Αναγνώστες

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Ο Ζίζεκ στην Libération (τον Μάϊο-Ιούνιο 2008) απο το Κοινωνικά Κινήματα & Δίκτυα


http://thrymmata.blogspot.com/2008/08/libration-2008.html
Συνέντευξη με τον Σλάβοϊ Ζίζεκ

Libération, Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008

Cecil. Το άρθρο της Libé λεει ότι είστε ο κύριος εκπρόσωπος της Σχολής της Λιουμπλιάνα. Πώς γεννήθηκε αυτή η σχολή σκέψης; Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της;

Slavoj Zizek. Στο τέλος της δεκαετίας 1970, εμείς, η νέα γενιά, βρισκόμασταν σε μια πολύ ιδιαίτερη κατάσταση. Από τη μια μεριά, η επίσημη Μαρξιστική ιδεολογία, η Σχολή της Φρανκφούρτης με τον Αντόρνο, από την άλλη μεριά, οι διαφωνούντες κι η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ. Όταν συνέβη στην Γαλλία η έκρηξη του στρουκτουραλισμού, η αντίδραση των δυο πλευρών στην Σλοβενία ήταν η ίδια: σκληρή άρνηση. Κάτι που για μας ήταν ένα αίνιγμα. Γιατί αυτοί που είναι εχθροί, δηλαδή, οι Μαρξιστές κι οι Χαϊντεγγεριανοί, γιατί, με μιας, μιλούν την ίδια γλώσσα;

Η ιδιαιτερότητά μας: η μελέτη του Λακάν, αφενός, η Λακανική ψυχανάλυση σαν εργαλείο ανάλυσης της προβληματικής της ιδεολογίας και της πολιτικής κι, αφετέρου, η μελέτη, με τον Λακάν, των μεγάλων Γερμανών ιδεαλιστών φιλόσοφων, από τον Καντ ως τον Χέγκελ.

Jules. Είπατε ότι ο Σταλινισμός ανήκει στον Διαφωτισμό, κάτι που με προβληματίζει. Μπορείτε να μου το εξηγήσετε;

Ναι, ευχαρίστως. Αυτό είναι ήδη μια θέση της Σχολής της Φρανκφούρτης, κάτι που ο Αντόρνο το ονόμαζε διαλεκτική του διαφωτισμού. Ένα παράδειγμα, για να εξηγήσω τι εννοώ, είναι οι πολιτικές δίκες. Ο κατηγορούμενος σ’ αυτές τις δίκες πάντοτε αποδεχόταν δημόσια τα εγκλήματά του, αλλά επίσης έδινε και μια πολύ σαφή εξήγηση γιατί τα διέπραττε. Κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο στον φασισμό. Δεν γινόντουσαν δίκες εναντίον των Εβραίων, επειδή αυτοί “αποδεχόντουσαν τα εγκλήματά τους.” Γιατί μια τέτοια διαφορά; Διότι στο Σταλινικό σύμπαν, ακόμη κι η κατώτερη οντότητα θεωρείτο ότι μπορούσε να έχει θέση μέσα στον καθολικό λόγο. Είναι μια διαστροφή, αλλά μια διαστροφή παλαιότερη από την λογική του Διαφωτισμού.

Benoît. Αναφέρεστε στον Ζυλ Ντελέζ: για σας, ποια θέση κατέχει η σκέψη του;

Στον αγγλοσαξονικό χώρο, συνηθίζεται να μπαίνουν όλα τα μεγάλα ονόματα των Γάλλων φιλόσοφων, ο Ντεριντά, ο Ντελέζ, ο Φουκώ, κάτω από μια κατηγορία που ονομάζεται μετα-δομισμός ή, καλύτερα, αποδομισμός. Αλλά πιστεύω ότι είναι κρίσιμο να τονίζουμε πως ο Ντελέζ ανήκει σε μια άλλη κατηγορία. Με το δικό μου διάβασμα, ο Ντελέζ είναι πολύ πιο κοντά στον Λακάν. Πιστεύω, για την ακρίβεια, ότι για να βγούμε από το πεδίο που ονομάζεται μεταμοντερνισμός, η αναφορά στον Ντελέζ είναι κρίσιμη. Ο Μάο έλεγε ότι “πρέπει να ξεχωρίζουμε τη συζήτηση που γίνεται στο εσωτερικό του λαού από τη συζήτηση, τη μάχη, που δίνεται με τους εχθρούς του λαού.” Ο Ντελέζ βρίσκεται στην πλευρά μας.

Vincent. Σ’ ένα από τα άρθρα σας, μιλάτε για μια χαρακτηριστική πολιτική στιγμή: εκείνη που το “πνεύμα του 68” εξάντλησε το πολιτικό δυναμικό του. Όπως γράψατε, “εκείνη την κρίσιμη στιγμή (στο μέσο της δεκαετίας του 1970), η μόνη επιλογή που έμενε ήταν μια άγρια κι άμεση ώθηση προς το πραγματικό.” Στη συνέχεια, αναφέρετε τρεις μορφές με τις οποίες λειτουργεί αυτή η ώθηση: τη σεξουαλική ευχαρίστηση, τη μυστικιστική εμπειρία και την τρομοκρατία. Είναι λοιπόν με την Λακανική έννοια, δηλαδή, του κενού συμβολικού χώρου, που καταλαβαίνετε το “πραγματικό;”

Πρόκειται για ένα ζήτημα πιο λεπτό. Πιστεύω ότι στον Λακάν η έννοια του πραγματικού είναι μια πολυπλοκότερη έννοια. Για να πούμε με απλοϊκότερο τρόπο, υπάρχει ένα κακό πραγματικό, που είναι ένα σχεδόν ψυχωτικό πραγματικό, το πραγματικό μιας καταστροφικής βίας. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα εντελώς διαφορετικό πραγματικό, το πραγματικό της ελάχιστης διαφοράς. Π.χ., για μένα, ο Σάμουελ Μπέκετ είναι ο υπέρτατος καλλιτέχνης της ελάχιστης διαφοράς. Πιστεύω ότι οι τρεις μορφές του πραγματικού, που αναφέρατε, είναι ακριβώς οι μορφές του πραγματικού της ριζικής καταστροφής. Κι αυτό που πρέπει να κάνουμε σήμερα είναι να ξαναανακαλύψουμε μια θεωρία, μια τέχνη και μια πολιτική της ελάχιστης διαφοράς.

Frederic. Η κατηγορία που συνέχεια απευθύνεται σ’ όσους, όπως εσείς, εγγράφονται στο ρεύμα της “κριτικής” του καπιταλισμού είναι ότι δεν έχετε σοβαρές εναλλακτικές προτάσεις, πέρα από τις αναφορές σε ουτοπίες σαν εκείνη του Μαρξισμού. Αντιμέτωποι με το “φιλελεύθερο σχέδιο,” ποιο “κοινωνικό σχέδιο” μπορείτε να οραματισθείτε σήμερα;

Πρώτα απ’ όλα, είμαι ο πρώτος που θα αναγνωρίσει ότι δεν έχω κανένα θετικό σχέδιο επεξεργασμένο στις λεπτομέρειές του. Αλλά πιστεύω ότι σήμερα η ριζοσπαστικότερη ουτοπία είναι η ιδέα πως τα σημερινά πράγματα δεν μπορούν να συνεχίσουν επ’ άπειρο.

Πιστεύω ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός γεννά διάφορους ανταγωνισμούς, οικολογικούς, κοινωνικούς κ.ά., που δεν μπορούν να επιλυθούν μέσα στο πλαίσιο που βρίσκονται, μέσα στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλισμού. Γι’ αυτό, πιστεύω ότι θα είμαστε αναγκασμένοι να ανακαλύψουμε ένα νέο τρόπο συλλογικής ύπαρξης.

Jeff. Σ’ ένα δοκίμιο για τον Ροβεσπιέρο, τονίζετε την χρησιμότητα ενός “Τρόμου της Αριστεράς.” Τι σημαίνει αυτό στο σύγχρονο κόσμο;

Πιστεύω ότι ο Τρόμος δεν είναι κάτι που πρέπει να το ξαναρχίσουμε. Όμως, υπάρχουν κάποιες μορφές Τρόμου, τις οποίες τις ασκούν οι ίδιες οι δημοκρατικές κοινωνίες μας. Η θέση μου είναι ότι, για να πολεμήσουμε την βία που είναι ήδη εδώ, δεν έχουμε το δικαίωμα να απαγορεύσουμε την απάντηση πάλι με βία.

Yves και Claude. Το φιάσκο του φιλελευθερισμού αθωώνει τον κομουνισμό από τη δικιά του αποτυχία;

Όχι, απολύτως, όχι. Συμφωνώ με τον φίλο μου Αλαίν Μπαντιού, που έχει χαρακτηρίσει την αποτυχία του κομουνισμού σαν μια σκοτεινή καταστροφή. Δεν είναι ζήτημα να αποκαταστήσουμε τον κομουνισμό, αλλά να ξεκινήσουμε από μηδενικής βάσης, να τα ξανασκεφθούμε όλα μαζί πάλι από την αρχή.

Christian Dubuis Santini. Επιτρέψτε με να μπω στο μεγάλο ζήτημα της Παράλλαξης: σε ποιο βαθμό το παράδειγμα των Winnebago του Lévi-Strauss (που συμπεριλαμβάνετε στην θέση σας) μπορεί να παρουσιαστεί σαν το αρχέτυπο της πάλης των τάξεων;

Αυτό που μ’ ενδιαφέρει στο παράδειγμα του Lévi-Strauss είναι το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός ή κι η δομική αμφισημία εγγράφονται στην ίδια την πραγματικότητα. Εκεί βρίσκεται κάτι που μπορεί να κρατηθεί από την παλιά έννοια της ταξικής πάλης. Ένας ανταγωνισμός ή μια ανισορροπία που αποτελούν μέρος της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας. Γι’ αυτό, για μένα, η πάλη των τάξεων είναι το πραγματικό, με την Λακανική έννοια. Δηλαδή, δεν υπάρχει μόνο κάτι μέσα στην πραγματικότητα, υπάρχει κι ένα όριο της πραγματικότητας.

Matador. Οι ανταγωνισμοί κι οι αμφισημίες είναι λοιπόν σχέσεις γιν και γιανγκ;

Όχι, απολύτως, όχι. Το γιν και το γιανγκ είναι η δυαδικότητα ή η πολικότητα της αρχέτυπης νόησης, δηλαδή, μια ισορροπία μεταξύ δυο αρχών, του αρσενικού και του θηλυκού. Όμως αυτό, που εννοείται με το Λακανικό πραγματικό, είναι ακριβώς το ότι υπάρχει μεν το “ένα,” αλλά υπάρχει κι ένα “άλλο,” το οποίο πρέπει να λειτουργεί σαν το χαμένο συμπλήρωμά του πρώτου. Για τον λόγο αυτό, ο Λακάν έλεγε “η γυναίκα δεν υπάρχει.” Αυτό σημαίνει ότι, για τον Λακάν, υπάρχει το “γιν,” αλλά χωρίς το “γιανγκ.”

Matador. Πώς καταλαβαίνετε την προτίμηση του Μπαντιού να χρησιμοποιεί τις μαθηματικές έννοιες κι εργαλεία, για να προσανατολίζει τη σκέψη του; Το αποδέχεστε αυτό;

Αυτό που αποδέχομαι είναι η ιδέα του Μπαντιού, σύμφωνα με την οποία, σήμερα, η μόνη δυνατή οντολογία είναι η μαθηματική οντολογία. Πιστεύω ότι κάθε υλισμός, που επιμένει στο πεπερασμένο χαρακτήρα μας, στην βαθιά σχέση με το σώμα μας, είναι ήδη μια μορφή πνευματοκρατίας. Όπως, για παράδειγμα, ο κινηματογράφος του Αντρέ Ταρκόβσκυ. Δεν χρειαζόμαστε όμως έναν υλισμό εντελώς τυπικό κι αφηρημένο.

Jeff. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, συχνά σχολιάζεται η ιστορική απουσία μιας ισχυρής αριστεράς. Συμφωνείτε;

Ναι, πιστεύω ότι η μοναδική φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πλησιάσει να έχουν μια ριζοσπαστική αριστερά Ευρωπαϊκού τύπου, αυτό έγινε τα χρόνια της προεδρίας του Λίνκολν, τη στιγμή του αγώνα για την χειραφέτηση των Μαύρων. Πιστεύω ότι αυτή η απουσία της αριστεράς, με την Ευρωπαϊκή έννοια, στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί ένα γεγονός, που είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, για να καταλάβουμε την Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Δηλαδή, δεν είναι μόνο η απουσία, αλλά και το ότι η απουσία αφήνει τα ίχνη της.

Nacal. Υπάρχουν ακόμη, για σας, “αληθινοί” φιλόσοφοι στην Γαλλία;

Απολύτως. Υπάρχει ο Alain Badiou και, στις νεότερες γενιές, ο Quentin Meillassoux, που έγραψε ένα καταπληκτικό βιβλίο, Μετά το Πεπερασμένο (2), το οποίο, θεωρώ, αποτελεί ένα σημαντικό βιβλίο της γενικής οντολογίας. Κι η Catherine Malabou, με το βιβλίο της, Το Μέλλον του Χέγκελ (3), μια από τις σπουδαιότερες ερμηνείες του Χέγκελ, μια πολιτική και φιλοσοφική αποκατάσταση της φιλοσοφίας. Ένα άλλο έργο της Malabou πάνω σ’ αυτό που η ίδια ονομάζει μετα-τραυματική υποκειμενικότητα είναι Οι Νέοι Τραυματισμένοι (4). Πρόκειται, νομίζω, για μια σημαντική συνεισφορά για την κατανόηση του τι σημαίνει σήμερα να είναι κανείς υποκείμενο. Πιστεύω ότι η μεγάλη λάμψη των δεκαετιών 60-70, όταν όλος ο ουρανός είχε γεμίσει με τα αστέρια του Λακάν, του Φουκώ, του Ντελέζ, του Ντεριντά, συνεχίζει σήμερα με τα έργα της Γαλλικής σκέψης, παρότι ίσως αυτή ακολουθεί ακόμη κάποιες λίγο υπόγειες διαδρομές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα