Του Γιάννη Σταυρακάκη
Συνιστά πια κοινό τόπο η διαπίστωση ότι το μοντέλο κυριαρχίας που
προϋποθέτει η εφαρμογή «μνημονιακού» τύπου πολιτικών, στον ευρωπαϊκό
νότο αλλά και ευρύτερα, απομειώνει όλο και περισσότερο το νοηματικό
περιεχόμενο της πολιτικής, απογυμνώνοντας την άσκηση της εξουσίας από τη
δημοκρατική της νομιμοποίηση. Η λήψη αποφάσεων επιστρατεύει όλο και
λιγότερο την έλλογη συναίνεση, ενώ ενδιαφέρεται τόσο λιγότερο για την
ηγεμονική της απήχηση όσο περισσότερο βεβαιώνεται για την αδυναμία
επίτευξης και εδραίωσής της. Δεν απομένει έτσι παρά η κυριαρχική επιβολή
στη βάση ενός μηδενισμού της ωμότητας. Η βιαιότητα του μαύρου στην
Ε.Ρ.Τ., ο «ξαφνικός θάνατος» ολόκληρων υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, η
ριζική υπονόμευση των πανεπιστημίων –των κατεξοχήν θεσμών όπου
καλλιεργείται το νόημα και ο λόγος–, δεν αποτελούν παρά την κορυφή ενός
παγόβουνου. Στη βάση του θα συναντήσουμε σώματα και υποκείμενα που
υποφέρουν πέρα από οποιονδήποτε λελογισμένο επιμερισμό της όποιας
ευθύνης τους για τις αστοχίες του «ελληνικού μοντέλου», πέρα από
οποιαδήποτε έλλογη επιχειρηματολογία μεταρρύθμισης, ακόμα και κοινωνικής
μηχανικής. Αν απομένει ακόμα κάποιο μήνυμα, κάποιο νοηματικό
περιεχόμενο εδώ, το ίδιο το μέσο (ο πόνος και η ωμότητα) μοιάζουν να
είναι το μήνυμα!
Μήπως λοιπόν βιώνουμε το πέρασμα από μια εποχή στην οποία η πολιτική
ασκούνταν κυρίως στο επίπεδο της πειθούς και της ηγεμονίας, της
οργάνωσης της συναίνεσης, σε μια νέα εποχή στην οποία η εξουσία
ενθυλακώνει πλέον τα (πάσχοντα) σώματα και εδραιώνει τη βιοπολιτική
κυριαρχία της κατευθείαν πάνω τους; Μήπως, με άλλα λόγια, ζούμε το
πέρασμα σε μια
μετα-ηγεμονική εποχή [1]; Ας μη
βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα... Όσο και αν φαντάζει επέκεινα του
νοήματος, ο διά του πόνου και της ωμότητας βιοπολιτικός έλεγχος των
σωμάτων διατηρεί οπωσδήποτε ένα μίνιμουμ νοηματικής λειτουργίας, ίσως
και κάτι παραπάνω. Η ίδια η ωμότητα, μας λέει η Ελέιν Σκάρρυ (Elaine
Scarry), σκηνοθετεί την «παραγωγή μιας φανταστικής [φαντασμαγορικής]
ψευδαίσθησης εξουσίας» ακριβώς όταν η τελευταία αδυνατεί να αναπαραχθεί
διαφορετικά [2]. Με άλλα λόγια, εκείνο που λαμβάνει χώρα είναι μάλλον μια
αλλαγή της φοράς:
αντί το νοηματικό (έστω και ως ενοχοποίηση, παθολογικοποίηση, καταδίκη)
να προηγείται, να πλαισιώνει και να προετοιμάζει το σωματικό (τιμωρία,
πόνος, ωμότητα), το σωματικό πλέον εκμηδενίζει το νόημα, με σκοπό όμως
την ψευδαισθητική αναστήλωσή του σε νέες κυριαρχικές βάσεις.
Προσεγγίζουμε ίσως τον βαθμό μηδέν του πολιτικού νοήματος, αλλά αυτό
δεν αναιρεί το γεγονός της ηγεμονικής λειτουργίας του μηδενισμού της
ωμότητας. Πού ακριβώς έγκειται αυτή η λειτουργία; Αν μη τι άλλο, στην
παραγωγή ενός οριακού
παραδείγματος με συγχρόνως εγχώρια και
πανευρωπαϊκή ισχύ: του μιασματικού/απόβλητου δράστη (υποκειμένου,
κοινωνικής ομάδας ή και ολόκληρης χώρας) ενός σύγχρονου προπατορικού
αμαρτήματος για το οποίο η παραδειγματική τιμωρία δεν μπορεί παρά να
είναι ο διαρκής πόνος, ένα μαρτύριο δίχως ορατό τέλος. Όπως ακριβώς στο
«θέατρο της ωμότητας» του Αρτώ [3], «χωρίς ένα στοιχείο ωμότητας
στη βάση κάθε θεάματος» η μακάβρια σκηνοθεσία του κρατικά επιβαλλόμενου
ευρω-νεοφιλελευθερισμού θα έχανε και το τελευταίο ίχνος ηγεμονικής
façade
που θα μπορούσε να της αναγνωριστεί (στο εσωτερικό ή έξωθεν, από το
βλέμμα του Ευρωπαίου Άλλου). Αν όμως μπορούμε να μιλάμε για «θέατρο της
ωμότητας», ποιος είναι εδώ ο θεατρικός συγγραφέας; Ακούσαμε για «success
story»× και αν το ίδιο το success αμφισβητείται, μπορούμε τουλάχιστον
να σκιαγραφήσουμε τον δημιουργό του story; Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν
να συλλάβουμε την
ιδεολογική μήτρα της σημερινής λαίλαπας;
Υπάρχει άραγε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας κάποιο υπόδειγμα που θα
μπορούσε να διεκδικήσει αυτόν τον ρόλο;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι καθόλου εύκολη καθώς η
ιδεολογική αντιπαράθεση στη μνημονιακή συνθήκη είναι δυνατόν να
προκαλέσει –για να το θέσω με επιεικείς όρους– το λιγότερο αμηχανία.
Στις πηγές τούτου του αισθήματος θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τις μάλλον
ανοίκειες αξιώσεις που προβάλλει ο κυρίαρχος λόγος στο μεταίχμιο της
ωμότητας – χωρίς, βέβαια, αυτό να δικαιώνει αυτομάτως και κάθε
«αντιστασιακό» λόγο. Δεν εννοώ μόνον τις όποιες αξονικές του
προτεραιότητες, π.χ. την έμφαση στην απόλυτη κυριαρχία των διεθνών
αγορών έναντι της συνταγματικά κατοχυρωμένης λαϊκής κυριαρχίας και των
ποικίλων θεσμικών διαμεσολαβήσεών της, τη σταδιακή επικράτηση ενός
ντεσιζιονιστικού μοντέλου άσκησης της εξουσίας έναντι οποιασδήποτε
δημοκρατικής λογοδοσίας, τη θυσία κάθε έννοιας δημόσιου αγαθού και
μέριμνας στον βωμό των μεγάλων συμφερόντων κ.ο.κ. Εκείνο που εννοώ
κυρίως είναι η επένδυση αυτών των προτεραιοτήτων με την αίγλη μιας
μοναδικής αλήθειας που οφείλουν να εν-
σωμα-τώσουν (αφού πρώτα
«ματώσουν») και να ομολογήσουν, να μαρτυρήσουν (αυθορμήτως βέβαια) όσοι
υφίστανται τη βάσανο της ωμότητας, αξίωση που εκ των υστέρων επενδύεται
με το φωτοστέφανο ενός πρωτόγνωρου ορθολογισμού και ριζοσπαστισμού.
Οι αξιώσεις αυτές δεν επιχειρούν απλώς να «χρυσώσουν το χάπι» της
βίαιης αναδιανομής εισοδημάτων, δικαιωμάτων και προοπτικών που
επιχειρείται σήμερα στον ευρωπαϊκό νότο αλλά και ευρύτερα. Επιχειρούν,
πρωτίστως, να αναπροσδιορίσουν άρδην τον ίδιο τον κοινωνικό και
βιοπολιτικό ορίζοντα της μεταπολεμικής Ευρώπης, να αναθεωρήσουν την
ιστορική διαδρομή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Προσοχή, εκείνο που
διακυβεύεται δεν είναι ο μετριασμός των ενδεχόμενων αστοχιών του κράτους
πρόνοιας και της κοινωνικής δημοκρατίας, δεν είναι η αντιμετώπιση των
υπαρκτών υπερβολών της μεταπολίτευσης. Στόχος μοιάζει να είναι η βίαιη
ανασύνθεση της μνήμης, του βιώματος και των προσδοκιών μας: η πλήρης
αντιστροφή του ίδιου του αξιακού/βιωματικού πυρήνα που ενέπνευσε την
πορεία του πολιτικού και οικονομικού εκδημοκρατισμού στη μεταπολεμική
Ευρώπη και στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Στο πλαίσιο ενός ουτοπικού
ζηλωτισμού που δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τις βαθύτερες
«ολοκληρωτικές» παραδόσεις, πυροδοτείται ένα εγχείρημα καθολικής
«δημιουργικής καταστροφής» (creative destruction) με στόχο την παραγωγή,
επιτέλους, ενός νέου τύπου «κανονικού» ατόμου (Ευρωπαίου) όπως και τη μετατροπή, μεταξύ άλλων, της Ελλάδας –και πάλι
επιτέλους– σε μια «κανονική» ευρωπαϊκή χώρα.
Έτσι η ωμότητα εξαγνίζει και η καταστροφή δημιουργεί το νέο.
Έχουμε όμως διαθέσιμο κάποιο υπόδειγμα αυτού του «νέου»; Έχει
χαρτογραφηθεί η ουτοπία στην οποία, θέλοντας και μη, «προσβλέπουμε»;
Γιατί στον δημόσιο λόγο δεν συλλαμβάνει κανείς παρά αντιφατικά ψήγματα
που, ασύνδετα και κατακερματισμένα, αδυνατούν να συνδέσουν το παρελθόν
με το μέλλον, να μετουσιώσουν τη βουβή απελπισία σε αισιόδοξη προσδοκία,
να επαναπρογραμματίσουν τον νοηματικό/συναισθηματικό σκληρό δίσκο των
τσακισμένων υποκειμένων που υφίστανται αυτό το βίαιο reboot. Ακούμε, για
παράδειγμα, εμβριθείς δημοσιολόγους, πολιτικούς και δημοσιογράφους, να
υποστηρίζουν με τη μεγαλύτερη φυσικότητα πως την κρίση προκάλεσε βέβαια ο
κρατισμός και όχι οι περιπλοκές (χρηματοπιστωτικές και ηθικοπολιτικές)
του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού· ότι κάθε αναφορά στη λαϊκή-δημοκρατική
συμμετοχή (σε εκλογές και δημοψηφίσματα) αποτελεί ανεύθυνο λαϊκισμό αν
όχι ανορθολογικό εξτρεμισμό· ότι η λύση στην ανεργία που μαστίζει τον
ιδιωτικό τομέα είναι οι μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων (ότι δηλαδή
η λύση στην ανεργία είναι περισσότερη ανεργία)· ότι η υπεράσπιση της
Ευρώπης και κάθε ευρωπαϊκού προσανατολισμού περνά μέσα από την έμπρακτη
καταρράκωση κάθε ευρωπαϊκής αξίας· ότι η πολιτική παρακμή της
μεταπολίτευσης θα πρέπει ασφαλώς να χρεωθεί περισσότερο σε εκείνους που
αντιπολιτεύονταν και όχι βέβαια σε όσους κυβερνούσαν· ότι η λύση στην
οικονομική και ηθική παθολογία της ελληνικής υπερχρέωσης είναι τελικά η
αύξηση του δημόσιου χρέους και η σταθεροποίησή του σε καμιά δεκαριά
χρόνια περίπου εκεί που βρισκόταν με το ξεκίνημα της κρίσης· ότι τα
προβλήματα της κρατικής Ε.Ρ.Τ. δεν προήλθαν από τον κομματικό εκμαυλισμό
της αλλά από το γεγονός ότι «κομμούνιζε»· ότι η αγορά δεν πλήττεται από
την ύφεση και την κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, αλλά
από τις διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες των συνδικάτων και ότι η λύση
θα βρεθεί στο άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές κ.ο.κ. Δεν πρόκειται
όμως παρά για σπαράγματα λόγου που αδυνατούν να μας μεταδώσουν την
ευρύτερη εικόνα, που αδυνατούν να αποκαλύψουν την υποτιθέμενη
δημιουργική διάσταση της επιχειρούμενης διά της ωμότητας καταστροφής και
ανασύνθεσης του πολιτικού νοήματος.
Το ερώτημα καθίσταται αγωνιώδες και επιτακτικό. Όχι μόνο για όσους
υποφέρουν, αλλά και για όσους, κακοπροαίρετα ή και καλοπροαίρετα,
γίνονται φορείς και απολογητές της ωμότητας, φιλοδοξώντας να γίνουν οι
εμβρυουλκοί του νέου. Ποιος θα μπορούσε, τέλος πάντων, να είναι ο
συγγραφέας ή ο σκηνοθέτης τούτου του «θεάτρου της ωμότητας»; Πού
υπάρχει, επιτέλους, το ουτοπικό διάγραμμα του «νέου» που μας επιφυλάσσει
η μαρτυρική πορεία μας; Αν πραγματικά ανατρέξουμε στην πνευματική
περιπέτεια του εικοστού αιώνα, ένα όνομα μοιάζει να πληροί τις
προϋποθέσεις της αναζήτησής μας. Και ίσως να μην είναι τυχαίο ότι το
έργο της ιέρειας αυτής του «νεοφιλελεύθερου –
avant la lettre
φυσικά– ρεαλισμού», ας πούμε σωστότερα του «καπιταλιστικού ρεαλισμού»,
της στρατευμένης λογοτέχνιδας και προπαγανδίστριας ενός καπιταλιστικού
ουτοπισμού, μεταφράζεται, παρουσιάζεται και συζητιέται εντατικά στη
σημερινή Ελλάδα. Πρόκειται φυσικά για την Άυν Ραντ (Ayn Rand). Τη
δημιουργό μιας οιονεί φιλοσοφικής σχολής, του λεγόμενου
«αντικειμενισμού», τον οποίο επιχείρησε να προπαγανδίσει, ιδίως κατά τη
δεκαετία του 1950, μέσα από μια σειρά μυθιστορημάτων [4].
Αν αξίζει να ανατρέξουμε στη Ραντ δεν είναι ασφαλώς γιατί
υποστηρίζουμε ότι οι εμπνευστές ή/και οι εκτελεστές των ακολουθούμενων
πολιτικών καθοδηγούνται από τα γραπτά της [5], αλλά γιατί αυτά,
μέσα στον μονόπλευρο ζηλωτισμό τους, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη
διαθέσιμη πηγή, μοιάζουν να προσφέρουν μια αποκαλυπτική προσύλληψη του
«θαυμαστού καινούργιου κόσμου» που ανατέλλει γύρω μας – τον οποίο λίγοι
από εμάς φαίνεται να συνειδητοποιούν στην καθαρότητα που μας τον
παρουσιάζει. Στόχος της Ραντ δεν είναι τίποτε λιγότερο από την ανάδειξη
του καπιταλισμού στη μόνη ορθολογική και ριζοσπαστική βάση όχι μόνο της
πολιτικής ή της οικονομίας, αλλά της ίδιας της «φύσης του ανθρώπου και
της σχέσης του με την ύπαρξη»: «Είμαστε ριζοσπαστικά υπέρ του
καπιταλισμού», γράφει, «και συνηγορούμε υπέρ του καπιταλισμού γιατί
είναι το μόνο σύστημα που είναι συμβατό με τη ζωή ενός ορθολογικού
όντος» [6]. Αρχίζουμε ήδη να αισθανόμαστε πως βρισκόμαστε μάλλον
στον σωστό δρόμο καθώς οι τόσο οικείες καταγγελίες κάθε ρυθμιστικής
διάθεσης που θέτει και τα παραμικρά όρια στις αγορές ως «συντηρητικής»
και «ανορθολογικής» αποκτά εδώ την πιο αφοπλιστική καταφατική μετουσίωσή
της.
Ποιο περιεχόμενο δίνει όμως η Ραντ στον καπιταλισμό; Ας μην είμαστε,
στο κάτω κάτω, προκατειλημμένοι... Ιδιαίτερη σημασία έχει βέβαια ο
απόλυτος ατομικισμός της και η αντι-κοινωνική της μανία. Προοιωνιζόμενη
τις σοφιστείες της Μάργκαρετ Θάτσερ περί ανυπαρξίας της κοινωνίας
γράφει: «“Το κοινό καλό” (ή το “κοινό συμφέρον”) είναι μια αόριστη
έννοια που δεν επιδέχεται ορισμού: δεν υπάρχει οντότητα όπως “η φυλή”
(tribe) ή “το κοινό”× η φυλή (ή το κοινό ή η κοινωνία) δεν είναι παρά
ένας αριθμός ατόμων» (σ. 12). Εν κατακλείδι, το κοινό, δημόσιο αγαθό
αποτελεί για τη Ραντ μια «ανόητη έννοια» (σ. 12). Ως εκ τούτου, κάθε
ιδέα αναδιανομής του πλούτου περιγράφεται με όρους «ηθικής χυδαιότητας»
(σ. 23). Ξεκινώντας από αυτόν ακριβώς τον πυρήνα, η Ραντ προχωρά σε μια
ιδιότυπη ανάγνωση των οικονομικοπολιτικών διακυβευμάτων του εικοστού
αιώνα. Όσο κι αν μας ξενίζει, η ανάγνωσή της μοιάζει να προετοιμάζει το
έδαφος για επιχειρήματα που πλέον ακούγονται οικεία στα αυτιά μας.
Θα επιμείνω σε δύο διαστάσεις:
1. Έχοντας αναδείξει τον καπιταλισμό και τον ατομικισμό σε υπόδειγμα
ορθολογικής και ηθικής τελειότητας, και έχοντας καταδικάσει κάθε
προσπάθεια συλλογικής ρύθμισης και ελέγχου ως «ανόητη» και «χυδαία», δεν
διστάζει να καταγγείλει το New Deal του προέδρου Ρούζβελτ ως μια
σοσιαλιστική παρεκτροπή που βρισκόταν «εγγύτερα στο σύστημα του
Μουσσολίνι παρά σε οτιδήποτε άλλο» (σ. 245). Σε ένα πρώτο επίπεδο η
κριτική της Ραντ μπορεί να ηχεί παράδοξη· ωστόσο,
και από τη
σκοπιά της νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής ορθοδοξίας, ακόμα και ένας ήπιος
κεϊνσιανισμός, ακόμα και η ελάχιστη ουσιαστική μέριμνα για το εκρηκτικό
κοινωνικό ζήτημα και την υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών, ξορκίζεται
σήμερα ως αδιανόητη, ξεπερασμένη και αντιπαραγωγική. Όσο για το εγχώριο
πεδίο βέβαια, η παραμικρή δημοκρατική ή αναδιανεμητική ευαισθησία
καταγγέλλεται στην καλύτερη περίπτωση ως ανεύθυνος λαϊκισμός, στη
χειρότερη ως υπεράσπιση της τελευταίας «σοβιετικής» χώρας στον κόσμο –
άντε, μαζί με τη Βόρεια Κορέα. Μήπως τελικά η Ραντ ζει ανάμεσά μας;
2. Γνωρίζουμε ότι, στο πλαίσιο αυτό, ο κυρίαρχος λόγος επιχειρεί και μια περαιτέρω αντιστροφή. Τη
θυματοποίηση
εκείνων που δεν έπαψαν ποτέ να έχουν το πάνω χέρι και οι οποίοι –επειδή
αρνούνται πλέον και την ελάχιστη υπαγωγή σε συλλογικούς κανόνες–
διεκδικούν τα πάντα μέσω μιας ανεξέλεγκτης συσσώρευσης διά της υφαρπαγής
(accumulation by dispossession), για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του
Ντέηβιντ Χάρβεϋ (David Harvey). Με μια αλχημιστική μετουσίωση που
φέρνει, κυριολεκτικά, τα πάνω κάτω, ακούμε έτσι για τη
διωκόμενη «επιχειρηματικότητα» που πρέπει, και πάλι
επιτέλους,
να προστατευθεί και να καλλιεργηθεί με κάθε μέσο. Ενώ μάλιστα
προκλήθηκε από τις συγκεκριμένες μορφές που η «επιχειρηματικότητα» αυτή
έλαβε στον ύστερο καπιταλισμό, η ίδια η κρίση γίνεται το εφαλτήριο για
την ακόμα ευρύτερη και ανεξέλεγκτη επέκτασή της. Ας σημειωθεί ότι η Ραντ
είχε ήδη φροντίσει να αθωώσει τον καπιταλισμό από οποιαδήποτε
υπαιτιότητα για τις κρίσεις και τις υφέσεις της οικονομίας, οι οποίες
δεν μπορούσαν παρά να «προκαλούνται από την κυβερνητική παρέμβαση και
όχι από το καπιταλιστικό σύστημα» (σ. 25): «Όλα τα δεινά, οι καταχρήσεις
και οι ανισότητες, που συνήθως αποδίδονται στους επιχειρηματίες και
στον καπιταλισμό, δεν προκλήθηκαν από μια αρρύθμιστη οικονομία ή από την
ελεύθερη αγορά, αλλά από την κυβερνητική παρέμβαση στην οικονομία» (σ.
45).
Αλλά και η αντιστροφή της θυματοποίησης καθαυτήν εμφανίζεται στο έργο
της Ραντ με τον πιο γκροτέσκο αλλά συγχρόνως αποκαλυπτικό τρόπο.
Αναφέρομαι σε κείμενό της με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η καταδιωκόμενη
μειονότητα της Αμερικής». Και ποια είναι άραγε αυτή η μειονότητα; Μα οι
«μεγάλες επιχειρήσεις» – προσοχή, όχι οι επιχειρήσεις και η αγορά εν
γένει (που σήμερα επίσης στραγγαλίζονται), οι
μεγάλες επιχειρήσεις!
(Big Business). Εκείνο που διακυβεύεται εδώ –και στο οποίο στοχεύει και
η κριτική μας– δεν είναι επομένως η ύπαρξη αγοράς και επιχειρήσεων,
αλλά η εξιδανίκευση των πιο ισχυρών μάλιστα από αυτές, η εξαίρεσή τους
από οποιαδήποτε ρύθμιση και η καθολική κυριαρχία τους πάνω σε κάθε άλλη
πτυχή της κοινωνικής ζωής (γνωρίζουμε, εξάλλου, σήμερα τον καθοριστικό
ρόλο που έπαιξαν εκείνες ακριβώς που θεωρήθηκαν «
too big to fail!»,
μεταξύ των οποίων και πολλές τράπεζες, για την καταστροφική τροπή της
παγκόσμιας κρίσης). Μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της Ραντ, οι
Αμερικανοί μεγαλοεπιχειρηματίες παρουσιάζονται ως θύματα μιας
«τερατώδους αδικίας», ως μια «μικρή και ανυπεράσπιστη μειονότητα, θύμα
εκμετάλλευσης και δημόσιας καταδίκης». Λίγο απέχει από το να φέρει
δάκρυα στα μάτια η σύγκριση των διωκόμενων μεγαλοεπιχειρηματιών με
φυλετικές ή θρησκευτικές μειονότητες: «Και όμως, κάθε αποκρουστική, ωμή
μορφή αδικίας απέναντι σε φυλετικές ή θρησκευτικές μειονότητες ασκείται
σήμερα πάνω στους επιχειρηματίες» (σ. 40-41). Όταν όμως η Ραντ φτάνει να
συγκρίνει τη μοίρα των μεγάλων επιχειρήσεων με το Ολοκαύτωμα, ο
αναγνώστης μένει μάλλον άφωνος: «Κάθε κίνημα που επιδιώκει να
υποδουλώσει μια χώρα, κάθε δικτατορία ή δυνητική δικτατορία, χρειάζεται
κάποια μειονοτική ομάδα ως αποδιοπομπαίο τράγο τον οποίο θα ενοχοποιεί
για τα δεινά του έθνους και θα χρησιμοποιεί για να δικαιολογήσει την
απαίτηση δικτατορικών εξουσιών. Στη σοβιετική Ρωσία, αποδιοπομπαίος
τράγος ήταν η αστική τάξη· στη ναζιστική Γερμανία ήταν ο εβραϊκός λαός·
στην Αμερική είναι οι επιχειρηματίες» (σ. 42).
Όσο και αν φαίνεται απίστευτο, η πνευματική συνεισφορά της Ραντ δεν
περιορίζεται καν στην αξιωματική αναγωγή του καπιταλισμού και των
μεγαλοεπιχειρηματιών σε καταδιωκόμενα θύματα των οποίων η αποκατάσταση
συνιστά οντολογικό, ορθολογικό και ηθικό μονόδρομο. Μαθητές και
συνοδοιπόροι της έφτασαν στο σημείο –με λίγη βοήθεια από τον Λούντβιχ
Φον Μίζες (Ludwig von Mises)– να γίνουν απολογητές ακόμα και της
παιδικής εργασίας. Έτσι, ο Ρόμπερτ Χέσσεν (Robert Hessen) μιλά για την
παιδική εργασία στις απαρχές του καπιταλισμού ως «την πτυχή εκείνη της
ιστορίας του καπιταλισμού που έχει γίνει αντικείμενο της μικρότερης
δυνατής κατανόησης και της μεγαλύτερης δυνατής παραμόρφωσης». Έχοντας
εξαθλιώσει τον αγροτικό πληθυσμό μέσω των περιφράξεων, ο καπιταλισμός
πιστώνεται την αγαθοεργία της προσφοράς της παιδικής εργασίας χωρίς την
οποία τα παιδιά θα πέθαιναν από την πείνα! (στην οποία ο ίδιος τα είχε
βολικά καταδικάσει) (σ. 117, 119). Στο πλαίσιο αυτό, και δεδομένης της
απουσίας οποιουδήποτε ορατού ορίου ωμότητας στη σύλληψη και την εφαρμογή
των πολιτικών που αναδιατάσσουν σήμερα την ευρωπαϊκή πραγματικότητα,
δεν αποκλείεται να δούμε κάποια στιγμή και την επιστροφή της παιδικής
εργασίας. Σοκαριστικό; Απίθανο; Ναι, αλλά ίσως όχι πια αδιανόητο: όπως
σημειώνει ο Λάρρυ Έλλιοτ (Larry Elliott), οικονομικός αρχισυντάκτης του
Guardian,
στο σημείο που έχει φτάσει η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας στη Μεγάλη
Βρετανία, το επόμενο βήμα θα μπορούσε να είναι κάτι σαν κι αυτό [7].
Ήδη χρησιμοποιούμε, στην εγχώρια συζήτηση, τη μεταφορά του «εργασιακού
μεσαίωνα» για να αναφερθούμε στη διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων· ήδη
βιώνουμε τον εξευτελισμό της τρίτης ηλικίας· μήπως τελικά δεν απέχουμε
και τόσο πολύ;
Μπορεί να τεθεί άραγε όριο σε αυτόν τον κατήφορο; Θα κατορθώσει ο
μηδενισμός της ωμότητας να επιβάλει το κακόγουστο θεατρικό του, που
κάλλιστα θα μπορούσε να έχει γράψει η Ραντ, ως μια νέα ορθοδοξία, ως τη
νέα κανονικότητα; Κι όλοι εμείς είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε τους
ρόλους που μας έχουν επιβληθεί σε αυτό το πλαίσιο; (και δεν απευθύνομαι
μόνο σε όσους τους έλαχε να υφίστανται την ωμότητα αλλά και σε όσους,
περισσότερο ή λιγότερο απρόθυμα, ενσαρκώνουν μέχρι τώρα τους απολογητές
της, ιδίως σε αυτούς). Αλήθεια, μέχρι ποιο σημείο; Αντιμέτωπος με μια
αντίστοιχα ζοφερή πραγματικότητα αλλά ίσως και με ανάλογα ερωτήματα, ο
Τζόναθαν Σουίφτ διατυπώνει στα 1729 την περίφημη
Σεμνή πρότασή του
ώστε να παύσουν τα τέκνα των φτωχών ν’ αποτελούν βάρος για τους γονείς τους και τον τόπο και να καταστούν ωφέλιμα στην κοινωνία [8].
Μας μιλά για έναν «επαΐοντα Αμερικανό» φίλο του (ένας τεχνοκράτης πάντα
βοηθάει), που του προσφέρει την τέλεια λύση: «ένα υγιές τροφαντό
χρονιάρικο βρέφος αποτελεί την πλέον γευστική, θρεπτική και υγιεινή
τροφή, είτε βραστό, είτε στο φούρνο, είτε ψητό στα κάρβουνα…» (σ. 8). Ας
μη γελιόμαστε, στον βαθμό που έχει κανείς ανοιχτό πνεύμα και δεν
μπερδεύει τις προτεραιότητές του –το είδος δηλαδή του πνεύματος και των
προτεραιοτήτων που με τόση καθαρότητα και ειλικρίνεια μας εκθέτει η Ραντ
και οι συνοδοιπόροι της–, «λύσεις» πάντα υπάρχουν. Το μόνο πρόβλημα
είναι βέβαια η τιμή. Εδώ ακριβώς ο Σουίφτ παίρνει την εκδίκησή του με
ένα μείγμα πολιτικής ευστοχίας και καυστικής ειρωνείας που παραμένει από
τότε αξεπέραστο και το οποίο απευθύνεται πλέον σε όλους μας, σίγουρα
από το παρελθόν, ελπίζω όχι και από το μέλλον: «Παραδέχομαι ότι το
έδεσμα αυτό θα ’ρχεται κομμάτι ακριβούτσικο, και κατά συνέπεια θα ’ναι
ταιριαστό για τους γαιοκτήμονες, οι οποίοι, έχοντας ήδη ρουφήξει το
μεδούλι των περισσοτέρων γονιών, είναι προφανώς οι πλέον κατάλληλοι για
να φάνε τις σάρκες των παιδιών» (σ. 10).
Πηγή:
Χρόνος
___________
Σημειώσεις
1. Βλ. σχετικά Scott Lash, «Power after hegemony: Cultural studies in mutation?», Theory, Culture and Society, τόμ. 24, τχ. 3 (2007), σε 55-78, και Jon Beasley-Murray, Posthegemony, University of Minnesota Press, Μιννεάπολις 2010.
2. Elaine Scarry, The Body in Pain, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 1985, σ. 28.
3. Antonin Artaud, The Theatre and its Double, Grove Press, Νέα Υόρκη 1958, σ. 99.
4. Βλ. για παράδειγμα την τριλογία της με γενικό τίτλο Ο Άτλας επαναστάτησε, Ωκεανίδα, Αθήνα 2011.
5. Αν και η επιρροή της στον σύγχρονο
αμερικανικό νεοφιλελευθερισμό και στο πολιτικό προσωπικό του δεν θα
πρέπει να υποτιμηθεί. Είναι γνωστή, για παράδειγμα, η σχέση της με τον
Άλαν Γκρήνσπαν. Βλ. σχετικά το σημαντικό ντοκιμαντέρ του Adam Curtis, All Watched Over by Machines of Loving Grace (http://vimeo.com/38724174).
6. Ayn Rand, Capitalism: The Unknown Ideal, Signet, Νέα Υόρκη 1967, σ. vii.
7. Βλ. Larry Elliott, «Zero-hours contract workers – The new reserve army of labour?», http://www.theguardian.com/uk-news/economics-blog/2013/aug/04/zero-hours-contract-workers-reserve-army-labour/print.
Εξάλλου, η παιδική εργασία δεν έπαψε ποτέ στον λεγόμενο τρίτο ή
αναπτυσσόμενο κόσμο και πολλά από τα προϊόντα που χρησιμοποιούμε (ακόμα
και αυτά της υψηλής τεχνολογίας) είναι πιθανό να συναρμολογήθηκαν από
χέρια παιδιών.
8. Βλ. Ιωνάθαν Σουίφτ, Σεμνή
πρόταση ώστε να παύσουν τα τέκνα των φτωχών ν’ αποτελούν βάρος για τους
γονείς τους και τον τόπο και να καταστούν ωφέλιμα στην κοινωνία, Άγρα, Αθήνα 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου