Διαβάστε ένα άρθρο (συμμετοχή στις "Γνώμες" του NEWS 247) για τη θρυλική δεκαετία του 80' και όσα άφησε πίσω της
Μιας
και δεν είμαι καθόλου ειδική επί του θέματος, δε θα σας κουράσω
με την άποψή μου για τη «Μεταπολίτευση» (δεν είχα κλείσει τα 10 όταν
συντελέστηκε) ή για τη «Γενιά του Πολυτεχνείου». Πληροφορούμενη ωστόσο,
όπως όλοι μας, τη σύλληψη γνωστού επιχειρηματία του λεγόμενου
«κατασκευαστικού» κλάδου για τη συνήθη πλέον αιτία της «μη καταβολής
χρεών προς το δημόσιο», και καθώς η ώρα ήταν βραδινή και κάπως
περασμένη, ξετυλίχτηκε στο νου μου, άθελά μου, ένα ταχύτατο νήμα
συνειρμών.
Το νήμα τεντώθηκε απότομα φτάνοντας, μ’ αντίστροφο Μαραθώνιο,
στη δεκαετία της δικής μου γενιάς, στη δεκαετία του ’80. Φυσικά
ο συγκεκριμένος συλληφθείς δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος
του είδους. Ήδη άλλωστε διατυπώνονται και εύλογες απορίες ή αιτιάσεις
για το
πόση δικαιοσύνη θα αποδοθεί πραγματικά.
Όμως,
ανεξάρτητα από τη δικαστική έκβαση, η συμβολική αξία του
πράγματος δεν είναι μικρή. Πλήθος επώνυμοι μιας εποχής, μιας κάστας,
μιας πρότασης ζωής που ξεκινά κάπου εκεί, στα «έιτις», βάζουν σήμερα
λουκέτο· συλλαμβάνονται, πέφτουν σαν χάρτινοι πύργοι. Ένα αόρατο τείχος
ντροπής γκρεμίζεται άρρητα. Κι όπως συμβαίνει μ’ όλα τα τείχη ντροπής,
αποκαθηλώνεται ταυτόχρονα μέσα μας και γύρω μας. Την ώρα που η πόλη της
Αθήνας (και όλο το Λεκανοπέδιο) στοιχειώνει εφιαλτικά, όζει, ξεφτά,
καθίσταται τόπος επαιτείας αλλά και βασανισμού για χιλιάδες συνανθρώπους
μας, την ώρα που οι κάδοι απορριμμάτων στην αλλοτινή καρδιά της
ευημερίας, στο Κολωνάκι, γεμίζουν κορμιά κρεμασμένα πάνω τους, χωμένα
μέσα τους να ψάχνουν για τροφή, τα σύμβολα της άλλοτε απαστράπτουσας
ανοικοδόμησης των 80’s και της άμετρης κατανάλωσης που την ακολούθησε,
φοράν τις χειροπέδες.
Όλη η απέραντα κακόγουστη φούσκα, ο εξυπνακισμός, η
κίβδηλη ανάπτυξη, ζευγαρωμένη με την περιβαλλοντικά
καταστροφική τσιμεντοποίηση και «μεζονετοποίηση», που φουντώνει μόλις
αφήσεις πίσω σου τα όρια του αθηναϊκού κέντρου, υπήρξε σπορά της «δικής
μου» εποχής, οδηγώντας, μαζί με άλλα, στην τερατογονία των ημερών μας
(χάνει όποιος δεν διάβασε την ντοστογιεφσκικής έμπνευσης «απολογία» του
εργολάβου στα Μεσόγεια Αττικής, στην πρόσφατη «Περαίωση» του Μάρκαρη).
Το
αρχοντοχωριάτικο, βουλημικό life style, αυτό που καταβρόχθισε
χρήμα δανεικό κι αγύριστο, υπήρξε η μία όχθη της ταλαίπωρης κοίτης μας.
Είχε, όμως, κι άλλη όχθη το ρεύμα που κατέληξε σταδιακά σε τέλμα: την
«αριστερή», τη «ράντικαλ».
Οι δυο τους, έτσι πιστεύω πλέον, αλληλοτροφοδοτήθηκαν
αμοιβαία επωφελώς, υπό καθεστώς θεατρικής, τελετουργικής μεταξύ τους
αντιπαράθεσης (κάπως έτσι αδειάζει από περιεχόμενο η δημοκρατία και
γίνεται κατόπιν έρμαιο στους τέσσερις ανέμους). Απόδειξη ότι και οι δυο,
και το life style και ο τραμπουκισμός
στο όνομα της αριστεράς (δε θα τον πω ποτέ «αριστερό
τραμπουκισμό», γιατί εξακολουθώ να αρνούμαι την εκχώρηση των όρων και
των συμβόλων) γιγαντώθηκαν, εντέλει, εις βάρος μας. Αυτό είναι,
ισχυρίζομαι «το» ζεύγος (κι όχι η παντελώς ανυπόστατη και ανιστόρητη
δήθεν ταύτιση των άκρων). «Το» ζεύγος είναι το αμφίπλευρα πλαστό και
«τζάμπα μάγκικο». Εις
βάρος, βέβαια, μιας μεστής περιεχομένου δημοκρατίας. Εις βάρος
των ουσιαστικών, σύγχρονων υποδομών - για τους πολλούς. Των μακρόπνοων
σχεδίων. Της κανονικότητας.
Της καινοτομίας. Της μετριοπάθειας. Της αληθινής και σε βάθος
συμφιλίωσης. Της διαμόρφωσης ενός νέου ελληνικού πολιτισμού, μιας νέας
ελληνικής ταυτότητας ανθεκτικής στα σύγχρονα ιστορικο-πολιτικά
συμφραζόμενα (τέλος Ψυχρού Πολέμου, παγκοσμιοποίηση, ευρωπαϊκή
ενοποίηση, μετανάστευση). Αυτό τον πολιτισμό κι αυτή την ταυτότητα που
δεν καταφέραμε ούτε να τα πιστέψουμε, ούτε να τα συγκροτήσουμε στα
σοβαρά ούτε να τα παραδώσουμε στα παιδιά μας. (Η γενιά
του Εμφύλιου μας είχε κληροδοτήσει, αντίθετα, με αγώνες και
θυσίες, το καθαρό και συγκεκριμένο όραμα της δημοκρατίας και της
κοινωνικής προόδου, και μια εθνική συνείδηση αρκετά ρομαντική αλλά
πάντως με αδιαμφισβήτητο ορίζοντά της ένα κοινό ευρωπαϊκό μέλλον.)
Μετατρέψαμε τα οράματα αυτά σε τυπική δημοκρατία, χωρίς νέο
περιεχόμενο, τα ευτελίσαμε ταχύτατα σε κατάχρηση δικαιωμάτων, σε life
style και σε δεξιόστροφο ή αριστερόστροφο ελληνοπρεπή τραμπουκισμό. Δεν
την πήγαμε παραπέρα την υπόθεση. Την κολλήσαμε στη λάσπη. Μόνο θραύσματα
και μικρές-μεγάλες αναλαμπές γέννησε η αναπηρία μας.
Κι
ας μη βιαστεί να απαντήσει κανείς ότι φταίει πάνω απ’ όλα η
διεθνής και
ευρωπαϊκή κρίση. Όπως κι αν κατανείμουμε το φταίξιμο, ο τρόπος
που τώρα, τρία χρόνια αφότου άρχισαν όλα να γίνονται συνειδητά,
εξακολουθούμε να τρώμε τις σάρκες μας σε έναν ακήρυχτο εμφύλιο και η
κανιβαλική αντιπαράθεση με φόντο την ανοιχτή καταπακτή που όζει αφόρητα,
δείχνουν αμείλικτα ποιοι ήμασταν μέχρι σήμερα.
Ο προπηλακισμός του Αριστόβουλου Μάνεση
Ένα
περιστατικό από τα «αριστερά 80'ς» διάλεξε ο νυχτερινός μου
συνειρμός αυθόρμητα, για να το ζευγαρώσει με τη σύλληψη του
μεγαλοεργολάβου της Κηφισίας: Νομική Σχολή, αμφιθέατρο Σβώλου, άνοιξη
του 1983. Συνδικαλιστές των αριστερών παρατάξεων διαλύουν το μάθημα
συνταγματικού δικαίου του πρώτου έτους, το μάθημα δηλαδή του
Αριστόβουλου Μάνεση, για να πραγματοποιήσουν έκτακτη συνέλευση. Έχοντας
κατέβει από τη Θεσσαλονίκη στη Νομική της Αθήνας με το όνειρο να
παρακολουθήσω «ζωντανά» τον διανοούμενο-θρύλο του αντιδικτατορικού αγώνα
(δεν είχαν γεμίσει δα κι οι φυλακές από πανεπιστημιακούς που
αντιστάθηκαν στη Χούντα...) παρακολούθησα άναυδη τον προπηλακισμό του
καθηγητή από τους τραμπούκους-φοιτητές. Τον αποδοκίμασαν, τον
γιουχάρησαν, χτύπησαν μαζικά τα πόδια τους στο πάτωμα για να
δημιουργήσουν κλίμα. Τον ανάγκασαν να αποχωρήσει. Πιστεύω πως τον
βγάλανε έξω, περιφρουρώντας τον, οι ΔΑΠίτες (θυμάμαι τα πουλοβεράκια με
το «V» όσων τον περιέβαλαν προστατευτικά- μπορεί όμως και να σφάλλω)
Ποιό
ήταν λοιπόν το ατόπημα του Μάνεση; Με χαρά θα παραχωρούσε την
ώρα του για φοιτητική συνέλευση. Φτάνει να του το είχαν ζητήσει έγκαιρα
και να είχε εκδοθεί, ως όφειλε, η σχετική ανακοίνωση. Βεβαίως, η
πρακτική των αγωνιζόμενων φοιτητών ήταν η αντίστροφη: διαλύουμε το
μαζικό, δημοφιλές μάθημα, ακριβώς για να εκμεταλλευθούμε τη μαζικότητά
του υπέρ της συνέλευσης. Η δημοκρατία είναι ένα αδειανό πουκάμισο, μια
τυπικότητα, μια φόρμα, μπροστά στο επιτακτικό επαναστατικό καθήκον.
Φυσικά, ένας άνθρωπος που δε λύγισε μπροστά στο φόβο της
απόλυσης, της φυλάκισης και του εκτοπισμού, δεν θα υποχωρούσε μπροστά
στους επαναστατικά εκγυμναζόμενους φοιτητές του (ας κάνει τον κόπο, και
θα ανταμειφθεί, είμαι βέβαιη, ο αναγνώστης, να ανατρέξει στο απόσπασμα
της ομιλίας που εκφώνησε ο Μάνεσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, πριν τον παύσει η Χούντα.
Νομίζω πως το κείμενο αυτό θα άξιζε να διδάσκεται στα σχολεία
μας, άλλωστε ο Μάνεσης είχε εκτός από όλα τα άλλα, και το χάρισμα να
γράφει πολύ όμορφα.
Εκείνη
η μέρα εγγράφεται στο μυαλό μου και ως συμβολική αφετηρία της
μετέπειτα
πρωτιάς της ΔΑΠ στη Νομική (πάλι χειροδικίες τότε, μπροστά στα
μάτια μας, εις βάρος των ΔΑΠιτών που πανηγύριζαν, πάλι παρ’ ολίγον
λυντσαρίσματα- ως εκεί έφτανε η επαναστατική διαπαιδαγώγηση των
συντρόφων όχι μόνον μιας, αλλά πολλών και διαφορετικών μεταξύ τους
προοδευτικών παρατάξεων)· εγγράφεται, επίσης, ως διάψευση ενός αφελούς
μαθητικού ονείρου («σπουδάζω νομικά με δασκάλους μου όχι μόνο σπουδαίους
επιστήμονες αλλά και αγωνιστές της ελευθερίας»).
Εγγράφεται, τέλος, ως αρχή παθητικής στάσης. Ήμουν εκεί,
είδα, δεν αντέδρασα. Δεν είχα το θάρρος. Και, όπως λέει και γράφει ο
Μάνεσης, «ο σιωπών δοκεί συναινείν.»
Απόμεινε στη μνήμη, ανεξίτηλος, ο τραμπουκισμός μέσα στη
βρώμικη Σβώλου, το άθλιο κτίριο με τον πολτό των αφισών να κρέμονται από
τους τοίχους, οι ντουντούκες που σε ξεκούφαιναν, τα σπασμένα τζάμια και
οι μάτσο-συνδικαλιστές. Με τον καιρό, ο τραμπουκισμός καθιερώθηκε,
έγινε μάλιστα διαπαραταξιακός, σε βάρος και με την ανοχή των άβουλων
σιωπηρών πλειοψηφιών, που έμαθαν να σκύβουν το κεφάλι ή να έρχονται σε
συναλλαγή με τους δυναμικούς εκπροσώπους. Αυτό γνώρισαν ως «δημοκρατία»
οι γενιές που ακολούθησαν στα γυμνάσια, στα λύκεια, στα ΑΕΙ αλλά και
αλλού. Δυναμικές καταστροφικές εκδηλώσεις, μεγαλοστομία και κραυγές,
συναλλαγή με τους εκπροσώπους της πολιτικής εν γένει (και όχι μόνον του
«κράτους» ή
της «εξουσίας», όπως αρέσκονται να αυταπατώνται πολλοί) με
ντεκόρ ένα life style που οργίαζε, κατέκλυζε το χώρο, κυριαρχούσε στο
τοπίο.
Ελεύθερα Ύδατα
Η
γενιά μας έχει μια χαμένη τιμή. Η απώλειά της συμβαδίζει με τη
δυσκολία
που σίγουρα όλοι μας έχουμε, να κοιτάξουμε στα μάτια τα παιδιά
(«έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα») και να τους εξηγήσουμε τις πράξεις και
τις παραλείψεις μας. Οι εξαιρέσεις ανάμεσά μας είναι επείγουσα ανάγκη να
αναδειχθούν, με κριτήριο μάλιστα την προσφορά προς τους νεώτερους, προς
τους πολύ νέους, για τους οποίους δεν φροντίσαμε ως οφείλαμε. Λαμπρή
τέτοια εξαίρεση θετικού παραδείγματος και προσφοράς η σκηνοθέτης Σοφία
Βγενοπούλου, που καταγίνεται εδώ και χρόνια, με αυξανόμενη επιτυχία, με
το θέατρο για εφήβους.
Γενιά
του ’80 η Σ.Β., εφάρμοσε επιπλέον, πλάι σε σειρά επιτυχημένων
και εμπνευσμένων παραστάσεων, σε συνεργασία, από πέρσι, με τη «Στέγη
Γραμμάτων και Τεχνών», μια συνεπή «πολιτική»: ανέθεσε σε γνωστούς
έλληνες συγγραφείς να συγγράψουν επί τούτου θεατρικά έργα για εφήβους,
τα οποία σκηνοθέτησε στη συνέχεια σε παραστάσεις που φιλοξενήθηκαν από
τη «Στέγη». Πέρσι ήταν το «Στην οθόνη φως» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη
(παίχτηκε όλη τη σαιζόν κι ήταν sold out μέχρι το Μάιο!), φέτος τα
«Ελεύθερα Ύδατα» του Γιάννη Τσίρου, του γνωστού μας από τα δημοφιλή
«Αξύριστα Πηγούνια».
Το
μοντέλο της ανάθεσης εφηβικών έργων σε γνωστούς συγγραφείς και,
γενικότερα, της συστηματικής εμπλοκής καταξιωμένων καλλιτεχνών στην
τέχνη για παιδιά και για νέους αποτελεί αλλού εμπεδωμένη πολιτική
εθνικών σκηνών (πχ Μ. Βρετανία – μην ξεχνάμε όμως ότι «παιδί» μιας
τέτοιας κρατικής πολιτικής υπήρξε και ο «Νίλς Χόλγκερσον» της Λάγκερλεφ,
που γράφτηκε στις αρχές του αιώνα κατά παραγγελία του Σουηδικού
κράτους).
Η Βγενοπούλου, δουλεύοντας με εξαιρετικά χαμηλό κόστος,
αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση καλλιτεχνικής αριστείας που
συνδυάζεται με την υλοποίηση μιας συγκεκριμένης πολιτικής σύλληψης και
οπτικής- ερήμην φυσικά της επίσημης πολιτείας («χαλάει» προφανώς την
πιάτσα, με τις καλές και όχι ακριβές ιδέες της και με την ικανότητά της
να τις υλοποιεί κιόλας – ας ελπίσουμε να μην της το χρεώσουν οι
ιθύνοντες αν ενοχλεί τον ύπνο τους, που ούτε η κρίση δεν φαίνεται
καθόλου να τον ταράζει.) Πόσω μάλλον που με το τελευταίο έργο, που ήδη
ανέβηκε φέτος και θα σπάσει, στοιχηματίζω, και πάλι τα ταμεία της
«Στέγης», μπαίνει άφοβα και, εντέλει, κατευναστικά, στην καρδιά του
πολιτικού προβληματισμού των νέων παιδιών.
Θέμα
της παράστασης ο νεανικός ριζοσπαστικός ακτιβισμός, που φτάνει
στα άκρα. Ομάδα μαθητών απαγάγει τον γιό του διευθυντή της – ιδιωτικής -
Εταιρίας Υδάτων διεκδικώντας «Ελεύθερα Ύδατα», να παραμείνει δηλαδή το
νερό ελεύθερο και προστατευμένο αγαθό για την κοινή χρήση.
Η ενέργεια φέρνει τα παιδιά αντιμέτωπα με την άσκηση βίας
αλλά και με τα ποικίλα όρια του αναδυόμενου ενήλικου εαυτού τους. Το
έργο – υψηλής ποιότητας θεατρική εμπειρία για ενήλικες εξίσου όπως και
για πιτσιρικάδες- διαχειρίζεται τη νεανική επαναστατικότητα με σεβασμό,
σχεδόν με τρυφερότητα, οδηγούμενο σε μια ανθρώπινα συμφιλιωτική λύση κι
αφήνοντας,
σοφά, το πολιτικό ζήτημα ανοιχτό (το κείμενο του έργου
κυκλοφορεί ήδη από τις εκδόσεις Πατάκη με τον ίδιο τίτλο, «Ελεύθερα
Ύδατα».)
Υπάρχει
τρόπος να καταστήσουμε τη συλλογική μας εμπειρία και τις
ανησυχίες μας κοινό τόπο, συμφιλιωτικό και δημιουργικό; Υπάρχει
περίπτωση η πολιτεία, οι κρατικοί φορείς, οι δήμοι και οι κοινότητες, να
αγκαλιάσουν και να υποδαυλίσουν ανάλογες δημιουργικές δραστηριότητες,
υποστηρίζοντας και επιχορηγώντας την πρωτοβουλία και όχι πατρονάροντας
και ευνοώντας;
Υπάρχει τρόπος να δώσουμε μια σκυτάλη στα παιδιά, χωρίς
υποχωρητικότητα στις αξίες αλλά και χωρίς εμφυλιοπολεμικές ιαχές; «Ναι»,
διαμηνύουν τέτοιες πρωτοβουλίες (η Αθήνα είναι μια πόλη που σφύζει
πάντα, εδώ και σήμερα, από αυτόνομο, ανεξάρτητο καλλιτεχνικό, νεανικό
μάλιστα, δυναμισμό). Οφείλουμε να εγγυηθούμε τη δυνατότητα της
συνύπαρξης και το δικαίωμα όσων θα έρθουν μετά από μας να χαράξουν τη
δική τους πορεία. Προλαβαίνουμε;
*Η
Μαρία Τοπάλη είναι ποιήτρια. Από τις εκδόσεις «Οκτώ» κυκλοφορεί
το τελευταίο βιβλίο της, το μιούζικαλ «Ο Χορός της Μεσαίας Τάξης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου