Φαλλογοκεντρισμός, η γεροντική ασθένεια του μοντερνισμού: φλυαρίες (περί) αγανακτισμένων
του Άκη Γαβριηλίδη
Ένα κοινό ανάμεσα στο κίνημα των «αγανακτισμένων»
και το Δεκέμβρη του 2008 είναι ότι και τα δύο κατηγορήθηκαν για
«αφωνία», για το ότι ήταν ασαφή, συγκεχυμένα, χωρίς συγκεκριμένα
αιτήματα.
Βέβαια, αυτοί που διατύπωσαν εκάστοτε την κατηγορία δεν συμπίπτουν.
Αυτοί που συμβατικά θα αποκαλούσαμε συντηρητικούς, φιλελεύθερους ή
mainstream σχολιαστές, την διατύπωσαν και τις δύο φορές. Εκεί που
διέφερε η κατάσταση ήταν στο χώρο που μέχρι
τώρα χαρακτηρίζαμε χονδρικά «προοδευτικό»: το Δεκέμβρη, για έλλειψη
καθαρότητας παραπονέθηκαν οι προερχόμενοι από την ανανεωτική αριστερά,
ενώ τώρα οι προερχόμενοι από τη ριζοσπαστική αριστερά και αναρχία.
Όλοι οι ανωτέρω έχουν άδικο. Οι κατηγορίες δεν ευσταθούν ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση.
Γιατί δεν ευσταθούσαν το Δεκέμβρη, έχω ήδη εξηγήσει στο παρελθόν[1]. Για τα τωρινά, θα το δούμε παρακάτω.
Προς τούτο, θα ήταν χρήσιμο να ξεκινήσουμε ακριβώς από τη σχέση των δύο φαινομένων με τη γλώσσα.
Είναι δηλωτικό ότι και στις δύο περιπτώσεις αναδύθηκε μία καινούρια
λέξη για να προσδιορίσει το υποκείμενο της αντίστοιχης δράσης. Τότε ήταν
οι κουκουλοφόροι[2], τώρα οι αγανακτισμένοι. Και οι δύο όροι είχαν ήδη μια προϊστορία στο πολιτικό και κοινωνικό λεξιλόγιο, συνδεδεμένη όμως με τη ριζοσπαστική δεξιά. Τώρα αναπλαισιώθηκαν και πήραν καινούριο νόημα.
Αυτό αποτελεί από μόνο του αψευδή μαρτυρία του πολιτικού χαρακτήρα των αντίστοιχων φαινομένων, με την ειδική έννοια που αποδίδει στον όρο ο Ρανσιέρ: με την έννοια της ανάδυσης του μέρους εκείνων που δεν έχουν μέρος,
της εμφάνισης ενός υποκειμένου το οποίο δεν υπήρχε μέχρι τότε, δεν
αποτελεί την έκφραση κάποιας από τις προσδιορισμένες προηγούμενες
ταυτότητες στις οποίες ήταν κατανεμημένο το πεδίο της θεσμοποιημένης
(και αστυνομευμένης) πολιτικής. Δεν αρκούσε να πούμε ότι ήταν μια
κινητοποίηση της αριστεράς, της δεξιάς, της εργατικής τάξης, του λαού,
του έθνους κ.λπ. –γι’ αυτό χρειάστηκε ένα νέο σημαίνον.
Ιδίως στην πρώτη περίπτωση, το σημαίνον αυτό δήλωνε ένα υποκείμενο που ήταν ταυτόχρονα μη υποκείμενο,
ήταν κάτι φευγαλέο, κάτι που δηλώνει ως ταυτότητα την απουσία
ταυτότητας, ή έστω τη συγκάλυψή της, τη μεταμφίεση –ήταν λοιπόν ένα
queer υποκείμενο, ήταν ίσως η ίδια η queerness. Αυτό υπήρξε εν πολλοίς η
αιτία της αμηχανίας που προκάλεσε στους επαγγελματίες της πολιτικής.
(Και με αυτό δεν εννοώ μόνον όσους εισπράττουν μισθό για την ενασχόλησή
τους με την πολιτική).
Με τους αγανακτισμένους, ίσως να μην έχουμε απόκρυψη του προσώπου,
έχουμε όμως επίσης μία queer διάσταση, η οποία ξενίζει καθόσον κρίνεται
ως μη επαρκώς αρρενωπή.
Αν διαβάσουμε τα σχόλια κριτικής και
αποστασιοποίησης από το κίνημα των αγανακτισμένων, ιδίως αυτά που
προέρχονται από λενινιστές ή από φιλελεύθερους, (από τέκνα της διαφωτιστικής μήτρας εν πάση περιπτώσει), θα δούμε ότι αυτά αντλούνται από δύο κατά βάση αφηγηματικά παραδείγματα. Το ένα είναι το αριστοκρατικό παράδειγμα, το αφήγημα του φόβου των μαζών,
σύμφωνα με τον όρο που εισήγαγε ο Μπαλιμπάρ μιλώντας για το Σπινόζα· το
αφήγημα κατά το οποίο «ο όχλος δεν έχει κανένα μέτρο, ότι τρομοκρατεί
όταν δεν είναι ο ίδιος φοβισμένος, και ότι ο λαός είτε υπηρετεί με
δουλοπρέπεια, είτε κυριαρχεί με υπεροψία, ότι δεν υπάρχει στο λαό καμία
αλήθεια και καμία κρίση κ.ο.κ.»[3]. Η πεποίθηση ότι η κίνηση του πλήθους είναι συγκεχυμένη, ανιεράρχητη, χαώδης, είναι εμφανής σε χωρία όπως το εξής:
Δεν μπορούμε παρά να αντιμετωπίζουμε με σεβασμό κάθε άνθρωπο που διεκδικεί το δικαίωμά του να εκφράσει με ειρηνικό τρόπο τα αισθήματα που τον κατακλύζουν. Όσα ψήγματα κοινωνικής αλληλεγγύης μας έχουν απομείνει στην αφυδατωμένη και αδιάφορη κοινωνία μας πρέπει να είναι αρκετά ώστε να μας ευαισθητοποιούν απέναντι στις δυσκολίες των συνανθρώπων μας. Ωστόσο, αν κάτι εντυπωσιάζει ανάμεσα στις εκδηλώσεις του ετερόκλητου πλήθους των αγανακτισμένων πολιτών, τούτο είναι η αδυναμία διατύπωσης ενός στοιχειωδώς συνεκτικού πολιτικού λόγου, η απουσία λογικών επιχειρημάτων καθώς και η πασιφανής έλλειψη νηφάλιων προτάσεων και ρεαλιστικών αιτημάτων[4].
Αυτό λοιπόν που προξενεί τη δυσφορία και την περιφρόνηση του κατά τα άλλα ανεκτικού (άνδρα) διανοουμένου, είναι η απουσία λογικής. Αυτό ακριβώς απηχεί και σχετική δήλωση που συνυπέγραψαν 11 πανεπιστημιακοί, στην οποία αναφερόταν:
κανείς δεν αμφισβητεί ότι πολλοί συμπατριώτες μας βρίσκονται σε κατάσταση απελπισίας. (…) Εξίσου γνωστό είναι όμως, επίσης, ότι απελπισία και ορθολογισμός σπανίως συμβαδίζουν[5].
Είναι ενδιαφέρον ότι τουλάχιστον δύο από τους 11 πανεπιστημιακούς
έχουν κατηγορηθεί από αριστερούς διαφωτιστές για «μεταμοντέρνο
σχετικισμό».
Το ίδιο μίσος για τη δημοκρατία εκφράζεται
παραδειγματικά σε κείμενα που επιστρατεύουν ως ερμηνεία την «αιφνίδια
αφύπνιση από το όνειρο του ηδονιστικού ατοµικισµού»[6]
–η οποία αναπαράγει, σχεδόν αυτολεξεί, την προσέγγιση που επικρίνει ο
Ρανσιέρ στο σχετικό βιβλίο του. Επίσης, εκφράζεται μέσω της συχνότατης
υποτιμητικής σύγκρισης των συνελεύσεων στις πλατείες με ομαδική ψυχοθεραπεία[7] –άρα με ζητήματα «ιδιωτικά», «απλώς πολιτισμικά», που δεν συνάδουν με την «σοβαρή» πολιτική.
Το δεύτερο λοιπόν στοιχείο που γεννά καχυποψία στους μοντερνιστές είναι ο υπερβολικός συναισθηματισμός.
Ο φόβος απέναντι στα «αισθήματα που μας κατακλύζουν» παρατηρείται ακόμα
και σε σχολιαστές –και των δύο φύλων- από την παραδοσιακή αριστερά οι
οποίοι κατά τα λοιπά διάκεινται ευνοϊκά προς το όλο φαινόμενο[8].
Αυτή η φαλλογοκεντρική σύλληψη της πολιτικής εκφράζεται συχνά μέσα από τη γλωσσική χρήση προτροπών πειθαρχικού προσανατολισμού του βλέμματος
όπως «να δούμε το δάσος και όχι το δέντρο», ή «όταν το δάχτυλο δείχνει
το φεγγάρι ο ηλίθιος κοιτάζει το δάχτυλο». Πιστεύω ότι είναι πλέον
καιρός να παραιτηθούμε από την καθολικευτική εμμονή του «δάσους» και να
στρέψουμε το βλέμμα μας, αντίθετα, στο δέντρο. Ή, ακόμα καλύτερα, ούτε καν στο δέντρο: στο ρίζωμα. Στα ριζώματα[9]. Είναι καιρός για μια έξοδο από τον καταναγκασμό του «ορθού λόγου». Ας γίνουμε και λίγο ηλίθιοι. Ή μάλλον, ας παραδεχτούμε ότι είμαστε ήδη ηλίθιοι. Και εμ-παθείς. Η αρχική κατάσταση του ανθρώπου είναι η ανοησία.
Το μυαλό των ανθρώπων δεν είναι τόσο οξύ ώστε να μπορεί να διεισδύει
μεμιάς στην καρδιά όλων των προβλημάτων· όταν όμως οι άνθρωποι συζητούν,
ακούνε ο ένας τον άλλο και διαφωνούν, (όπως γίνεται τώρα στις
πλατείες), οξύνεται, και όταν δοκιμάζουν όλους τους τρόπους, τελικά
επινοούν κάτι το οποίο κανείς δεν θα είχε σκεφτεί προηγουμένως[10].
Αν λοιπόν η (επι)νόηση στην πολιτική είναι κάτι που προκύπτει όχι από τον «ορθό» λόγο, αλλά από τον σκέτο λόγο, από την κουβέντα, ίσως ήρθε η ώρα να ανατιμήσουμε την παραδοσιακά «γυναικουλίστικη» δραστηριότητα της φλυαρίας, και να την συγκαταλέξουμε μεταξύ των πολιτικών αρετών[11].
Oι συνελεύσεις στο Σύνταγμα, στο Λευκό Πύργο, και όπου αλλού έγιναν, ήταν ακριβώς ομαδικές ψυχο-θεραπείες. Δηλαδή προσπάθειες για έναν από κοινού χειρισμό του τραύματος.
Αυτή είναι η δύναμη και η σημασία τους. Τι καλύτερο από αυτό; Τι θα
προτιμούσαμε δηλαδή; Ο καθένας από αυτούς τους ανθρώπους να καταφύγει σε
ατομική ψυχοθεραπεία; Ή να παραστήσει ότι διατηρεί την ψυχραιμία του
και ότι δεν συνέβη τίποτε;
Η ίδια η έξοδος των ανθρώπων στις πλατείες συνιστά μια προσπάθεια να συνομιλήσουν, άρα αυτόχρημα να δράσουν, να μη μείνουν στην παράλυση και την παραίτηση[12].
Όποιος προσεγγίζει το λόγο της πλατείας με την προσμονή να βρει σε
αυτόν λύσεις για το τι να κάνουμε με τα ελλείμματα, ασφαλώς δεν θα βρει.
Ο λόγος αυτός δεν μας λέει πώς θα βγούμε από το οικονομικό αδιέξοδο.
(Ούτε όμως και κανένας άλλος λόγος, «διαφωτισμένος» ή μη). Όταν οι
άνθρωποι τον επιτελούν δημόσια, παράγουν ένα κοινό νόημα για όλα όσα
έγιναν τον τελευταίο χρόνο, συμβολοποιούν το κενό που αυτά προκάλεσαν
στη ζωή τους. Μπορεί να λένε «βλακείες», αλλά στην εκτύλιξη αυτού του
λόγου ζητούμενο δεν είναι η επιστημονική εγκυρότητα και η (εργαλειακά)
ορθολογική «αναζήτηση βέλτιστων λύσεων»[13]. Ούτε εξάλλου την διεκδικούν οι ομιλούντες. Είναι η ίδια η επιτέλεση της κουβέντας ως δεξιοτεχνίας[14], ως «μέσου χωρίς σκοπό»[15]. Γι’ αυτό ακριβώς η εν λόγω δραστηριότητα είναι πολιτική. Με αυτή την επιθυμία συνομιλίας, (και με την κλήρωση η
οποία τη ρυθμίζει), αναδύεται η «αρχή του οποιουδήποτε», η αρχή όσων
δεν έχουν καμία εκ των προτέρων προσδιορισμένη αρμοδιότητα να άρχουν.
Δηλαδή η έμπρακτη λειτουργία της δημοκρατίας, σε βαθμό που είχε να συμβεί στην Αθήνα από την εποχή του Κλεισθένη.
[15] Βλ. Giorgio Agamben, Mezzi senza fine. Note sulla politica, Bollati Boringhieri, Torino 1996, ιδίως σ. 70 –και passim.
Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε -χωρίς τον υπότιτλο και με ελάχιστες φραστικές αλλαγές- στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, τ. 114 (Ιούλιος-Αύγουστος 2011).
και ενα μου σχόλιο :
και ενα μου σχόλιο :
Ομως θαελα να πώ δυο λόγια για την συνελευση του Λ .Π.
1.Ημερα .. Γεματο ελληνικές σημαιες , σεξιστικά συνθηματα και πάνω τους τυπου” Μας Γα..σατε θα σα πη..ξουμε”. και διαφορες ομαδες που επσης φωναζαν σεξιστικα συνθηματα τυπου” Γιωργακη να γινεις καμαριεα κλπ ” Βεβαια υπήρχαν και αρκετοι απο οργανωσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ..
- Γινεται μια προχειρη πρωτη συνελευση.. Σκορπισμένοι τυποι , γυρα στα τριαντα φωναζουν ”Ειμαστε Ελληνες ,,, Ειμεστε Ενα ” .. (Φωναζω σεναν απο τους τυπους ” ΑΠΟΠΟΥ ΚΙΩς ΠΟΥΕΙΜΑΣΤΕ .εΝΑ; ; δεν εισαι ελληνας; μου απανταει..
Βεβαια ακουστηκε και το αντισυνθημα ..Ειμαστε και μεταναστες ..(απο την ορργανωμένη αριστερα πάντα οχι απο το “ακηδεμονευτο ..πλήθος”
2,3 ,4η μερα .. Ενας τυπος που θυμιζει κομφερανσιε αλά ΑλΚΗ ΣΤΕΑ δινει τον λόγο σε διαφορους ΠΟΥ ΛΈΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ενω μια τυπισα καθε τοσο φωναζει.. (αλά στυλ ” Χερια Ψηλά κιολα τα Φτανω ”) ” Μαυρο στο Μαυρογιαλουρο ..”
Καποια στιγμή κατεβαινουν δυο ψηφισματα εντελώς αντιθετα .. Το ..πληθος χειροκροτά και α δυο και …. ξεχνά να ψηφισει.
Βγαινει μια συμπαθέστατη γιαγια που μας αποκαλυπει οτι δουλευε για χρόνια στις …Μυστικές υπηρεσιες και αρχιζει να τραγουδα κατι για Ελληνοπουλα .. Το ..Πληθος ενθουσιαζεται …
Βεβαια υπήρχαν μερες που η συνελευση περνουσε στα χερια αριστερων .. Τοτε τα πραγματα ησαν πολύ πιο σοβαρά και ενδιαφεοντα ..Αλλά και πιο ..απομαζικοποιημένα ..
Κοντολογής : Οχι ομαδική ..ψυχοθεραπεια αλλά ομαδική ….. ιΑ (να μη πώ τι )
Διασκεδαζοντας μεχρι θανάτου .. Ενα ζωντανο τηλεοπτικο σωου τυπου Αννιτα Πάνια ..
Κι αυτο ειναι το χειροτερο .
Το Ματριξ.. Απο την μια η φαντασιωση καπιοιων διαννοουμένων της αριστεράς για αδιαμεσολάβητη .Αμεση Δημοκρατια.. και ..πληθος .. Απο την αλλη η πργματικόττα μιας ..ενσωατης εικονικής ..πργαγματικότητας .. Το Φεησμπουκ και η τηλεοραση , η διψα για ενα λέπτο δημοσιοτητας Ενσωματωμένη. Η πιο αφάνταστη Αλλοτριωση Πραγμοποιημένη ως .. Αμεσοδημοκρατική Χειραφέτηση . Αυλαια .