Είναι νύχτα.Είμαστε καθισμένοι
με τον αδερφό μου σε έναν μικρό μαντρότοιχο.
Δίπλα μας υπάρχει ένα μεγάλο σπίτι με πολλά, φωτισμένα, παράθυρα.
Μέσα απ’το σπίτι ακούγονται φωνές, γέλια και μουσική.
Δεν έχουμε οπτική επαφή με το εσωτερικό του σπιτιού,
αλλά έχουμε την εντύπωση πως μέσα υπάρχει πολύς κόσμος. Από τα
γέλια και τη μουσική συμπεραίνουμε πως κάποια γιορτή γίνεται εκεί.
Μπροστά στον μαντρότοιχο που καθόμαστε υπάρχει νερό. Δεν μπορώ να διακρίνω αν είναι μια μικρή λίμνη ή κάτι σαν πισίνα. Παίρνω στα χέρια μου πέτρες και τις πετάω μία μία στο νερό. Κάθε πέτρα που πέφτει, κάνει έναν χαρακτηριστικό ήχο και σηκώνει έναν μικρό πίδακα, ο οποίος ξαναπέφτει διαλυμένος σε πολλές μικρές σταγόνες στο νερό.
“Μην κάνεις φασαρία”, μου λέει ο αδερφός μου, “θα μας διώξουν”.
“Δεν έχει σημασία” , του απαντώ, “ό,τι κι αν κάνουμε θα μας διώξουν” .
Μπροστά στον μαντρότοιχο που καθόμαστε υπάρχει νερό. Δεν μπορώ να διακρίνω αν είναι μια μικρή λίμνη ή κάτι σαν πισίνα. Παίρνω στα χέρια μου πέτρες και τις πετάω μία μία στο νερό. Κάθε πέτρα που πέφτει, κάνει έναν χαρακτηριστικό ήχο και σηκώνει έναν μικρό πίδακα, ο οποίος ξαναπέφτει διαλυμένος σε πολλές μικρές σταγόνες στο νερό.
“Μην κάνεις φασαρία”, μου λέει ο αδερφός μου, “θα μας διώξουν”.
“Δεν έχει σημασία” , του απαντώ, “ό,τι κι αν κάνουμε θα μας διώξουν” .
Κώστας Δεσποινιάδης από τη συλλογή Νύχτες που μύριζαν θάνατο, Εκδόσεις Πανοπτικόν, Δεκέμβριος 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου