The last dance, Γιώργος Ανέστης, ΕΝΕΚΕΝ, τ.12
ΤΟ
ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟ (03.00 μ.μ.) ραντεβού ήταν στο σημείο όπου τέμνεται η
λεωφόρος Μακάβριων Παλινδρομήσεων από την οδό Δύστηνης Ανάπλασης.
Με περίμενε. Όπως πάντα ευθυτενής. Άσπρο πουκάμισο με κολλαριστό γιακά, μαύρο γιλέκο και η χαρακτηριστική, μεγάλη αγκράφα στη ζώνη.
Παρατεταμένο το βλέμμα του. Σκληρό μα φορτισμένο με αιδώ, αλλά και ικανοποίηση. Φαντάστηκα τους λόγους.
Μου τους επιβεβαίωσε:
«Άργησες (ήταν ήδη 03.45). Είσαι ατημέλητος και σκυθρωπός, αλλά δεν λούφαξες».
Με οδήγησε προς την πισίνα. Ο φωτισμός άπλετος, εστιασμένος από γιγάντιους προβολείς, στο δάπεδό της.
Έτσι ήμουν σε θέση να το περιεργαστώ. Έπρεπε. Εκεί θα χορεύαμε.
Το δάπεδό της, 40 τ.μ. ωμό μπετόν, επικαλυμμένο από μια ωχρή κρούστα. Εν μέρει επίπεδη, εν μέρει ανάγλυφη.
Διέκρινε την απορία μου. Δυνάμωσε το φως. Ναι! Ήταν ακριβώς σύμφωνα με την περιγραφή του στο e-mail.
Ένα ετερόκλητο κολλάζ.
Αποστραγγισμένοι εγκέφαλοι. Αμυγδαλοειδείς πυρήνες διαβρωμένοι από υδροχλωρικό οξύ. Σαπισμένα, λιωμένα μοσχεύματα. Παρθενικοί υμένες. Κηλίδες από αίμα αποβολών. Εκκρίσεις μελλοθανάτων. Βολβοί ματιών. Κυτταρικές μεμβράνες. Απεικονίσεις αποκρουστικών παραισθήσεων. Ομφαλιολωρικά κενά μνήμης. Ορθοί, με σφηνωμένους εντός τους σκαραβαίους. Κουφάρια αποσυντεθειμένων κλώνων, αγκαλιασμένα μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν αμφιλεγόμενα συμπλέγματα.
Έσβησε τους προβολείς. Έθεσε σε λειτουργία τον βοηθητικό φωτισμό.
Αποσβολώθηκα, προσωρινά, όταν συνειδητοποίησα την πηγή του.
Κενές κόγχες απαγχονισμένων, δεκάδων απαγχονισμένων που αιωρούνταν από σκουριασμένες, μαντεμένιες αγχόνες, εξέπεμπαν μία αχνή, μοχθηρή, υπέρυθρη ακτινοβολία.
Τα διέκρινα όλα φασματικά.
Την παρουσία του πρασινωπή μέσα στο, σχεδόν απόλυτο πια, σκοτάδι.
Οι κινήσεις του λιτές, ευέλικτες, θελκτικές, προσκλητικές και προκλητικές από τους κραδασμούς του αλκοόλ.
Συνοδευόμενες από το κροτάλισμα των γαλαζοπράσινων κεραυνών της γλώσσας του σώματός του. Απότοκο αυτοί ανεκμετάλλευτων δυνατοτήτων και ευκαιριών.
Άναψε πάλι τους μεγάλους προβολείς. Τόσο όσο χρειαζόμουν για να τον δω στην γωνία αριστερά.
Τον άνδρα με το συρρικνωμένο σώμα. Με τις εγκάρσιες, ρωγμώδεις ουλές στο αποστεωμένο κρανίο του, το τοποθετημένο επάνω στα deck.
Γκρίζο, ψηλό καπέλο επάνω σ’ αυτό με κατάμαυρη σατέν κορδέλα. Γυαλιά ηλίου με καθρέφτες. Φουλάρι στην απόληξη του λαιμού, πλεγμένο με κεφάλια εχιδνών, σαθρά κουκούλια σκουληκιών, γλώσσες αρουραίων, σπλήνες σαυρών.
«Ο d.j. μας, ο Dr. Deathgasse», μου τον σύστησε.
Πρόλαβα να δω τον στιγμιαίο τρόμο μου να αντικατοπτρίζεται καθαρά στα γυαλιά καθρέφτες.
Εκατέρωθέν του ήταν οι τεράστιοι κρουνοί παροχής του υγρού στοιχείου της πισίνας.
«Είσαι έτοιμος»; με ρώτησε ο χορευτής. Έγνεψα καταφατικά.
Έβγαλε από την απόληξη του λαιμού του d.j. το, σχεδόν παραμορφωμένο από κατεστραμμένους ιστούς, μαύρο τηλεχειριστήριο ενεργο-ποίησης των κρουνών. Ουρλιάξαμε μηχανικά για 34 δευτερόλεπτα. Η Γνωστική Ασυμφωνία της Κοινής Εξάλειψης. Υποκλιθήκαμε με ειλικρινή αβρότητα ο ένας στον άλλον.
Ενεργοποίησε την παροχή του υγρού στοιχείου χαμογελώντας σαρδόνια. Οι φιγούρες μας ήταν όμορφα και προσεκτικά «φιλοτεχνημένες». Συσσωρευμένες και στρατολογημένες αφ’ εαυτών.
Χιλιόλιτρα χλωριούχου καλίου, ιντερφερόνης, θειοπεντάλης, ηρωίνης αναμεμιγμένης με νυχτερινούς τρόμους και ψυχοειδείς καρκίνους κατέκλυσαν την πισίνα. Αιωρηθήκαμε αρχικά δοκιμαστικά, σχεδόν φοβικά και συν τω χρόνω όλο και πιο ενεργητικά μέσα στο υγρό στοιχείο. Χορέψαμε αρχικά στους ήχους του bleib (=μείνε) των Neubaten και αμέσως μετά σε εκείνους του Yesterdays Tomorrows των Tindersticks. Aνάβαση στην επιφάνεια, βαθιές εισπνοές ατμών αλκαλοειδών και λευκής παραφασίας από το παρακείμενο Θερμοκήπιο Της Αγωνιώδους Αβύσσου. Από την κουπαστή της πισίνας αρπάξαμε, εν ριπή οφθαλμού, ένα τριπλό σωληνάκι χορήγησης ενδοφλέβιου ορού και την κίτρινη Cuervo. Βυθιστήκαμε πάλι, αγκαλιασμένοι σε σχεδόν εμβρυακή στάση, με την συνοδεία των ήχων των Lanegan και Cat power. Αιωρούμενοι μέσα στο υγρό στοιχείο τοποθετήσαμε ο ένας στο στόμα του άλλου από ένα σωληνάκι και το τρίτο στο πώμα ασφαλείας, αφού το είχαμε τρυπήσει, της Cuervo.
Παθιασμένα πίναμε, κολυμπώντας, ο ένας από τον άλλον, ο ένας τον άλλον. Με την μουσική να κλέβει, συστηματικά, στιγμιότυπα από Nikki Sudden, οι διαδοχικές, 2 ή 3, γενικευμένες κρίσεις Ε λειτούργησαν πολυπρισματικά. Τα χρώματά μας δεν είναι πια τόσο αντιφατικά. Τα σώματά μας σταδιακά εξαϋλώνονται με απόλυτη σύμπνοια, συνοδεία του Βαλς του Leonard Cohen. Ο βόμβος των ηλεκτρικών σπαστήρων των Bad Seeds μάς ωθεί σε παθιασμένες θωπείες των λαιμών μας. Σε ανάλογες, περισσότερο βίαιες, των μορίων μας.
Απόφραξη αναπνευστικών διόδων, Ευνουχισμός, με το αίμα να δημιουργεί φαντασιακά μπριγιάν για Εκείνη. Χαμογελάμε ικανοποιημένοι από την ακροτελεύτια δημιουργικότητά μας, ενόσω ο Dr. Deathgasse επινοεί μουσικές πέπλικες από Antony and the Johnsons, fonoda και Johnny Cash.
Ανεβαίνουμε για τελευταία φορά στην επιφάνεια. Για τον αποχαιρετισμό. «Ικανοποιημένος»; με ρωτάει. «Απόλυτα» του απαντώ. Ακούμε τον d.j. να οπλίζει το γκλογκ του και τραγουδάμε, όσο πιο οργιαστικά μπορούμε: «Αυτό που είναι, είναι κι αυτό που δεν υφίσταται, είναι εφικτό». Δωρίζουμε ο ένας στον άλλον τις ακροβυστίες μας, τους ορογόνους υμένες μας. Διαπερνάμε άφοβα το κατώφλι κάθε λογικής σκέψης. Επάλειψη του ενός από τον άλλον με μια λιποειδή αλοιφή για την αποτελεσματικότερη πρόσφυση της ασημόσκονης, ενόψει της τελευταίας καταβύθισής μας.
Σπρώχνουμε την βαριά λειψανοθήκη στο υγρό στοιχείο και την ακολουθούμε, προσδεδεμένοι σ’ αυτήν. Σταματάει στο μισό μέτρο από την, μαλακή πια, κρούστα του δαπέδου. Βοήθησαν σ’ αυτό οι αλυσίδες με τις βαριές, μεταλλικές μπάλες που είχαμε προσαρμόσει στις χειρολαβές της. Εκπέμπουμε εκείνο το μείγμα εσωτερικής ηρεμίας και απόλυτης αυτοπεποίθησης που χαρακτηρίζει την απόλυτη ταύτιση με το Επικείμενο. Με το Τέλος. Με τον Θάνατο. Με την Διεκδίκησή του. Τον θάνατο τον δικό μου και κείνον του alter ego μου. Τον κοινό μας θάνατο. Τον δικό μου δηλαδή.
Ο πρώτος πυροβολισμός. Μία μεσοπολεμική, χορευτική πιρουέτα η αντίδρασή μας. Στον δεύτερο απαντούμε με ένα ντελιριακό Hip-Hop του Buck 65. Πριν τον τρίτο περιστρεφόμαστε ήδη με μία παραληρηματική αρμονία γύρω, πάνω και κάτω από την λειψανοθήκη μου, απολαμβάνοντας το τελευταίο μας κοκτέιλ, το τελευταίο μας φιλί, τραγουδώντας το Death is not the end του Bob Dylan, βυθιζόμενοι και κατευθυνόμενοι προς το δάπεδο της πισίνας, γευόμενοι μπουκιές από αυτό, απολαμβάνοντας το τελευταίο χορευτικό, αυτό του θανάτου μου.
❃
* Σκίτσο: Βαγγέλης Δημητρέας, κεφάλι, σχέδιο, 50x70, 1978.
Με περίμενε. Όπως πάντα ευθυτενής. Άσπρο πουκάμισο με κολλαριστό γιακά, μαύρο γιλέκο και η χαρακτηριστική, μεγάλη αγκράφα στη ζώνη.
Παρατεταμένο το βλέμμα του. Σκληρό μα φορτισμένο με αιδώ, αλλά και ικανοποίηση. Φαντάστηκα τους λόγους.
Μου τους επιβεβαίωσε:
«Άργησες (ήταν ήδη 03.45). Είσαι ατημέλητος και σκυθρωπός, αλλά δεν λούφαξες».
Με οδήγησε προς την πισίνα. Ο φωτισμός άπλετος, εστιασμένος από γιγάντιους προβολείς, στο δάπεδό της.
Έτσι ήμουν σε θέση να το περιεργαστώ. Έπρεπε. Εκεί θα χορεύαμε.
Το δάπεδό της, 40 τ.μ. ωμό μπετόν, επικαλυμμένο από μια ωχρή κρούστα. Εν μέρει επίπεδη, εν μέρει ανάγλυφη.
Διέκρινε την απορία μου. Δυνάμωσε το φως. Ναι! Ήταν ακριβώς σύμφωνα με την περιγραφή του στο e-mail.
Ένα ετερόκλητο κολλάζ.
Αποστραγγισμένοι εγκέφαλοι. Αμυγδαλοειδείς πυρήνες διαβρωμένοι από υδροχλωρικό οξύ. Σαπισμένα, λιωμένα μοσχεύματα. Παρθενικοί υμένες. Κηλίδες από αίμα αποβολών. Εκκρίσεις μελλοθανάτων. Βολβοί ματιών. Κυτταρικές μεμβράνες. Απεικονίσεις αποκρουστικών παραισθήσεων. Ομφαλιολωρικά κενά μνήμης. Ορθοί, με σφηνωμένους εντός τους σκαραβαίους. Κουφάρια αποσυντεθειμένων κλώνων, αγκαλιασμένα μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν αμφιλεγόμενα συμπλέγματα.
Έσβησε τους προβολείς. Έθεσε σε λειτουργία τον βοηθητικό φωτισμό.
Αποσβολώθηκα, προσωρινά, όταν συνειδητοποίησα την πηγή του.
Κενές κόγχες απαγχονισμένων, δεκάδων απαγχονισμένων που αιωρούνταν από σκουριασμένες, μαντεμένιες αγχόνες, εξέπεμπαν μία αχνή, μοχθηρή, υπέρυθρη ακτινοβολία.
Τα διέκρινα όλα φασματικά.
Την παρουσία του πρασινωπή μέσα στο, σχεδόν απόλυτο πια, σκοτάδι.
Οι κινήσεις του λιτές, ευέλικτες, θελκτικές, προσκλητικές και προκλητικές από τους κραδασμούς του αλκοόλ.
Συνοδευόμενες από το κροτάλισμα των γαλαζοπράσινων κεραυνών της γλώσσας του σώματός του. Απότοκο αυτοί ανεκμετάλλευτων δυνατοτήτων και ευκαιριών.
Άναψε πάλι τους μεγάλους προβολείς. Τόσο όσο χρειαζόμουν για να τον δω στην γωνία αριστερά.
Τον άνδρα με το συρρικνωμένο σώμα. Με τις εγκάρσιες, ρωγμώδεις ουλές στο αποστεωμένο κρανίο του, το τοποθετημένο επάνω στα deck.
Γκρίζο, ψηλό καπέλο επάνω σ’ αυτό με κατάμαυρη σατέν κορδέλα. Γυαλιά ηλίου με καθρέφτες. Φουλάρι στην απόληξη του λαιμού, πλεγμένο με κεφάλια εχιδνών, σαθρά κουκούλια σκουληκιών, γλώσσες αρουραίων, σπλήνες σαυρών.
«Ο d.j. μας, ο Dr. Deathgasse», μου τον σύστησε.
Πρόλαβα να δω τον στιγμιαίο τρόμο μου να αντικατοπτρίζεται καθαρά στα γυαλιά καθρέφτες.
Εκατέρωθέν του ήταν οι τεράστιοι κρουνοί παροχής του υγρού στοιχείου της πισίνας.
«Είσαι έτοιμος»; με ρώτησε ο χορευτής. Έγνεψα καταφατικά.
Έβγαλε από την απόληξη του λαιμού του d.j. το, σχεδόν παραμορφωμένο από κατεστραμμένους ιστούς, μαύρο τηλεχειριστήριο ενεργο-ποίησης των κρουνών. Ουρλιάξαμε μηχανικά για 34 δευτερόλεπτα. Η Γνωστική Ασυμφωνία της Κοινής Εξάλειψης. Υποκλιθήκαμε με ειλικρινή αβρότητα ο ένας στον άλλον.
Ενεργοποίησε την παροχή του υγρού στοιχείου χαμογελώντας σαρδόνια. Οι φιγούρες μας ήταν όμορφα και προσεκτικά «φιλοτεχνημένες». Συσσωρευμένες και στρατολογημένες αφ’ εαυτών.
Χιλιόλιτρα χλωριούχου καλίου, ιντερφερόνης, θειοπεντάλης, ηρωίνης αναμεμιγμένης με νυχτερινούς τρόμους και ψυχοειδείς καρκίνους κατέκλυσαν την πισίνα. Αιωρηθήκαμε αρχικά δοκιμαστικά, σχεδόν φοβικά και συν τω χρόνω όλο και πιο ενεργητικά μέσα στο υγρό στοιχείο. Χορέψαμε αρχικά στους ήχους του bleib (=μείνε) των Neubaten και αμέσως μετά σε εκείνους του Yesterdays Tomorrows των Tindersticks. Aνάβαση στην επιφάνεια, βαθιές εισπνοές ατμών αλκαλοειδών και λευκής παραφασίας από το παρακείμενο Θερμοκήπιο Της Αγωνιώδους Αβύσσου. Από την κουπαστή της πισίνας αρπάξαμε, εν ριπή οφθαλμού, ένα τριπλό σωληνάκι χορήγησης ενδοφλέβιου ορού και την κίτρινη Cuervo. Βυθιστήκαμε πάλι, αγκαλιασμένοι σε σχεδόν εμβρυακή στάση, με την συνοδεία των ήχων των Lanegan και Cat power. Αιωρούμενοι μέσα στο υγρό στοιχείο τοποθετήσαμε ο ένας στο στόμα του άλλου από ένα σωληνάκι και το τρίτο στο πώμα ασφαλείας, αφού το είχαμε τρυπήσει, της Cuervo.
Παθιασμένα πίναμε, κολυμπώντας, ο ένας από τον άλλον, ο ένας τον άλλον. Με την μουσική να κλέβει, συστηματικά, στιγμιότυπα από Nikki Sudden, οι διαδοχικές, 2 ή 3, γενικευμένες κρίσεις Ε λειτούργησαν πολυπρισματικά. Τα χρώματά μας δεν είναι πια τόσο αντιφατικά. Τα σώματά μας σταδιακά εξαϋλώνονται με απόλυτη σύμπνοια, συνοδεία του Βαλς του Leonard Cohen. Ο βόμβος των ηλεκτρικών σπαστήρων των Bad Seeds μάς ωθεί σε παθιασμένες θωπείες των λαιμών μας. Σε ανάλογες, περισσότερο βίαιες, των μορίων μας.
Απόφραξη αναπνευστικών διόδων, Ευνουχισμός, με το αίμα να δημιουργεί φαντασιακά μπριγιάν για Εκείνη. Χαμογελάμε ικανοποιημένοι από την ακροτελεύτια δημιουργικότητά μας, ενόσω ο Dr. Deathgasse επινοεί μουσικές πέπλικες από Antony and the Johnsons, fonoda και Johnny Cash.
Ανεβαίνουμε για τελευταία φορά στην επιφάνεια. Για τον αποχαιρετισμό. «Ικανοποιημένος»; με ρωτάει. «Απόλυτα» του απαντώ. Ακούμε τον d.j. να οπλίζει το γκλογκ του και τραγουδάμε, όσο πιο οργιαστικά μπορούμε: «Αυτό που είναι, είναι κι αυτό που δεν υφίσταται, είναι εφικτό». Δωρίζουμε ο ένας στον άλλον τις ακροβυστίες μας, τους ορογόνους υμένες μας. Διαπερνάμε άφοβα το κατώφλι κάθε λογικής σκέψης. Επάλειψη του ενός από τον άλλον με μια λιποειδή αλοιφή για την αποτελεσματικότερη πρόσφυση της ασημόσκονης, ενόψει της τελευταίας καταβύθισής μας.
Σπρώχνουμε την βαριά λειψανοθήκη στο υγρό στοιχείο και την ακολουθούμε, προσδεδεμένοι σ’ αυτήν. Σταματάει στο μισό μέτρο από την, μαλακή πια, κρούστα του δαπέδου. Βοήθησαν σ’ αυτό οι αλυσίδες με τις βαριές, μεταλλικές μπάλες που είχαμε προσαρμόσει στις χειρολαβές της. Εκπέμπουμε εκείνο το μείγμα εσωτερικής ηρεμίας και απόλυτης αυτοπεποίθησης που χαρακτηρίζει την απόλυτη ταύτιση με το Επικείμενο. Με το Τέλος. Με τον Θάνατο. Με την Διεκδίκησή του. Τον θάνατο τον δικό μου και κείνον του alter ego μου. Τον κοινό μας θάνατο. Τον δικό μου δηλαδή.
Ο πρώτος πυροβολισμός. Μία μεσοπολεμική, χορευτική πιρουέτα η αντίδρασή μας. Στον δεύτερο απαντούμε με ένα ντελιριακό Hip-Hop του Buck 65. Πριν τον τρίτο περιστρεφόμαστε ήδη με μία παραληρηματική αρμονία γύρω, πάνω και κάτω από την λειψανοθήκη μου, απολαμβάνοντας το τελευταίο μας κοκτέιλ, το τελευταίο μας φιλί, τραγουδώντας το Death is not the end του Bob Dylan, βυθιζόμενοι και κατευθυνόμενοι προς το δάπεδο της πισίνας, γευόμενοι μπουκιές από αυτό, απολαμβάνοντας το τελευταίο χορευτικό, αυτό του θανάτου μου.
❃
* Σκίτσο: Βαγγέλης Δημητρέας, κεφάλι, σχέδιο, 50x70, 1978.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου