Ζίζεκ και θεολογία
Σταύρωση (Σώμα σε υπερκύβο)
Σαλβαντόρ Νταλί
1954
Λάδι σε καμβά
194,3 εκ. Χ 123,8 εκ
Metropolitan
Museum of Art, Νέα Υόρκη
Adam Kotsko
Η βασική ερμηνευτική δομή του Ζίζεκ για τον
χριστιανισμό παρέχεται από τον Έγελο ο οποίος συγκροτεί μία θεολογία του
«θανάτου του θεού» (η οποία στη συνέχεια υιοθετήθηκε από τους Αμερικάνους
θεολόγους όπως ο Thomas Altizer
τον οποίο ανακάλυψε ο Ζίζεκ αφού είχε αναπτύξει τη δική του εγελιανή ανάγνωση
του χριστιανισμού). Ο Έγελος ισχυρίζεται ότι τα τρία πρόσωπα της τριάδας δεν
αντιπροσωπεύουν τρεις αιώνιες πραγματικότητες αλλά τρία αποφασιστικά και μη
αναστρέψιμα σημαία καμπής στη ζωή του θεού: ο πατέρας κενώνει την ολότητά της
θεϊκότητάς του στον υιό του και ο υιός πεθαίνοντας κενώνει τη θεϊκότητά του στο
Άγιο Πνεύμα, το οποίο γίνεται κατανοητό ως μια νέα μορφή κοινωνικού δεσμού.
Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι ο Χριστός αντιπροσωπεύει
μια μοναδική μορφή του «κύριου σημαίνοντος». Κανονικά τα κύρια σημαίνοντα
αυτοθεμελιώνονται, γεγονός που επιτρέπει να κρυσταλλωθεί κάποια μορφή
συμβολικής τάξης ή ιδεολογίας- για παράδειγμα στη μοντέρνα κοινωνία τα χρήμα
αποτελεί το θεμέλιο ολόκληρου του συστήματος αξιών αλλά αν ρωτήσεις κάποιον τι
αξίζει το χρήμα θα σου απαντήσει ότι αξίζει… χρήμα. Το χρήμα είναι πολύτιμο
γιατί είναι πολύτιμο. Το μοντέλο αυτού
του τύπου κύριου σημαίνοντος είναι φυσικά ο θεός που η αυθεντία του βασίζεται
στο γεγονός ότι είναι ο θεός.
Ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι ο θεμελιωτικός μύθος του
χριστιανισμού μας παρέχει ένα περίεργο είδος κύριου σημαίνοντος που αρνείται ή
τον εαυτό του ή αυτό διαγράφεται- ένας θεός που όχι μόνο πεθαίνει ( πολλοί θεοί
έχουν πεθάνει μόνο και μόνο για αντικατασταθούν) αλλά είναι ο ίδιος άθεος. Στην ανάγνωση του
Ζίζεκ τα λόγια του Χριστού πάνω στο σταυρό : «Θεέ μου θεέ μου γιατί με
εγκαταλείπεις» παρουσιάζει την εικόνα ενός θεού που δεν πιστεύει στον εαυτό του. Ανυψώνοντας το Χριστό στο
επίπεδο του κύριου σημαίνοντος σημαίνει να εγκαταλείπει κάποιος τα κύρια
σημαίνοντα, παράγοντας μια ολόκληρη νέα μορφή κοινωνικού δεσμού που είναι
εξωτερική της ιδεολογίας.
Όπως υποστήριξα ο Ζίζεκ στο βιβλίο Ζίζεκ και
θεολογία, η θεολογία του «θανάτου του θεού» ως μονοπάτι σε έναν μη ιδεολογικό
δεσμό είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας και επίπονης εξέλιξης στη
σκέψη του Ζίζεκ γιατί για να το πούμε ωμά το να ξεφορτωθείς τα κύρια σημαίνοντα
είναι δύσκολο. Είναι εύκολο να απορρίψουμε οποιοδήποτε δοθέν κύριο σημαίνον αλλά
η ανθρώπινη τάση να τα επαναθεμελιώνει φαίνεται ακατανίκητη - και πριν την ανάμιξή του με τη θεολογία ο Ζίζεκ φαίνεται να
στηρίζει την επανάσταση ως στιγμή καθαρής αυθεντικότητας και αλήθειας παρά το
γεγονός ότι κάθε επανάσταση θα είναι κατά αναγκαιότητα ζήτημα «συνάντησης με το
νέο αφεντικό, ίδιο με το παλιό αφεντικό». Ο λόγος για αυτό είναι ότι τα κύρια
σημαίνοντα είναι τρόποι οργάνωσης της απόλαυσής μας. Περιορίζουν την ασφυκτική
δύναμη της jouissance
και αφήνουν χώρο για να αναπνεύσουμε ενώ
περιστασιακά μας δίνει στιγμές ικανοποίησης.
Κλειδί για αυτή την άποψη του Ζίζεκ είναι ότι κάθε μορφή νόμου που
θεμελιώνεται σε ένα κύριο σημαίνον περικλείει την εγγενή του υπέρβαση- που
σημαίνει ότι εξαρτάται από τους
ανθρώπους που νιώθουν περιστασιακά ότι όχι
μόνο έχουν το δικαίωμα να σπάνε τους κανόνες
αλλά ενθαρρύνονται να πράξουν
έτσι ώστε να έχουν έναν τρόπο να απελευθερώσουν τον ατμό.
Εμπνεόμενος από το έργο του Αλέν Μπαντιού για τον
Απόστολο Παύλο, ο Ζίζεκ στρέφεται στις απαρχές του χριστιανισμού ως τρόπο
σκέψης, ο οποίος μπορεί να σχετιστεί με μια έννοια της επανάστασης ως σταθερής
επιτυχίας και όχι ως στιγμή
έμπνευσης μεταξύ δύο ιδεολογικών
καθεστώτων. Η βασική κριτική του στον Μπαντιού είναι ότι ο Μπαντιού δίνει
έμφαση στην ανάσταση έναντι του σταυρού- με όρους του Λούθηρου, ο Μπαντιού
είναι θεολόγος της δόξας και όχι θεολόγος του σταυρού. Ο Ζίζεκ πιστεύει
ότι κάθε νέας τάξη ς(που αναπαρίσταται
από την ανάσταση) πρέπει να προηγείται μια ρήξη με την παλιά (που αναπαρίσταται
με τον σταυρό)- μια πράξη άρνησης, ένα αρνητικό νεύμα που διαχωρίζει τον εαυτό
της από την κυριαρχία του κύριου σημαίνοντος. Αλλά και πάλι αυτό είναι πολύ
δύσκολα κατορθωτό. Όχι μόνο η ιδεολογική τάξη βασίζεται στην παραβίασή της μέσω
της «εγγενούς υπέρβασης» αλλά ο Ζίζεκ υποστηρίζει ότι «η κυνική απόσταση από
την ιδεολογία»- η αίσθηση του ότι «κανείς δεν πιστεύει σε αυτά πραγματικά»-
είναι ενσωματωμένη σε όλες τις ιδεολογίες.
Εάν οι πιο προφανείς τρόποι για να αρνηθείς την
ιδεολογία, είναι ενσωματωμένοι σε αυτή τότε που μπορεί κάποιος να στραφεί; Στο «Η
μαριονέτα και ο νάνος» ο Ζίζεκ
παρουσιάζει την πιο πλήρως συνειδητοποιημένη του άποψη για τον
χριστιανισμό. Υποστηρίζει ότι ο
ιουδαϊσμός αντιπροσωπεύει ένα είδος εγγενούς αρνητικού διαστήματος, μια
κουλτούρα που δεν τροφοδοτείται (unplugged) από την απόλαυση που παρέχει η παγανιστική ιδεολογία
έτσι ώστε η λογική της εγγενής υπέρβαση και της κυνικής απόστασης να μην έχουν
εφαρμογή. Ο Ζίζεκ επηρεασμένος από τον Μπαντιού αλλά και τους ανά τους αιώνες
ερμηνευτές του χριστιανισμού, υποστηρίζει ότι ο στόχος του παυλικιανού
χριστιανισμού δεν ήταν η διαφυγή από τον ιουδαϊκό νόμο αλλά η εύρεση ενός τρόπου
εισαγωγής των Εθνικών σε αυτή την «unplugged» ιουδαϊκή οπτική. Ιστορικά φυσικά, ο χριστιανισμός θα
πρόδιδε τις ιουδαϊκές του ρίζες και θα γινόταν μια ιδεολογική τάξη όπως όλες οι
άλλες και έτσι η προσπάθεια του Ζίζεκ να βρει έναν ανθεκτικό μοντέλο που θα
ήταν κάτι άλλο από τον χώρο μεταξύ δύο ιδεολογιών έχει αποτύχει- παρόλα αυτά
πιστεύει ότι η παυλικιανή κοινότητα προσέλκυσης των Εθνικών στον ιουδαϊσμό
παρέχει τουλάχιστον έναν τρόπο σκέψης για το τι είναι ένας μη ιδεολογικός
κοινωνικός δεσμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου