Αναγνώστες

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

Σχετικά με το τέλος του βιβλίου (4) ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ ( απο την Ελευθεροτυπία)

Σχετικά με το τέλος του βιβλίου (4)

Στα δημοσιεύματα που προηγήθηκαν του σημερινού, επιχειρώ να διαπραγματευτώ τις συνέπειες, στην ελληνική σκηνή, φαινομένων κεντρικής σημασίας όπως α') η εγκατάλειψη της πίστης στην ηγεμονία του Εργου χάριν του Κειμένου· β') η ανάδυση της γραφής, ως αυτόνομης λειτουργίας μεταξύ γλώσσας και ύφους· γ') η συναίρεση των ειδών· δ') η ελευθερία στη νόμιμη ανακύκλωση των συγγραφικών τρόπων του παρελθόντος· ε') η κρίση του καθεστώτος πνευματικής ιδιοκτησίας και φυσικά στ') το περιβόητο «τέλος του βιβλίου» ως κατοπτρισμός της επιρροής που ασκούσαν, καταλυτικά, οι προελαύνουσες νέες τεχνολογίες του επεξεργαστή κειμένου και του hypertext πάνω στις λογικές, ηθικές και συνειδησιακές προτεραιότητες της παλαιού τύπου ανάγνωσης.

Προσπαθώ εν ολίγοις να φωτίσω τη γωνία απ' όπου βλέπεις ότι η υποχώρηση του έργου προς την επικράτεια του κειμένου έτσι όπως τη σκιαγράφησαν πρωτίστως οι θεωρητικοί της γαλλικής σχολής σκέψης και, παράλληλα, οι εκείθεν του Ατλαντικού πρωτοπορίες τύπου Μπάρροουζ, για τον οποίο η γλώσσα ήταν ένας ιός, ένας εχθρικός εισβολέας, συμφωνούσε ιστορικά με την, εκ πρώτης όψεως αντιτιθέμενη προς αυτήν, πρόστυχη υποβάθμιση του γραπτού σε αναλώσιμο αντικείμενο της τηλεδημοκρατικής εμπορευματοποίησης. Για να χαριτολογήσουμε, δικαιώθηκε ο Γρηγόρης Φαληρέας, όταν ρώτησε μια πελάτισσα του βιβλιοπωλείου Pop 11, εκείνο το απόγευμα, τυπικά μεταπολιτευτικό, αν ήθελε λέει να της το τυλίξει (το βιβλίο) ή αν θα το έτρωγε επί τόπου. Ομως η αλλαγή που σχολιάζω εδώ δεν ήταν διόλου κωμική, ούτε καν δραματική· ήταν απλώς η Ιστορία μας. Το βιβλίο έγινε βρώσιμο αλλά όχι ως σώμα κάποιας αλήθειας με την έννοια των μυστικιστών, η οποία, σε διαφορετική προσέγγιση θα ήταν δύσπεπτη -όχι, θα τρωγόταν πλέον, όπως έδειχναν οι λίστες με τα μπεστ σέλερ, για τον λόγο ότι η ουσία του μπορούσε κάλλιστα να αποβληθεί την επομένη το πρωί με τα κόπρανα.

Ολα τα παραπάνω θα επιβεβαίωναν ενδεχομένως την αχώνευτη δυσθυμία απ' τις ακρότητες και τους παραλογισμούς της φόρμας που ανέπτυξαν, στον αντίποδα, μετά απ' τον Τζόυς, πρωτοπόροι συγγραφείς σαν τον Αρτώ, τον Σελίν ή τον Μπέκετ, συγγραφείς σαν τον Ζενέ, τον Μπρότιγκαν, τον Καινώ, τον Σάμπατο ή τον Κορτάσαρ, και που είχαμε σπεύσει να θαυμάσουμε - ωστόσο τους θαυμάσαμε υπερβολικά ώστε να μην αντιληφθούμε, τουλάχιστον όχι όλοι, το δυσοίωνο μήνυμα που ανήγγειλαν σχετικά με το μέλλον της λογοτεχνικής εργασίας, δηλαδή της κοινωνικής επεξεργασίας των λογοτεχνικών σημείων ως αμφίβολου πια και προβληματικού συμβολαίου μεταξύ των αναγνωστών και του γραφέα ο οποίος αναλάμβανε να υλοποιήσει το ασυνείδητο συλλογικό όραμα των τελευταίων. Ο γραφέας δεν ήταν πλέον φερέγγυος διότι το ταλέντο του είχε δεχτεί αμέτρητα πλήγματα καθ' οδόν προς την αναζήτηση των ελάχιστων κανόνων που είχαν απομείνει και που έπρεπε να παραβιαστούν. Ο χώρος της συγγραφής πλημμύρισε με έργα ή «έργα», για τα οποία δεν ήταν δυνατόν να πεις αν ανήκαν στην πεζογραφία ή στην ποίηση, τους δύο μεγάλους αναχρονισμούς, οπότε εξασφαλίστηκε γι' αυτά ο όρος «κείμενα». Είμαστε οι μαθητές της κειμενικότητας, απολαμβάναμε μια τέχνη επιτέλους άθεη και (νομίζαμε) άνευ δεσμεύσεων. Ξεχνούσαμε ότι οι δεσμεύσεις της τέχνης είχαν αρθεί με τίμημα τη μελαγχολία που απλωνόταν πάνω από τις περιοχές μιας στρεβλής δημιουργικότητας, ανίκανης να αφηγηθεί πειστικά μιαν ιστορία ή να αποδώσει ισχυρό νόημα σε μιαν ιδέα. Πειραματιζόμαστε εν ονόματι της τρέχουσας αξίας, στη λιανική, του πειράματος ως τέτοιου.

Ετσι, αν το βιβλίο έπαυε να είναι σεβάσμιο στο βαθμό που το έργο υποχωρούσε μαζί με τις επιτελικές αρμοδιότητες του συγγραφέα μπροστά στην ανάδυση εκείνης της καινούργιας οντότητας που ήταν το κείμενο (η γραφή σε αντιδιαστολή προς τη λογοτεχνία), αυτό το ίδιο σύμπτωμα θα εξηγούσε παρεμπιπτόντως, μερικά χρόνια αργότερα, την υπεραναπληρωματική ραγδαία αύξηση των βιβλιοθηκών και των μεγάλων βιβλιοπωλείων τύπου σούπερ μάρκετ, την πλημμύρα των μπεστ σέλερ και τον πολλαπλασιασμό των θεσμών, των επιτροπών και υποεπιτροπών, των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και αφιερωμάτων, των συνεδρίων και των βραβεύσεων. Θυμηθείτε πόσο σθεναρά αντιστάθηκαν οι έδρες λογοτεχνίας και οι κυριακάτικες στήλες των εφημερίδων στην κατανόηση όχι μόνον των λογοτεχνικών πειραματισμών αλλά και του ότι οι τελευταίοι ήταν ακριβώς αυτοί που έφερναν τον κόσμο ένα βήμα πλησιέστερα στην άβυσσο. Μερικοί χειροκρότησαν κάτι που οι ίδιοι θεώρησαν καινούργια άνθηση του βιβλίου! - όμως η γεωπονική μεταφορά έφερνε μαζί της την κατάρα του ποσοτικού υπερπολλαπλασιαμού των προϊόντων με κόστος την εξουδετέρωση της γεύσης τους απ' τα διαφημιστικά λιπάσματα.

Οι υπόλοιποι δεν ήξεραν αν έπρεπε να γράφουν ή όχι. Ο Μπέκετ δεν μιλούσε απλώς σιωπηλά· μιλούσε σιωπηλά για τη σιωπή - μετά απ' αυτόν, τι άλλο περίσσευε να πεις για τη σιωπή; Σβήσαμε λοιπόν και εκείνο το αντικείμενο απ' το συγγραφικό ρεπερτόριο, κι ύστερα το επόμενο, και το επόμενο, ώσπου δεν απέμεινε κανένα αντικείμενο για τους γραφείς, πλην αυτού ακριβώς: του ότι δεν υπήρχε αντικείμενο προς διαπραγμάτευσιν.

Ομως, πριν φτάσουμε εκεί, την επαύριον της πυρρείου νίκης της γενιάς του Καρούζου επεφυλάσσοταν μια τροπή που έμοιαζε ακόμη να χρωστάει πολλά στην ελληνική ιδιαιτερότητα, εφόσον της αναγνωρίσουμε κάποιο βέτο, η οποία, από μόνη της, για εντελώς διαφορετικούς λόγους, ολότελα ξένους προς

α') την ουσιαστική παρακμή του έργου της δυτικής λογοτεχνίας και

β') τη διαλεκτική της εμπορευματοποίησης, χαρακτηριζόταν ήδη εξαρχής από μιαν αρχέγονη, ριζική δυσπιστία προς το βιβλίο εν γένει, δηλαδή προς το γεγονός διά του οποίου δοκιμαζόταν η έγκριση της κοινότητας. Οπως φέρ' ειπείν οι Ιάπωνες καλλιτέχνες είχαν βρεθεί μπροστά στην πρόκληση μιας αβίαστης, δήθεν «φυσικής» συγχώνευσης μεταξύ:

α') του Μηδενός (= μηδενικού περιεχομένου των μορφών της πραγματικότητας ως αυταπάτης) που συνείχε την ιερή τους παράδοση, τουτέστιν την κουλτούρα του Ζεν, και

β') του καλπάζοντα τεχνολογικού και αισθητικού μηδενισμού της Αμερικής, εμείς βρεθήκαμε, και δυστυχώς χωρίς να το αντιληφθούμε, μπροστά στην εξίσου «φυσική» συγχώνευση

α') της παραδοσιακής σαλότητας του συγγραφέα, του καλλιτέχνη ως προφήτη που περιφερόταν εν είδει επίδοξης Ιφιγένειας ή αναγκαίου κακού, με

β') την τρελή και απονενοημένη διακήρυξη απελπισίας των πρωτοποριών της Ευρώπης, όπου οι εννοιακοί πειραματισμοί (με την εικαστική σημασία) ενάντια στο βιβλίο δρούσαν ως βηματοδότες της πιο απαισιόδοξης ιστορικής φιλαλήθειας απέναντι στο πεπρωμένο των έντυπων νοημάτων. Ξεκινώντας από του λετριστικούς πειραματισμούς και το Fin de Copenhagen (1957), που το εξώφυλλό του ήταν ντυμένο με γυαλόχαρτο ώστε να καταστρέφει τα διπλανά βιβλία στο ράφι, και φτάνοντας στα pop-up των συγκεκριμένων (concrete) ποιητών και των book artists, η εντυπωσιακή απαρίθμηση ρηξικέλευθων εκδοτικών και συγγραφικών χειρονομιών εκχέρσωσης των συμβατικών αντιστάσεων του έργου άφηνε, για ένα διάστημα, την ελληνική συνείδηση του βιβλίου αμήχανο παρατηρητή ή σε κατάσταση κωφαλαλίας. Και το ανάποδο ασφαλώς, καθώς οι μοδίστρες της κριτικής εξακολουθούσαν να ράβουν ανέμελα τα κοστούμια της πεζογραφικής γενιάς του '30 παρά την οφθαλμοφανή μετριότητα της περίπτωσης, για να μην πούμε και για τις συγκινήσεις με άρωμα γιασεμιού που αντλούσε η δοκιμιογραφία απ' τις επισκέψεις στο κοιμητήριο της ελάσσονος γενιάς των ποιητών του Μεσοπολέμου.

Στην πραγματικότητα, το τέλος της εξέλιξης της τέχνης μπροστά στα ορόσημα που περιέγραψα συναντούσε την τέχνη του τέλους της εξέλιξης όλων αυτών των προσποιήσεων επαρχιακής ευτυχίας και αυτάρκειας, η οποία μεταλαμπαδευόταν, εδώ, στο συλλογικό ασυνείδητο, ως καρικατούρα προσμονής της Ανάστασης - είτε του Κυρίου μας είτε τη σοσιαλιστική είτε αυτή των ιδιωτικών ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Το έργο αναστήθηκε όντως (πνιγήκαμε στα βιβλία!) και - τι να δει! Γύρω του φάνταζε ένας κόσμος κατοικημένος από στελέχη εταιρειών δημοσκοπήσεων, συνεργάτες των γραφείων που εμπορεύονταν διαφημιστικό χρόνο στα τηλεοπτικά δίκτυα και υπάλληλους αχανών βιβλιοπωλείων όπου το μυθιστόρημα πουλιόταν με το κιλό.

(Συνεχίζεται.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: