Αλέκος Γεωργόπουλος – Για τη βία και τη μη βία
Αλέκος
Γεωργόπουλος Για τη βία και τη μη βία (σχεδίασμα μιας προσωπικής
διαδρομής) 1. Από μικρό παιδί είχα πάντα μια διπλή αίσθηση όταν άκουγα
ή έβλεπα βίαια γεγονότα.
Για τη βία και τη μη βία
(σχεδίασμα μιας προσωπικής διαδρομής)
1. Από μικρό παιδί είχα
πάντα μια διπλή αίσθηση όταν άκουγα ή έβλεπα βίαια γεγονότα. Όσο ελαφριά
τα έπαιρνα όταν τα έβλεπα στο σινεμά, όπου ταυτισμένος με τους «καλούς»
ασκούσα και γω φαντασιακή βία ενάντια στους «κακούς», τόσο βίωνα μια
βαθιά ενόχληση, που κατέληγε σε εκνευρισμό όταν τα ευφυολογήματα των
μεγάλων περιστρέφονταν γύρω από το «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει
ράβδος» ή «το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», παρ’ όλη την τότε ευρεία
κοινωνική «αποδοχή» του ξυλοκοπήματος ως παιδαγωγικής μεθόδου[1].
Ακόμα χειρότερα αισθανόμουνα όταν ήμουν
μάρτυρας έμπρακτης κακοποίησης από δυνατότερους προς ασθενέστερους: το
αίσθημα περί Δικαίου μέσα μου επαναστατούσε, ένιωθα σαν να έδερναν
εμένα. Στα μάτια μου, η αδικία του ξυλοφορτώματος μικρότερων από
μεγαλύτερους ήταν χίλιες φορές βαρύτερη από την οποιαδήποτε ζημιά,
σκανταλιά ή ανυπακοή. Έτρεφα μια αθεράπευτη αντιπάθεια για τους «μικρούς
τυράννους» του σχολείου, που συνηθίζουν να διατάζουν στην παρέα τους
και να βιαιοπραγούν σε βάρος συμμαθητών τους. Το bullying ήταν από τότε
σκάνδαλο για τα παιδικά μου μάτια.
Οι διηγήσεις των μεγαλύτερων για το άγριο
ξύλο που έπεφτε στα σχολεία από τους δασκάλους, αλλά και στις
διαδηλώσεις από την αστυνομία, ξεσήκωναν μέσα μου θύελλα αρνητικών
συναισθημάτων για τα συγκεκριμένα πρόσωπα, που όμως στη συνέχεια
μετασχηματίζονταν με τον καιρό, για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε μια
ημιορθολογική εξήγηση για κάποιο ομιχλώδες «συστημικό Κακό» στο οποίο
και φόρτωνα το φταίξιμο.
Μεγαλώνοντας, ανακάλυψα πως δεν ήξερα/δεν
ήθελα/δεν μπορούσα να «σηκώσω χέρι» ενάντια σε άνθρωπο –όποιος και αν
ήταν αυτός– με αποτέλεσμα να κινδυνεύω να «τις φάω» αν τυχόν έμπλεκα σε
καυγά· παρόλα αυτά, για έναν περίεργο λόγο εξακολουθώ να βλέπω πολεμικά
έργα τακτικά. Συνήθιζα να ξορκίζω τη συνήθεια αυτή με το καλαμπούρι
«εκδότης αντιμιλιταριστικού εντύπου είμαι, πρέπει να ενημερώνομαι!»,
αλλά με τον καιρό οι κοινωνιολόγοι φίλοι μου με παρηγόρησαν: μέσα από τη
βία που βλέπεις αποπυροδοτείς τις «κακές» σου ασυνείδητες ροπές…
Βαθιά μέσα μου είναι χαραγμένη μια
διαχρονική ενόχληση, που δεν αργούσε να γίνει αγανάκτηση, απέναντι στην
επιθετικότητα αυτών που πρέσβευαν μια διαφορετική άποψη και που
εννοούσαν –καμιά φορά ακόμα και στο όνομα της ειρήνης (!)– να προσβάλουν
και να επιτεθούν προσωπικά, κακοποιώντας λεκτικά (ειρωνευόμενοι/ες,
απαξιώνοντας με επίθετα, βρίζοντας καμιά φορά) τον κόσμο που διαφωνούσε.
Η δικαιολογία ήταν τόσο αφελής, όσο και ύποπτη: μα δεν μιλάμε
προσωπικά, αλλά πολιτικά. Κανένας δεν μου έβγαλε ποτέ από το μυαλό ότι
αρκετά από τα «οργισμένα» αυτά άτομα έβρισκαν στην πολιτική τη «νόμιμη»
διέξοδο για εκτόνωση της προσωπικής τους επιθετικότητας και πως, αν
τυχόν η Ιστορία είχε αποφασίσει διαφορετικά, θα ήταν αυτά ακριβώς που θα
στελέχωναν τους καταπιεστικούς μηχανισμούς του οποιουδήποτε
«επαναστατικού» ή «απελευθερωτικού» στρατού, δικαστηρίου, φυλακής ή
αστυνομίας.
Εντούτοις, δεν θυμάμαι να μισώ κάποιον,
οι συγκρούσεις στις οποίες συμμετείχα μου προκαλούσαν μια αμηχανία, μου
άφηναν μια πίκρα, ίσως και ένα αίσθημα αδικίας για την –από μέρους των
άλλων– έλλειψη κατανόησης της δικής μου άποψης.
Εν τέλει, ήταν και αυτοί που μπροστά στο
γρίφο της ειρηνικής συμπεριφοράς μου μπουρδολογούσαν, αποφαινόμενοι πως
αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά καταπιεσμένη βία.
Πάντως, κάθε φορά που καταπιανόμουν με
προβλήματα συγκρούσεων, ένιωθα βαθιά μέσα μου πως εξερευνούσα ένα
μυστικό μονοπάτι που οδηγούσε στην επανασυγκόλληση, στη θεραπεία, στον
υπέρτατο ορθολογισμό της ενότητας του Είναι.
2. Εμφύλιος, Ψυχρός Πόλεμος, Δικτατορία. Γεννήθηκα
στη δεκαετία του ’50 στην Αθήνα, σε ένα τυπικό μετεμφυλιακό περιβάλλον,
όπου όλοι έκρυβαν τις ιδέες τους και τα κυρίαρχα συναισθήματα ήταν η
καλυμμένη ή ανοιχτή οργή, το μίσος, η μνησικακία, ο φόβος. Αν και δεν
υπέφερα όσο οι μεγαλύτεροι, για κάποιο λόγο αυτά τα χρόνια «μού έχουν
καθίσει στο σβέρκο», τα θυμάμαι, αναπολώ, ακούω πάντα με ενδιαφέρον
διηγήσεις για αυτά, με έχουν χαράξει… Στη συνέχεια, ο Ψυχρός Πόλεμος που
έζησε η γενιά μου όταν πήγαινα στο σχολείο με έκανε να συνεχίσω να
βλέπω μπροστά μου την πραγματικότητα με όρους διπόλου αλληλοαποκλεισμών,
που απογοήτευαν αντί να μας γοητεύουν και μας γέμιζαν φόβο και άγχος
για το αύριο, ορθώνοντας σύνορα και διχοτομώντας ιδεολογικά την
παγκόσμια κοινωνία. «Καπάκι» η δικτατορία που, ξαναφέρνοντας σε ισχύ το
μετεμφυλιακό καθεστώς, αναζωπύρωσε τις προηγούμενες πληγές,
καταδιώκοντας, εξορίζοντας, βασανίζοντας, σκοτώνοντας. Το σώμα της
ελληνικής κοινωνίας ήταν βαθιά τραυματισμένο. Πώς θα ήταν δυνατόν να
συμφιλιωθούν μεταξύ τους τα κομμάτια της που είχαν αλληλοσφαγεί και
αλληλομισηθεί όσο σε καμιά άλλη (με την εξαίρεση της Ισπανίας) στην
Ευρώπη;
3. Η φιγούρα του πατέρα μου. Νομίζω
πως, μέσα στην εξαιρετικά μπερδεμένη εκείνη κοινωνική συγκυρία, το
απόθεμα εκείνων των ιδεών που σχετίζονται με την ειρήνη και τη
διαφορετικότητα το χρωστώ στον πατέρα μου. Είχε σε κάποιες κομβικές
στιγμές μια σχέση με την πραγματικότητα που φαινόταν να συμβαδίζει και
να συγκλίνει με τις βαθύτερες τάσεις της χαρακτηροδομής μου. Θυμάμαι
κάποια στιγμή του ’69 ή του ’70, που βρεθήκαμε κατά τη διάρκεια των
καλοκαιρινών μας διακοπών στην Κω σε κάποιον αρχαιολογικό χώρο, όπου ο
φύλακας μετά από μια κουβέντα που πιάσαμε μας είπε πως ήταν «Οθωμανός»
και όχι Έλληνας! Εκπληκτική δήλωση για την εποχή εκείνη (αν και θυμάμαι
να την κάνει με αίσθηση ενοχής), στην οποία ο πατέρας μου «σκοτώθηκε» να
του εξηγήσει πως «εμείς» (ποιους «εμείς» εννοούσε, ποτέ δεν κατάλαβα)
δεν κάνουμε διακρίσεις, θεωρούμε όλους τους ανθρώπους ισότιμους κ.λπ.
Ποτέ δεν τον άκουσα να κάνει κηρύγματα μίσους ενάντια σε γείτονες λαούς,
ακόμα και ενάντια στους απλούς ένστολους Γερμανούς και Ιταλούς που
εισέβαλαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ούτε
ενάντια σε «άλλες» κοινωνικές ομάδες – με εξαίρεση κάποιες «κορώνες»
ενάντια στους ομοφυλόφιλους.
4. Το Πολυτεχνείο. Συνέβη
σε μια στιγμή που η δικτατορία δεν επέτρεπε την κυκλοφορία των ιδεών,
επομένως η μη βίαιη άποψη όχι μόνο δεν ήταν καν ορατή, αλλά τα επιθετικά
συναισθήματα που η χούντα ενέπνεε ίσως δεν την ευνοούσαν, ίσως αυτοί
που δεν συζητούσαν την πιθανότητα ένοπλου αγώνα ήταν και λίγο «φλώροι»
και «μαλθακοί» τύποι που δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα. Διότι τα
πράγματα ήταν «σοβαρά», οι δικτάτορες «δεν παίζονταν», η δικτατορία θα
διαρκούσε 50 χρόνια ακόμη και όλες σχεδόν οι αντιστασιακές οργανώσεις
προέκριναν την ένοπλη πάλη ως κύριο όπλο ανατροπής της[2]
κ.λπ. Από μια ειρωνεία της τύχης, όμως, η κορυφαία πράξη αντίστασης του
ελληνικού λαού ήταν μια μαζική μη βίαιη εκδήλωση πολλών «μεγατόνων», με
λουλούδια, αντιστασιακά συνθήματα, μαζικότατη συμπαράσταση που
μετατράπηκε σε αλληλεγγύη από δεκάδες χιλιάδες κόσμο και με έναν
ραδιοφωνικό σταθμό που διασάλπισε τα αντιστασιακά μηνύματα με πρωτοφανή
εμβέλεια για τα δεδομένα της εποχής. Πέρασε αρκετός καιρός για να
συνειδητοποιήσω ότι το ρίγος που προξενούσε η ταραγμένη φωνή των
εκφωνητών «εδώ Πολυτεχνείο… εδώ Πολυτεχνείο…», μέρος της μη βίαιης
ορχήστρας μηνυμάτων που σήμανε την αρχή του τέλους της λαομίσητης
χούντας, συμπύκνωνε και κατέδειχνε τη μαζική απόσυρση της υπνωτισμένης
από το φόβο συγκατάθεσης της «σιωπηλής πλειοψηφίας», η οποία έγινε ακόμα
πιο αποφασιστική από τους δεκάδες νεκρούς της εξέγερσης. Αποκεί και
μετά, οι μέρες της παντοδυναμίας των συνταγματαρχών ήταν μετρημένες.
Επίσης, το «αδέλφια μας, φαντάροι…», λίγες στιγμές πριν την τελική έφοδο
του τανκ πάνω στην πύλη του Πολυτεχνείου, φάνταζε στο μυαλό μου ως το
–εμβρυακά– επαναστατικό κάλεσμα που θα κορύφωνε τον αγώνα εκείνο,
ακυρώνοντας τη βίαιη τελική λύση που σχεδίαζε η δικτατορία με μια
εκρηκτικής σημασίας μη βίαιη κατάληξη. Δεν έγινε έτσι, μέχρι εκεί
μπορούσε να οδηγήσει η δυναμική των ημερών, αλλά η σημασία του γεγονότος
εκείνου ξεπέρασε κατά πολύ την εποχή της και ενέπνευσε τουλάχιστον δύο
γενιές νέων ανθρώπων από τότε, γινόμενη σύμβολο αντίστασης στην
τυραννία.
5. Η κατάρρευση της δικτατορίας. Μερικούς
μήνες μετά, η χούντα οργάνωσε το πραξικόπημα στη Λευκωσία, ανατρέποντας
τον Μακάριο· αποσταθεροποίηση που έδωσε το δικαίωμα στην τουρκική
κυβέρνηση να στείλει τον τουρκικό στρατό στην Κύπρο. Η καταστροφική αυτή
εξέλιξη ήταν η πασιφανής απόδειξη πως η κυβέρνηση των συνταγματαρχών
όχι μόνο δεν μπορούσε πια να κυβερνήσει, αλλά και κακώς κυβερνούσε μέχρι
τότε. Κατά συνέπεια, η δικτατορία δεν μπορούσε πια να πείσει κανέναν
για την αναγκαιότητά της –ούτε καν τους πολιτικοστρατιωτικούς κύκλους
που την στήριζαν μέχρι τότε– και αποφασίζει να παραδώσει την εξουσία
στον πολιτικό κόσμο της εποχής, με μια αναίμακτη διαδικασία (φυσικά,
μιλάμε αυστηρά μόνο για την ελληνική επικράτεια, όχι για την Κύπρο).
Έχοντας στερηθεί τις πηγές από τις οποίες αντλούσε νομιμότητα (κοινωνική
βάση, δεξιότητες και ικανότητες της βάσης αυτής, καθώς και τη
δυνατότητα να επιβάλλει κυρώσεις[3],
διότι κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να υπακούσει και οι «σκληροί»
χουντικοί πυρήνες του στρατού είχαν «αραιωθεί» και ακινητοποιηθεί
διαχυμένοι μέσα στις πολλές χιλιάδες των επίστρατων), καταρρέει με
πάταγο κάτω από το βάρος των ανομημάτων της δικής της βίας
6. Η μεταπολίτευση. Μετά
τη μεταπολίτευση είχαμε περισσότερες ευκαιρίες να συζητήσουμε
–υποτίθεται πιο ώριμα και πολιτικά– για το θέμα της βίας. Έχοντας
αριστερή συνείδηση, θυμάμαι να με περιλούζει μια αμήχανη «παγωμάρα» όταν
άκουγα στα προοδευτικά σινεμά της Αθήνας, τότε που έπαιζαν ντοκιμαντέρ
από τη Χιλή του Αλιέντε, τους κνίτες και τους αριστεριστές της εποχής να
χειροκροτούν κάθε φορά που οι πρωταγωνιστές αναφέρονταν στην
«αναγκαιότητα» της ένοπλης πάλης. Με την εμφάνιση της «επαναστατικής»
οργάνωσης 17 Νοέμβρη, παρά τις μη βίαιες καταβολές μου που φαίνονταν να
εδραιώνονται, βρέθηκα σε δίλημμα: αυτοί οι βασανιστές που έκαναν φάλαγγα
στους αντιστασιακούς αγωνιστές (και αγωνίστριες) και ο σταθμάρχης της
CIA στην Ελλάδα δεν άξιζαν, άραγε, το θάνατο; Τη στιγμή, μάλιστα, που το
«κράτος» δεν τολμούσε να τους τιμωρήσει για τα ανομήματά τους; Ήξερα
πως εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω –ακόμη και αν είχα την έγκριση
όλης της υπόλοιπης κοινωνίας για αυτό– και αισθανόμουνα εξαιρετικά άβολα
αντλώντας ευχαρίστηση από τις δολοφονίες εκείνες που βαθύτερα μέσα μου
αποδοκίμαζα. Κάπου είχα διαβάσει πως ένας ριζοσπάστης Ιταλός αποκαλούσε
τους ερυθροταξιαρχίτες της εποχής του «συντρόφους δολοφόνους», αλλά
πάντα, όταν σκεφτόμουν το χαρακτηρισμό αυτό, το υποσυνείδητο συντακτικό
του μυαλού μου θεωρούσε ως υποκείμενο μάλλον τους «δολοφόνους» παρά τους
«συντρόφους». Κάθε φορά που επανερχόμουν στα ζητήματα αυτά, όλο και
περισσότερο ανορθολογικό, άχρηστο και ανεπίτρεπτο μού φαινόταν να παίζει
κάποιος το ρόλο του Θεού, αποφασίζοντας για τη ζωή ή το θάνατο κάποιου
άλλου ανθρώπου.
7. Οι ταραχές στην Αγγλία της Θάτσερ (1980). Οι
ταραχές και οι πυρκαγιές που κατέκαψαν κεντρικά μέρη πόλεων της
Βρετανίας γύρω στα 1980, προϊόν ρατσισμού δεκαετιών, ήταν ακόμη ένα
ερέθισμα για σκέψη. Όντας στην Αγγλία τότε για σπουδές, εντυπωσιάστηκα
από την οργή μιας μερίδας μαύρων εκεί. Θυμάμαι ακόμη να περπατάω σε
κεντρικούς δρόμους του Μάντσεστερ και του Λίβερπουλ και να μετράω με το
μάτι τα καμένα σπίτια και μαγαζιά που είχαν γίνει στην κυριολεξία
οικόπεδα. Θυμάμαι επίσης την οργή ενός λευκού που μου είπε πως το
μισοκαμένο θέατρο που έβλεπα μπροστά μου είχε επιζήσει από τους
βομβαρδισμούς του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, για να αχρηστευθεί το 1980.
Παρά το ότι εγώ και η παρέα μου βλέπαμε με συμπάθεια εκείνη την έκρηξη
και το σύνθημα της εποχής εκείνης «Burn Babylon, burn» έκαιγε και το
μυαλό μου, πολλές φορές από τότε επανερχόμενος στην ιστορική εκείνη
περίοδο δεν μπορούσα να βρω κάποιο συγκεκριμένο θετικό πολιτικό
αντίκτυπο. Ίσως μάλιστα το αντίθετο: η απόγνωση των μαύρων, η απελπισία
και η αγανάκτηση ήταν τα κινούντα συναισθήματά τους, ενώ ο φόβος των
λευκών έστειλε μια μεγάλη ομάδα της κοινής γνώμης να στοιχηθεί πίσω από
την απεχθή φιγούρα της Θάτσερ. Παρόμοια ήταν και η στάση της αγγλικής
κοινής γνώμης απέναντι στα αρχικά τυφλά και αργότερα στοχευμένα
χτυπήματα του IRA, που με βόμβες προσπαθούσε να ανοίξει το δρόμο για την
απελευθέρωση της Βόρειας Ιρλανδίας. Όταν η μεγάλη απεργία πείνας των
έγκλειστων μελών του το 1981 έστειλε δέκα από αυτά στο θάνατο, έκανε τη
δήλωση της Θάτσερ πως «αφού εξάντλησαν τη βία προς άλλους, τώρα την
ασκούν στον εαυτό τους» πιστευτή από μια σεβαστή μερίδα της αγγλικής
κοινωνίας.
8. Χημείο (1979). Τον
Δεκέμβρη του 1979 βρέθηκα στο Χημείο της Αθήνας, το οποίο είχε
καταληφθεί με απόφαση γενικών συνελεύσεων από φοιτητές και φοιτήτριες
συναφών σχολών, και έπεσα στο «μάτι του κυκλώνα». Εκείνο το βράδυ
εισέβαλε ομάδα κνιτών με ρόπαλα και, δέρνοντας ανηλεώς, έδιωξαν τους
καταληψίες. Ήταν για μένα μια κορυφαία εμπειρία: ακινητοποιημένος από τη
φρίκη, είδα από πρώτο χέρι τι μπορεί να σημαίνει βία ασκούμενη από
στρατιωτικά οργανωμένη επιχείρηση αριστερής πολιτικής δύναμης που έτυχε
να διαφωνεί με τα τεκταινόμενα και επιχείρησε να «διορθώσει» την πορεία
της ιστορίας. Αυτό που επιχειρούσε η 17 Νοέμβρη σκοτώνοντας
άτομα-σύμβολα του «αστικού καθεστώτος» μπορούσε να γενικευτεί και να
θυματοποιήσει αδιακρίτως τάξης ή φύλου εκατοντάδες ανθρώπους. Οι τύποι
που ξυλοκοπούσαν το δύστυχο «φρικιό» μπροστά στα αποσβολωμένα μάτια μου,
τα οποία δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν, ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία
που την εκτελούσαν με συνέπεια. Όταν κατάφερα να ξανασυνδεθώ με τον
εαυτό μου και διαμαρτυρόμενος πήγα κοντά τους και τους είπα κάτι (δεν
θυμάμαι πια τι), σταμάτησαν και μου πέταξαν καταπρόσωπο ένα ασυνάρτητο
επιχείρημα που σχετιζόταν με την πάλη του λαού ενάντια στα μονοπώλια
(!). Δεν είχα πια καμιά αμφιβολία: Αυτό που πραγματικά συνέβαινε μπροστά
στα έκπληκτα μάτια μου ήταν μια κατάφωρη και ξεδιάντροπη εκμετάλλευση
ελλειμματικών ψυχοδομών για πολιτικούς σκοπούς, πράγμα που απαξίωνε
οριστικά και τελεσίδικα τη μεθοδολογία της βίας ως μια ανθρώπινη
λειτουργία εκτός ορθολογισμού και στην υπηρεσία του μανιχαϊστικού
διαχωρισμού «καλό-κακό». Δεν κρατήθηκα τότε να μην σκεφτώ: Τι είδους
άνθρωπος άραγε είναι αυτός που μπορεί μετά από μια πλύση εγκεφάλου να
πάει και να ξυλοκοπήσει ανθρώπους που δεν έχει ξαναδεί; Και επίσης, τι
είδους πολιτική δύναμη (είναι άραγε αριστερή;) είναι αυτή που
χρησιμοποιεί τέτοιου είδους διαδικασίες; Οι ομοιότητες και αναλογίες με
τη δομή και λειτουργία της στρατιωτικής εκπαίδευσης μού έφερναν
ανατριχίλες.
9. Ξανά το Χημείο (1982). Το
1982 παρακολουθούσα τις γενικές συνελεύσεις που οργάνωναν
αντιεξουσιαστικές ομάδες στο Χημείο της Αθήνας. Πάντα μου προξενούσε
εντύπωση πως ένα μεγάλο μέρος των συνελεύσεων αυτών ταύτιζε στην
κυριολεξία τη βία με την εξέγερση. Δεν φαινόταν να μπορούν να ξεχωρίσουν
αυτές τις δύο έννοιες. Στη διάρκεια αυτών των συνελεύσεων προτάθηκε
κατ’ επανάληψη αντεκδίκηση ενάντια στο κράτος, πάνω στη γραμμή «να
κάνουμε την Αθήνα λαμπόγυαλο», ενώ η σύγκρουση με τα ΜΑΤ και την
αστυνομία φαινόταν να έχει φετιχοποιηθεί, σε τέτοιο βαθμό που
τουλάχιστον μία φορά έφτασε να οδηγήσει τους μισούς διαδηλωτές να
δέρνουν τους άλλους μισούς, για να τους αποτρέψουν από το να επιτεθούν
στην αστυνομία. Κάποιο απόγευμα συνέβη και ένα γεγονός που ήταν
αποκαλυπτικό του τρόπου με τον οποίο θεωρούσαν πως λύνονται οι
συγκρούσεις με τους «εχθρούς». Μας ανακοίνωσαν πως κατά τη διάρκεια της
συνέλευσης είχαν εντοπίσει, συλλάβει και κρατούσαν αιχμάλωτο ένα
«χαφιέ-ασφαλίτη» (ποιος το αποφάσισε και τι αποδείξεις είχαν γι’ αυτό,
δεν ανακοινώθηκε). Αργότερα είπαν πως τον ανέκριναν στα εσώτερα δώματα
του Χημείου –προφανώς τον ξυλοφόρτωσαν «ανακρίνοντάς τον»– και στο τέλος
μια ομάδα με καλυμμένα πρόσωπα μάς τον παρουσίασε σε κακά χάλια:
αιμόφυρτο, φοβισμένο. Για ποιο λόγο, δεν κατάλαβα ποτέ. Έφυγα με μαύρες
σκέψεις εκείνο το απόγευμα.
10. Ο Άγις Στίνας. Την
ίδια εποχή ευτύχησα να γνωρίσω και τον Άγι Στίνα (Σπύρο Πρίφτη). Έμενε
σε μια μικρή γκαρσονιέρα στο Παγκράτι, ζούσε με ελάχιστα χρήματα, είχε
ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι με ελληνικά και γαλλικά βιβλία και περιοδικά
και, όποτε πηγαίναμε να τον δούμε, τον βρίσκαμε να διαβάζει, έπλενε τα
ρούχα του μόνος του (στα 80 του χρόνια), διέθετε ένα απίστευτο
ρεπερτόριο διηγήσεων από τους κοινωνικούς αγώνες στους οποίους είχε
συμμετάσχει, που έφτανε μέχρι την αρχή του αιώνα. Ιδιαίτερη εντύπωση μού
έκανε η περίοδος της ζωής του όταν αναγκάστηκε να στριμωχτεί ανάμεσα
στους εθνικόφρονες και την κομμουνιστική ΟΠΛΑ. Από τον Στίνα πρωτάκουσα
για τους «αχρείους»[4],
που ήταν το παρεφθαρμένο όνομα των τροτσκιστών αγωνιστών οι οποίοι
εκτελούνταν από τα ένοπλα τμήματα του ΚΚΕ στο όνομα της καθαρότητας της
ταξικής πάλης, γεγονός που τότε περίπου μου το επιβεβαίωσε και ο
μακαρίτης ο πατέρας μου. Ο Στίνας ήταν ο άνθρωπος που πολύ πειστικά
αμφισβητούσε πως ήταν πράξη αντίστασης το να στήνεις ενέδρα και να
σκοτώνεις έναν γερμανό στρατιώτη ή ακόμη και αξιωματικό στην Ελλάδα του
1941-44. Τον θυμάμαι επίσης να διηγείται πως στην Κέρκυρα (αποκεί
καταγόταν) ο γερμανικός στρατός άλλαζε τακτικά τις τοπικές φρουρές,
διότι με τον καιρό αναπτύσσονταν φιλίες και ειδύλλια με τους νέους και
τις νέες της περιοχής, πράγματα που δεν άρεσαν καθόλου στη στρατιωτική
ιεραρχία, για ευνόητους λόγους.
11. Η κατάργηση του πολέμου. Μ’
αυτά και μ’ αυτά (βοηθούντος και του πολωνικού πραξικοπήματος του
Γιαρουζέλσκι ενάντια στην Αλληλεγγύη) «απεταξάμην» και τη βίαιη (ένοπλη)
Αριστερά. Μου ’χε μείνει όμως μια αδυναμία, μια θεωρητική «τρύπα», μια
αχίλλειος φτέρνα την οποία δεν μπορούσα να διαχειριστώ. Αν και ήμουν
αναφανδόν υπέρ της ειρήνης και ενάντια στη βία, στο προσφιλές επιχείρημα
«καλά τα λες, αλλά, αν μας επιτεθούν οι Τούρκοι, τι κάνουμε;» δεν είχα
να αντιτάξω μια πειστική απάντηση. Εκείνη πάνω-κάτω την περίοδο, ο φίλος
μου Κώστας Κατσουρός (σήμερα μένει στη Νάξο, καλή του ώρα) «μου άνοιξε
τα μάτια»: έχουμε πια δεδομένα, τόσο θεωρητικά όσο και από την ιστορική
εμπειρία, που δείχνουν πως μπορεί ακόμη και να καταργηθεί ο πόλεμος! Η
συζήτησή μας εκείνη έσκασε στα αυτιά μου και στην ψυχή μου σαν
διανοητική χειροβομβίδα. Ώστε το πρόβλημα αυτό, που το αισθανόμουνα σαν
σιδερένια μπάλα που με εμπόδιζε να κινηθώ ελεύθερα προς την κατεύθυνση
της μη βίας, λύνεται! Αρκεί βέβαια να υπάρχει η πολιτική βούληση για
κατάλληλο μετασχηματισμό της πολιτικής κουλτούρας, για εκπαίδευση
παιδιών και ενηλίκων στη μη βίαιη μεθοδολογία επίλυσης συγκρούσεων κ.λπ.
Κατά συνέπεια, οι αντιρρησίες συνείδησης δεν είναι πια οι
αντικοινωνικοί εκείνοι τύποι που απλώς ήθελαν να «λουφάρουν», αλλά
ταιριάζουν τώρα πολύ αρμονικά με τη νέα θεώρηση των πραγμάτων, ως
ειρηνόφιλοι που προσπαθούν να βάλουν σε εφαρμογή το νέο αυτό μοντέλο μη
βίαιης κοινωνικής οργάνωσης (κατεύθυνση προς την οποία οφείλει κατά τη
γνώμη τους να κινηθεί η υπόλοιπη κοινωνία) και λειτουργώντας ως ζωντανά
παραδείγματα
12. Το δικό μου «τρελόχαρτο». Το
1981 παρουσιάστηκα στο στρατό και, αποφασισμένος να μην μπω στο λούκι
αυτό, τα καταφέρνω να μου χορηγήσουν προσωρινό τρελόχαρτο. Κατά βάθος,
όμως, δεν ήμουν αυτής της «σχολής». Δεν ήμουν ο άνθρωπος που θα αρνιόταν
«στη ζούλα». Επιπλέον, δεν ήμουν και ο τύπος που θα έβγαινε για να
διασαλπίσει τις αντιρρήσεις του για το στρατό και να αρνηθεί δημόσια.
Ακόμη, φοβήθηκα πως θα γίνω το μαύρο πρόβατο με την απαλλαγή από το
στρατό για λόγους «νευροψυχικών διαταραχών» και πως δεν θα μπορώ να βρω
δουλειά στιγματισμένος με τον τρόπο αυτό. Πιθανότατα οι φόβοι μου τότε
ήταν υπερβολικοί. Προσπάθησα να βρω το κουράγιο να πω ξανά όχι, αλλά δεν
τα κατάφερα. Εν πάση περιπτώσει, επειδή δεν υπήρχε πλαίσιο αναγνώρισης
και υποδοχής των αντιρρησιών συνείδησης στην Ελλάδα, ούτε είχε θεσμιστεί
κοινωνική θητεία όταν με ξανακάλεσαν, το 1984 κατατάχτηκα τελικά. Αυτό
είναι πάντα το «ενοχικό» μου σημείο και ομολογώ πως δεν αισθάνομαι άνετα
για εκείνο το πισωγύρισμά μου.
13. Ο πρώτος πολιτικός αντιρρησίας συνείδησης. Σε
αντίθεση με μένα, το 1986 ο Μιχάλης Μαραγκάκης εμφανίζεται και δηλώνει
επίσημα πως αρνείται για λόγους συνειδησιακούς τη στρατιωτική θητεία,
αναδεικνυόμενος ως ο πρώτος μη θρησκευτικός αντιρρησίας συνείδησης[5].
Τα επιχειρήματά του ήταν ταυτόχρονα καθημερινά και ανατρεπτικά: ο
στρατός ποτέ δεν κατάφερε να αποτρέψει πολέμους, πάντα αποτελούσε
σχολείο αυταρχισμού, σεξισμού και υπακοής σε κάθε είδους εξουσίες ενώ
απορροφά πόρους που θα μπορούσαν να «φτουρήσουν» σε άλλους τομείς, όπως η
υγεία και η εκπαίδευση. Επειδή επιπλέον η ειρήνη δεν εμπεδώνεται με
εξοπλισμούς, αλλά μέσα από την άρνηση κάθε είδους στρατού, πολέμου και
μηχανισμού βίας, ζητούσε να υπηρετήσει εναλλακτική θητεία, η οποία θα
ήταν μια έμπρακτη άσκηση στην εγκαθίδρυση της ειρήνης. Ήταν μια εφαρμογή
όλων των προηγούμενων ιδεών. Η άρνηση του Μαραγκάκη έσκασε σαν βόμβα
στην Ελλάδα. Ακόμα θυμάμαι τους εμβρόντητους περαστικούς που, βλέποντάς
μας να αφισοκολλούμε τη διακήρυξη «Αρνούμαι το στρατό» τον Δεκέμβρη του
1986, μόνο που δεν σταυροκοπιόνταν λέγοντας «τι θα δούμε ακόμα!». Θα
’λεγε κανείς πως περίμεναν τη Δευτέρα Παρουσία. Όμως για μένα η άρνηση
στράτευσης, όπως εκπροσωπήθηκε τότε, ήταν η ιδανική ενσάρκωση των αρχών
που πίστευα όλα αυτά τα χρόνια και ζητούσε την έμπρακτη εφαρμογή του
προγράμματος για την ειρήνη όπως το ’χα φαντασιωθεί.
14. Το περιοδικό ΑΡΝΟΥΜΑΙ (1987-1997). Κάτω
από το κράτος των προηγούμενων γεγονότων –και εγώ προσωπικά με την
προϊστορία αυτή– ξεκινήσαμε το ΑΡΝΟΥΜΑΙ. Για την ακρίβεια, αυτό το είχε
ξεκινήσει ο Μιχάλης Τρεμόπουλος (ο τωρινός –2010– ευρωβουλευτής των
Οικολόγων Πράσινων) πριν φτάσω εγώ στη Θεσσαλονίκη. Άρχισα να συμμετέχω
από το τρίτο τεύχος. Ήμαστε πρωτοπόροι. Από τότε μιλάγαμε για σύνθετη
ονομασία στο πρόβλημα της FYROM, συζητάγαμε για την Ιερουσαλήμ ως κοινή
πρωτεύουσα Παλαιστινίων και Ισραηλινών, γράψαμε για τη μη βίαιη
αντίσταση των Τσεχοσλοβάκων της Άνοιξης της Πράγας απέναντι στα ρωσικά
τανκ του 1968, κάναμε εκτεταμένες αναφορές στους αντιρρησίες συνείδησης
και στη μη βίαιη κοινωνική άμυνα των πολιτών αναδεικνύοντάς τη ως μια
μέθοδο κοινωνικής αλλαγής, συζητάγαμε συχνά για το θέμα των μειονοτήτων
(από την τουρκομουσουλμανική και τη σλαβομακεδονική μέχρι τους
ομοφυλόφιλους και τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες) και γενικότερα για
τα ανθρώπινα δικαιώματα, προσπαθώντας να τα συνδέουμε με τη βία και τη
μη βία, ενώ πολλές φορές αναφερθήκαμε στα ελληνοτουρκικά, συνδέοντάς τα
με τον εθνικισμό και τον ρατσισμό. Τέλος, γράψαμε εκτενώς για το πράσινο
κίνημα και την πολιτική οικολογία, συσχετίζοντάς τα με τον πόλεμο
ενάντια στη Φύση.
15. Το χτύπημα των Δίδυμων Πύργων (2001). Ομολογώ
πως στην αρχή αναδεύτηκε μέσα μου και κάποιου είδους αρρωστημένη και
μοχθηρή χαρά, που όμως εξαιρετικά γρήγορα την ξεφορτώθηκα και την
παρέδωσα στον μακαρίτη πλέον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Ήμουν πλέον
σίγουρος. Αυτό το αυτοκτονικό κράμα μίσους, απόγνωσης και μαζοχισμού δεν
είχε τίποτε το θετικό να προσφέρει στην ανθρωπότητα. Η υστερία που
επακολούθησε απελευθέρωσε όλων των ειδών τους φασιστικούς ασκούς του
Αιόλου από το οπλοστάσιο της υπερδύναμης (Γκουαντανάμο, Patriot Act,
πόλεμος στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν κ.λπ.), ενώ ταυτόχρονα αυτή η
εντυπωσιακή επίθεση δεν παρήγαγε κανένα πρότυπο στους καθημερινούς
μαχητές του αραβικού κόσμου, παρά μόνο ενδυνάμωσε αυτό του «μάρτυρα»,
του οποίου μόνο αίτημα είναι περισσότερα εκρηκτικά για να τα ζωστεί και
να τα εκτονώσει στα λεωφορεία του Τελ Αβίβ ή στις γειτονιές της Βαγδάτης
και του Ισλαμαμπάντ. Η διαπίστωση του Τσόμσκι είναι εδώ παραπάνω από
εύστοχη: Δεν έχει σημασία πόση βία μπορούμε να ασκήσουμε εμείς. Το
κράτος έχει τη δυνατότητα και τελικά θα εφαρμόσει μεγαλύτερης έντασης
βία. Τη λατρεύει και έχει το μονοπώλιό της[6].
Πιθανώς αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους μη βίαιες
μορφές πάλης ίσως να είχαν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην πάλη των
Παλαιστινίων ενάντια στη στρατιωτική μηχανή του Ισραήλ[7].
16. Οι πόλεμοι της τελευταίας δεκαετίας. Για
τους δύο πολέμους του Κόλπου (1991 και 2003), τους βομβαρδισμούς της
Γιουγκοσλαβίας (1999) και τον πόλεμο στο Αφγανιστάν γράφτηκαν και
ειπώθηκαν πολλά. Είναι μια εξαιρετικά άβολη κατάσταση να προσπαθείς να
μιλήσεις για τις άδικες πράξεις που έχουν διαπράξει οι «μικροί» (Σαντάμ,
Μιλόσεβιτς, Ταλιμπάν), χωρίς να δίνεις το δίκιο στους «μεγάλους» (ΗΠΑ).
Η οργή και ο φόβος για το μέλλον, μαζί με αισθήματα βαθιάς αδυναμίας,
με διακατείχαν το 1991 – συνεχίστηκαν μάλιστα μέχρι σήμερα, ίσως πιο
καταλαγιασμένα μέσα μου, επειδή έβλεπα πως, όσο πέρναγε ο καιρός, τόσο
τα προσχήματα για τους πολέμους αυτούς αδυνάτιζαν. Από την εισβολή στο
Κουβέιτ, πήγαμε στα δικαιώματα των Κοσοβάρων και φτάσαμε στα πυρηνικά
του Σαντάμ – που αποδείχτηκαν καθαρό ψέμα, αφού το «ψητό» ήταν οι
πετρελαϊκοί πόροι της περιοχής, που θα ’πρεπε να ξαναμοιραστούν για να
εισπράξει μεγαλύτερο μερίδιο η υπερδύναμη της εποχής. Επίσης, η
παγκόσμια αντίδραση γινόταν όλο και πιο έντονη, αφού το 2003 οι
διαδηλωτές ενάντια στον πόλεμο έφταναν πια στην Ευρώπη τα επταψήφια
νούμερα, ενώ σήμερα ομολογείται επισήμως πως ο πόλεμος στο Αφγανιστάν
δεν μπορεί να κερδηθεί. Τέλος, διαπιστώνω (φαντάζομαι μαζί με μένα και
πολλά εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι) πως όπου «τελείωνε» ο πόλεμος δεν
εμφανιζόταν η ειρήνη. Κάθε άλλο. Πολιτική αποσταθεροποίηση, αποσχιστικές
τάσεις, εμφύλιοι πόλεμοι, πείνα, μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, πρωτοφανής ρύπανση του περιβάλλοντος (ενώ ακόμη συζητιέται
το «σύνδρομο του Κόλπου» που ταλαιπωρεί ακόμη πολλές χιλιάδες
Αμερικανούς στρατιώτες που συμμετείχαν), ενίσχυση των στρατοκρατικών και
εθνικιστικών ιδεολογιών, ενίσχυση του ισλαμικού φονταμενταλισμού και
γενικότερη ηθική κατάπτωση. Ο μόνος που νικάει στον πόλεμο είναι πάντα ο
θάνατος[8].
17. Κάθε πολιτική βία είναι φασιστική; Καταρχάς
οφείλω να ξεκαθαρίσω πως αναφέρομαι στη φυσική βία (δολοφονίες,
βασανιστήρια, αιχμαλωσία, ξυλοφόρτωμα, πετροβολισμό κ.λπ.). Η ψυχολογική
βία, η βία της τηλεόρασης ή της διαφήμισης κ.λπ. εκφεύγουν της
δυνατότητάς μου να τα πραγματευτώ εδώ, και στη συνέχεια δεν θα αναφερθώ
σ’ αυτά.
Στη συνέχεια, προσπαθώντας να απαντήσω
στο προηγούμενο ερώτημα, έχω να παρατηρήσω τα εξής: Αν υποθέσουμε πως ο
φασισμός είναι ένα πολιτικό μόρφωμα που εμφανίστηκε κάποια συγκεκριμένη
ιστορική περίοδο, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, πολιτικές
συμπεριφορές, τρόπους άσκησης της εξουσίας κ.λπ., τότε ο τίτλος δεν
μπορεί να συμπεριλάβει π.χ. μορφές πολιτικής βίας που προϋπήρξαν των
φασιστικών καθεστώτων. Πώς θα χαρακτηρίσουμε π.χ. την τρομοκρατία που
ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση; Μπορούμε να την ονοματίσουμε
«φασιστική»; Αν και ο φασισμός είναι η κατεξοχήν πολιτική δύναμη που
συνδέεται με τη βία, τη χρησιμοποίησε για να ανέβει στην εξουσία αλλά
και για να ξεκαθαρίσει λογαριασμούς μέσα στους κόλπους του –και στην
ακραία του συνέπεια χαρακτηρίζεται από έναν επιθετικό ρατσισμό ενάντια
σε διάφορες κοινωνικές ομάδες, αλλά και μιλιταρισμό που φτάνει να
δοξάζει τον πόλεμο θεωρώντας πως επαναζωτικοποιεί το εθνικό και ατομικό
πνεύμα–, οι πολιτικοί επιστήμονες θα είχαν αντιρρήσεις για μια τέτοια
ισοπεδωτική προσέγγιση που θα εγκλώβιζε μέσα στον ίδιο όρο πολλές και
ποικίλες βίαιες πολιτικές συμπεριφορές άλλης τάξης.
Ας υποθέσουμε όμως πως ο φασισμός δεν
είναι απλώς ένα πολιτικό καθεστώς που υπάρχει διότι συγκεκριμένο στρώμα
του πολιτικού προσωπικού μιας χώρας προσχωρεί στη φασιστική ιδεολογία
και ιδρύει φασιστικά κόμματα και κρατικά μορφώματα, αλλά και διότι έχει
προηγηθεί η υπακοή πολλών εκατομμυρίων απλών ανθρώπων στις –νόμιμες ή
παράνομες, ηθικές ή ανήθικες– εντολές των εκάστοτε ανωτέρων ή
ισχυροτέρων τους, είτε από φόβο είτε από συμφέρον.
Με την έννοια αυτή, το φασιστικής
ποιότητας κοινωνικοψυχολογικό υπόστρωμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι
υπάρχει πάντα και κατά περίπτωση εκδηλώνεται είτε πριν είτε μετά την
ιστορική εποχή που εμφανίζεται ο φασισμός ως πολιτική έκφραση, περίπου
με τον ίδιο τρόπο που λέμε σήμερα πως κάποιες όψεις της ζωής των
Ινδιάνων της Αμερικής ήταν «οικολογικές», χωρίς να υπάρχει τότε ούτε
επιστημονική ούτε πολιτική οικολογία.
Η φασιστική ατμόσφαιρα έχει διαχρονικά
χαρακτηριστικά τέτοια, που την κάνουν διακριτή σε καθημερινές
συμπεριφορές που μπορούν να εκδηλωθούν ακόμη και σε δημοκρατικά
καθεστώτα. Και δεν μιλάμε βέβαια για τις συμπεριφορές εκείνες που μπορεί
να εντάσσονται στην πολιτική σφαίρα – δες π.χ. τις πολλές δεκάδες
χιλιάδες «στρατευμένους» στις διάφορες φασιστικές ομάδες, οι οποίοι π.χ.
έφτασαν να καίνε ξενώνες μεταναστών στη Γερμανία κατά τη δεκαετία του
2000 και να προπαγανδίζουν ανοιχτά τον γενοκτονικό αντισημιτισμό σε
βιβλία όπως αυτό του Κ. Πλεύρη στην Ελλάδα του 2010[9].
Εννοούμε τα υπόγεια εκείνα συναισθηματικά και διανοητικά ρεύματα που,
όπως γράφει ο Αντόρνο και οι συνεργάτες του στο βιβλίο «Η αυταρχική
προσωπικότητα», παράγουν αυταρχικές χαρακτηροδομές ιδιαίτερα επιρρεπείς
στο να ενστερνιστούν την αντιδημοκρατική προπαγάνδα μέσα σε άτομα που
δυνητικά θα ήταν φασίστες. Οι ίδιοι συγγραφείς[10]
αναρωτιούνται για το πώς έγινε ώστε μέσα σε μια κουλτούρα νόμου, τάξης
και ορθολογισμού να έχουν επιβιώσει ανορθολογικά απομεινάρια αρχαίου
φυλετικού και θρησκευτικού μίσους και αν τυχόν υπάρχουν «καρκινικοί»
(φασιστικοί δηλαδή) ιστοί στη σημερινή κοινωνία. Επίσης ο Ράιχ[11],
έχοντας ενδιατρίψει στην ψυχανάλυση, θεωρούσε και αυτός πως υπάρχουν
τέτοιου είδους τάσεις –που θα μπορούσαν να ανιχνευθούν ακόμα και μέσα
στους ίδιους μας τους εαυτούς– οι οποίες είναι αυτές που παράγουν
φασιστικές συμπεριφορές. Πώς αλλιώς μπορούμε να εξηγήσουμε π.χ. την
περίπτωση βασανισμού αλλοδαπών (ή και ημεδαπών) από αστυνομικούς ή
κακοποίησης γυναικών ή παιδιών στο πλαίσιο της οικογένειας; Πώς δεν μας
κάνει εντύπωση η οιδιπόδεια σύμπλεξη με τον πατέρα, που συνοδεύει τις
μεσσιανικές προτροπές προς τους εκάστοτε αρχηγούς κομμάτων «να σώσουν τη
χώρα»[12];
Πώς μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε την αντιομοφυλοφυλική υστερία ή τα
μυστικιστικά αναμασήματα ενάντια στους Εβραίους; Και, τέλος, πώς
μπορούμε να δικαιολογήσουμε την τεράστια αποδοχή πολλών τέτοιων
στερεότυπων από πολυπληθείς κοινωνικές ομάδες ή τα θετικά συναισθήματα
που τρέφουν πολλές φορές τα θύματα προς τους θύτες τους[13];
18. Ενάντια στη βία. Εν
πάση περιπτώσει, οποιεσδήποτε από τις δύο παραπάνω απόψεις και να
υιοθετεί κάποιος/α, η βία είναι μια εξαιρετικά σημαντική πολιτική
έκφραση για να προσπαθήσω να την εντάξω σε μια από αυτές. Θα μου αρκούσε
να δηλώσω πως η απειλή άσκησης βίας και η άσκηση βίας είναι το
κατεξοχήν εργαλείο που αποικιοποιεί τα άδυτα της προσωπικότητας του
καθημερινού ανθρώπου με φόβο εν όψει της πιθανής εμπειρίας του πόνου που
πρόκειται να επακολουθήσει[14].
Αυτή η αποικιοποίηση είναι ένα από τα βασικά προαπαιτούμενα της
υπακοής, προετοιμάζοντας τον άνθρωπο να είναι επιρρεπής σε κάθε τύπου
άκριτη προσχώρηση σε πολιτικές ή άλλες ιδέες.
19. Η εικόνα του εχθρού. Πιθανώς
μια μορφή τέτοιας άκριτης διαδικασίας είναι η οικοδόμηση στερεοτύπων,
και μάλιστα αρνητικών, για τους εκάστοτε εχθρούς: επειδή δεν είναι
καθόλου εύκολο να αρχίσει να ασκείται βία «από το τίποτα», πρέπει να
προηγηθεί μια συστηματική κατασκευή της εικόνας του Άλλου/Εχθρού –που
συνήθως είναι μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα, φιλοτεχνημένη με στοιχεία
στιγματισμού, συκοφαντίας ή αποανθρωποποίησης– ώστε να δικαιολογηθεί
προκαταβολικά η βία που θα του ασκηθεί. Αφού λοιπόν οι Αμερικάνοι
(συλλήβδην και αθρόως) είναι φονιάδες των λαών, αφού οι Τούρκοι είναι Μογγόλοι (άρα υπάνθρωποι;), αφού οι «νέοι» στο στρατό είναι «ποντίκια», αφού οι μπάτσοι είναι γουρούνια και δολοφόνοι, οι Τσιγγάνοι είναι κλέφτες, οι Αλβανοί είναι κακοποιοί,
τότε φαίνεται να διευκολύνεται και να δικαιώνεται η οποιαδήποτε βία
ασκηθεί εναντίον τους, αφού η ανθρώπινη ιδιότητά τους έχει υποβαθμιστεί
στο επίπεδο του υπανθρώπου, του ζώου, του τέρατος.
20. Κοινωνική αλλαγή ή εκδίκηση; Ιδιαίτερα
οφείλουμε να αντιπαρατεθούμε στην ιδιαίτερα διαδεδομένη άποψη πως οι
κοινωνικές αλλαγές δεν επιτυγχάνονται με άλλον τρόπο πλην του βίαιου,
παράγοντας επιχειρήματα που να κατευθύνονται, αν όχι προς την κατεύθυνση
της κατάδειξης της υπεροχής της πειθούς, που μέσα από ορθολογικού τύπου
συναινέσεις θα ξεπεράσουν τις διαφωνίες και τις συγκρούσεις
εγκαθιδρύοντας δικαιότερα κοινωνικά μορφώματα[15],
πάντως προς την καταστροφή της άποψης πως για να νικηθεί μια άδικη
κατάσταση οφείλουμε να εφαρμόσουμε «σώνει και καλά» βία κάποιου είδους.
Συζητώντας τη σκοποθεσία των κοινωνικών
αγώνων, χρήσιμο είναι να θυμίσουμε την ερώτηση του Γκάντι: Θέλετε να
εκδικηθείτε ή θέλετε να αλλάξετε τον κόσμο; Έχουμε λόγους να πιστεύουμε
πως η εκτόνωση της οργής μέσα από την εκδίκηση είναι δρόμος που δεν
ακυρώνει τις άδικες, καταπιεστικές και εκμεταλλευτικές δομές, αλλά απλώς
αντικαθιστά τους ανθρώπους που στελεχώνουν τις δομές αυτές. Ίσως ακόμη
πιο κομβικός είναι ο προβληματισμός που θυμίζει ο Τσόμσκι, αναρωτώμενος
αν θέλει κάποιος/α να τάχει καλά με τον εαυτό του/της ή να βοηθήσει
κάποιους καταπιεσμένους. Υπενθυμίζει πως κατά τη διάρκεια του πολέμου
του Βιετνάμ, οι Βιετναμέζοι θεωρούσαν πως οι σιωπηλές διαδηλώσεις των
μητέρων προς τους τάφους των αμερικανών στρατιωτών[16]
βοηθούσαν τον αντιπολεμικό αγώνα, ενώ οι αμερικανοί Weathermen,
συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο και καταλήγοντας να
σπάζουν βιτρίνες, ενίσχυαν τους υποστηρικτές του πολέμου.
Σε σχέση με την αποτελεσματικότητα του
ένοπλου αγώνα, ας σημειωθεί επίσης ότι η ελπίδα των εκάστοτε ένοπλων πως
η δική τους τακτική θα εμπνεύσει τον γενικό πληθυσμό που θα εφαρμόσει
τη βία ενάντια στις άδικες δομές δεν επαληθεύεται, ενώ οι
άνθρωποι-σύμβολα/κλειδιά του καταπιεστικού καθεστώτος που δολοφονούνται
από τους βίαιους μαχητές γρήγορα αντικαθίστανται από τη στρατιά των
«πρόθυμων» αναπληρωτών τους. Αυτή η διάψευση πιθανώς καθιστά τη βία
άχρηστη, ειδικά στις αναπτυγμένες αστικές κοινωνίες, περιθωριοποιώντας
μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις τους αντάρτες των πόλεων.
21. Βία και δημοκρατία. Η
βίαιη πάλη είναι επίσης αντιδημοκρατική, διότι οι συνθήκες μυστικότητας
κάτω από τις οποίες λειτουργούν οι βίαιες ομάδες αποκλείουν τη
συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων όχι μόνο της πλειοψηφίας του πληθυσμού,
αλλά και αυτών των ίδιων των μελών τους, που εκ των πραγμάτων
αποκλείεται, διαπαιδαγωγούμενος μάλιστα πως μια φωτισμένη μειοψηφία
(παρεμπιπτόντως αποτελούμενη από αυταρχικές προσωπικότητες[17])
θα λύσει τελικά το όποιο πρόβλημα ερήμην της και πως αυτός είναι τελικά
ο «σωστός» τρόπος με τον οποίο λύνονται οι κοινωνικές συγκρούσεις. Δεν
είναι τυχαίο που από το σύνολο των ένοπλων αντιαποικιακών αντάρτικων δεν
ξεπήδησε ούτε ένα δημοκρατικό καθεστώς.
22. Δύναμη και βία: δύο πράγματα ανόμοια. Δύο έννοιες που συγχέονται συχνά είναι η δύναμη και η βία[18].
Αν δεχτούμε πως η πρώτη εδράζεται στα κοινωνικά σύνολα που ειρηνικά και
με διαβούλευση δημοκρατικού τύπου αποφασίζουν συντεταγμένα να πράξουν
προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, ενώ η δεύτερη εκπηγάζει από τις φωνές
που εμποδίζουν το διάλογο, από τα γκαζάκια ή τις κάνες των όπλων, τότε
είναι φανερό πως η βία ασκείται διότι οι «επιταχυντές της Ιστορίας» δεν
μπορούν να πείσουν την πλειοψηφία για τις απόψεις τους. Με την έννοια
αυτή, η δολοφονία του Μόρο π.χ. ήταν μια εξαιρετικά αντιδημοκρατική
παρέμβαση στην Ιστορία, που όχι μόνο δεν εκπροσωπούσε καμιά πολιτική
δύναμη (αν υπήρχε τέτοια δύναμη, θα είχε προ πολλού και με δημοκρατικό
τρόπο ακυρώσει τον ιστορικό συμβιβασμό του οποίου ο δολοφονημένος ήταν
από τους αρχιτέκτονες), αλλά όντας μια εκδήλωση απόγνωσης και
απογοήτευσης κατέστρεψε τις δυνατότητες δημοκρατικής ανάπτυξης της
ιταλικής κοινωνίας, χρησιμοποιούμενη ως άλλοθι για τη σκλήρυνση της
καταστολής από μέρους του κράτους. Ναι, η βία μπορεί να καταστρέψει την
πολιτική δύναμη.
23. Η βία διαχέεται ανεξέλεγκτα. Η
βία έχει το χαρακτηριστικό να υπερχειλίζει από τον τόπο, το χρόνο και
την κοινωνική ομάδα-στόχο προς άλλους χωροχρόνους και ομάδες. Έτσι, μαζί
με τους κουλάκους έγιναν αντικείμενο κακομεταχείρισης εκατομμύρια άλλοι
χωρικοί της Ρωσίας επί Στάλιν, μαζί με τους φασίστες κακοποιήθηκαν και
σκοτώθηκαν χιλιάδες απλοί άνθρωποι, ακόμα και απλοί παπάδες που είχαν
την ατυχία να θεωρηθούν εχθροί της επανάστασης από τους Ισπανούς
αναρχικούς μαχητές κατά τη διάρκεια του εκεί εμφυλίου, ενώ δεκάδες
χιλιάδες συντοπίτες μας, άσχετα με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις,
υπέστησαν μύρια δεινά είτε από τον Δημοκρατικό Στρατό είτε από τον
Εθνικό Στρατό κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφύλιου. Ο ισχυρισμός πως
οι παράπλευρες απώλειες αυτές είναι αναγκαίες, μοιραίες,
δικαιολογήσιμες, αναμενόμενες κ.λπ. στο όνομα είτε της επανάστασης είτε
του έθνους είναι εξοργιστικά αντιανθρώπινος και έχει αποδειχθεί ψέμα! Σε
όλες τις περιπτώσεις, η βία ασκήθηκε για να εμπνεύσει τον τρόμο στους
αντιπάλους και, κατά συνέπεια, να τους αναγκάσει να υπακούσουν στο
μοντέλο κοινωνικών συμπεριφορών το οποίο κανοναρχούσαν οι εκάστοτε
ισχυροί.
Τέλος, τα βίαια γκρουπούσκουλα –πολύ
συχνά λόγω ευκολίας πρόσβασης και έλλειψης μέσων– καταφεύγουν στη
δολοφονία απλών υπαλλήλων της εξουσιαστικής και εκμεταλλευτικής κρατικής
μεγαμηχανής, μην μπορώντας εκ των υστέρων να δικαιολογήσουν πειστικά
γιατί επιλέχτηκε αυτός ή ο άλλος στόχος. Γιατί π.χ. ο ιδιαίτερος του
Υπουργού Δημόσιας Τάξης και όχι του Δικαιοσύνης; Γιατί ο τυχαίος
αστυνομικός αυτού του αστυνομικού τμήματος και όχι του άλλου; Γιατί οι
αποσπασμένοι βοηθοί του τάδε ευρωβουλευτή και όχι του δείνα; Ποια είναι η
ειδοποιός διαφορά που έβαλε στο στόχαστρο τον Γκιόλια και όχι έναν άλλο
blogger; Αυτή η όλο και λιγότερο πειστική ως προς τους «επαναστατικούς»
σκοπούς της ποσότητα βίας που διαχέεται σε όλο και μεγαλύτερους
ομόκεντρους κύκλους από τους ανθρώπους-σύμβολα ώς τους ανώνυμους
αστυνομικούς φρουρούς δείχνει προς ένα εφιαλτικό μέλλον, όπου στην
κυριολεξία δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι (για την Ελλάδα
π.χ.) θα μπορούσαν να είναι στόχος. Αν σκεφτούμε και τα πιθανά «λάθη»
(μαζί με την τράπεζα του Βγενόπουλου κάηκαν και οι τρεις υπάλληλοι που
είχαν την ατυχία να βρίσκονται μέσα), το μέλλον μοιάζει με εφιάλτη: η
λαγνεία της βίας ωθεί τις μικρές ένοπλες ομάδες να συμπυκνώνουν και να
υποκαθιστούν βουλευτική, δικαστική και εκτελεστική εξουσία στους κόλπους
τους, αποφαινόμενες με γκαζάκια, ρεβόλβερ, όλμους για το κατά πόσο
αξίζει να ζει κάποιος. Χωρίς να ρωτήσουν κανέναν. Αυτοκλήτως και
αυθαιρέτως. Επειδή αυτές και μόνον έχουν το προνόμιο να συνομιλούν με
την Ιστορία.
24. Οι φωνές των αδυνάτων σιγούν… Ας
θυμίσουμε πως κατά τη βίαιη περίοδο οι εμπόλεμες κοινωνίες γίνονται
περισσότερο μονολιθικές από συνήθως και οι φωνές των ασθενέστερων ομάδων
(που σε ειρηνικές περιόδους έχουν περισσότερη δύναμη) σιγούν ή
αποσύρονται: Κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών της Σερβίας το 1999, η
βία των αμερικανικών αεροπλάνων πολτοποίησε τη φωνή των διαφωνούντων με
τον Μιλόσεβιτς, οι «γυναίκες με τα μαύρα» εσίγησαν μαζί με τη σερβική
εκκλησία, ενώ σχεδόν ένα εκατομμύριο πρόσφυγες Κοσοβάροι/ες έφυγαν λόγω
της εθνοκάθαρσης που προωθούσαν στρατός και παραστρατιωτικοί του
Μιλόσεβιτς με άλλοθι την επιθετικότητα της Ατλαντικής Συμμαχίας. Κατά τη
δεύτερη (και βίαιη, 2000-) Ιντιφάντα, φαίνεται πως η –κερδισμένη κατά
τη διάρκεια της πρώτης (μη βίαιης, 1987-1993)– υποστήριξη των μεσαίων
στρωμάτων της ισραηλινής κοινωνίας προς τον παλαιστινιακό αγώνα χάθηκε,
περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας (βιασμοί, αιμομιξίες, εγκλήματα
τιμής) στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη θάβονται προς χάριν του
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ενώ το κάθε άλλο παρά ασήμαντο ειρηνιστικό
κίνημα του Ισραήλ «ζάρωσε»[19].
25. Τελευταίο, αλλά πολύ σημαντικό: η ηθική κατάπτωση που συνοδεύει τη βία. Τέλος,
δεν πρέπει να μας διαφεύγει η εξαιρετικά σημαντική ηθική κατάπτωση που
συνοδεύει τις βίαιες περιόδους. Οι ηθικές αξίες που πολύ ευκολότερα
ακολουθούνται κατά τη διάρκεια ειρηνικών περιόδων μετατρέπονται πια σε
μια πολυτέλεια. Οι απροκάλυπτα φιλονατοϊκές δηλώσεις των Κοσοβάρων (το
1999), που εύχονταν την καταστροφή της Σερβίας, αποτελούν ζωντανή
απόδειξη της ηθικής κατάπτωσης που συνοδεύει τη βία: οι ίδιοι άνθρωποι
πριν μερικούς μήνες είχαν κατορθώσει να φτάσουν σε υψηλότατα επίπεδα
κοινωνικής αυτοοργάνωσης, είχαν εκπαιδευτεί στην αυτοσυγκράτηση μέσα από
αξιοζήλευτη πειθαρχία, είχαν καταφέρει να επιβεβαιώνουν καθημερινά την
ταυτότητά τους χρησιμοποιώντας μη βίαια εργαλεία αντίστασης και έφτασαν
να κερδίσουν τη συμπαράσταση ακόμη και κάποιων ομάδων του σερβικού λαού
(ανεξάρτητοι ραδιοσταθμοί, σερβική εκκλησία και αντιπολίτευση)[20].
Η (ναζιστική) αρχή της συλλογικής ευθύνης (φονιάδες των λαών,
Αμερικάνοι!), που συνήθως εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια εχθροπραξιών,
καταπίνει κάθε είδους ανθρωπιστικές αξίες, ενώ η απλή εφαρμογή βίαιων
μεθόδων πάλης οδηγεί αναγκαστικά σε άμβλυνση των ηθικών αξιών, οπότε οι
παράπλευρες απώλειες π.χ. στα ισραηλινά λεωφορεία, στις αγγλικές
μπιραρίες, στα αθηναϊκά αστυνομικά τμήματα (ή και τράπεζες) ή στο παζάρι
της Βαγδάτης γίνονται συνειδητό και αναπόσπαστο μέρος της πάλης, οι
ληστείες τραπεζών και οι εκβιασμοί επιχειρηματιών αναγκαίο μέτρο
οικονομικής στήριξης του ένοπλου αγώνα, η εξόντωση των διαφωνούντων
λογίζεται ως απαραίτητη πράξη για την ενδυνάμωση του κινήματος, τα
βασανιστήρια γίνονται αποδεκτά ως μέθοδος άντλησης πληροφοριών κ.λπ. Η
κεντρική επιδίωξη κάθε βίαιου κινήματος είναι να εμπνεύσει την απειλή
του θανάτου για να αλλάξει τη ζωή[21]. Τι είδους αξίες θα μπορούσαν, άραγε, να επιβιώσουν μέσα από μια τέτοια στοχοθεσία;
26. Υπόθεση: κάθε είδους πολιτική βία μπορεί να αντιμετωπιστεί με μη βίαιη αναμέτρηση.
Σε κάθε περίπτωση, οργανισμοί και άνθρωποι που καταφεύγουν στη βία
δικαιολογούνται πως δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, διότι όφειλαν
να αντιμετωπίσουν μια βίαιη απειλή οι ίδιοι. Ήταν αναγκαίο κακό.
Φαίνεται σαν φυσιολογικό και αυτονόητο ότι η βία αντιμετωπίζεται με βία[22].
Για να απελευθερωθούμε από το ιδεολόγημα αυτό, χρειάζεται να
επεξεργαστούμε την παραπάνω υπόθεση. Πιθανότατα χρειάζονται περισσότερη
μελέτη οι διάφορες εμπειρίες της μη βίαιης δράσης, όπως εκφράστηκαν από
τα εκατομμύρια ανθρώπων που ανέτρεψαν το Σάχη της Περσίας,
ακινητοποιώντας τον τέταρτο ισχυρότερο στρατό του κόσμου (1978)· που
αντιτάχθηκαν στη δικτατορία του κομμουνιστικού κόμματος της Πολωνίας,
ιδρύοντας «χωρίς να ανοίξει μύτη» το πρώτο ανεξάρτητο
συνδικάτο (Αλληλεγγύη) της Πολωνίας αλλά και της ανατολικής Ευρώπης
(1980)· που ανάγκασαν τον Μιλόσεβιτς να παραδώσει τους δήμους όπου η μη
αρεστή του γιουγκοσλαβική-τότε-αντιπολίτευση είχε κερδίσει τις εκλογές
(1997)· που προσπάθησαν και διατήρησαν την κοινωνική συνοχή μέσα από τη
δημιουργία παράλληλων ανεπίσημων δομών εκπαίδευσης, υγείας και
φορολογικού συστήματος στο κράτος του Κοσόβου, παρά το μαζικό πογκρόμ
απολύσεων και διάλυσης του αλβανικού κοινωνικού ιστού που εξαπέλυσε ο
σερβικός εθνικισμός του Μιλόσεβιτς (1989-1999)· που κέρδισαν τα
ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα στον αμερικάνικο Νότο ενάντια στον
θεσμικό ρατσισμό της εποχής στη δεκαετία του ’60· που ανέτρεψαν τον
δικτάτορα Μάρκος στις Φιλιππίνες (1986)· που ανέτρεψαν τα περισσότερα
από τα καθεστώτα του «υπαρκτού» σοσιαλισμού με βελούδινες επαναστάσεις
(1989)· και που αμφισβήτησε τη βρετανική κυριαρχία, κατορθώνοντας να
απελευθερώσει την ινδική υποήπειρο μέσω μιας εκστρατείας μη συνεργασίας
και πολιτικής ανυπακοής πρωτοφανούς έκτασης και διάρκειας[23].
Οι θεωρητικές συνεισφορές του Τολστόι, του Θορώ, του Μάρτιν Λούθερ
Κινγκ και του Γκάντι είναι παραπάνω από σημαντικές, ανοίγοντας
καινούργιες εναλλακτικές δυνατότητες για την επίλυση συγκρούσεων ανάμεσα
σε κοινωνικές ομάδες με άλλο τρόπο, εκτός του κλασσικού «βία ενάντια
στη βία». Ειδικά ο τελευταίος ενδέχεται να είναι ο κορυφαίος των
πολιτικών του 20ού αιώνα, λαμβάνοντας υπόψιν το βεληνεκές του
κατορθώματός του και τις δυσκολίες για την υλοποίησή του. Θεμελιώνοντας
τη μέθοδο της πολιτικής ανυπακοής και μη συνεργασίας για να ενδυναμώσει
τον ινδικό λαό της εποχής και να του τονώσει την αυτοεικόνα, κατόρθωσε
να αποδείξει τη δυνατότητα ενός δρόμου ριζοσπαστικά διαφορετικού από την
πεπατημένη των άλλων ένοπλων αντιαποικιακών αγώνων, στο πλαίσιο των
οποίων είχε εδραιωθεί η πεποίθηση ότι δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική λύση
από τη γλώσσα των όπλων. Κατά συνέπεια, το να τον αντιμετωπίζουμε ως
κάποιον που προσέλκυσε το ενδιαφέρον υστερικών (κυρίως γυναικών! sic)
που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον εαυτό τους[24]
ή ως κάποιον που χρησιμοποίησε ως εργαλείο τη βιοπολιτική πειθάρχηση
του ινδικού λαού (ως άτομα και ως σύνολο) με σκοπό την αποτροπή της
βίαιης εξέγερσης ενάντια στην ινδική αστική ελίτ, υπονοώντας πως αυτή η
τελευταία εξέλιξη θα ’ταν εγγενώς κάτι θετικό[25],
είναι από αφελές έως μικρόκαρδο. Πόσο πειστικά μπορούν να είναι όμως
τέτοια επιχειρήματα; Και γιατί άραγε δεν είναι πειστικότερα τα
επιχειρήματα που συνδέουν την ένοπλη πάλη στην Αλγερία, στη Συρία και το
Ιράκ ή στη Ζιμπάμπουε και την Κίνα με τις εκατόμβες θυμάτων του
αντιαποικιακού αγώνα με τις μετέπειτα βίαιες ενδοκαθεστωτικές
εκκαθαρίσεις λογαριασμών και με τις παραβιάσεις πολιτικών και ανθρωπίνων
δικαιωμάτων κατά συρροή;[26]
27. Επίλογος. Προσπάθησα,
με εποπτικό μέσο τον εαυτό μου και τις εμπειρίες μου, να πλοηγήσω
τον/την αναγνώστη/στρια μέσα από τις αναμνήσεις μου σε ένα ταξίδι με
σταθμούς προσωπικής αξίας και νοήματος και να μοιραστώ μαζί του/της
σημαίνοντα και σημαινόμενα. Αναφέρθηκα στις συγκυρίες κάτω από τις
οποίες έτυχε εγώ να σχετιστώ κατά τους συγκεκριμένους χρόνους με τις
συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις που αναφέρω.
Έχω συνείδηση του βιωματικού χαρακτήρα
του παραπάνω κειμένου, και γι’ αυτό χωρίς πολλές αντιρρήσεις δέχομαι πως
απηχεί ένα κομμάτι μόνο της συνολικής αλήθειας και όχι την
αντικειμενική, τελεσίδικη, οριστική και σίγουρη αλήθεια. Αλλά έχω
παράλληλα και την αίσθηση πως μπορεί να διαφωνεί κάποιος/α με την
παραπάνω «διήγηση», μπορεί να αμφισβητήσει επιχειρήματα, να διαπιστώσει
ελλείψεις ή προβληματικές παραδοχές, αλλά δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι
η πολιτική βία (συμπεριλαμβανομένης της «επαναστατικής») όχι μόνο
αποανθρωποποιεί θύτες και θύματα, αλλά και, όταν ασκείται, απαρεγκλίτως,
νομοτελειακά και αναγκαστικά παράγει περισσότερη βία. Επίσης, οφείλουμε
να αναλογιστούμε εξαιρετικά σοβαρά κάτι εξαιρετικά ενοχλητικό, ίσως και
απεχθές: Αν δεν αποφασίσουμε οριστικά και αμετάκλητα πως δεν υπάρχει
σωστός, ιερός, δίκαιος, επιβεβλημένος, αναπόφευκτος ή αμυντικός πόλεμος,
αλλά πως κάθε είδους (και ειδικά η ένοπλη) βία είναι καταδικαστέα, ίσως
ο Εντσενσμπέργκερ, ο Κον Μπεντίτ και οι υπόλοιποι ευρωπαίοι
διανοούμενοι που τάχτηκαν υπέρ των βομβαρδισμών της Σερβίας το 1999 να
έχουν δίκιο. Μέχρι να εφεύρουμε αξιόπιστα εργαλεία ειρηνικής επίλυσης
συγκρούσεων, ο πόλεμος λογικά θα εξακολουθεί να είναι η μόνη οδός
αποκατάστασης της δικαιοσύνης.
Απέναντι λοιπόν στον εφιάλτη των
πολύχρωμων εξουσιών, οι οποίες ασκώντας βία μπορούν να μετατρέψουν τον
άνθρωπο σε «φοβισμένη κραυγάζουσα μάζα» από «πονεμένο κρέας» και
ταυτόχρονα να θίξουν βαθιά την ψυχή, το πνεύμα και τον κοινωνικό τρόπο
ύπαρξής του, στιγματίζοντάς το για την υπόλοιπη ζωή του[27], πιθανότατα το αντίδοτο είναι η ακραιφνής, ατόφια και ανεκτίμητη μη βίαιη θεωρία και πράξη.
[1]
Θυμάμαι το διευθυντή του 2ου δημοτικού σχολείου στου Ζωγράφου
–Παναγιωτόπουλος, πολύ μελαμψός, αγριωπός και εξαιρετικά βίαιος,
κλοτσούσε κιόλας (!)– να σκύβει και να κοιτάει με μάτια που
σπινθηροβολούσαν αυστηρότητα, ρωτώντας το περιβόητο «γιατί το έκανες;»
και σαν απάντηση στις ασυνάρτητες συνήθως δικαιολογίες ή στη σιωπή, σαν
από θαύμα, το χέρι του που ήταν πίσω από την πλάτη του να έρχεται με
αστραπιαία ταχύτητα να προσγειωθεί στο μάγουλο του «ενόχου». Τα
πλαταγιστά εκείνα χαστούκια αντηχούσαν σε όλη την αυλή λίγο πριν την ώρα
της πρωινής προσευχής, έτσι ώστε να τα βλέπουν και να τα ακούν όλοι και
όλες προς γνώση και συμμόρφωση.
[2] Κωνσταντίνος Κατσουρός, Η συνειδητή άρνηση στο στρατό και το κράτος, ΑΡΝΟΥΜΑΙ, τ. 3, 1987.
[3] Gene Sharp, The politics of nonviolent action, part one: power and struggle, Porter Sargent Publishers, Boston, 1973.
[4]
Επρόκειτο για τους «αρχειομαρξιστές», δηλαδή τροτσκιστές της εποχής που
είχαν φτάσει στο συμπέρασμα πως χρειάζεται να γυρίσουμε και να
μελετήσουμε τα κλασικά θεωρητικά κείμενα ξανά, για να χαράξουμε ξεκάθαρα
και χωρίς λάθη τη μελλοντική πορεία του εργατικού κινήματος. Για το
λόγο αυτό οι άνθρωποι αυτοί καταδιώκονταν από το ΚΚΕ της εποχής, που
θεωρούσε πως αποπροσανατολίζουν το κίνημα.
[5]
Μέχρι τότε οι αρνούμενοι να υπηρετήσουν στρατιωτική θητεία ήταν οι
Μάρτυρες του Ιεχωβά, επικαλούμενοι αποκλειστικά θεολογικά επιχειρήματα.
[6] Παρισινοί διάλογοι με τον Τσόμσκι, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 1 Αυγούστου 2010, σελ. 24.
[7]
[Οι βίαιες μορφές πάλης] εκτός από το γεγονός ότι χαρακτηρίζονται εν
τέλει από βιαιότητα, είναι ότι δεν ανησυχούν τον ισραηλινό στρατό
κατοχής. Αλλά φανταστείτε αν οι Παλαιστίνιοι σταματούσαν τον πετροπόλεμο
και έβαζαν τις γυναίκες διαδηλώτριες στην πρώτη γραμμή. Τι θα γινόταν
αν χίλιες γυναίκες κάθονταν ειρηνικά σε ένα δρόμο για να εμποδίσουν την
πρόσβαση σε έναν παράνομο εβραϊκό οικισμό που έχει χτιστεί σε
παλαιστινιακό καλλιεργήσιμο έδαφος; Τι θα γινόταν αν οι γυναίκες
αποφάσιζαν να εκτεθούν στα δακρυγόνα, να χτυπηθούν και να συλληφθούν,
χωρίς να ρίξουν ούτε μια πέτρα; Οι εικόνες αυτές θα προβάλλονταν στις
τηλεοράσεις όλου του κόσμου (…) Η Ιλτεζάμ Μοράρ στα δεκαπέντε της χώθηκε
στο χώμα μπροστά από μια ισραηλινή μπουλντόζα και κατάφερε να τη
σταματήσει. Οι ισραηλινές δυνάμεις ασφάλειας ήξεραν πώς να
αντιμετωπίσουν τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα, αλλά έμειναν αποσβολωμένες
ενώπιον των γυναικών διαδηλωτριών της Παλαιστίνης. Παρόλο που χτυπήθηκαν
με πλαστικές σφαίρες, οι γυναίκες επέμειναν. Τελικά το Ισραήλ
σταμάτησε. Άλλαξαν θέση στο Τείχος παρακάμπτοντας σχεδόν όλο το χωριό
Μπουντρούς. http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=6&artid=342801&dt=13/07/2010#ixzz0uD8qRPad
[8]
Δες π.χ. ένα άρθρο που περιγράφει και αναλύει τις συνέπειες του πρώτου
πολέμου στον Κόλπο και σκιαγραφεί προσεκτικά πιθανές εναλλακτικές (μη
βίαιες) οδούς για την αποτροπή του: Γιάννης Γκλαρνέτατζης, «Ο πόλεμος
του Περσικού τελείωσε, σειρά έχει ο επόμενος», ΑΡΝΟΥΜΑΙ, τ. 4, 1991.
[9]
Τον Μάιο του 2006, ο Κ. Πλεύρης έγραψε ένα βιβλίο 1.400 σελίδων με
τίτλο «Εβραίοι, όλη η Αλήθεια», που έχει πουλήσει μέχρι σήμερα χιλιάδες
αντίτυπα και μπορεί να βρεθεί στα μεγαλύτερα βιβλιοπωλεία της Αθήνας. Σε
αυτό το βιβλίο, ο Κ. Πλεύρης καλεί ωμά σε νέα εξόντωση των Εβραίων,
απειλεί τους δημοκρατικούς πολίτες με «κρεμάλα», υμνεί τις βαρβαρότητες
του Τρίτου Ράιχ και προσπαθεί να «αποδείξει» για ποιους λόγους η Ελλάδα
και ολόκληρη η Ευρώπη πρέπει να απαλλαγεί από τους «υπανθρώπους» και
«επίβουλους» Εβραίους (ανακοίνωση της αντιναζιστικής πρωτοβουλίας).
[10] T. W. Adorno, Ε. Frenkel-Brunswic, D. J. Levinson, R. Nevitt Sanford, The Authoritarian Personality, Science Editions, John Wiley and Sons, New York, 1964.
[11] Βίλχελμ Ράιχ, Η μαζική ψυχολογία του φασισμού, Μπουκουμάνης, Αθήνα, 1974.
[12]
Το φθινόπωρο του 1974 έβγαζα τα σωθικά μου κραυγάζοντας «Αντρέα, σώσε
την Ελλάδα!». Και μαζί με μένα πολλές δεκάδες χιλιάδες άλλοι/ες…
[13]
Σχετικά με τον προηγούμενο προβληματισμό, δες το κινηματογραφικό έργο
«Ο θυρωρός της νύχτας» της δεκαετίας του 80, αλλά και το πιο πρόσφατο
«Το κύμα».
[14]
Η βία τραυματίζει, διαλύει, παραμορφώνει (…) μετατρέπει τον άνθρωπο σε
αχρείο πλάσμα (…) ο πόνος είναι το μεγαλύτερο όλων των κακών (…) η βία
είναι τόσο αποτελεσματική ως μέσο κυριαρχίας επειδή ο πόνος είναι
αναπότρεπτος για το θύμα. Γιατί η βία προκαλεί αντιδράσεις οι οποίες
κυριεύουν τον θιγόμενο εκ των έσω: φόβο και πόνο, απελπισία και
παθητικότητα (…) θίγει τον άνθρωπο στα πιο βαθιά του σημεία και τον
υποτάσσει συνολικά (…) ο παραγόμενος τρόμος συνεχίζει να στοιχειώνει τα
θύματα της βίας στο υπόλοιπο της ζωής τους (…) κλονίζει τα βασικά σημεία
της ταυτότητάς τους (…) καταστρέφει την αυτοπεποίθησή τους εισχωρώντας
στο ασυνείδητό τους, παραμερίζοντας τη χαρά και την απόλαυση (…)
φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με τον θάνατο (…) Ακόμα και αν ο άνθρωπος
επιβιώσει, δεν θα είναι πια ποτέ ξανά αυτός που ήταν (Wolfgang Sofsky, Πραγματεία περί της βίας, Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα, 1998, σελ. 77-97).
[15] Σαντάλ Μουφ, Επί του πολιτικού, Εκκρεμές, Αθήνα, 2010.
[16] «Παρισινοί διάλογοι με τον Τσόμσκι», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 1 Αυγούστου 2010, σελ. 24.
[17] Basil Liddell Hart, «Μαθήματα από τα κινήματα αντίστασης», ΑΡΝΟΥΜΑΙ, τ. 3, Ιούνιος 1987.
[18] Hannah Arendt, Περί βίας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000.
[19] Ανακοίνωση της Οικολογικής Κίνησης Θεσσαλονίκης, «Η βία δεν παράγει ούτε ειρήνη ούτε ασφάλεια», ΕΝ ΟΙΚΩ, τ. 72, Αύγουστος 2006.
[20]Αλέκος Γεωργόπουλος, «Βία ή μη βία σαν εργαλείο αλλαγής», στο Κ. Ναυρίδης (επιμ.) «Εξουσία Βία Πόνος»,
τόμος Α΄, Πρακτικά του 3ου Διεθνούς Συνεδρίου Κλινικής Κοινωνιολογίας
και Κλινικής Ψυχοκοινωνιολογίας, Καστανιώτης, Αθήνα, σελ. 105.
[21] Αλέκος Γεωργόπουλος, «Βία: το προπατορικό αμάρτημα», ΕΝ ΟΙΚΩ, τ. 43, Νοέμβριος 2001.
[22]
Ας σκεφτούμε π.χ. αν η «αδυναμία» συγκρότησης στρατιωτικού σώματος
Ελλήνων που θα πήγαινε να πολεμήσει υπέρ των Ναζί στο ανατολικό μέτωπο ή
το ότι δεν έγινε δυνατό να μεταφερθούν Έλληνες σαν εργάτες στη Γερμανία
κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οφείλεται στην επιλογή της ένοπλης πάλης
από την ηγεσία της Αντίστασης (Κωνσταντίνος Κατσουρός, «Η συνειδητή
άρνηση στο στρατό και το κράτος», ΑΡΝΟΥΜΑΙ, 1987).
[23]
Κάποιες φορές, μη βίαιες παρεμβάσεις γίνονται κυριολεκτικά κάτω από τη
μύτη μας στην καθημερινή ζωή, αποδεικνυόμενες εξαιρετικά
αποτελεσματικές, όπως π.χ. η πρόσφατη κινητοποίηση επαγγελματιών και
ενεργών κατοίκων που κατάφεραν να απαλλάξουν την πλατεία Εξαρχείων από
τους διακινητές ναρκωτικών –κάτι που δεν το είχαν καταφέρει τα ΜΑΤ εδώ
και 25 χρόνια– (δες Έψιλον της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 1-8-2010,
σελ. 38-47), αλλά και η μαζική άρνηση εκατοντάδων χιλιάδων ΙΧ-δων να
πληρώσουν τα διόδια σε εταιρείες που κατά πάσα πιθανότητα δεν έχουν
νόμιμες συμβάσεις (δες Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 25-7-2010, σελ. 49).
[24] Παναγιώτης Κανελλόπουλος Η ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, ΤΟ ΒΗΜΑ (2010), τόμος 1, σελ. 348.
[25]
Θυμίζει Προκρούστη το να λέγεται πως «οι αγροτικές εξεγέρσεις και οι
βίαιες διαδηλώσεις στις ινδικές πόλεις ήταν ένας τρόπος οριζόντιας
συνεύρεσης και διαπραγμάτευσης ανάμεσα στους καταπιεσμένους», το
δυναμικό των οποίων μεταστοιχείωσε ο Γκάντι σε μια ιεραρχική πολιτική
πειθαρχία που σκοπό είχε να στρώσει το δρόμο για την εθνικιστική ελίτ
(Violence, Μια κριτική του κυρίαρχου λόγου αλήθειας γύρω από την εξεγερτική βία του Δεκέμβρη, Flesh-Machine-Ego Te Provoko φ.δ. Αθήνα, χειμώνας 2010, σελ. 91-97).
[26]
Για να είμαι δίκαιος, οφείλω να παραδεχτώ πως η μεγαλύτερη δημοκρατία
στον κόσμο, η ινδική, έχει σημαντικές ατέλειες, με κορυφαία το
εξαιρετικά ανθεκτικό σύστημα της κάστας, αλλά και παλαιότερες εκτροπές
από τη δημοκρατική νομιμότητα (π.χ. την εποχή της Ίντιρα Γκάντι). Αλλά
με καμία κυβέρνηση δεν συγκρίνεται με άλλες τριτοκοσμικές μονοκομματικές
οντότητες ηγεμονευόμενες από ιδιόρρυθμους δικτάτορες και/ή διεφθαρμένες
ελίτ.
[27] Wolfgang Sofsky, Πραγματεία περί της βίας, Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα, 1998.
Αλέκος Γεωργόπουλος (Καλλιθέα Αττικής, 1952). Καθηγητής στο Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, όπου από το 1985 διδάσκει Περιβαλλοντική Εκπαίδευση. Είναι πρόεδρος της Οικολογικής Κίνησης Θεσσαλονίκης και υπήρξε εκδότης του ειρηνιστικού-αντιμιλιταριστικού περιοδικού «Αρνούμαι» (1987-1997). Ενεργό μέλος της παράταξης Οικολογίας-Αλληλεγγύη και των Οικολόγων-Πράσινων, και πολλές φορές υποψήφιος νομαρχιακός σύμβουλος Θεσσαλονίκης. Από το 1997 είναι εκδότης της εφημερίδας «Τα Εν Οίκω, εν Δήμω». Έχει γράψει, ανάμεσα στα άλλα, τα βιβλία Ένας μικρός και εύθραυστος πλανήτης (1996) και Περιβαλλοντική ηθική (2002) και άρθρα για θέματα εθνικισμού, αντιμιλιταρισμού, οικολογίας.
Αλέκος Γεωργόπουλος (Καλλιθέα Αττικής, 1952). Καθηγητής στο Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, όπου από το 1985 διδάσκει Περιβαλλοντική Εκπαίδευση. Είναι πρόεδρος της Οικολογικής Κίνησης Θεσσαλονίκης και υπήρξε εκδότης του ειρηνιστικού-αντιμιλιταριστικού περιοδικού «Αρνούμαι» (1987-1997). Ενεργό μέλος της παράταξης Οικολογίας-Αλληλεγγύη και των Οικολόγων-Πράσινων, και πολλές φορές υποψήφιος νομαρχιακός σύμβουλος Θεσσαλονίκης. Από το 1997 είναι εκδότης της εφημερίδας «Τα Εν Οίκω, εν Δήμω». Έχει γράψει, ανάμεσα στα άλλα, τα βιβλία Ένας μικρός και εύθραυστος πλανήτης (1996) και Περιβαλλοντική ηθική (2002) και άρθρα για θέματα εθνικισμού, αντιμιλιταρισμού, οικολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου