Heidegger, Winnicott και το επαναστατικό πρόταγμα
O Χάιντεγγερ στο είναι και χρόνος έλεγε ότι το να ακούμε και να
διαβάζουμε διαφορετικά συνίσταται από μία σκέψη ανεξάντλητη,
ανεπανάληπτη, μοναδική, καθώς θα ταράζεται από το άσκεπτο.
Αντί να προτείνει την θέαση του είναι , προτείνει το άκουσμά της σιωπής του. Προτείνει έναν ακουστικό διάλογο με τη σιωπή του είναι. Μια μεταμορφωτική διαδικασία ταυτόχρονης απόκρυψης και ανοίγματος.
Απορρίπτοντας μία διαδοχική ή τελεολογική άποψη περί χρόνου ζητά να μην πάμε πουθενά, αλλά να φτάσουμε εκεί όπου είμαστε ήδη. Έτσι βλέπει τις διάφορες εκφάνσεις του dasein όχι ως διαδοχικές αλλά ως συνυπάρχουσες, τις αντιμετωπίζει ως διαφορετικές δυνατότητες ύπαρξης.
Αν δεχτούμε αυτά, τότε πώς θα ορίζαμε την ανθρώπινη εμπειρία;
Η διέξοδος νομίζω πως είναι στον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα του Dasein. Οι εσωτερικές συνυπάρχουσες “οικονομίες” του dasein(κάποιες από αυτές τις οικονομίες θα μπορούσε να είναι και το λακανικό στάδιο του καθρέφτη, και η είσοδος του υποκειμένου στο συμβολικό), μπορούν να του ανοιχτούν μέσα από μία ατέρμονη εκκίνηση συνάντησής τους. Η μέθοδος εδώ δεν είναι βέβαιη και εναπόκειται στο ρίσκο και στην αποτυχία, γιατί οι οικονομίες του dasein δεν είναι υπό έλεγχο. κάθε τέτοια οικονομία έχει τη δική της αλήθεια για τον εαυτό, τον άλλο, το ‘είναι στον κόσμο”. Η ταυτότητα δεν είναι κάτι σταθερό, αλλά “αβυσσιακή” στην ποιότητά της. και η χαιντεγγεριανή σκέψη για το θάνατο είναι μια μάχη για κυριαρχία πάνω σε αυτή την αβυσσιακή διάσταση του θανάτου.
Αντί να προτείνει την θέαση του είναι , προτείνει το άκουσμά της σιωπής του. Προτείνει έναν ακουστικό διάλογο με τη σιωπή του είναι. Μια μεταμορφωτική διαδικασία ταυτόχρονης απόκρυψης και ανοίγματος.
Απορρίπτοντας μία διαδοχική ή τελεολογική άποψη περί χρόνου ζητά να μην πάμε πουθενά, αλλά να φτάσουμε εκεί όπου είμαστε ήδη. Έτσι βλέπει τις διάφορες εκφάνσεις του dasein όχι ως διαδοχικές αλλά ως συνυπάρχουσες, τις αντιμετωπίζει ως διαφορετικές δυνατότητες ύπαρξης.
Αν δεχτούμε αυτά, τότε πώς θα ορίζαμε την ανθρώπινη εμπειρία;
Η διέξοδος νομίζω πως είναι στον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα του Dasein. Οι εσωτερικές συνυπάρχουσες “οικονομίες” του dasein(κάποιες από αυτές τις οικονομίες θα μπορούσε να είναι και το λακανικό στάδιο του καθρέφτη, και η είσοδος του υποκειμένου στο συμβολικό), μπορούν να του ανοιχτούν μέσα από μία ατέρμονη εκκίνηση συνάντησής τους. Η μέθοδος εδώ δεν είναι βέβαιη και εναπόκειται στο ρίσκο και στην αποτυχία, γιατί οι οικονομίες του dasein δεν είναι υπό έλεγχο. κάθε τέτοια οικονομία έχει τη δική της αλήθεια για τον εαυτό, τον άλλο, το ‘είναι στον κόσμο”. Η ταυτότητα δεν είναι κάτι σταθερό, αλλά “αβυσσιακή” στην ποιότητά της. και η χαιντεγγεριανή σκέψη για το θάνατο είναι μια μάχη για κυριαρχία πάνω σε αυτή την αβυσσιακή διάσταση του θανάτου.
Η χαιντεγγεριανή υπευθυνότητα απαιτεί τη θυσία της αλήθειας ως ακρίβειας, και το ίδωμά της ως αποκάλυψης.
Την ίδια στιγμή η χαιντεγγεριανή επιθυμία είναι η επιμονή στο δαιδαλώδες άνοιγμα των εσωτερικών θυρών.
Στο Le Facteur de la Verite, o Derrida λέει ότι στα χέρια του Λακάν η ψυχανάλυση κυριαρχεί στην (και ελέγχει την) αλήθεια.: « Οι επιρροές της αβύσσου ελέγχθηκαν εδώ με ακραίο τρόπο».Και η ερώτηση που προκύπτει για τον Ντερριντά είναι αν μπορεί να υπάρξει μία ψυχανάλυση που διαχέεται.
Κατά την χαϊντεγγεριανή ανάλυση υπάρχουν πολλές οικονομίες και κατά συνέπεια πολλές αλήθειες. Η έννοια της διάχυσης συλλαμβάνει τις δυναμικές συνέπειες μιας διαφοροποιητικής βάσης νοήματος και ταυτότητας, ως έναν τρόπο κατά τον οποίο εμποδίζεται η κλειστότητα. Η ανοιχτότητα υπερβαίνει τη μοναξιά μιας μερικής επιστήμης. Αφορά το ψυχικό, το ιστορικό, το πολιτικό, το παιδαγωγικό, το περιβαλλοντικό, κοκ. Δεδομένου ότι ο Λακάν ήταν εχθρικός με την έννοια της ανάπτυξης, μάλλον δε θα συμφωνούσα μαζί του. Αλλά η θέση μου είναι ότι η ανάπτυξη συμβαίνει και από μετουσιώσεις που διατηρούν τα αδιέξοδα, όπως κατά τον Lyotar οι αντιφάσεις θέλουν ενίσχυση για να γίνουν δημιουργικές.
Σε αυτό που προτείνω δεν υπάρχει γραμμική αναχώρηση με σημείο εκκίνησης, ούτε υπάρχει κέντρο. Η οντολογία των κεντρικών φόβων είναι εσωτερικά μια βιωματική φαινομενολογική οντολογία, που μπορεί να οδηγήσει στη εκκάλυψη του οντολογικού πεδίου του υπονοημένου(implicit). Αυτό, σε τεράστια αντίθεση με την απόπειρα ξεδιπλώματος και αλλαγής εκπεφασμένων αλλά ασυνείδητων παθολογικών πεποιθήσεων ή μνημών.
Και δω έρχεται το ερώτημα που βάζει στο παιχνίδι τον Χάιντεγγερ, και αφορά το άλλο και την υπευθυνότητα απέναντι σε αυτό. Το ερώτημα αποκτά ενδιαφέρον όταν το είναι αγκαλιάζει το άλλο και αυτό για τον Χάιντεγγερ είναι όταν το είναι είναι –στην- ανοιχτότητά- του, δηλ. στην ουσία του ως εκ-σταση ή εν -παρουσία. Το είναι-εν-παρουσία , είναι είναι-σε-«αλλότητα»-στον-εαυτό-του, και, ως αυτή η αλλότητα, ακριβώς στον εαυτό του στην ολοκληρωτική του δυνατότητα. Συνεπώς, παρουσία είναι σύνολη αλλότητα. Αυτή είναι η αλλότητα και στον Λακάν. Ο Ντεριντά τώρα, στην λακανική κριτική του για την παρουσία τονίζει ότι στον Λακάν η παρουσία δεν μεταβαίνει ικανοποιητικά στην αλλότητα του είναι , στην εκστατική κατάσταση του είναι. Ο Χάιντεγγερ μεταβαίνει πέρα από το παρόν στην παρουσία, και ο Ντεριντά, βλέποντας την παρουσία ως συσχετικό της διαφωράς (differance), μεταφέρει τον Χάιντεγγερ έξω από την παρουσία, πίσω στο παρόν που είναι άλλο από τον εαυτό του, που διαφέρει από τον εαυτό του στην παρουσία του ως παρόν, που ανα-παριστά τον εαυτό του, κάτι που,κατά τον Ντεριντά, δεν κάνει ο Λακάν τόσο όσο ο Χάιντεγγερ.
Θα καταλήξω στον Χάιντεγγερ μέσω ενός άλλου, που για μένα είναι πολύ σημαντικός, τον Winnicott, ο οποίος παρουσίασε την έννοια του ψευδούς εαυτού (false self).[ Η έμφασή μου είναι στην διαδραστική επικοινωνία οργανισμού και περιβάλλοντος που εκβάλλει σε έναν διαδραστικό κατασκευατισμό, όπου ο οργανισμός κατασκευάζεται αλληλεπιδραστικά δημιουργώντας τιμές αληθείας, και γενικότερα αξίες μέσα από τη δοκιμή και το λάθος, σε σχέση βέβαια με τα συναισθήματα, τη φαντασία , το συμβολικό. Εν ολίγοις, είναι ένα ανοιχτό σύστημα]. Σε σχέση με τις αγκύλες επιστρέφω στον Winnicott, κατά τον οποίο ο ψευδής εαυτός κατασκευάζεται ως ένα αμυντικό σύστημα που είναι εμμένον ασυνείδητα. Η θεωρία του είναι μια σχεσιακή θεωρία ανάμεσα στον οργανισμό και αμυντικές πρακτικές που αναδύονται σε σχέση με το περιβάλλον. Και το πρώτο περιβάλλον για την αλληλεπίδραση και κατασκευή του είναι με τη μητέρα. Η απαρτίωση, όρος δικός του, αφορά μια ψυχική διαδικασία ωρίμανσης ,όπου σωματικά και ψυχικά στοιχεία του βρέφους έρχονται και ενώνονται σε ένα όλο-εγώ είμαι, εγώ- υπάρχω. Εδώ, η μητέρα πρέπει να είναι επαρκώς καλή στη σχέση της με το βρέφος. Το εγώ-είμαι συνδέεται με συγκινησιακές και συναισθηματικές εμπειρίες, και η διαδικασία απαρτίωσης συνδέεται με το holding δηλ.. τον τρόπο που σωματικά και ψυχικά περιέχεται το βρέφος. Η αποτυχία αυτής της διάδρασης, η ανεπαρκής ικανοποίηση των βρεφικών αναγκών από το περιβάλλον-μητέρα κατασκευάζει τον ψευδή εαυτό.
Το μητρικό περιέχεσθαι θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα μέρος της οντολογικής δομής του Dasein. Μέσω αυτής της οπτικής ο ψευδής εαυτός δεν είναι καθόλου ψευδής. Το υποκείμενο μέσω της απομιμητικής διαδικασίας αναλαμβάνει ένα ρόλο , αυτόν του αληθινού εαυτού όπως θα ήταν σα να είχε ύπαρξη. Ο ψευδής εαυτός είναι μια άμυνα ενάντια στο άσκεπτο, το θάνατο του αληθινού εαυτού. Άρα, η ψευδής συνείδηση κατασκευάζεται σε αντίδραση στο φόβο του θανάτου του εαυτού. Αυτός ο τρόμος είναι η πιο αρχαϊκή μορφή υπαρξιακού άγχους.
Μέσα σε αυτό το διατομικό πλαίσιο ο ψευδής εαυτός είναι μια συλλογή συμπεριφορών , σκέψεων, συναισθημάτων που ενεργοποιούνται από την ανάγκη προσέγγισης του αντικειμένου και έτσι καταπιέζονται οι αποστάσεις χωρισμού και απομόνωσης. Ο ψευδής εαυτός λειτουργεί αμυντικά ως μέσο για να εμποδιστούν το άγχος του χωρισμού και οι φόβοι εγκατάλειψης, που αναπαριστούν την ανικανότητα για ολοκληρωμένες self-object αναπαραστάσεις που θα αποτελέσουν τη βάση για ένα συνεκτικό εαυτό.
Επιστρέφοντας στον Χάιντεγγερ, υπενθυμίζω το άκουσμα της σιωπής του Είναι, που διαρκώς μας καλεί. Αυτό βέβαια φαίνεται μυστικιστικό, αλλά είναι συσχετικό της ενοχής, μιας ενοχής, όχι ηθικής ή ψυχολογικής, αλλά στη βάση του πανταχού παρόντος Άγχους και της Φροντίδας. Ο τρόπος της Αγωνίας δίνεται ως μια προνομιούχα κατάσταση και οφείλεται στη συνθήκη του πεπερασμένου ανθρώπινου χαρακτήρα. Η παρουσία του Είναι ανακαλύπτεται μέσα από το κάλυμμα του τίποτε , που νοείται ως ένα μη οντικό ον που κρύβει κάτι ουσιαστικά θετικό : το διαχωριστικό σημείο μεταξύ όντος και Είναι. Από την άποψη αυτή μας φέρνει κοντύτερα στο Είναι από ό,τι οι θετικές βιωματικές καταστάσεις μέσα στο οντικό ον. Το μηδενίζειν ανήκει στη περιοχή του Είναι και προϋποθέτει το φωτισμό του. Μηδενίζει ό,τι εμπεριέχει το δεν, που καταφάσκεται μέσω του όχι. Αλλά το αρνητικό αυτό νοείται ως διαφορά. Πρόκειται για μια διαφορά ως δίπλωμα του οντικού όντος, που προέρχεται από το Είναι χωρίς να εγκαθίσταται αδιάφορα μεταξύ Είναι και οντικού όντος: συλλέγει προς τη γειτνίαση του Είναι και εκφέρεται ερωτηματικά. Το ενδιαφέρον, εδώ, έγκειται στο ότι η διαφορά δεν κινείται με υπόβαθρο την ταυτότητα και δεν είναι αντικείμενο παράστασης.
Τελειώνω, δίνοντας έμφαση στην παραδοχή ότι η αίσθηση της ταυτότητας εκδηλώνει μία μορφή «ακαμψίας», σταθερότητας που μας κάνει να νιώθουμε αυτό που είμαστε ως μία οντότητα.. Αυτό το «καθαυτόν είναι» θα πρέπει να εμποδίζει εσωτερικές αλλαγές που να ριψοκινδυνεύουν την αλλοίωση της αίσθησης της ταυτότητας. Άρα, το ‘καθαυτόν είναι» θα πρέπει να έχει μία ιδιότητα αυτοπροστατευτική , μη-αναγώγιμη, και κατά συνέπεια να έχει και κεντρικότητα. Αυτή η κεντρικότητα δεν είναι μόνο λειτουργικά κεντρική, αλλά και επιστημικά κεντρική, δηλ. ότι το άτομο έχει μια αίσθηση κάποιων βασικών αξιών για τον εαυτό του.
Την ίδια στιγμή η χαιντεγγεριανή επιθυμία είναι η επιμονή στο δαιδαλώδες άνοιγμα των εσωτερικών θυρών.
Στο Le Facteur de la Verite, o Derrida λέει ότι στα χέρια του Λακάν η ψυχανάλυση κυριαρχεί στην (και ελέγχει την) αλήθεια.: « Οι επιρροές της αβύσσου ελέγχθηκαν εδώ με ακραίο τρόπο».Και η ερώτηση που προκύπτει για τον Ντερριντά είναι αν μπορεί να υπάρξει μία ψυχανάλυση που διαχέεται.
Κατά την χαϊντεγγεριανή ανάλυση υπάρχουν πολλές οικονομίες και κατά συνέπεια πολλές αλήθειες. Η έννοια της διάχυσης συλλαμβάνει τις δυναμικές συνέπειες μιας διαφοροποιητικής βάσης νοήματος και ταυτότητας, ως έναν τρόπο κατά τον οποίο εμποδίζεται η κλειστότητα. Η ανοιχτότητα υπερβαίνει τη μοναξιά μιας μερικής επιστήμης. Αφορά το ψυχικό, το ιστορικό, το πολιτικό, το παιδαγωγικό, το περιβαλλοντικό, κοκ. Δεδομένου ότι ο Λακάν ήταν εχθρικός με την έννοια της ανάπτυξης, μάλλον δε θα συμφωνούσα μαζί του. Αλλά η θέση μου είναι ότι η ανάπτυξη συμβαίνει και από μετουσιώσεις που διατηρούν τα αδιέξοδα, όπως κατά τον Lyotar οι αντιφάσεις θέλουν ενίσχυση για να γίνουν δημιουργικές.
Σε αυτό που προτείνω δεν υπάρχει γραμμική αναχώρηση με σημείο εκκίνησης, ούτε υπάρχει κέντρο. Η οντολογία των κεντρικών φόβων είναι εσωτερικά μια βιωματική φαινομενολογική οντολογία, που μπορεί να οδηγήσει στη εκκάλυψη του οντολογικού πεδίου του υπονοημένου(implicit). Αυτό, σε τεράστια αντίθεση με την απόπειρα ξεδιπλώματος και αλλαγής εκπεφασμένων αλλά ασυνείδητων παθολογικών πεποιθήσεων ή μνημών.
Και δω έρχεται το ερώτημα που βάζει στο παιχνίδι τον Χάιντεγγερ, και αφορά το άλλο και την υπευθυνότητα απέναντι σε αυτό. Το ερώτημα αποκτά ενδιαφέρον όταν το είναι αγκαλιάζει το άλλο και αυτό για τον Χάιντεγγερ είναι όταν το είναι είναι –στην- ανοιχτότητά- του, δηλ. στην ουσία του ως εκ-σταση ή εν -παρουσία. Το είναι-εν-παρουσία , είναι είναι-σε-«αλλότητα»-στον-εαυτό-του, και, ως αυτή η αλλότητα, ακριβώς στον εαυτό του στην ολοκληρωτική του δυνατότητα. Συνεπώς, παρουσία είναι σύνολη αλλότητα. Αυτή είναι η αλλότητα και στον Λακάν. Ο Ντεριντά τώρα, στην λακανική κριτική του για την παρουσία τονίζει ότι στον Λακάν η παρουσία δεν μεταβαίνει ικανοποιητικά στην αλλότητα του είναι , στην εκστατική κατάσταση του είναι. Ο Χάιντεγγερ μεταβαίνει πέρα από το παρόν στην παρουσία, και ο Ντεριντά, βλέποντας την παρουσία ως συσχετικό της διαφωράς (differance), μεταφέρει τον Χάιντεγγερ έξω από την παρουσία, πίσω στο παρόν που είναι άλλο από τον εαυτό του, που διαφέρει από τον εαυτό του στην παρουσία του ως παρόν, που ανα-παριστά τον εαυτό του, κάτι που,κατά τον Ντεριντά, δεν κάνει ο Λακάν τόσο όσο ο Χάιντεγγερ.
Θα καταλήξω στον Χάιντεγγερ μέσω ενός άλλου, που για μένα είναι πολύ σημαντικός, τον Winnicott, ο οποίος παρουσίασε την έννοια του ψευδούς εαυτού (false self).[ Η έμφασή μου είναι στην διαδραστική επικοινωνία οργανισμού και περιβάλλοντος που εκβάλλει σε έναν διαδραστικό κατασκευατισμό, όπου ο οργανισμός κατασκευάζεται αλληλεπιδραστικά δημιουργώντας τιμές αληθείας, και γενικότερα αξίες μέσα από τη δοκιμή και το λάθος, σε σχέση βέβαια με τα συναισθήματα, τη φαντασία , το συμβολικό. Εν ολίγοις, είναι ένα ανοιχτό σύστημα]. Σε σχέση με τις αγκύλες επιστρέφω στον Winnicott, κατά τον οποίο ο ψευδής εαυτός κατασκευάζεται ως ένα αμυντικό σύστημα που είναι εμμένον ασυνείδητα. Η θεωρία του είναι μια σχεσιακή θεωρία ανάμεσα στον οργανισμό και αμυντικές πρακτικές που αναδύονται σε σχέση με το περιβάλλον. Και το πρώτο περιβάλλον για την αλληλεπίδραση και κατασκευή του είναι με τη μητέρα. Η απαρτίωση, όρος δικός του, αφορά μια ψυχική διαδικασία ωρίμανσης ,όπου σωματικά και ψυχικά στοιχεία του βρέφους έρχονται και ενώνονται σε ένα όλο-εγώ είμαι, εγώ- υπάρχω. Εδώ, η μητέρα πρέπει να είναι επαρκώς καλή στη σχέση της με το βρέφος. Το εγώ-είμαι συνδέεται με συγκινησιακές και συναισθηματικές εμπειρίες, και η διαδικασία απαρτίωσης συνδέεται με το holding δηλ.. τον τρόπο που σωματικά και ψυχικά περιέχεται το βρέφος. Η αποτυχία αυτής της διάδρασης, η ανεπαρκής ικανοποίηση των βρεφικών αναγκών από το περιβάλλον-μητέρα κατασκευάζει τον ψευδή εαυτό.
Το μητρικό περιέχεσθαι θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα μέρος της οντολογικής δομής του Dasein. Μέσω αυτής της οπτικής ο ψευδής εαυτός δεν είναι καθόλου ψευδής. Το υποκείμενο μέσω της απομιμητικής διαδικασίας αναλαμβάνει ένα ρόλο , αυτόν του αληθινού εαυτού όπως θα ήταν σα να είχε ύπαρξη. Ο ψευδής εαυτός είναι μια άμυνα ενάντια στο άσκεπτο, το θάνατο του αληθινού εαυτού. Άρα, η ψευδής συνείδηση κατασκευάζεται σε αντίδραση στο φόβο του θανάτου του εαυτού. Αυτός ο τρόμος είναι η πιο αρχαϊκή μορφή υπαρξιακού άγχους.
Μέσα σε αυτό το διατομικό πλαίσιο ο ψευδής εαυτός είναι μια συλλογή συμπεριφορών , σκέψεων, συναισθημάτων που ενεργοποιούνται από την ανάγκη προσέγγισης του αντικειμένου και έτσι καταπιέζονται οι αποστάσεις χωρισμού και απομόνωσης. Ο ψευδής εαυτός λειτουργεί αμυντικά ως μέσο για να εμποδιστούν το άγχος του χωρισμού και οι φόβοι εγκατάλειψης, που αναπαριστούν την ανικανότητα για ολοκληρωμένες self-object αναπαραστάσεις που θα αποτελέσουν τη βάση για ένα συνεκτικό εαυτό.
Επιστρέφοντας στον Χάιντεγγερ, υπενθυμίζω το άκουσμα της σιωπής του Είναι, που διαρκώς μας καλεί. Αυτό βέβαια φαίνεται μυστικιστικό, αλλά είναι συσχετικό της ενοχής, μιας ενοχής, όχι ηθικής ή ψυχολογικής, αλλά στη βάση του πανταχού παρόντος Άγχους και της Φροντίδας. Ο τρόπος της Αγωνίας δίνεται ως μια προνομιούχα κατάσταση και οφείλεται στη συνθήκη του πεπερασμένου ανθρώπινου χαρακτήρα. Η παρουσία του Είναι ανακαλύπτεται μέσα από το κάλυμμα του τίποτε , που νοείται ως ένα μη οντικό ον που κρύβει κάτι ουσιαστικά θετικό : το διαχωριστικό σημείο μεταξύ όντος και Είναι. Από την άποψη αυτή μας φέρνει κοντύτερα στο Είναι από ό,τι οι θετικές βιωματικές καταστάσεις μέσα στο οντικό ον. Το μηδενίζειν ανήκει στη περιοχή του Είναι και προϋποθέτει το φωτισμό του. Μηδενίζει ό,τι εμπεριέχει το δεν, που καταφάσκεται μέσω του όχι. Αλλά το αρνητικό αυτό νοείται ως διαφορά. Πρόκειται για μια διαφορά ως δίπλωμα του οντικού όντος, που προέρχεται από το Είναι χωρίς να εγκαθίσταται αδιάφορα μεταξύ Είναι και οντικού όντος: συλλέγει προς τη γειτνίαση του Είναι και εκφέρεται ερωτηματικά. Το ενδιαφέρον, εδώ, έγκειται στο ότι η διαφορά δεν κινείται με υπόβαθρο την ταυτότητα και δεν είναι αντικείμενο παράστασης.
Τελειώνω, δίνοντας έμφαση στην παραδοχή ότι η αίσθηση της ταυτότητας εκδηλώνει μία μορφή «ακαμψίας», σταθερότητας που μας κάνει να νιώθουμε αυτό που είμαστε ως μία οντότητα.. Αυτό το «καθαυτόν είναι» θα πρέπει να εμποδίζει εσωτερικές αλλαγές που να ριψοκινδυνεύουν την αλλοίωση της αίσθησης της ταυτότητας. Άρα, το ‘καθαυτόν είναι» θα πρέπει να έχει μία ιδιότητα αυτοπροστατευτική , μη-αναγώγιμη, και κατά συνέπεια να έχει και κεντρικότητα. Αυτή η κεντρικότητα δεν είναι μόνο λειτουργικά κεντρική, αλλά και επιστημικά κεντρική, δηλ. ότι το άτομο έχει μια αίσθηση κάποιων βασικών αξιών για τον εαυτό του.
Σε σχέση με την ταυτότητα, έχω πει αλλού ότι τη στιγμή που
περικλείει, αποκλείει, και η οριοθέτηση αφήνει από έξω μιαν επικράτεια,
που για τη συνειδητή κατάσταση του εαυτού μένει από έξω, δεν «υπάρχει», ή
έχει φασματική ύπαρξη. Αυτή η επικράτεια μπορεί να θεωρηθεί συνώνυμη
της «υπονοητικότητας»(implicitness). Ένας παθολογικός εαυτός (ή και μη)
οριοθετείται και από τον φόβο του να μη γίνει αυτό που δεν πρέπει σε
σχέση με το κεντρικό σύστημα αξιών του εαυτού.Τα συναισθήματα λοιπόν,
έχουν βασικό ρόλο στην αυτοπροστασία του εαυτού πχ με τον φόβο που
απομακρύνει από τον απεχθή εαυτό.
Η αυτοπροστατευτικότητα , αν ιδωθεί έτσι, δηλ. ως ένας (γνωστικά)
κεντρικός (συναισθηματικός) τρόμος, καταλήγει σε σχεδιασμούς
συμπεριφορών, από το ψυχοπαθολογικό άτομο, αυτό – εκπληρούμενης
προφητείας, για την επίτευξη της αυτοεπιβεβαίωσης από τους άλλους. Αυτός
ο σχεδιασμός συμπεριφορών προϋποθέτει τις ελλείψεις του εαυτού του που
(πχ εγώ) φοβάμαι και δε θέλω.
Συμπερασματικά, η αυτοπροστασία επιβεβαιώνει ό,τι φοβάμαι μη γίνω ( ή είμαι ήδη)και γι’ αυτό επιδιώκω τις «πρέπουσες» ανταποκρίσεις σε σχέση με τους άλλους.
Συμπερασματικά, η αυτοπροστασία επιβεβαιώνει ό,τι φοβάμαι μη γίνω ( ή είμαι ήδη)και γι’ αυτό επιδιώκω τις «πρέπουσες» ανταποκρίσεις σε σχέση με τους άλλους.
Υπ’ αυτό το πρίσμα η αυτοπροστατευτικότητα με κατασκευάζει αρνητικά,
ως αυτό που φοβάμαι και δε θέλω να γίνω ή να κρύψω. Για αυτό και το
αδύναμο και ελλιπές άτομο είναι αυτό που ζει μια τέτοια
μη-πλήρη-ανθρώπινη-ύπαρξη.
Αν αυτό το άτομο συνειδητοποιήσει ότι εσωτερικά έχει θέσει αξίες
απορριπτέες και που αληθοποιεί τους φόβους που το συναρμόζουν, τότε,
συνειδητοποιεί ότι μπορεί να πράξει διαφορετικά. Εδώ, έγκειται η αρχή
της απελευθέρωσης. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει ,όπως είπαμε,
βουλησιαρχικά, ούτε από πχ τον εργαζόμενο, ούτε πχ, από τον κάτοχο των
μέσων παραγωγής. Άρα κάποιος χρειάζεται. Για τον ίδιο λόγο που
απορρίπτεται το κόμμα, μπορεί να απορριφθεί και ο ψυχαναλυτής, γιατί και
αυτός είναι μια μορφή εξουσίας. Πώς λοιπόν, θα αποτρέψει τον εαυτό του
να ασκήσει εξουσία, όταν ξέρουμε ότι δε γίνεται βολονταριστικά; Με
πρωτοκαθεδρία την αντιφατικότητα του βιώματος ενδέχεται να ξεκινήσει
μιαν διαδικασία όπου από τις εσωτερικές βιωματικές αντιφάσεις, θα
οδηγηθούμε στα αίτια των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων που αφορά τα
πάντα(σκοπίμως το αφήνω ασαφές). Έτσι, θα καταστεί σαφές ότι η εσωτερική
συγκρουσιακή αντιφατικότητα του εαυτού και οι ψυχοπαθολογικές
καταστάσεις, εξαρτώνται από την ανατροπή των κυρίαρχων δομών, θέση που
παραπέμπει στη μαζικότητα του κινήματος, στην αυτονόμηση , την
ανεξαρτησία και το ριζικά καινούργιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου