Αναγνώστες

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Η Οκτωβριανή Επανάσταση και το εθνικό ζήτημα: Λένιν εναντίον Στάλιν Του Μίκαελ Λεβί /αναδημοσιευση απο το RED NOTE BOOK

Η Οκτωβριανή Επανάσταση και το εθνικό ζήτημα: Λένιν εναντίον Στάλιν

Του Μίκαελ Λεβί

Σε αυτό το αλλόκοτο ξεκίνημα του αιώνα, σ’ έναν κόσμο που έχει παραδοθεί στις «εθνικές εκκαθαρίσεις», στους φυλετικούς πολέμους, στην άγρια διαπάλη μεταξύ των οικονομικών καρχαριών για τον έλεγχο της παγκόσμιας αγοράς, θα είχε ενδιαφέρον να επανεξετάσουμε το όνειρο των επαναστατών του Οκτώβρη: δηλαδή, μια ελεύθερη σοσιαλιστική ομοσπονδία, αποτελούμενη από αυτόνομες δημοκρατίες. Πώς διαμορφώθηκε, άραγε, η σκέψη του Λένιν και των μπολσεβίκων για το εθνικό ζήτημα; Σε ποιο μέτρο η πρακτική τους, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, στάθηκε στο ύψος των αρχών που διατυπώθηκαν;

Αναμφίβολα, το πρώτο μεγάλο μαρξιστικό έργο πάνω στο εθνικό ζήτημα είναι το Ζήτημα των εθνικοτήτων και η σοσιαλδημοκρατία (1907) του Ότο Μπάουερ. Ορίζοντας το έθνος ως ένα αποτέλεσμα που δεν περατώνεται ποτέ, μια ιστορική διαδικασία διαρκώς σε εξέλιξη, ο αυστρομαρξιστής στοχαστής κόμισε σημαντική συμβολή στη μάχη ενάντια στο φετιχισμό του εθνικού συμβάντος και στους αντιδραστικούς μύθους του «αιώνιου έθνους», ριζωμένου – υποτίθεται – στο «έδαφος και στο αίμα». Το πρόγραμμα περί «πολιτισμικής εθνικής αυτονομίας» που πρότεινε ο Μπάουερ ήταν πλούσιο και εποικοδομητικό, όμως συναντούσε αδιέξοδο σε ένα κεφαλαιώδες πολιτικό ζήτημα: το δημοκρατικό δικαίωμα του κάθε έθνους στην αυτοδιάθεση και στη συγκρότηση ενός αυτόνομου κράτους.

Εκτός από τους στρατευμένους εβραίους της Μπουντ [Γενική Ένωση Εβραίων Εργατών] αλλά και κάποιες σοσιαλιστικές κινήσεις του Καυκάσου, οι ρώσοι μαρξιστές δεν εξέφρασαν ιδιαίτερη συμπάθεια για τις θέσεις του Ότο Μπάουερ και των αυστρομαρξιστών φίλων του. Η κοινή θέση υιοθετήθηκε στο συνέδριο του Εργατικού Σοσιαλδημοκρατικού Ρωσικού Κόμματος, το 1903 (πριν από τη διάσπαση) και επιβεβαιώνει, στο 9ο σημείο, το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού για όλα τα έθνη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν επιφυλακτική σε αυτή την προσέγγιση. Αντιμαχόταν τον εθνικό σεπαρατισμό και, συγκεκριμένα, το σύνθημα περί ανεξαρτησίας της Πολωνίας, την οποία θεωρούσε για λόγους οικονομικούς «ουτοπική». Διακήρυττε δε ως επαναστατικό πρόγραμμα ενάντια στην τσαρική Αυτοκρατορία, την αυτονομία των επαρχιών, δηλαδή τη διοικητική αυτονομία κάθε επαρχίας, περιφέρειας ή δήμου, στο πλαίσιο ενός πολυεθνικού δημοκρατικού Κράτους. Διαχώριζε πάντως, την πρόταση εθνικής αυτονομίας της από αυτή των αυστρομαρξιστών, που στα μάτια της δεν πετύχαινε παρά να ανεγείρει τείχη ανάμεσα στις εθνικότητες.

Σε ό,τι αφορά στον Λέοντα Τρότσκι, στη μπροσούρα του Η μάχη της Διεθνούς του 1914, μοιάζει να ταλαντεύεται ανάμεσα σ’ ένα αίτημα οικονομίστικου τύπου, που συνάγει από τη διεθνοποίηση την εμμενή εξαφάνιση των εθνικών κρατών, και σ’ ένα εγχείρημα πιο πολιτικό, που αναγνωρίζει στο δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού μια προϋπόθεση ειρήνης ανάμεσα στους λαούς. Την ίδια εποχή, σ’ ένα άρθρο του πάνω στο Έθνος και την Οικονομία (1915) αναγνωρίζει ρητά την ιστορική σημασία του εθνικού παράγοντα: «το έθνος συγκροτεί έναν ενεργό και διαρκή παράγοντα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ακόμη και στο σοσιαλιστικό καθεστώς, το έθνος, απελευθερωμένο από την αλυσίδα της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης, θα κληθεί να παίξει ένα θεμελιώδη ρόλο στην ιστορική ανάπτυξη..».

Ο Λένιν, προτού εισέλθει προσωπικά στη διαμάχη, στέλνει το 1913 στη Βιέννη ένα νεαρό γεωργιανό μπολσεβίκο, ονόματι Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, προκειμένου να επεξεργαστεί ένα κείμενο που θα εξέθετε συστηματικά τη θέση του κόμματος, μια θέση πιστή στο ψήφισμα του 1903. Ενάντια στο διαρκή μύθο, που ο ίδιος ο Τρότσκι συντήρησε στη βιογραφία του για τον Στάλιν, η μπροσούρα αυτή του Γεωργιανού δεν γράφτηκε υπό την άμεση επίνευση του Λένιν. Ο τελευταίος δείχνει κατά κάποιον τρόπο απογοητευμένος από το αποτέλεσμα, διότι στα πολυάριθμα κείμενά του για το εθνικό ζήτημα δεν παραπέμπει ποτέ σ’ αυτό το κείμενο, παρεκτός μίας φοράς, ακροθιγώς και μεταξύ παρενθέσεων: σ’ ένα άρθρο της 28 Δεκεμβρίου 1913. Δίχως αμφιβολία, η μπροσούρα του Στάλιν υπερασπιζόταν τη βασική θέση των μπολσεβίκων, δηλαδή το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Όμως σ’ έναν αριθμό σημαντικών ζητημάτων βρισκόταν σε ευθεία αντιπαράθεση με τις ιδέες του Λένιν, όπως αυτές θα διαμορφωθούν στο διάβα των επόμενων χρόνων.

Για να παραθέσουμε δυο μόνο παραδείγματα: 1) Ο Στάλιν δεν αναγνώριζε ως έθνη παρά εκείνους τους λαούς που είχαν μια κοινότητα γλώσσας, εδάφους, οικονομικής ζωής και «ψυχικής διαμόρφωσης». Θα ψάχναμε εις μάτην μια τέτοια ανιστορική, δογματική, άκαμπτη και παγωμένη οπτική του έθνους στον Λένιν – ο οποίος, εξάλλου, απέρριπτε ρητά την έννοια του «εθνικού χαρακτήρα» ή της «ψυχολογικής ιδιαιτερότητας» των εθνών, που ο Στάλιν δανείστηκε από τον Ότο Μπάουερ. 2) Ο Στάλιν δεν διέκρινε ανάμεσα στον εθνικισμό των καταπιεσμένων και αυτόν τον καταπιεστών, ανάμεσα στο μεγαλο-ρωσικό εθνικισμό του τσαρικού κράτους και τον εθνικισμό των καταπιεσμένων λαών: Πολωνών, Εβραίων, Τατάρων, Γεωργιανών κοκ. Οι δύο εθνικισμοί κατηγορούνται πλάι - πλάι ως εκδηλώσεις ενός «χονδροειδούς σωβινισμού». Αλλά αυτή η διάκριση, όπως θα δούμε, καταλαμβάνει κεντρική θέση στη σκέψη του Λένιν.

Το σημείο αφετηρίας του Λένιν, καθώς και του Μαρξ, της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Τρότσκι, ήταν ο προλεταριακός διεθνισμός. Αναφορικά με αυτή την θεμελιώδη πολιτική προϋπόθεση και μόνο θίγεται το εθνικό ζήτημα. Αλλά αντίθετα από τους συντρόφους του, ο Λένιν συλλαμβάνει το διαλεκτικό δεσμό ανάμεσα στο διεθνιστικό στόχο και τα εθνικά δικαιώματα. Πρώτα απ’ όλα, για να χρησιμοποιήσουμε μια μεταφορά που αγαπούσε πολύ ο ιδρυτής του μπολσεβικικού κόμματος, μονάχα το δικαίωμα στο διαζύγιο κατοχυρώνει τον ελεύθερο γάμο: μονάχα η ελευθερία του χωρισμού κάνει δυνατή μια ελεύθερη και εθελούσια ένωση, συνένωση ή διάχυση των εθνών. Από την άλλη, επειδή – όπως οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν αντιληφθεί στο ιρλανδικό ζήτημα – μονάχα η αναγνώριση, εκ μέρους του εργατικού κινήματος του κυρίαρχου έθνους, ενός δικαιώματος αυτοδιάθεσης στο υποτελές έθνος επιτρέπει να εξαφανιστεί το μίσος και η δυσπιστία ανάμεσα στους καταπιεσμένους, καθώς και να ενωθούν οι εργάτες των δυο εθνών στην κοινή μάχη ενάντια στην αστική τάξη.

Η επιμονή του Λένιν στο δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης διόλου δεν σημαίνει ότι διάκειται ευμενώς στο σεπαρατισμό και στην επ’ άπειρον διαίρεση των κρατών, στη βάση των εθνικών συνόρων. Αντίθετα, ελπίζει ότι χάρη στο δικαίωμα να διαχειρίζεται ο κάθε λαός το δικό του πεπρωμένο, θα ευνοηθεί η σταθεροποίηση των πολυεθνικών κρατών: «Όσο περισσότερο το δημοκρατικό καθεστώς ενός Κράτους αναγνωρίζει την πλήρη ελευθερία αυτοδιάθεσης, τόσο περισσότερο γίνονται σπάνιες και πρακτικά αδύναμες οι αποσχιστικές τάσεις, διότι τα οφέλη των μεγάλων κρατών είναι αναμφίβολα πολλά, τόσο από τη σκοπιά της οικονομικής προόδου όσο και των συμφερόντων των μαζών».

Η ανωτερότητα του Λένιν επί της πλειοψηφίας των συγχρόνων του έγκειται στο ότι επικεντρώνει, στο εθνικό ζήτημα όπως και σε άλλα πεδία, στην κυρίως πολιτική όψη της αντιπαράθεσης: ενώ οι άλλοι μαρξιστές διακρίνουν κυρίως την οικονομική, πολιτισμική ή «ψυχική» διάσταση του προβλήματος, ο Λένιν υπογραμμίζει, στα άρθρα του μεταξύ των ετών 1913 και 1916, ότι το ζήτημα του δικαιώματος των εθνών σε αυτοδιάθεση «σχετίζεται ακέραια και αποκλειστικά με το πεδίο της πολιτικής δημοκρατίας», δηλαδή με το δικαίωμα στην πολιτική αυτοδιάθεση, στη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου εθνικού κράτους.

Θα ήταν ανώφελο να προσθέσουμε ότι η πολιτική όψη του εθνικού ζητήματος δεν είναι καθόλου αυτή που απασχολεί τους καγκελάριους, τους διπλωμάτες, από το 1914 δε και τους αντιμαχόμενους στρατούς. Ο Λένιν αδιαφορεί για το αν το ένα ή το άλλο έθνος θα έχει απλώς ένα ανεξάρτητο κράτος ή ποια θα είναι τα σύνορα ανάμεσα σε δύο κράτη. Ο στόχος του είναι η δημοκρατία και η διεθνιστική ενότητα της εργατικής τάξης, τα οποία αμφότερα προαπαιτούν την αναγνώριση του δικαιώματος εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Κάτω από την οπτική του στόχου αυτού, κηρύττει επίμονα την ενοποίηση, σ’ ένα κόμμα, των εργαζομένων και των μαρξιστών όλων των εθνών που ζούσαν στο πλαίσιο ενός ενιαίου κράτους – στην τσαρική αυτοκρατορία: οι ρώσοι, ουκρανοί, πολωνοί, εβραίοι, γεωργιανοί – για να μπορούν να παλέψουν ενάντια στον κοινό εχθρό, τον αυταρχισμό και τις κυρίαρχες τάξεις.

Η βασική επιφύλαξη που θα μπορούσαμε, απλώς, να σχηματίσουμε γύρω από τις θέσεις του Λένιν επί του εθνικού ζητήματος, αφορά στην απόλυτη άρνηση εκ μέρους του της προβληματικής των αυστρομαρξιστών για την «πολιτισμική εθνική αυτονομία», θέση που υποστηρίχθηκε στη Ρωσία κυρίως από τη Μπουντ. Η λενινιστική πρόταση περί τοπικής διοικητικής αυτονομίας των εθνών δεν απαντούσε στο πρόβλημα των μη - εδαφικών εθνικοτήτων, όπως οι Εβραίοι.

Οι διάφορες «αστικές» κυβερνήσεις που διαδέχθηκαν την επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917, ανίκανες καθώς ήταν να διακόψουν με την κληρονομιά του τσαρισμού, ακολούθησαν διστακτική πολιτική γύρω από το εθνικό ζήτημα. Αυτό ευνόησε τη συναισθηματική μεταστροφή των μαζών υπέρ των μπολσεβίκων: όπως θα γράψει ο Τρότσκι, στην Ιστορία της Οκτωβριανής Επανάστασης, «ο εθνικός χείμαρρος, όπως και ο αγροτικός, καταλάγιασαν μονάχα στην κοίτη της Οκτωβριανής Επανάστασης».

Σε ποιο μέτρο η πρακτική του Λένιν και των συντρόφων του, από θέσεις εξουσίας πια, συμφωνούσε με τις αρχές που εκφωνήθηκαν στα θεωρητικά κείμενα και στα κομματικά ψηφίσματα; Είναι δύσκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση: Η εθνική πολιτική του σοβιετικού κράτους κατά τη διάρκεια των χρόνων διαμόρφωσης της ΕΣΣΔ είναι εξαιρετικά περίπλοκη, συγκεχυμένη και αντιφατική. Κυριαρχεί, αναπόφευκτα, μια μεγάλη δόση πραγματισμού, εμπειρισμού και προσαρμογής στις περιστάσεις, με πολλαπλές ρήξεις ως προς τη φιλοσοφία του μπολσεβικισμού. Κάποιες «προσαρμογές» ήσαν θετικές, συμβάλλοντας σε περισσότερη πλουραλιστική δημοκρατία˙ άλλες, αντίθετα, συνιστούσαν ωμή παραβίαση του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση: ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα, μια τεράστια «»γκρίζα ζώνη»…

Μόλις μια βδομάδα μετά την κατάληψη της εξουσίας, οι επαναστάτες του Οκτώβρη δημοσιοποιούν μια διακήρυξη που επιβεβαιώνει πανηγυρικά την ισότητα όλων των λαών της Ρωσίας και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού τους μέχρις του σημείου της απόσχισης. Η σοβιετική εξουσία πρόκειται, αρκετά γρήγορα, να αναγνωρίσει – εν μέρει επειδή ήταν ήδη συντελεσμένο γεγονός, αλλά επίσης κι από γνήσια επιθυμία να διακόψει με τις προηγούμενες πρακτικές της Αυτοκρατορίας και να αναγνωρίσει εθνικά δικαιώματα – την ανεξαρτησία της Φινλανδίας, της Πολωνίας και των βαλτικών χωρών (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία). Η μοίρα της Ουκρανίας, των εθνών του Καυκάσου και άλλων «περιφερειακών» επαρχιών θα κριθεί στο πεδίο του εμφυλίου πολέμου με νίκη, στις περισσότερες των περιπτώσεων, των «τοπικών» μπολσεβίκων, λίγο ή πολύ – ανάλογα την περίπτωση – με τη βοήθεια του εκκολαπτόμενου Κόκκινου Στρατού.

Η πρώτη «θετική ρήξη» ήταν η «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και υποτελούς λαού» (1918), που συντάχθηκε από τον Λένιν και συνιστά ένα κάλεσμα για τη διαμόρφωση μιας ομοσπονδίας σοβιετικών δημοκρατιών, με θεμέλιό της την ελεύθερη και εθελούσια συνένωση των λαών. Αυτή η ρητή επιβεβαίωση της ομοσπονδιακής αρχής αποτελεί πραγματική στροφή σε σχέση με τις πρότερες θέσεις του Λένιν και των συντρόφων του, οι οποίοι – όντας γνήσιοι κληρονόμοι της ιακωβίνικης παράδοσης – ήσαν κατά του φεντεραλισμού και υπέρ ενός ενιαίου και συγκεντροποιημένου κράτους. Μολονότι η στροφή δεν τελείται συνειδητά ούτε λαμβάνει θεωρητική θεμελίωση, σε κάθε περίπτωση αποτελεί μια εξόχως θετική αλλαγή.

«Προσαρμογή» δημοκρατικού χαρακτήρα συνιστά επίσης η πολιτική που υιοθέτησε η σοβιετική εξουσία απέναντι στην εβραϊκή μειονότητα. Πριν το 1917, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι είχαν επιτεθεί επίμονα στις αυστρομαρξιστικές θέσεις και στους εβραίους της Μπουντ που τις είχαν υιοθετήσει στη Ρωσία. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της επανάστασης, υιοθετούν πλέον μια πολιτική που εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από την «πολιτισμική εθνική αυτονομία». Τα γιντίς απέκτησαν καθεστώς επίσημης γλώσσας στην Ουκρανία και στη Λευκορωσία, ενώ αναπτύχθηκαν πολλές γιντίς επιθεωρήσεις, βιβλιοθήκες, εφημερίδες, εκδοτικοί οίκοι, θέατρα και εκατοντάδες σχολεία. Στο Κίεβο, μάλιστα, επρόκειτο να δημιουργηθεί ένα Εβραϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο που συναγωνιζόταν το διάσημο «YIVO» [Ινστιτούτο Επιστημών Γιντίς] του Βίλνιους. Εν ολίγοις, υπό την αιγίδα των σοβιέτ και στο πλαίσιο μιας πολιτικής «πολιτισμικής αυτονομίας», βλέπουμε μια πραγματική πολιτισμική άνθηση της γιντίς κουλτούρας. Πλαισιώνεται, είναι η αλήθεια, από την «πεφωτισμένη δεσποτεία» της εβραϊκής πτέρυγας του μπολσεβικικού κόμματος, της «Γεβσέκζια». Αυτή αποτελείτο ως επί το πλείστον από παλιούς «μπουντιστές» και αριστερούς σιωνιστές που τους κέρδισαν οι κομμουνιστικές ιδέες κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Ως προς τις παραβιάσεις, από την άλλη, των δημοκρατικών δικαιωμάτων των λαών: Αν αφήσουμε τις – λίγο ή πολύ συζητήσιμες – περιστάσεις «σοβιετοποίησης» της Ουκρανίας και των καυκάσιων εθνών, δύο ιδιαίτερα περιπτώσεις παρουσιάζονται ως σημαίνουσες: η εισβολή στην Πολωνία το 1920 και στη Γεωργία το 1921.

Έντονα εχθρικό έναντι των σοβιέτ, το πολωνικό καθεστώς του Μάρσαλ Πιλζούτσκι, εισβάλλει – με καθοδήγηση και υποστήριξη του γαλλικού ιμπεριαλισμού – στη σοβιετική Ουκρανία, τον Απρίλιο του 1920, φθάνοντας μέχρι το Κίεβο. Η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού τους τρέπει σύντομα σε οπισθοχώρηση. Οι σοβιετικές δυνάμεις ακολουθούν τον εισβολέα και παραβιάζουν τα πολωνικά σύνορα, φθάνοντας τον Αύγουστο στο κατώφλι της Βαρσοβίας, προτού υποχρεωθούν με τη σειρά τους να αναδιπλωθούν στο σημείο εκκίνησής τους. Η απόφαση εισβολής στην Πολωνία πάρθηκε από τη σοβιετική ηγεσία υπό την ώθηση του ίδιου του Λένιν κι ενάντια στις απόψεις του Τρότσκι, του Ραντέκ και του Στάλιν, που για μια – και μόνο – φορά βρέθηκαν σε συμφωνία. Δεν επρόκειτο, καθώς είναι ευνόητο, για ένα σχέδιο προσάρτησης της Πολωνίας, αλλά για «στήριξη» στους πολωνούς κομμουνιστές, ώστε να πάρουν την εξουσία και να εγκαθιδρύσουν μια σοβιετική πολωνική δημοκρατία. Την ίδια στιγμή, αποτελούσε ασφαλώς μια προφανή παραβίαση της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών: όπως επαναλάμβανε πάμπολλες φορές ο ίδιος ο Λένιν, δεν ήταν αποστολή του Κόκκινου Στρατού να επιβάλλει τον κομμουνισμό σε άλλους λαούς. Βέβαια, ο εφήμερος και επισφαλής χαρακτήρας αυτής της πρωτοβουλίας περιορίζει την εμβέλειά της, όσο και αν αυτή άφησε ίχνη στην πολωνική συλλογική μνήμη.

Πιο σοβαρή ήταν η γεωργιανή περίπτωση. Ανεξάρτητη δημοκρατία, αναγνωρισμένη ως τέτοια από τη σοβιετική αρχή (βλ. συμφωνία ειρήνης του 1920), είχε στην ηγεσία της μια μενσεβικική κυβέρνηση που διέθετε τη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας ενός πληθυσμού, κυρίως αγροτικού. Ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε τη Γεωργία το Φεβρουάριο του 1921 και τη «σοβιετικοποίησε» διά της βίας. Πρόκειται αναμφίβολα για την πιο κραυγαλέα και ωμή κακοποίηση του δημοκρατικού δικαιώματος αυτοδιάθεσης, εκ μέρους του νεαρού σοβιετικού κράτους.

Την πρωτοβουλία έλαβαν οι μπολσεβίκοι ηγέτες γεωργιανής καταγωγής, ο Στάλιν και ο Ορτζονίκιτζε, δικαιολογώντας τη στο όνομα μιας υποτιθέμενης γενικής εξέγερσης των γεωργιανών εργατών και αγροτών, υπό κομμουνιστική καθοδήγηση. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια εξαιρετικά μειοψηφική κίνηση του γεωργιανού μπολσεβικικού κόμματος, που ξεσηκώθηκε ενάντια στη μενσεβικική κυβέρνηση της Γεωργίας, κοντά στα σοβιετικά σύνορα. Την εισβολή, πάντως, ενέκρινε ο Λένιν, ο Τρότσκι και η λοιπή σοβιετική ηγεσία. Μετά από ένα μήνα μαχών, μια μπολσεβικική κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στην Τιφλίδα, επισφραγίζοντας τη συνένωση της Γεωργίας με τη σοβιετική ομοσπονδία. Η εχθρικότητα της πλειοψηφίας του πληθυσμού σε αυτή την «έξωθεν» επιβολή εκφράστηκε με εκρηκτικό τρόπο το 1924, όταν ξέσπασε μαζική λαϊκή εξέγερση οργανωμένη από τους μενσεβίκους.

Γύρω από το ζήτημα της Γεωργίας, λοιπόν, διεξήχθη η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Λένιν, που ήταν ήδη βαριά άρρωστος, και στον Στάλιν, μεταξύ των ετών 1922 και 1923: η «τελευταία μάχη του Λένιν», σύμφωνα με τον τίτλο του διάσημου βιβλίου του Μοσέ Λεβίν. Οι διαφωνίες ανάμεσα στους δύο μπολσεβίκους ηγέτες πολλαπλασιάστηκαν τα επόμενα χρόνια, άλλα ήδη από το 1920 μπορούμε να αντιληφθούμε μια ριζικά αποκλίνουσα λογική, τόσο σε επίπεδο γραπτών όσο και προτάσεων. Ενώ ο Λένιν επιμένει στην αναγκαιότητα μιας ανεκτικής στάσης έναντι των περιφερειακών εθνικισμών, καταγγέλλοντας το μεγαλορωσικό σωβινισμό, ο Στάλιν αντιμετωπίζει τα φυγόκεντρα εθνικά κινήματα ως βασικό αντίπαλο και πλειοδοτεί υπέρ ενός ενοποιημένου, συγκεντροποιημένου κράτους. Μετά την εισβολή στη Γεωργία το 1921, ο Λένιν προτείνει πια μια απόπειρα συμβιβασμού με τον Τζορντάνα, τον αρχηγό των γεωργιανών μενσεβίκων. Ο Στάλιν, αντίθετα, σε μια συζήτηση στην Τιφλίδα τον Ιούλιο, επιμένει στην αναγκαιότητα να «τσακιστεί η Λερναία Ύδρα του εθνικισμού» και να αφανιστούν «διά πυρός και σιδήρου» οι ιδεολογικές του επιβιώσεις.

Η διαμάχη εξερράγη με αφορμή τη διαφωνία των Στάλιν – Ορτζονίκιτζε, από τη μία, και των γεωργιανών κομμουνιστών (ο Μντβιάνι και οι σύντροφοί του), που διέθεταν την υποστήριξη του Λένιν, από την άλλη, ως προς το ζήτημα του βαθμού αυτονομίας της σοβιετικής Γεωργίας μέσα στην – υπό διαμόρφωση – Σοβιετική Ένωση. Πέρα από το επιμέρους τοπικό ζήτημα, το διακύβευμα ήταν, πολύ απλά, το μέλλον της ΕΣΣΔ. Σε μια αργοπορημένη, απέλπιδα μάχη ενάντια στο μεγαλορωσικό σωβινισμό του γραφειοκρατικού μηχανισμού, ο Λένιν αφιέρωσε τις τελευταίες στιγμές διαύγειάς του στο να αντιμετωπίσει τον πρωταρχικό ηγετικό εκπρόσωπό του: τον Ιωσήφ Στάλιν. Στις σημειώσεις που υπαγόρευσε στη γραμματέα του το Δεκέμβριο του 1922, δεν παύει να καταγγέλλει το μεγαλορωσικό και σωβινιστικό πνεύμα αυτού του «αγύρτη, του τυράννου, που στο βάθος είναι ο τυπικός ρώσος γραφειοκράτης» και μια νοοτροπία που «απονέμει περιφρονητικά κατηγορίες περί σοσιαλ-πατριωτισμού (ενώ είναι ο ίδιος όχι απλώς ένας αληθινός, αυθεντικός σοσιαλπατριώτης, αλλά ένας τραχύς μεγαλορώσος επιστάτης)». Δεν διστάζει, εξάλλου, να κατονομάσει τον Λαϊκό Κομισάριο των Εθνικοτήτων: «Σκέφτομαι ότι κάτι μοιραίο παίχτηκε εδώ με την πρεμούρα του Στάλιν, την αρέσκειά του για αξιώματα, την εμμονή του με το διαβόητο ‘σοσιαλπατριωτισμό’». Επιστρέφοντας δε στο ζήτημα της Γεωργίας, επιμένει: «Είναι αυτονόητο ότι ο Στάλιν και ο Τζεζίνσκι οφείλουν να θεωρηθούν πολιτικά υπεύθυνοι για αυτή τη μεγαλορωσική, θεμελιακά εθνικιστική, πολιτική». Κατάληξη της «διαθήκης του Λένιν» ήταν, όπως ξέρουμε, η πρότασή του περί αντικατάστασης του Στάλιν στη θέση της γενικής γραμματείας του κόμματος. Αλίμονο, ήταν πολύ αργά..

Το σταλινικό εγχείρημα ήταν θεμελιακά κρατικιστικό και γραφειοκρατικό: ενίσχυση του μηχανισμού, συγκεντροποίηση του κράτους, διοικητική ενοποίηση. Όμως, ο Λένιν νοιαζόταν πριν από όλα για το διεθνή αντίκτυπο της σοβιετικής πολιτικής: «η απουσία ενοποιητικού μηχανισμού ανάμεσα στους επιμέρους εθνικούς σχηματισμούς και τον ρωσικό, θα προκαλούσε απείρως, ανυπολόγιστα μικρότερη βλάβη από το αντίθετό της: για μας, για όλη τη Διεθνή, για τις εκατοντάδες εκατομμυρίων των λαών της Ασίας, που θα εμφανιστούν κατόπιν στο ιστορικό προσκήνιο, στο εγγύς μέλλον». Τίποτε δεν θα ήταν εξίσου επικίνδυνο για την παγκόσμια επανάσταση από το να «εμπλακούμε από μόνοι μας, όποιες κι αν είναι οι επιμέρους περιστάσεις, στις ιμπεριαλιστικές διαμάχες σχετικά με τις εθνότητες, εγείροντας έτσι υποψία για την ειλικρίνεια των αρχών μας, για το δίκιο μας να παλεύουμε ενάντια στον ιμπεριαλισμό». Άλλα ένα νέο εγκεφαλικό επεισόδιο, στις αρχές του 1923, θα ακινητοποιήσει τον Λένιν και θα απομακρύνει, έτσι, το κύριο εμπόδιο για την εδραίωση του Στάλιν στον κρατικό μηχανισμό.

Ο δε Τρότσκι, κύριος αντίπαλος πια, από το 1923, της σταλινικής γραφειοκρατίας ξαναπιάνει το νήμα της λενινιστικής διαπάλης ενάντια στο γραφειοκρατικό σωβινισμό. Η πλατφόρμα αριστερής αντιπολίτευσης του 1927 υπερασπίζεται τους παλιούς γεωργιανούς μπολσεβίκους, που έπεσαν «στη δυσμένεια του Στάλιν», αλλά «είχαν ένθερμα στο πλευρό τους τον Λένιν, κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του». Απαιτεί να δημοσιοποιηθούν τα τελευταία κείμενα του Λένιν πάνω στο εθνικό ζήτημα, που είχαν μπει στο σωλήνα από τον Στάλιν. Επιμένοντας, αντί συμπεράσματος, ότι «ο σωβινισμός, ιδίως όταν εκδηλώνεται διά της κρατικής μηχανής, παραμένει ο κύριος εχθρός της συμφιλίωσης και της ενότητας των εργαζόμενων μαζών, διαφόρων εθνικοτήτων».

Απόδοση στα ελληνικά: Στέργιος Μήτας

Το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Red Notebook «Το Διαρκές 1917», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο -Στη τέχνη και στη Κοινωνία. Πέτρος Θεοδωρίδης

  Πέτρος Θεοδωρίδης (τμήμα κινηματογράφου Α.Π.Θ ) Από το Μοντέρνο στο Μεταμοντερνο Στη τέχνη και στη Κοινωνία   Α. :Μοντερνισμός   ...