένα συναίσθημα ασφαλείας και ικανοποίησης γεννιόταν κάθε φορά που, από υϊκή αγάπη, το ον παραιτιόταν από κάποια ενστικτώδη ικανοποίηση. Το αγαθό αυτό συναίσθημα μπορούσε ν’αποκτήσει τον ιδιαίτερο ναρκισσιστικό χαρακτήρα του, μόνο όταν η εξουσία αυτή ενσωματωνόταν η ίδια μέσα στο Εγώ.
Ωστόσο μπορεί να συμβεί το Εγώ, εξαιτίας κάποιου εξωτερικού εμποδίου, π.χ., αν αντιληφθεί πως η πράξη αυτή συνεπάγεται κάποιο σοβαρό κίνδυνο, να παραιτηθεί απ’ αυτήν την ικανοποίhση. Η παραίτηση από μια ικανοποίηση, από μια παρόρμηση, εξαιτίας των εξωτερικών εμποδίων, από υπακοή, καθώς λέμε, στην αρχή της πραγματικότητας, δεν είναι ποτέ ευχάριστη. Θα προκαλούσε μια διαρκή ένταση και δυσαρέσκεια αν δεν παρήγαγε, ταυτόχρονα, χάρη σε μια μετάθεση της ενέργειας, μια μείωση της ίδιας της παρορμητικής δύναμης.
Μπορεί όμως να συμβεί η παραίτηση να προκληθεί από λόγους που μπορούμε εύλογα να τους αποκαλέσουμε εσωτερικούς. Στη διάρκεια της ατομικής εξέλιξης, ένα μέρος των ανασταλτικών δυνάμεων του εξωτερικού κόσμου εσωτερικεύεται, δημιουργείται μέσα στο Εγώ μια εξουσία που, αντιτιθέμενη στην άλλη, παρατηρεί κριτικάρει και απαγορεύει. Αυτήν την εξουσία την αποκαλούμε Υπερεγώ. Από τη στιγμή αυτή, το Εγώ, πριν να ικανοποιήσει τα ένστικτα, υποχρεώνεται όχι μονάχα να λάβει υπόψη του τους εξωτερικούς κινδύνους, αλλά ακόμα και τις απατήσεις του Υπερεγώ και έτσι θα έχει περισσότερες αφορμές για να παραιτηθεί από μια ικανοποίηση. Αλλά, ενώ η παραίτηση που προκαλείται από εσωτερικούς λόγους, από υπακοή στις απαιτήσεις του Υπερεγώ, έχει διαφορεικό οικονομικό αποτέλεσμα. Δίπλα σε μια αναπόφευκτη δυσαρέσκεια, εξασφαλίζει επίσης κι ένα κέρδος ηδονής, ένα είδος συμψηφιστικής ικανοποίησης. Το Εγώ γεμίζει από αίσθημα περηφάνιας και θεωρεί ως αξιοσύστατη πράξη την παραίτησή του από την παρόρμηση. Νομίζουμε πως κατανοήσαμε τη λειτουργία αυτού του μηχανισμού : το Υπερεγώ είναι ο διάδοχος και ο αντιπρόσωπος των γονέων (και των παιδαγωγών) που, κατά τα πρώτα έτη του ατόμου, επέβλεψαν τις πράξεις του και τη συμπεριφορά του. Το Υπερεγώ εξακολουθεί, δίχως ν’ αλλάξει τίποτα απ’αυτά να επιτελεί το έργο των γονέων και των παιδαγωγών να έχει την κηδεμονία του Εγώ και να εξασκεί πάνω του μια σταθερή πίεση. Όπως στην παιδική ηλικία, το Εγώ φροντίζει να μη χάσει την αγάπη του κυρίου του, που η εκτίμησή του του προσφέρει μια ανακούφιση και μια ικανοποίηση, ενώ οι μομφές του του γεννούν τύψεις. Όταν το Εγώ θυσίασε για χάρη του Υπερεγώ κάποια ενστικτώδη ικανοποίηση, περιμένει, ανταποδοτικά απ’αυτό, περισσότερη αγάπη. Το συναίσθημα που αξίζει αυτήν την αγάπη μεταμορφώνεται σε περηφάνια. Σε μια εποχή όπου η εξουσία αυτή δεν είχε εσωτερικευτεί και δεν είχε μετατραπεί σε Υπερεγώ, η σχέση ανάμεσα σε φόβο πως δεν αγαπιέται πια και στην παρορμητική απαίτηση θα ‘πρεπε να ‘ναι η ίδια. Ένα συναίσθημα ασφαλείας και ικανοποίησης γεννιόταν κάθε φορά που, από υϊκή αγάπη, το ον παραιτιόταν από κάποια ενστικτώδη ικανοποίηση. Το αγαθό αυτό συναίσθημα μπορούσε ν’αποκτήσει τον ιδιαίτερο ναρκισσιστικό χαρακτήρα του, μόνο όταν η εξουσία αυτή ενσωματωνόταν η ίδια μέσα στο Εγώ.
Αυτή όμως η εξήγηση για τον τρόπο, όπου η παραίτηση από
την παρόρμηση μεταμορφώνεται σε ικανοποίηση μπορεί να διαφωτίσει κάπως το
φαινόμενο, που θέλουμε να μελετήσουμε, δηλαδή την αύξηση της αυτοπεποίθησης και
την πρόοδο της πνευματικότητας; Φαινομενικά το κέρδος δεν είναι μηδαμινό, γιατί
οι συνθήκες είναι ολότελα διαφορετικές. Ούτε παραίτηση από την παρόρμηση, ούτε
προσωπικότητα ή ανώτερη εξουσία για χάρη των οποίων γίνεται η θυσία, δε
διαδραματίζουν στο προκείμενο κανένα ρόλο, και να τι δεν αργεί να μας κάνει
διστακτικούς. Ωστόσο παρουσιάζεται μια αντίρρηση : ο μεγάλος άντρας δεν
προσωποποιεί ακριβώς αυτή τη δύναμη που για την αγάπη της κάνουμε ό,τι κάνουμε;
Καθώς είναι ένα υποκατάστατο του πατέρα, δεν παραξενευόμαστε να το βλέπουμε,
στην ομαδική ψυχολογία, να επιτελεί το ρόλο του Υπερεγώ. Η παραίτηση αυτή
ισχύει εξίσου και για το Μωυσή στις σχέσεις του με τον εβραϊκό λαό. Εν πάση
περιτώσει, άλλωστε η αναλογία αληθινά δεν παρουσιάζεται. Τι σημαίνει πρόοδος
προς την οδό της πνευματικότητας, αν μη τοποθέτηση σε δεύτερη μοίρα των άμεσων
αισθητηριακών αντιλήψεων και προτίμηση των αναμνήσεων, των απογωγών, όλων
γενικά των διανοητικών λειτουργιών που θεωρούνται ως ανώτερες και σημαίνει να
κρίνουμε π.χ. πως η πατρότητα μ’όλο που οι αισθήσεις δεν μπορούν να την
αποκαλύψουν είναι σπουδαιότερη από τη μητρότητα. Για τούτο ο γιος παίρνει το
όνομα του πατέρα και τον κληρονομεί. Ή σημαίνει ακόμα να δηλώνουμε : ο Θεός μας
είναι μεγαλύτερος, ισχυρότερος, μ’όλο που είναι αόρατος, όπως ο άνεμος της
καταιγίδας και η ψυχή. Η παραίτηση από μια ενστικτώδη απαίτηση σεξουαλικής ή
επιθετικής κατηγορίας φαίνεται πως είναι κάτι ολότελα διαφορετικό. Όπως όταν
πρόκειται για ορισμένες πνευματικές προόδους, όπως π.χ. ο θρίαμβος του πατρικού δικαίου,
είναι αδύνατο να καθορίσουμε την αυθεντία που κρίνει για κείνο που πρέπει να
έχει μεγαλύτερη αξία. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την πατρική αυθεντία, αφού η
αυθεντία αυτή δόθηκε στον πατέρα με την πρόοδο. Θα πρέπει λοιπόν να αρκεστούμε
στη διαπίστωση ενός φαινομένου: το γεγονός πως στην διάρκεια της εξέλιξης της
ανθρωπότητας, ο αισθησιασμός νικήθηκε προοδευτικά από την πνευματικότητα και
πως κάθε πρόοδος παρόμοιας κατηγορίας προκαλεί στους ανθρώπους αίσθημα περηφάνιας
και αυτοϊκανοποίησης. Δεν ξέρουμε γιατί έτσι συμβαίνουν τα πράγματα. Μια ωραία
ημέρα η ίδια η πνευματικότητα νικιέται από το μυστηριώδες συγκινησιακό φαινόμενο
της πίστης. Είναι το περίφημο Credo
quia Absurdum και
εκείνος που το θεωρεί ως μια παραίτηση από το λόγο, το θεωρεί ως μια υπέρτατη
πραγματοποίηση. Ίσως όλες αυτές οι ψυχολογικές καταστάσεις συνεπάγονται ένα
άλλο κοινό σημείο, ίσως ο άνθρωπος αποδίδει μεγαλύτερη αξία σ’ ό,τι δυσκολότερα
κατορθώνει να πετύχει κι η περηφάνια του οφείλεται σ’ένα ναρκισσισμό, που
επαυξάνεται από την υπερνικηθείσα δυσκολία.
Να λοιπόν μια διατριβή ελάχιστα επωφελής. Ορισμένοι θα
σκεφτούν ίσως πως δεν έχει καμία σχέση με το θέμα, μια που οι έρευνές μας
αποσκοπούν να ανακαλύψουν τους παράγοντες εκείνους που προσδιορίζουν το
χαρακτήρα του εβραϊκού λαού.
Αυτό αποτελεί πλεονέκτημα για μας, ένα όμως γεγονός προδίδει τη συγγένεια των δύο προβλημάτων, ένα γεγονός που, εν συνεχεία θα μας απσχολήσει.
Η θρησκεία αυτή, αφού άρχισε με την απαγόρευση της απεικόνισης της θεότητας, γινόταν ολοένα και περισσότερο, στο πέρασμα των αιώνων, μια θρησκεία παραίτησης από τα ένστικτα. Βέβαια, δίχως να απαιτεί μια απόλυτη εγκράτεια αρκείται στο να βάζει χαλινό στη σεξουαλική ελευθερία. Ο Θεός είναο ολότελα απογυμωνμένος από κάθε σεξουαλικότητα και γίνεται το ιδανικό της ηθικής τελείωσης. Όποιος όμως μιλάει για ηθική μιλάει για περιορισμό των ενστίκτων. Οι προφήτες ποτέ δε κουράζονται να υπενθυμίζουν πως ο Θεός απαιτεί ένα και μόνο πράγμα από το λαό του: να ζει μια δίκαιη και ενάρετη ζωή, συνεπώς ν’ απέχει από όλες τις ενστικτώδεις ικανοποιήσεις, που και σήμερα ακόμα η ηθική τις θεωρεί ως αμαρτήματα. Αναφορικά με τις απαιτήσεις της ηθικής, ακόμα και η εντολή για την πίστης στο Θεό φαίνεται να περνάει σε δεύτερη γραμμή. Έτσι η παραίτηση από τις παρορμήσεις φαίνεται πως διαδραματίζει ρόλο προέχοντα στη θρησκεία, μ’ όλο που δεν έχει καθοριστεί από την αρχή.
Αυτό αποτελεί πλεονέκτημα για μας, ένα όμως γεγονός προδίδει τη συγγένεια των δύο προβλημάτων, ένα γεγονός που, εν συνεχεία θα μας απσχολήσει.
Η θρησκεία αυτή, αφού άρχισε με την απαγόρευση της απεικόνισης της θεότητας, γινόταν ολοένα και περισσότερο, στο πέρασμα των αιώνων, μια θρησκεία παραίτησης από τα ένστικτα. Βέβαια, δίχως να απαιτεί μια απόλυτη εγκράτεια αρκείται στο να βάζει χαλινό στη σεξουαλική ελευθερία. Ο Θεός είναο ολότελα απογυμωνμένος από κάθε σεξουαλικότητα και γίνεται το ιδανικό της ηθικής τελείωσης. Όποιος όμως μιλάει για ηθική μιλάει για περιορισμό των ενστίκτων. Οι προφήτες ποτέ δε κουράζονται να υπενθυμίζουν πως ο Θεός απαιτεί ένα και μόνο πράγμα από το λαό του: να ζει μια δίκαιη και ενάρετη ζωή, συνεπώς ν’ απέχει από όλες τις ενστικτώδεις ικανοποιήσεις, που και σήμερα ακόμα η ηθική τις θεωρεί ως αμαρτήματα. Αναφορικά με τις απαιτήσεις της ηθικής, ακόμα και η εντολή για την πίστης στο Θεό φαίνεται να περνάει σε δεύτερη γραμμή. Έτσι η παραίτηση από τις παρορμήσεις φαίνεται πως διαδραματίζει ρόλο προέχοντα στη θρησκεία, μ’ όλο που δεν έχει καθοριστεί από την αρχή.
Μια παραίτηση στο προκείμενο θα μας απομακρύνει από την
παρεξήγηση. Ακόμα κι αν αρνιόμαστε να πιστέψουμε πως η παραίτηση από την
παρόρμηση και ηθική που βασίζεται σ’αυτήν την παραίτηση είναι το ουσιαστικό στοιχείο της θρησκείας,
ωστόσο δεν είναι λιγότερο αληθινό πως παραίτηση και θρησκεία είναι στενά
δεμένες γενετησιακά.
Ο τοτεμισμός, πρώτη γνωστή μορφή της θρησκείας, περιέχει μια ολόκληρη σειρά από απαγορεύσεις και εντολές, που συγκροτούν την απαραίτητη βάση για κάθε σύστημα. Οι εντολές αυτές, οι απαγορέυσεις αυτές είναι παραιτήσεις από παρορμήσεις.
Αυτή, π.χ., είναι η περίπτωση της λατρείας του τοτέμ, που απαγορεύει την πρόκληση οποιασδήποτε βλάβης στο τοτέμ* ή το φόνο της ορδής, τις τόσο φλογερά επιθυμητές και η αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων για όλα τα μέλη της ορδής των αδερφών, πράγμα που ισοδυναμεί με την εγκατάλειψη κάθε βίαιας σύγκρουσης ανάμεσα στους αντίζηλους. Βλέπουμε σ’ όλους αυτούς τους κανονισμούς ένα προσχέδιο ηθικής και κοινωνικής τάξης. Δε μας διαφεύγει πως εδώ αρχίζουν να διαφαίνονται δύο λόγοι: οι δύο πρώτες απαγορεύσεις συμφωνούν μ’ εκείνο που θέλησε ο αποδιωγμένος πατέρας και συνεχίζουν, καθώς λέμε, τη βούλησή του. Η Τρίτη εντολή της ισότητας των δικαιωμάτων των αδερφών αγνοεί αυτή τη θέληση και αποβλέπει στο να διατηρήσει άθικτη την καινούργια καθιερωμένη τάξη, ύστερα από το φόνο του πατέρα. Αν γινόταν διαφορετικά, θα ήταν ανναπόφευκτη η επάνοδος σε μια προγενέστερη κατάσταση. Εδώ ακριβώς οι κοινωνικοί νόμοι χωρίζονται από τους άλλους που, ας το διακηρύξουμε, πηγάζουν απ’ ευθείας από τη θρησκεία.
Ο τοτεμισμός, πρώτη γνωστή μορφή της θρησκείας, περιέχει μια ολόκληρη σειρά από απαγορεύσεις και εντολές, που συγκροτούν την απαραίτητη βάση για κάθε σύστημα. Οι εντολές αυτές, οι απαγορέυσεις αυτές είναι παραιτήσεις από παρορμήσεις.
Αυτή, π.χ., είναι η περίπτωση της λατρείας του τοτέμ, που απαγορεύει την πρόκληση οποιασδήποτε βλάβης στο τοτέμ* ή το φόνο της ορδής, τις τόσο φλογερά επιθυμητές και η αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων για όλα τα μέλη της ορδής των αδερφών, πράγμα που ισοδυναμεί με την εγκατάλειψη κάθε βίαιας σύγκρουσης ανάμεσα στους αντίζηλους. Βλέπουμε σ’ όλους αυτούς τους κανονισμούς ένα προσχέδιο ηθικής και κοινωνικής τάξης. Δε μας διαφεύγει πως εδώ αρχίζουν να διαφαίνονται δύο λόγοι: οι δύο πρώτες απαγορεύσεις συμφωνούν μ’ εκείνο που θέλησε ο αποδιωγμένος πατέρας και συνεχίζουν, καθώς λέμε, τη βούλησή του. Η Τρίτη εντολή της ισότητας των δικαιωμάτων των αδερφών αγνοεί αυτή τη θέληση και αποβλέπει στο να διατηρήσει άθικτη την καινούργια καθιερωμένη τάξη, ύστερα από το φόνο του πατέρα. Αν γινόταν διαφορετικά, θα ήταν ανναπόφευκτη η επάνοδος σε μια προγενέστερη κατάσταση. Εδώ ακριβώς οι κοινωνικοί νόμοι χωρίζονται από τους άλλους που, ας το διακηρύξουμε, πηγάζουν απ’ ευθείας από τη θρησκεία.
Στην ταχύτερη εξέλιξη του ατόμου, ξαναβρίσκουμε τα
ουσιώδη στοιχεία αυτής της διεργασίας. Εδώ ακόμα η αυθεντία των γονέων, και
προπαντός του πατέρα, παντοδύναμου όντος που έχει την εξουσία να τιμωρεί,
παρακινεί το παιδί να παραιτηθεί από τις παραρμήσεις του και καθορίζει ό,τι
επιτρέπεται και ό,τι απαγορεύεται.
Οι πράξεις που μας κάνουν να χαρακτηρίζουμε ένα παιδί «φρόνιμο»
ή «καλό» θα θεωρηθούν αργότερα, όταν γονείς θα τους αντικαταστήσει η κοινωνία
και το Υπερεγώ, ως «καλές» ή «κακές», ενάρετες ή βδεληρές. Κι ωστόσο
πάντα πρόκειται για ένα και το αυτό πράγμα, για μια παράιτηση από τα ένστικτα
συνεπεία της ύπαρξης μιας εξουσίας, που ήρθε να αντικαταστήσει και να
εξακολουθήσει την πατρική αυθεντία.
Αυτός ο τρόπος αντίληψης των πραγμάτων ενισχύεται ακόμα
περισσότερο, όταν μελετάμε την παράδοξη έννοια της αγιότητας. Τι είναι εκείνο
που αποδίδει σε κάποιο πράγμα, σε σύγκριση με κάθε τι που σεβόμαστε, έναν ιερό
χαρακτήρα; Πρώτα πρώτα οι σχέσεις του ιερού με το θρησκευτικό είναι
αναμφισβήτητες και χαρακτηριστικές. Κάθετί που αναφέρεται στη θρησκεία είναι
ιερό και εδώ βρίσκεται ακριβώς το θεμέλιο της αγιότητας. Εξάλλου, η κρίση μας
περιπλέκεται από χίλιες δυο προσπάθειες να αποδώσουμε ένα χαρακτήρα αγιότητας
σε πολυάριθμα άλλα πράγματα: άτομα, θεσμούς, λειτουργήματα, που έχουν και
στενούς δεσμούς με τη θρησκεία. Οι προσπάθειες αυτές πολλές φορές είναι
παρακινδυνευμένες. Ας εξετάσουμε στην αρχή τον απαγορευτικό χαρακτήρα, το
σύμφυτο με την αγιότητα. Κάθε ιερή απαγόρευση έχει χαρακτήρα σαφώς
συναισθηματικό, αλλά, αληθινά, δεν προσδιορίζεται από κανένα λογικό αίτιο.
Π.χ., γιατί οι αιμομικτικές σχέσεςι ενός ατόμου με την κόρη του ή με την αδερφή
του φαίνονται πιο βδελυρές από οποιαδήποτε άλλο είδος σεξουαλικών σχέσεων; Στο
ερώτημα αυτό, δε θα παραλείψουν βέβαια να μας απαντήσουν πως όλα τα αισθήματα
μας εξεγείρονται εναντίον παρόμοιου εγκλήματος, πράγμα που σημαίνει πως η
απαγόρευση φαίνεται ολότελα φυσική, χωρίς να είναι δυνατό να εξηγηθούν οι λόγοι
που την προκαλούν.
Καθώς είναι εύκολο να το αποδείξουμε, παρόμοια εξήγηση
δεν έχει καμία αξία.
Εκείνο που δήθεν εξεγείρει το αισθήματά μας χαρακτήριζε άλλοτε τις βασιλικές οικογένεις της Αιγύπτου καθώς και άλλους λαούς της αρχαιότητας, ήταν δε διαδεδομένη συνήθεια και θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε και ιερή παράδοση. Πιστευόταν ως κανόνας, ότι ο Φαραώ θα ‘βρισκε στο πρόσωπο της αδερφής του την πρώτη και κύρια σύζυγό του.
Οι διάδοχοι των Φαραώ, οι Έλληνες Πτολεμαίοι, δε δίστασαν να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα. Αποκλίνουμε λοιπόν να σκεφτούμε πως η αιμομιξία, και στην προκειμένη περίπτωση η αιμομιξία ανάμεσα στον αδερφό και στην αδερφή, ήταν προνόμιο των βασιλιάδων, που αντιπροσώπευαν στη γη τους θεούς, και απαγορευόταν για τους κοινούς θνητούς. Άλλωστε ούτεο ελληνικός κόσμος, ούτε ο γερμανικός, όπως μας τον αναπαριστάνουν οι θρύλοι, δεν αποδοκίμαζε αυτές τις αιμομικτικές σχέσεις. Μας επιτρέπεται να υποθέσουμε πως η προσήλωση της αριστοκρατίας στη «γέννηση»είναι λείψανο αυτού του αρχαίου προνόμιου και παρατηρούμε πως, συνεπεία αυτών των ομαίμων ενώσεων, που πραγματοποιούνται στις ανώτερες κοινωνικές σφαίρες, επί πολλές γενιές, οι εστεμμένες κεφαλές της σημερινής Ευρώπης ανήκουν μονάχα σε μια ή δυο οικογένειες.
Εκείνο που δήθεν εξεγείρει το αισθήματά μας χαρακτήριζε άλλοτε τις βασιλικές οικογένεις της Αιγύπτου καθώς και άλλους λαούς της αρχαιότητας, ήταν δε διαδεδομένη συνήθεια και θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε και ιερή παράδοση. Πιστευόταν ως κανόνας, ότι ο Φαραώ θα ‘βρισκε στο πρόσωπο της αδερφής του την πρώτη και κύρια σύζυγό του.
Οι διάδοχοι των Φαραώ, οι Έλληνες Πτολεμαίοι, δε δίστασαν να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα. Αποκλίνουμε λοιπόν να σκεφτούμε πως η αιμομιξία, και στην προκειμένη περίπτωση η αιμομιξία ανάμεσα στον αδερφό και στην αδερφή, ήταν προνόμιο των βασιλιάδων, που αντιπροσώπευαν στη γη τους θεούς, και απαγορευόταν για τους κοινούς θνητούς. Άλλωστε ούτεο ελληνικός κόσμος, ούτε ο γερμανικός, όπως μας τον αναπαριστάνουν οι θρύλοι, δεν αποδοκίμαζε αυτές τις αιμομικτικές σχέσεις. Μας επιτρέπεται να υποθέσουμε πως η προσήλωση της αριστοκρατίας στη «γέννηση»είναι λείψανο αυτού του αρχαίου προνόμιου και παρατηρούμε πως, συνεπεία αυτών των ομαίμων ενώσεων, που πραγματοποιούνται στις ανώτερες κοινωνικές σφαίρες, επί πολλές γενιές, οι εστεμμένες κεφαλές της σημερινής Ευρώπης ανήκουν μονάχα σε μια ή δυο οικογένειες.
Η ύπαρξη της αιμομιξίας στους θεούς, στους μονάρχες και
στους ήρωες μας επιτρέπει επίσης ν’ απορρίψουμε μια άλλη θέση, που αποβλέπει να
αποδώσει τη φρίκη για την αιμομιξία σε μια βιολογική ερμηνεία αναγοντά τη στην
αποστροφή, σε μια σκοτεινή παραίσθηση του κινδύνου που περικλείουν οι όμαιμοι
δεσμοί. Ωστόσο δεν είναι καθόλου βέβαιο πως ο κίνδυνος αυτός υφίσταται
πραγματικά και ακόμα λιγότερο βέβαιο πως οι πρωτόγονοι τον είχαν αντιληφθεί και
αντέδρασαν εναντίον του. Η αβεβαιότητα αναφορικά με τον καθορισμό των
επιτρεπόμενων και απαγορευμένων σχέσεων ακόμα περισσότερο δεν μας επιτρέπει να
παραδεχτούμε πως ο φόβος της αιμομιξίας πηγάζει από ένα «φυσικό συναίσθημα».
Οι απόψεις μας για την προϊστορία μας ωθούν να
παραδεχτούμε μια άλλη εξήγηση.
Ο νόμος της εξωγαμίας, που η αρνητική του έκφραση είναι ο φόβος της αιμομιξίας φανέρωνε τη θέληση του πατέρα και εξακολούθησε κι ύστερα από το φόνο του. Σε αυτό οφείλεται η τόσο χαρακτηριστική συναισθηματική απόχρωσή του καιη αδυναμία για κάθε λογική εξήγηση, με λίγα λόγια, ο ιερός χαρακτήρας του. Έχουμε πεισθεί πως να εξετάζαμε όλες τις περιπτώσεις της ιερής απαγόρευσης θα πετυχαίναμε αποτέλεσμα ανάλογο με εκείνο που προσφέρει η μελέτη του φόβου της αιμομιξίας και θα διαπιστώναμε πως ο ιερός χαρακτήρας δεν είναι πρωταρχικά τίποτε άλλο εκτός παρά η διαιωνιζόμενη θέληση του πρωτόγονου πατέρα. Έτσι θα προβαλόταν κάποιο φως, πάνω στην ως τώρα ανεξήγητη αμφιθυμία των λέξεων που εκφράζουν την έννοια του «ιερού». Η αμφιθυμία ακριβώς ρυθμίζει τις σχέσεις με τον πατέρα, «Sacer» δε σημαίνει μόνο «άγιος», «καθιερωμένος», αλλά επίσης και εκείνο που μεταφραζόταν με το «καταραμένος», «αποτρόπαιος» ( «Auri sacra fames»). Όχι, μονάχα δε θα ‘πρεπε να θίξουμε τη θέληση του πατέρα, όχι μονάχα θα έπρεπε και να τη φοβόμαστε, γιατί απαιτούσε μια οδυνηρή παραίτηση από τα ένστικτα.
Όταν ακούμε να λένε πως ο Μωυσής είχει «καθαγιάσει»το λαό του επιβάλλοντάς του την περιτομή, κατανοούμε τότε το βαθύ νόημα αυτής της άποψης.
Η περιτομή είναι συμβολικό υποκατάστατο της εκτομής, που ο πρωτόγονος και παντοδύναμος πατέρας είχε επιβάλλει άλλοτε στα παιδιά του. Όποιος δεχόταν αυτό το σύμβολο, έδειχνε με τούτο πως ήταν έτοιμος να υποταχτεί στην πατρική θέληση, ακόμα και αν αυτό θα του προξενούσε την πιο οδυνηρή θυσία.
Ο νόμος της εξωγαμίας, που η αρνητική του έκφραση είναι ο φόβος της αιμομιξίας φανέρωνε τη θέληση του πατέρα και εξακολούθησε κι ύστερα από το φόνο του. Σε αυτό οφείλεται η τόσο χαρακτηριστική συναισθηματική απόχρωσή του καιη αδυναμία για κάθε λογική εξήγηση, με λίγα λόγια, ο ιερός χαρακτήρας του. Έχουμε πεισθεί πως να εξετάζαμε όλες τις περιπτώσεις της ιερής απαγόρευσης θα πετυχαίναμε αποτέλεσμα ανάλογο με εκείνο που προσφέρει η μελέτη του φόβου της αιμομιξίας και θα διαπιστώναμε πως ο ιερός χαρακτήρας δεν είναι πρωταρχικά τίποτε άλλο εκτός παρά η διαιωνιζόμενη θέληση του πρωτόγονου πατέρα. Έτσι θα προβαλόταν κάποιο φως, πάνω στην ως τώρα ανεξήγητη αμφιθυμία των λέξεων που εκφράζουν την έννοια του «ιερού». Η αμφιθυμία ακριβώς ρυθμίζει τις σχέσεις με τον πατέρα, «Sacer» δε σημαίνει μόνο «άγιος», «καθιερωμένος», αλλά επίσης και εκείνο που μεταφραζόταν με το «καταραμένος», «αποτρόπαιος» ( «Auri sacra fames»). Όχι, μονάχα δε θα ‘πρεπε να θίξουμε τη θέληση του πατέρα, όχι μονάχα θα έπρεπε και να τη φοβόμαστε, γιατί απαιτούσε μια οδυνηρή παραίτηση από τα ένστικτα.
Όταν ακούμε να λένε πως ο Μωυσής είχει «καθαγιάσει»το λαό του επιβάλλοντάς του την περιτομή, κατανοούμε τότε το βαθύ νόημα αυτής της άποψης.
Η περιτομή είναι συμβολικό υποκατάστατο της εκτομής, που ο πρωτόγονος και παντοδύναμος πατέρας είχε επιβάλλει άλλοτε στα παιδιά του. Όποιος δεχόταν αυτό το σύμβολο, έδειχνε με τούτο πως ήταν έτοιμος να υποταχτεί στην πατρική θέληση, ακόμα και αν αυτό θα του προξενούσε την πιο οδυνηρή θυσία.
Για να ξαναγυρίσουμε στην ηθική, ας διατυπώσουμε ως
συμπέρασμα, πως ένα τμήμα από αυτούς τους νόμους εξηγείται ορθολογικά από την
ανάγκη του περιορισμού των δικαιωμάτων της κοινότητας απέναντι στο άτομο και
του ατόμου απέναντι στην κοινωνία, και των αμοιβαίων δικαιωμάτων των ατόμων.
Αλλά καθετί που, στην ηθική, μας φαίνεται ως μυστηριώδες, υπέρτατο, μυστικά
κατάδηλο, το οφείλει στη συγγένειά της με τη θρησκεία και στο γεγονός ότι
κατάγεται από τη θέληση του πατέρα.
πηγή : Scribd
_
1 σχόλιο:
Γεια σας παιδιά αν θέλετε ρίξτε μια ματιά και από τα μέρη μας: www.astrosynnefos.blogspot.com
Δημοσίευση σχολίου