Αναγνώστες

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Για την ανομολόγητη μνησικακία.



Για την ανομολόγητη μνησικακία.
Νίκος Δεμερτζής

(Δημοσιευτηκε στο περιοδικο ΕΝΕΚΕΝ .τευχος 7ο Απρίλιος 2007)


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:




« … (Ε)ίναι αδύνατον, παρά την πολλαπλότητα των λέξεων, να δοθεί ακριβής ορισμός … οιουδήποτε πάθους. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιγράψουμε τα πάθη … καθώς τα παρατηρούμε».



«Και εάν ακόμη απαριθμούσαμε ολόκληρον την σειράν των συγκινήσεων, εις τας οποίας ο άνθρωπος έδωκεν ένα όνομα, παρατηρών τας οργανικάς των εκδηλώσεις, και πάλιν θ’απαριθμούσαμεν απλώς τας παραλλαγάς …αι ενδόμυχοι αποχρώσεις του συναισθήματος της συγκινήσεως συγχωνεύονται αι μεν εντός των δε επ’ άπειρον»



Η πρώτη φράση ανήκει στον David Hume, τον μέγα αυτό πολιτικό φιλόσοφο του 18ου αιώνα και μελετητή των ανθρώπινων παθών. Η δεύτερη (σε μετάφραση Ν. Καζαντζάκη) ανήκει στον William James, εκ των ιδρυτών της επιστήμης της ψυχολογίας. Τι μας λένε; Ότι παρόλο που τις ζούμε είναι δύσκολο να μιλήσουμε για τις συγκινήσεις μας. Κι αν είναι δύσκολο να μιλήσουμε γι’ αυτές, ακόμα δυσκολότερο είναι να αποτιμήσουμε τις επιπτώσεις τους στους τρόπους του βίου μας.

Εδώ και τριάντα χρόνια τουλάχιστον για την πλειονότητα των επιστημόνων, η ανάλυση της συγκίνησης περιέχει ένα είδος σκέψης ή γνωστικής αξιολόγησης, μια σωματική έγερση που συνδέεται με την αξιολόγηση αυτή, καθώς και μία συνοδός θυμική αντίδραση. Μολονότι όμως έχει επίγνωση της συγκίνησης, συχνότατα το υποκείμενο δεν είναι σε θέση να την ονοματίσει. Το «δεν ξέρω τι νοιώθω» είναι μια συνηθισμένη έκφραση.

Αν και η λεξική απουσία δεν σημαίνει και απουσία ενός συναισθήματος ή συγκίνησης, καθώς ένα μέρος μόνον της συναισθηματικής εμπειρίας συνειδητοποιείται, τίθεται ένα σοβαρό επιστημολογικό πρόβλημα. Μπορούμε να αναλύσουμε ένα συναίσθημα ονοματίζοντάς το όταν τα ίδια τα υποκείμενα δεν έχουν λόγια για να το περιγράψουν ή δεν χρησιμοποιούν τα ίδια σημαίνοντα με εμάς; Η απάντηση είναι καταφατική. Και τούτο διότι μπροστά στο εν λόγω πρόβλημα η επιστημονική-κριτική σκέψη δεν μπορεί να ακινητοποιηθεί αλλά οφείλει να προχωρήσει βάσει ενός προγράμματος διπλής ερμηνευτικής: να θεματοποιήσει σε δεύτερο βαθμό (και άρα να ανασυγκροτήσει διανοητικά) έναν ήδη, σε πρώτο βαθμό, ερμηνευμένο και βιωμένο κόσμο. Έτσι, ακόμα και αν τα υποκείμενα δεν χρησιμοποιούν τη λέξη «μνησικακία» για να περιγράψουν αυτό που αισθάνονται για τους άλλους, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έννοια αυτή ως γενική κατηγορία.

Με τη λέξη «μνησικακία» αποδίδεται συνήθως η γαλλική λέξη ressentiment που προέρχεται από το λατινικό resentire (αισθάνομαι). Μέσω του Nietzsche, ο γαλλικός αυτός όρος ενσωματώθηκε αμετάφραστος στα γερμανικά και διαδόθηκε στη γραμματεία των υπόλοιπων ευρωπαϊκών γλωσσών. Στην ετυμολογία του γαλλικού όρου (re–sentiment) δηλώνεται η ανα-βίωση, το «ξανά» μιας θυμικής αντίδρασης, πρόκειται για ένα ανα-συναίσθημα μιας κακής εμπειρίας ή συμβάντος για το οποίο κάποιος δεν είναι σε θέση να πάρει εκδίκηση παρόλο που το επιθυμεί. Της ressentiment όμως είχε προηγηθεί η resentment στον Hume και τον Adam Smith. Περιγράφει ένα βίαιο πάθος που κάνει έναν άνθρωπο να επιθυμεί, πέρα από κάθε υπολογισμό ικανοποιητικής ανταπόδοσης, το κακό και την τιμωρία ενός άλλου όταν εκείνος τον βλάψει, παραβιάζοντας έναν ηθικό ή νομικό κανόνα .

Στην πρώτη περίπτωση (της ressentiment) το υποκείμενο του συναισθήματος παραμένει παθητικό, «βράζει στο ζουμί του», σιωπά και αδυνατεί να περάσει στην πράξη. Στη δεύτερη περίπτωση (της resentment), το υποκείμενο ενεργοποιείται, εκφράζει ανοικτά την οργή και την αγανάκτησή του. Οπότε, θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε την αγγλοσαξωνική resentment ως νέμεση, οργή ή ηθική αγανάκτηση. Το πρόβλημα είναι πως ακριβώς θα αποδώσουμε και θα εννοήσουμε την ressentiment γιατί πραγματικά το συναίσθημα αυτό δύσκολα λεκτικοποιείται και μεταφράζεται σε άλλες γλώσσες. Όπως δεν μπορεί να μεταφραστεί η γερμανική λέξη Schadenfreude σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες - παρά μόνο ίσως στην ελληνική ως ισοδύναμη της «χαιρεκακίας» (υπό την έννοια ότι κάποιος χαίρεται για τα δεινά που υφίσταται δικαίως κάποιος άλλος- «ήθελε και τα ‘παθε», «ας πρόσεχε»), θα έπρεπε πιθανώς η ressentiment, ως τεχνικός όρος, να διατηρείται αμετάφραστη. Μια άλλη λύση ίσως να ήταν να σημαίνεται στα ελληνικά με πλάγιους τύπους (μνησικακία) ή εντός εισαγωγικών («μνησικακία»). Σε κάθε περίπτωση όμως οφείλει κανείς να καθιστά σαφές τι ακριβώς εννοεί. Και αυτό ακριβώς προτίθεμαι να κάνω ευθύς αμέσως.

Με βάση την ανάλυση του Max Scheler (1874-1928), ο οποίος στηρίχθηκε στις απόψεις του Nietzsche, η μνησικακία-ως- ressentiment είναι ένα αρνητικό συναίσθημα αδιέξοδης φιλεκδικίας που θεμελιώνεται σε μια χρόνια εσωτερικευμένη αδυναμία και αίσθηση ανημπόριας. Είναι μια συναισθηματική παθητική αντίδραση στο βαθμό που το υποκείμενο προβλέπει ότι και στην επόμενη ευκαιρία δράσης πάλι θα είναι ο χαμένος. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Scheler (Ressentiment. Glencoe: Free Press, 1961/2002 Ο Μνησίκακος Άνθρωπος (μετ. Κ. Παπαγιώργη). Αθήνα: Ίνδικτος), «η μνησικακία περιορίζεται κυρίως στους υπηρέτες και τους υποχείριους, σε όλους εκείνους που εξάπτονται ματαίως από τη βουκέντρα της εξουσίας» (σελ. 48).

Για το σχηματισμό της μνησικακίας παρατηρείται μια κλιμάκωση: κακία, δυσαρέσκεια, φθόνος, ζηλοτυπία, κακεντρέχεια, μοχθηρία, ζήλια, χαιρεκακία, μίσος. Παρόλο που όλα τα παραπάνω αξιώνουν εκδίκηση, η καταλυτική αδυναμία έκφρασής τους, λόγω φόβου, ή/και φυσικής ή πνευματικής μειονεξίας, τα μεταστοιχειώνει σε μνησικακία. Σε ένα διάχυτο, δηλαδή, και ακαθόριστο συναίσθημα χωρίς συγκεκριμένους αποδέκτες που ριζώνει στο άγχος, σε αντίθεση προς την εκδίκηση και το φθόνο, που έχουν συγκεκριμένο αντικείμενο και συνεπάγονται το πέρασμα στην πράξη. Η μνησικακία περνά ασφαλώς από τον φθόνο και την οργή (δύο από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα) αλλά δεν ανάγεται σε αυτά. Η απωθημένη τάση για εκδίκηση βρίσκει διέξοδο στην απαξίωση και την υποτίμηση των αξιών, που αναφέρονται στο αντικείμενο της πρόκλησης με αποτέλεσμα την ηθική αυτo-δηλητηρίαση του υποκειμένου ......                  ''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα