Αναγνώστες
Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010
αρχαια Δημοκρατια και συγχρονη Μεταδημοκρατια .: Διαφορες .. ενα σχόλιο
που εκανα εδώ :
http://dimotismos.wordpress.com/2010/11/25/%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AC/
το πλαίσιο στο οποίο πρεπει να γινει κατανοητή η Αρχαία Δημοκρατία ήταν εκείνο του πολέμου .. του διαρκούς κινδύνου .. Της σώμα με σώμα μάχης
– Η σύγχρονη Μεταδημοκρατια γίνεται κατανοητή στο πλαίσιο της ΚΑΤΑΝΆΛΩΣΗΣ
ας πάρουμε το παράδειγμα της φιλίας
στην Αρχαία δ. Φιλία μεταξύ ανδρών σημασινε κατ ‘αρχας αλληλοπροστασία στη μάχη
Σήμερα σημαίνει κυρίως κοινη διασκέδαση
ΕΛΕΥΘΈΡΙΑ
Για τους αρχαίους σήμαινε Ελευθερία της ΠΌΛΗΣ
για τους συγχρόνους σημαίνει ατομική επιλογή ( η άποψη μου κλπ)
Όμως
το ριζικά διαφορετικό κατ εμέ
είναι οτι στην αρχαία Δημοκρατία υπήρχε διαρκώς ένα Υπαρξιακό διακύβευμα
καθε τοσο η πολη διακινδύνευε την Ελευθερία της .. Την διακινδύνευε και σωματικά: Με τη έννοια οτι αν η Πολη κρατος σκλαβωνόταν αυτό σήμαινε και προσωπική απώλεια ελευθερίας : και οι κάτοικοι γινόταν Δούλοι (σωματικά) η πέθαιναν) κλπ
Η Αρχαία δημοκρατία ηταν σε διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης ( καθώς οι πόλεμοι ήταν διαρκείς) με την Καρλ Σμιτιανή εννοια .. Της ύπαρξης της πόλης
Γιαυτό και η αφοσίωση στη πόλη δεν μπορούσε παρά να είναι Διαρκής και Απόλυτη
http://dimotismos.wordpress.com/2010/11/25/%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AC/
το πλαίσιο στο οποίο πρεπει να γινει κατανοητή η Αρχαία Δημοκρατία ήταν εκείνο του πολέμου .. του διαρκούς κινδύνου .. Της σώμα με σώμα μάχης
– Η σύγχρονη Μεταδημοκρατια γίνεται κατανοητή στο πλαίσιο της ΚΑΤΑΝΆΛΩΣΗΣ
ας πάρουμε το παράδειγμα της φιλίας
στην Αρχαία δ. Φιλία μεταξύ ανδρών σημασινε κατ ‘αρχας αλληλοπροστασία στη μάχη
Σήμερα σημαίνει κυρίως κοινη διασκέδαση
ΕΛΕΥΘΈΡΙΑ
Για τους αρχαίους σήμαινε Ελευθερία της ΠΌΛΗΣ
για τους συγχρόνους σημαίνει ατομική επιλογή ( η άποψη μου κλπ)
Όμως
το ριζικά διαφορετικό κατ εμέ
είναι οτι στην αρχαία Δημοκρατία υπήρχε διαρκώς ένα Υπαρξιακό διακύβευμα
καθε τοσο η πολη διακινδύνευε την Ελευθερία της .. Την διακινδύνευε και σωματικά: Με τη έννοια οτι αν η Πολη κρατος σκλαβωνόταν αυτό σήμαινε και προσωπική απώλεια ελευθερίας : και οι κάτοικοι γινόταν Δούλοι (σωματικά) η πέθαιναν) κλπ
Η Αρχαία δημοκρατία ηταν σε διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης ( καθώς οι πόλεμοι ήταν διαρκείς) με την Καρλ Σμιτιανή εννοια .. Της ύπαρξης της πόλης
Γιαυτό και η αφοσίωση στη πόλη δεν μπορούσε παρά να είναι Διαρκής και Απόλυτη
Παρασκευή, 10 Δεκεμβρίου 2010 19:00 IANOS Αριστοτέλους 7 /αφιέρωμα στον Δημήτρη Δημητριάδη με τίτλο «Μετά το πεθαίνω σαν χώρα»
Παρασκευή,
10 Δεκεμβρίου 2010 19:00
Παρασκευή,
10 Δεκεμβρίου 2010 19:00
IANOS Αριστοτέλους
7
Παρουσίαση βιβλίου
Σε συνεργασία με τις εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ πραγματοποιείται
αφιέρωμα στον Δημήτρη Δημητριάδη με τίτλο «Μετά το πεθαίνω σαν
χώρα». Θα μιλήσουν οι Δημήτρης Δημητριάδης, Συγγραφέας, Άκης
Γαβριηλίδης, Συγγραφέας-Μεταφραστής, Γιώργος Αριστηνός, Συγγραφέας -
Βάσιας Τσοκόπουλος, Ιστορικός, Γιώργος Αλισάνογλου,
Συγγραφέας-Εκδότης
Το κύριο και μεγαλύτερο μέρος του σύντομου σε έκταση
πεζογραφήματος είναι αφηγηματικό. Εξιστορούνται τα ποικίλα πάθη και τα δεινά
μιας χώρας σε κατάσταση κρίσης και κατάρρευσης – όχι μόνον από εξωτερικούς
λόγους αλλά, κυρίως, εξαιτίας της εσωτερικής διαφθοράς και σήψης που επικρατεί
σε όλα τα επίπεδα.
Μια πολιτική διέξοδος από την κρίση…ή από το Χάος των αγορών και του κράτους, στον Κόσμο της δημοκρατίας και του διαφωτισμού.
Μια πολιτική διέξοδος από την κρίση
Οι μεταμορφώσεις της έννοιας του Λόγου στο έργο των Αντόρνο και Μπούκτσιν... αναδημοσιευση απο ενα ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΜΠΛΟΓΚ : Κίνηση για τον Ελευθεριακό Δημοτισμό
Οι μεταμορφώσεις της έννοιας του Λόγου στο έργο των Αντόρνο και Μπούκτσιν
\ΚΛΙΚ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
\ΚΛΙΚ
Κίνηση για τον Ελευθεριακό Δημοτισμό
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
1. Th. W. Adorno
Ο εξέχων στοχαστής της Σχολής της Φραγκφούρτης, Τέοντορ Β. Αντόρνο, υπήρξε βαθύς γνώστης της φιλοσοφικής παράδοσης και ρηξικέλευθος ανανεωτής της. Ως διαλεκτικός στοχαστής που συνεξέταζε τις φιλοσοφικές έννοιες με την κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα στην οποία είναι εμβαπτισμένες, δεν μπορούσε να επαναπαυτεί στις δάφνες των φιλοσοφικών συστημάτων του παρελθόντος. Γιατί η κοινωνική πραγματικότητα τις είχε διαψεύσει. Αυτό ωστόσο δεν αναιρούσε τη δυνατότητα της φιλοσοφίας. Αντιθέτως, της επέτρεπε να αποφενακιστεί και να αναπτυχθεί απροκατάληπτα.
Διόλου τυχαία, το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο του Αντόρνο (Αρνητική Διαλεκτική) ξεκινούσε με τη διαπίστωση ότι η στιγμή της πραγματοποίησης της φιλοσοφίας πέρασε και χάθηκε (με την αποτυχία των σοσιαλιστικών επαναστάσεων). Ωστόσο, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αποφαίνεται ότι διατηρείται στη ζωή, ενώ κάποτε φαινόταν ξεπερασμένη.[1]
Η σύγχρονη τού Αντόρνο κοινωνική πραγματικότητα περιλάμβανε γεγονότα που είχαν κλονίσει την παραδοσιακή σκέψη, και δη τη μαρξιστική, από την οποία εκκινούσε ο Αντόρνο και η Σχολή της Φραγκφούρτης. Τα επαναστατικά κινήματα που υποτιθέμενα θα ακολουθούσαν τη Σοβιετική επανάσταση απέτυχαν και αντ’ αυτών αναδύθηκε ο ναζισμός και ο φασισμός, ενώ ακόμα και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ ένα αυταρχικό Κράτος είχε εδραιωθεί. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι αλληλοσφαγής, και το Ολοκαύτωμα που είχε συνοδεύσει τον δεύτερο, είχαν επιβεβαιώσει την επικράτηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων επί του ανθρώπου και επί της Φύσης. Στο όνομα ολοκληρωτικών θεωριών και συστημάτων η αδικία και η βαρβαρότητα εξάπλωναν την κυριαρχία τους. Ο Λόγος, όχι μόνο δεν είχε εκπληρώσει τις διαφωτιστικές υποσχέσεις του αλλά συνεπικουρούσε το κακό με τις εργαλειακές του ιδιότητες. Η φιλοσοφία, για τον Αντόρνο, δεν θα μπορούσε να μη διαστοχαστεί όλες αυτές τις εξελίξεις και να μη διερωτηθεί για τη νέα θέση της, προσαρμοσμένη στη νέα πραγματικότητα.
Η αυτοκριτική της φιλοσοφίας έπρεπε να στραφεί στις αξιώσεις της για την ύπαρξη ενός Λόγου που υποτιθέμενα μπορεί να περιλαμβάνει την ολότητα του πραγματικού, αξιώσεις οι οποίες είχαν προσβληθεί όπως είδαμε ανεπανόρθωτα από την κοινωνική κατάσταση. Σχετικά πρώιμα, στο δοκίμιό του «Η επικαιρότητα της φιλοσοφίας» (1931), ο Αντόρνο διακήρυττε ότι η φιλοσοφία πρέπει «να παραιτηθεί απ’ την ψευδαίσθηση (…) ότι είναι εφικτή με τη δύναμη του σκέπτεσθαι η σύλληψη της ολότητας του Πραγματικού».[2]
Η στροφή αυτή δεν μπορεί παρά να συνοδευτεί από μία κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας. Ο Χέγκελ, ως εκφραστής της αναδυόμενης αστικής κοινωνίας ταυτίζει το υποκείμενο με το αντικείμενο. Αυτό παραλληλίζεται στη σκέψη του Αντόρνο με την ταύτιση, αφενός του ξεχωριστού ατόμου με την αστική κοινωνία, η οποία το έχει απορροφήσει στους θεσμούς της, και αφετέρου της αστικής κοινωνίας με τη Φύση υπό την έννοια φυσικά της καθυπόταξης της Φύσης (και εδώ ως Φύση εννοούμε και τον εξωτερικό φυσικό κόσμο αλλά και τη φύση του ανθρώπου, τα ένστικτα και τις ορμές του: και οι δύο αυτές πτυχές πρέπει να τιθασευτούν από την αστική εμπορευματική κοινωνία). Η ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου στον Χέγκελ θεμελιώνεται με την επίκληση του Κράτους, το οποίο αφανίζει εντός του εγελιανού συστήματος το ξεχωριστό άτομο και τις ιδιαιτερότητές του. Κατά την εύστοχη διατύπωση του Zima, η εγελιανή ολότητα δεν είναι ουσιαστική για τον Αντόρνο καθώς «φέρει το σημάδι της ανταλλακτικής αξίας που τείνει να εξαφανίσει τις ποιοτικές διαφορές και μαζί μ’ αυτές ό,τι είναι ξεχωριστό και επομένως ‘μερικό’».[3]
Ωστόσο, εμφατικά πρέπει να τονίσουμε ότι η κριτική αυτή δεν στρέφει τον Αντόρνο κατά του ίδιου του Λόγου, σε μια ανορθολογική άρνηση της δυνατότητας της φιλοσοφίας να αναφέρεται στον αντικειμενικό κόσμο. Ουσιωδώς, αυτό που επιδιώκει ο Αντόρνο είναι η μετατροπή της ολότητας από καταφατική κατηγορία σε μια κατηγορία «αενάως κριτική» (κατά τη φράση του Martin Jay).[4] Όλα όσα η φιλοσοφία της ταυτότητας άφηνε έξω από το σύστημά της φιλοδοξεί να τα συμπεριλάβει στη νέα ολότητά της η φιλοσοφία που προτάσσει ο Αντόρνο. Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του, «το πνεύμα ίσως να μην μπορεί να παραγάγει ή να συλλάβει το μείζον, την Ολότητα του Πραγματικού, μπορεί όμως να συλλάβει το ελάσσον (…)».[5]
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι ο ορθός λόγος μπορεί να παραμένει τέτοιος μόνο στο μέτρο που η σκέψη που τον εξασκεί είναι σκέψη πάνω σε κάτι συγκεκριμένο. Ο ανορθολογισμός αναδύεται όταν η σκέψη υποστασιοποιεί τα προϊόντα της και τα προβάλλει ως υπεριστορικές αμετάβλητες αλήθειες. Αναδύεται εντούτοις εδώ ο φόβος να διολισθήσει η ανοιχτή αυτή σκέψη στο τυχαίο και στην αυθαιρεσία. Ο Αντόρνο παραδέχεται ότι δεν υπάρχει εγγύηση έναντι αυτού του κινδύνου. Ωστόσο, δεν παραιτείται. Προβάλλει το επιχείρημα ότι «η συνεπής ανάπτυξη [της ανοιχτής σκέψης], η πυκνότητα του ιστού, συμβάλλει ώστε να βρει [η σκέψη] αυτό που πρέπει».[6] Παρότι η φιλοσοφία δεν μπορεί να επικαλείται μια σκέψη ανοσοποιημένη από την πιθανότητα να χαθεί η αλήθεια, η συνεπής και επίμονη προσήλωση στο συγκεκριμένο μπορεί να φέρει τη γνώση. Αναδύεται εδώ ένα «συγκεκριμένο καθέκαστο» το οποίο ευρισκόμενο σε διαλεκτική αντίθεση με την έννοια βοηθά στην ανάδυση της αντικειμενικής πραγματικότητας, στο μέτρο που θέλουμε να αποφύγουμε την πρόσδεσή της στην προκρούστεια κλίνη των σχολαστικών κατηγοριοποιήσεων. Αποκηρύσσει λοιπόν ο Αντόρνο τον εννοιακό αναγωγισμό που τείνει να αφανίσει το συγκεκριμένο, και κατά συνέπεια τείνει να εξασθενήσει και τον ορθό λόγο αλλά και τη γνώση (δεν μπορώ παρά να επισημάνω εδώ πόσο ακριβώς έχει επανέλθει σ’ αυτού του είδους τον αναγωγισμό ο Χάμπερμας, προδίδοντας το έργο της πρώτης γενιάς στοχαστών της Σχολής της Φραγκφούρτης).
Κατεξοχήν δείγμα αυτής της φιλοσοφικής προσπάθειας είναι η Διαλεκτική του Διαφωτισμού (έργο που συνέγραψαν κυριολεκτικά μαζί ο Αντόρνο με τον Χορκχάιμερ, και γι’ αυτό θα πρέπει να θεωρείται «κτήμα» και των δύο). Στο έργο αυτό καταβάλλεται προσπάθεια να εξηγηθεί η προσχώρηση της ανθρωπότητας στη βαρβαρότητα, παρά τις δυνατότητες και τις υποσχέσεις του Λόγου, από τον Διαφωτισμό κι έπειτα, για μια κοινωνία χωρίς αδικία. Εξαρχής οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ αναδεικνύουν την αμφισημία του ίδιου του Λόγου, ο οποίος μαζί με τις υποσχέσεις έφερε εξαρχής τα σημεία της αυτοκαταστροφής του. Πρέπει όμως να τονίσουμε, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι δεν εκπίπτουν στον ανορθολογισμό. Όπως επισημαίνει και ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης στο επίμετρο της ελληνικής έκδοσης της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού, εκ μέρους των Αντόρνο και Χορκχάιμερ «επιχειρείται να αποκατασταθεί αρνητικά [το έλλογο θεμελιωτικό πλαίσιο της κριτικής τους] με αναφορά στον ανθρώπινο πόνο, στη στέρηση και την αδικία, μέσα από τις οποίες συγκροτήθηκαν οι σύγχρονες εξορθολογισμένες δομές κατεξουσιασμού και διαχείρισης των κοινωνιών και της φύσης».[7] Δεν εφησυχάζουν σε μια καταφατική ολότητα που μπορεί να ερμηνεύει διϊστορικά την πραγματικότητα αλλά αναφέρονται στο συγκεκριμένο το οποίο αντιπαραθέτουν στις καθολικές αξιώσεις του Λόγου, ανασύροντας, μέσα από την αντίφασή τους, την αληθινή όψη της πραγματικότητας.
Πράγματι, ανιχνεύουν τον διφυή χαρακτήρα του Λόγου. Για παράδειγμα,[8] παρουσιάζουν ως μορφή του Λόγου τη σύγχρονή τους (και σύγχρονή μας βέβαια) οικονομία της αγοράς. Όμως, ταυτόχρονα, αυτή η άναρχη αγορά παρουσιάζεται ως η εξουσία που καταστρέφει τον Λόγο. Η ανάπτυξη του οικονομικού συστήματος, προϊόν η ίδια του Λόγου, καθιστά τώρα τον Λόγο άλογο. Σ’ όλο το βιβλίο, συγκεκριμένα φαινόμενα, όπως η μαζική κουλτούρα, ο αντισημιτισμός, η καταναλωτική κοινωνία, η κυριαρχία επί της Φύσης κ.α. εξετάζονται εντός της ιδιαιτερότητάς τους, η οποία ιδιαιτερότητα αναδεικνύει σταδιακά την εικόνα μιας κοινωνίας που ξεκινώντας να εκπληρώσει τις επιταγές του Λόγου από τον διαφωτισμό κι έπειτα έπεσε στις παγίδες που η πίστη στην ύπαρξη ενός τέτοιου απόλυτου Λόγου έφερε μαζί της. Ο Λόγος που θέλησε να εξολοθρεύσει τον μύθο μετατράπηκε ο ίδιος σε μύθο.
Ο Λόγος του Διαφωτισμού θα απάλλασσε την ανθρωπότητα από τα δεινά της με την επιστήμη, η οποία χάρη στις εργαλειακές και τυπικά λογικές ικανότητές της να ταξινομεί, να τυποποιεί, να διακρίνει, να μετρά και να υπολογίζει θα υπέτασσε τη Φύση και θα χάριζε στους ανθρώπους πλούτη από την εκμετάλλευσή της και απαλλαγή από τις αρρώστιες του ανθρώπου, είτε τις σωματικές είτε τις ψυχικές, οι οποίες υποτιθέμενα εμπόδιζαν την πραγμάτωση του Λόγου στην κοινωνική πραγματικότητα. Ωστόσο, «ό,τι δεν θέλει να συμμορφωθεί με το κριτήριο της υπολογισιμότητας και της χρησιμότητας είναι για το διαφωτισμό ύποπτο».[9] Αντικείμενα της ικανότητας για χειραγώγηση που διαθέτει η επιστήμη έγιναν οι ίδιοι οι άνθρωποι ενώ η επικυριαρχία επί της Φύσης μετέτρεψε το λογικό εργαλείο του Διαφωτισμού, την αφαίρεση, σε αυτοεξόντωση. Η κυριαρχία του αφηρημένου εξοντώνει κάθε ιδιαιτερότητα των πραγμάτων και των ανθρώπων καθιστώντας τόσο τα πράγματα όσο και τους ανθρώπους χειραγωγήσιμα.
Αυτή η τυφλή εμπιστοσύνη στον Λόγο και στις τυπικές πλευρές του, όχι μόνο τον καθιστά όργανο των εξουσιαστών, αλλά απομακρύνει και τη δυνατότητα της σκέψης να επιστρέψει στην επίγνωση της πραγματικότητας που θα τη βοηθούσε να αποτινάξει την εξαπάτηση από πάνω της. «Ο εαυτός, που έμαθε την τάξη και την υποταγή υποτάσσοντας τον κόσμο, δεν άργησε να ταυτίσει την αλήθεια εν γένει με τη διευθετούσα σκέψη (…). Μαζί με τη μιμητική μαγεία κήρυξε ταμπού και τη γνώση που αγγίζει πραγματικά το αντικείμενό της».[10] Ο διαφωτιστικός Λόγος γίνεται θετικιστικός ολοκληρωτισμός που δεν επιτρέπει να παρεισδύουν στη γνώση μη τυποποιήσιμες αξίες, όπως αυτές π.χ. που διεκδικούν την ανθρώπινη χειραφέτηση. Σ’ αυτό το πλαίσιο καταγγελίας του τυποποιημένου Λόγου πρέπει να εντάξουμε κάποιους γριφώδεις αφορισμούς του Αντόρνο όπως αυτόν: «Αληθινές είναι μόνο οι σκέψεις που δεν αυτοκατανοούνται».[11]
Ο τυποποιημένος λόγος αναπαράγει το κατεστημένο γιατί βαπτίζει ως έγκυρη μόνο την απλή αμεσότητα που του προσφέρεται για τις εργαλειακές επιδιώξεις του. Η γνώση όμως για τους Αντόρνο και Χορκχάιμερ συνίσταται ακριβώς στην «καθορίζουσα άρνηση του εκάστοτε άμεσου».[12] Γι’ αυτό μπορούν να προσφέρουν τον παρακάτω εκπληκτικό ορισμό της αλήθειας: «υπάρχει μόνο μια έκφραση για την αλήθεια: η σκέψη που αρνείται την αδικία».[13] Η γνώση είναι κριτική και ανάδειξη των αντιφάσεων της πραγματικότητας. Η γνώση, αν και μπορεί να χρησιμοποιήσει ως προϋπόθεσή της την ταξινόμηση, τελικά τη διαλύει. Συνεπώς, μας προτρέπουν οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ, όταν ο Λόγος στρέφεται εναντίον της ανθρωπότητας θα πρέπει να τον περιφρονούμε.
Βέβαια, ο κυρίαρχος λόγος αντανακλά την κυρίαρχη εκμεταλλευτική και καπιταλιστική κοινωνία. Η τυποποίηση του Λόγου εκφράζει τον κατεστημένο μηχανοποιημένο τρόπο παραγωγής. Έργο του Λόγου δεν μπορεί παρά να είναι η κριτική αυτής της κοινωνίας και η ανάδειξη των αντιφάσεων που φέρει εντός της. Ο Αντόρνο παραμένει πιστός σ’ αυτό το πλαίσιο της κριτικής και επιμένοντας στο συγκεκριμένο και το επιμέρους ασχολείται με την κοινωνία και τη γνώση μέσω μοντέλων. Αυτό καταδεικνύει θεωρητικά στην Αρνητική Διαλεκτική και εξασκεί πρακτικά σε έργα όπως το Κριτικά Μοντέλα.
2. M. Bookchin
Το έργο του Αντόρνο έδωσε πλούσια τροφή για σκέψη στη γενιά που επηρεάστηκε από τα γραπτά του. Μια γενιά που έζησε τα μεγάλα πολιτικά κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας του 1960, τα οποία επανέφεραν τρόπον τινά τις ελπίδες για την εκπλήρωση των αξιώσεων του Λόγου. Ο Αντόρνο, αν και δεν απαρνήθηκε τον Λόγο, καθώς οι αντινομίες της εξουσιαστικής κοινωνίας που ανέδειξε έδειχναν τη δυνατότητα ξεπεράσματός της, απέφευγε κάθε είδους πολιτική δραστηριότητα, πιστεύοντας ότι η πιο συνεπής μορφή πράξης σε μια κοινωνία βυθισμένη στη βαρβαρότητα και τις αντιφάσεις είναι η θεωρία. Έμενε απλώς στην παρουσίαση της πραγματικότητας ως κόλασης, αλλά θεωρούσε ύποπτο «το κάλεσμα ρουτίνας για απόδραση απ’ αυτή».[14] Οι νέοι διανοούμενοι που είχαν επαφή με το έργο του Αντόρνο και της Σχολής της Φραγκφούρτης και οι οποίοι ανδρώθηκαν μέσα στο επαναστατικό κλίμα που ξεκίνησε από την ουγγρική επανάσταση το 1956 και κορυφώθηκε με τα γεγονότα του Μάη του έτους 1968 στο Παρίσι, δεν μπορούσαν να αρκεστούν σ’ αυτήν τη θεώρηση της πράξης ως θεωρίας. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Μάρρεϊ Μπούκτσιν, ο οποίος, ενώ κρατά σημαντικά στοιχεία από το έργο του Αντόρνο (π.χ. την κριτική της ολότητας) τελικά απορρίπτει κεντρικές θέσεις του και εκκινεί για μια νέα θεώρηση του Λόγου που υποσχόταν πολλά περισσότερα για την δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής μέσα από την πολιτική πράξη.
Προτού περάσουμε στην παρουσίαση κάποιων κεντρικών ιδεών του, ας δούμε πως παρουσιάζει ο ίδιος τη στάση του απέναντι στον Αντόρνο (στάση που θα γινόταν σταδιακά πιο επικριτική), επιβεβαιώνοντας όσα αναφέραμε στην παραπάνω παράγραφο. «Το αληθινό θέμα της ‘Διαλεκτικής του Διαφωτισμού’ απλά δεν είναι αναγώγιμο στην αυτοαναίρεση του Λόγου εντός της εργαλειακής ορθολογικότητας. Ήταν, πάνω απ’ όλα, η κριτική της ‘προόδου’ του Λόγου ο οποίος, αποτυγχάνοντας να προκαλέσει μια επανάσταση στην κοινωνικο-οικονομική δομή, άρχισε να αντιγράφει τα χαρακτηριστικά αυτής της δομής και υποχώρησε πίσω στον μύθο»[15] (έμφαση του Μπούκτσιν).
Συνεπώς, αυτό που απέφυγε να στοχαστεί αλλά και να επιδιώξει ο Αντόρνο, την επανάσταση στην κοινωνικο-οικονομική δομή, αρχίζει να το στοχάζεται και να το επιδιώκει ο Μπούκτσιν. Το θεωρητικό του έργο δεν συναρτάται απλά με την κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα και τις ιδιαιτερότητές της, όπως αυτό του Αντόρνο: εδώ δίνεται πλέον έμφαση στις επαναστατικές στιγμές της ιστορικής εξέλιξης και της κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι χαρακτηριστικό και διόλου τυχαίο πως, όταν ο Μπούκτσιν επιχειρεί σ’ ένα εκλαϊκευτικό βιβλίο του να συνοψίσει την ιδέα του για τον Λόγο,[16] αρχικά εκκινεί από τον Μύθο και τονίζει την αλληλεπίδρασή του με την ανάπτυξη του Λόγου (θυμίζοντας σαφώς το έργο του Αντόρνο). Στη συνέχεια όμως, αντιπαραβάλει την ανάπτυξη της λογικής, από την τυπική λογική και την οργανική λογική του Αριστοτέλη μέχρι τη διαλεκτική, με ιστορικά κινήματα (θρησκευτικά, επιστημονικά, κοινωνικά και αισθητικά) που συνέβαλλαν, ως τμήματα ενός ιστορικώς «διαρκώς διαφοροποιούμενου όλου»[17] στην οικοδόμηση της αξίωσης του Λόγου να τερματιστούν οι εξουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις, τόσο μεταξύ ανθρώπων όσο και αυτές επί της Φύσης.
Οι θεωρητικές προκείμενες του μπουκτσινικού εγχειρήματος είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Οφείλουμε εξαρχής να τονίσουμε ότι προτάσσει τη δυνατότητα μιας αντικειμενικής ηθικής, την οποία προσπαθεί να καταστήσει έλλογη και όχι σχετικιστική, αλλά χωρίς συγχρόνως να καταντά αυθαίρετη, απολυταρχική και ντετερμινιστική. Για τον Μπούκτσιν, ο ακραίος ηθικός απολυταρχισμός είναι δυνάμει ολοκληρωτικός, όσο δυνάμει αποχαυνωτικός είναι ο ηθικός σχετικισμός. Εδώ προς το παρόν η κριτική της ολότητας αλλά και του σχετικισμού ομοιάζει στην κριτική της Σχολής της Φραγκφούρτης. Όμως, όσον αφορά την αντικειμενική ηθική, ο Μπούκτσιν πρωτοτυπεί και αναδεικνύει τη συμβατότητα της ιδέας του αντικειμενικού Λόγου, ο οποίος προτάσσει μία σύστοιχή του ηθική, με την κριτική στα φιλοσοφικά συστήματα της ταυτότητας.
Αυτό που μοχθεί ο Μπούκτσιν αρχικά να καταδείξει είναι ότι ο Λόγος δεν μπορεί να ταυτίζεται μόνο με τις εργαλειακές και αναλυτικές πτυχές του. Χωρίς να αγνοεί την ύπαρξη των πτυχών αυτών, δεν παύει να τονίζει τον κίνδυνο να αγνοήσουμε άλλες μορφές του λόγου, οργανικές, αναπτυξιακές και ηθικές, οι οποίες θα μας βοηθήσουν να δούμε την πραγματικότητα ως αναπτυξιακή. Ο συμβατικός λόγος αναλύει τα φαινόμενα ως σταθερές, με ακρίβεια ορισμένες και σαφώς καθορίσιμες οντότητες, αρκούντως δεκτικές εκμετάλλευσης. Ο διαλεκτικός λόγος, τουναντίον, αναιρεί την αρχή της ταυτότητας και παρατηρεί τα φαινόμενα στη δυναμική τους ανάπτυξη και εξέλιξη. Με τα ίδια τα λόγια του Μπούκτσιν, «ο διαλεκτικός λόγος δεν βλέπει μόνο πως οργανώνεται η τάδε οντότητα σε μια συγκεκριμένη στιγμή αλλά και πως οργανώνεται για να υπερβεί ένα δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης και να γίνει άλλο από αυτό που είναι (…). Η αντιφατική φύση της ταυτότητας (…) θα μπορούσε μετά ταύτα να γίνεται αντιληπτή ως εγγενές γνώρισμα της ίδιας της ταυτότητας».[18]
Ισχυρή από τις παραπάνω διατυπώσεις φαίνεται η επίδραση του Χέγκελ. Όμως ο Μπούκτσιν δεν είναι εγελιανός παρά απλά διαλεκτικός. Ασκεί κριτική στον Χέγκελ για την ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου και την κορύφωσή της στην ολότητα ενός «Απολύτου» σχεδόν θεϊκού, αλλά και για την τελεολογική έννοια του Geist. Ασκεί συγχρόνως σκληρή κριτική στην κινητική και μηχανική θεώρηση της υλιστικής διαλεκτικής του Ένγκελς. Ο ίδιος συγκρατεί από τη διαλεκτική κυρίως την εξαγωγή των λογικών κατηγοριών από την ίδια την αυτο-εξέλιξη της πραγματικότητας και τη σύλληψη αυτών των κατηγοριών ως λανθανουσών δυνητικοτήτων που εκδιπλώνονται έλλογα προς την «ενεργό πραγματικότητά» τους. Υιοθετεί την κριτική στις στατικές ιεραρχίες του όντος και αρκείται στην παρατήρηση της αυτοαναπτυσσόμενης πραγματικότητας για την εξαγωγή των συμπερασμών του. Γι’ αυτό αποκαλεί τη φιλοσοφία του διαλεκτικό νατουραλισμό. Είναι διαλεκτική για τους προαναφερθέντες λόγους αλλά και νατουραλιστική γιατί παραμένει εγκόσμια.
Η διαλεκτική του καταλήγει σε τρεις υποθέσεις:[19] ότι υπάρχει τάξη στον κόσμο, ότι υπάρχουν διαδικασίες ώθησης που οδηγούν στη διαφοροποίηση και, τέλος, ότι υπάρχει ένα είδος κατευθυντικότητας προς ολοένα μεγαλύτερη διαφοροποίηση ή ολικότητα, εφόσον η δυνητικότητα εκτυλίσσεται προς την ενεργό πραγματικότητά της. Και οι λογικές αυτές υποθέσεις εφαρμόζονται από τον Μπούκτσιν, mutatis mutandis, τόσο στη φυσική όσο και στην κοινωνική πραγματικότητα.
Πως ωστόσο αποφεύγει ο Μπούκτσιν τις ντετερμινιστικές συνεπαγωγές των παραπάνω υποθέσεων; Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο διαλεκτικός νατουραλισμός δεν καταλήγει σε κάποιο Εγελιανό Απόλυτο, στο τέρμα της κοσμικής αναπτυξιακής πορείας, αλλά αντίθετα προβάλλει το όραμα μιας ολοένα και μεγαλύτερης ολικότητας, πληρότητας και ποικιλίας, ως προς τη διαφοροποίηση και την υποκειμενικότητα».[20] Ο Λόγος είναι η ιστορία του Λόγου (όπως και η Φύση είναι η ιστορία της Φύσης και η κοινωνία είναι η ιστορία της κοινωνίας). Σε κάθε ιστορική περίοδο ο Λόγος μπορεί να είναι όντως έλλογος μόνο αν είναι σύστοιχος των δυνατοτήτων που διανοίγει η Φύση, η Κοινωνία αλλά και η ίδια η φιλοσοφική σκέψη. Η ιστορία δεν δύναται να σταματήσει εντούτοις και συνεπώς ο Λόγος (όπως και η ελευθερία) μπορεί να εμπλουτίζεται εσαεί. Έτσι, παρότι ένας απόλυτος υπεριστορικός Λόγος είναι αδύνατο να αποκαλυφθεί, μπορούμε να αντλούμε έλλογα κριτήρια που αρμόζουν στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και δεν ανακόπτουν ούτε αγνοούν τις δυνατότητες και την πραγματικότητα του ίδιου του Λόγου, ως πεδίου κοινωνικο-ιστορικού. Το σύνολο του έργου του Μπούκτσιν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως μια συνεχής και γεμάτη ένταση προσπάθεια, να διατηρηθεί ο Λόγος και η αντικειμενικότητα χωρίς να εκπέσουν οι επιταγές της θεωρίας στον υποκειμενισμό και τον σχετικισμό. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα όπου ασκείται εκ μέρους του κριτική στους σύγχρονους σχετικιστές:
«Όταν οι σύγχρονοι σχετικιστές κάνουν τον κόπο να προσφέρουν ορισμούς των εννοιών στις οποίες αντιτίθενται, τότε συστηματικά τους υπερδιαστέλλουν καθ’ υπερβολή. Αποκηρύσσουν την αναζήτηση θεμελιώσεων –μια κοπιώδη προσπάθεια που την έχουν εμφαντικά διαστρέψει σε ‘-ισμό’, στον λεγόμενο ‘θεμελιωτισμό’– ως ‘ολιστική’, χωρίς καμιά έγνοια για την πρόδηλη ανάγκη κατοχύρωσης βασικών αρχών. Ότι υφίστανται θεμέλια τα οποία συναρτώνται με περιοχές της πραγματικότητας στις οποίες η ύπαρξή τους είναι έγκυρη και γνωρίσιμη φαίνεται να διαφεύγει απ’ αυτούς τους αντι-θεμελιωτιστές, για τους οποίους τα θεμέλια πρέπει ή να περικλείουν ολόκληρο το σύμπαν ή να μην υφίστανται καθόλου. Η πραγματικότητα θα ήταν πράγματι ένα μυστήριο αν μερικές αρχές ή θεμέλια μπορούσαν να συμπεριλάβουν την ολότητα του υπαρκτού είναι, από τις καινοτομίες που εκδηλώνονται στο υποατομικό πεδίο μέχρι την ανόργανη ύλη, από τις απλούστατες μέχρι τις πιο πολύπλοκες μορφές ζωής και, τελικά, μέχρι το βασίλειο της αστροφυσικής».[21]
Οι λογικές κατηγορίες του διαλεκτικού νατουραλισμού βαδίζουν χέρι-χέρι με τις οντολογικές του κατηγορίες. Μια κοσμολογική συνοχή φαίνεται να συνοδεύει κάθε θεωρητική του όψη.[22] Οι πτυχές της πραγματικότητας τις οποίες διερευνά δεν απορροφώνται σε μια αδιαφοροποίητη κοσμική ολότητα. Οι δυϊσμοί αίρονται χωρίς ισοπεδωτικές αφαιρέσεις, με τον δέοντα σεβασμό στο «συγκεκριμένο καθέκαστο». Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, η κοινωνία αναδύεται από τη φυσική εξέλιξη. Η αυτο-αλλοτρίωση της κοινωνίας δεν είναι αποκομμένη από την κυριάρχηση της φύσης, εφόσον και τα ανθρώπινα όντα άλλά και οι κοινωνικοί θεσμοί έχουν μια φυσική ιστορία η οποία κάποια στιγμή γνώρισε ποιοτική εξέλιξη. Η κοινωνία προκύπτει από τη φύση, χωρίς όμως να διαλύονται η μία εντός της άλλης, όπως ακριβώς και ο νους προκύπτει από το σώμα χωρίς να ταυτίζεται μ’ αυτό.
Δεδομένων των παραπάνω, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε συνοπτικά το μπουκτσινικό κοσμοείδωλο και τη σύλληψη της ορθολογικότητας που αναδύεται από αυτό. Ο Μπούκτσιν, βασιζόμενος στα τελευταία πορίσματα της βιολογίας, παρατηρεί τη φυσική εξέλιξη, από την πρώτη αρχέγονη και ανόργανη κατάσταση του πλανήτη μας, στη δημιουργία της ζωής. Η ζωή αρχικά αποτελείται από μονοκύτταρους οργανισμούς οι οποίοι σταδιακά διαφοροποιούνται και γίνονται όλο και πιο σύνθετοι. Από τα πρώτα ασπόνδυλα μέχρι τα πρωτεύοντα θηλαστικά η φυσική ιστορία χαρακτηρίζεται από μία εξέλιξη όσον αφορά τη συνθετότητα και υποκειμενικότητα των οργανισμών. Η λεγόμενη πρώτη φύση, χωρίς να είναι έλλογη και ηθική, παραχωρεί ένα πρωταρχικό στοιχειώδες θεμέλιο για τον Λόγο και την ηθική. Από την τυφλή αμοιβάδα που αντιδρά απλώς σε ερεθίσματα μέχρι τα θηλαστικά που χρησιμοποιούν εργαλεία και συμβιώνουν με ποικίλους τρόπους εντός του οικοσυστήματός τους, παρατηρούμε πως σταδιακά αναδύεται η δυνατότητα μιας υποτυπώδους «επιλογής» αλλά και συνεργασίας των ειδών εντός των οικοσυστημάτων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η εμφάνιση του ανθρώπου και της κοινωνίας, μολονότι σηματοδοτεί την ανάδυση μιας «δεύτερης φύσης», δεν έρχεται σε οξεία αντίθεση με τη φύση. Ανάμεσα στο ζεύγος κοινωνία και φύση, υπάρχει συνέχεια, κι εδώ ανατρέπεται η παραδοσιακή φιλοσοφία της φύσης που ενείχε την ιδέα της κυριαρχίας πάνω στην υποτιθέμενα τυφλή φύση (το ίδιο ισχύει για τον Μπούκτσιν και για τους δυϊσμούς σώματος και ψυχής, ανδρός και γυναικός κ.λπ.).
Η κοινωνική εξέλιξη συνεχίζει τρόπον τινά τη φυσική εξέλιξη αλλά ταυτόχρονα την υπερβαίνει. Οι άνθρωποι έχουν τη μοναδική ικανότητα να καινοτομούν και να ζουν εντός κοινωνικών θεσμών ολοένα και πιο εκλεπτυσμένων και ελεύθερων. Ακόμα, με την ανάδυση των κοινωνιών, η φύση καθίσταται αυτοσυνειδητή και για πρώτη φορά ένα ζωικό είδος μπορεί να εργαστεί έλλογα είτε θεραπεύοντας τα οικοσυστήματα είτε ενθαρρύνοντας την ανάπτυξή τους. Βέβαια, απέναντι σ’ αυτές τις δυνατότητες μπορούμε να αντιπαρατάξουμε και τις μοναδικές ικανότητες του ανθρώπου να καταστρέφει τη φύση και να κυριαρχεί στους συνανθρώπους του μέσω οργανωμένων συστημάτων ιεραρχίας. Για τον Μπούκτσιν ωστόσο, οι δυνατότητες για ελευθερία δεν μπορούν να συγκριθούν με τις ικανότητες για καταστροφή. Οι πρώτες απαιτούν φυσική ανάπτυξη και πραγματικό κοινωνικο-ιστορικό μόχθο, ενώ οι δεύτερες μια απλή στασιμότητα στη ‘ζωική’ λογική της εργαλειακότητας των μέσων και σκοπών (την κυρίαρχη λογική εντός του καπιταλιστικού κόσμου).
Οι άνθρωποι επιλέγουν, για πρώτη φορά στη φυσική ιστορία, συνειδητά και αυτή η συνείδηση ενσαρκώνεται σε επινοημένους κοινωνικούς θεσμούς. Αυτή η ενσάρκωση βέβαια δεν αποτελεί παρά ένα συνεχές γίγνεσθαι και απαιτεί μια ιστορία. Όντως ο Μπούκτσιν υποστηρίζει ότι υπάρχει μια ιστορία έλλογων προόδων, μια κατευθυντικότητα ή ώθηση ή τάση προς πλουσιότερες μορφές ελευθερίας και υποκειμενικότητας. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις της αστεακής επανάστασης, η οποία συνέβαλλε καθοριστικά στον τερματισμό του καθορισμού της κοινωνικής ζωής από τους δεσμούς συγγένειας, η επινόηση της δημοκρατίας, η κατάργηση της δουλείας, οι κοινωνικές επαναστάσεις κλπ. Αυτές οι πρόοδοι εκτυλίσσονται άνισα, όπως π.χ. η γεωργική επανάσταση η οποία έγινε σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη αλλά όχι την ίδια αναγκαστικά χρονική περίοδο.[23]
Δεν καθορίζει ο Μπούκτσιν το περιεχόμενο και την κατεύθυνση της ιστορίας ούτε εικάζει εγγενείς κατευθύνσεις σ΄αυτήν. Παρατηρεί την αυτο-ανάπτυξη της κοινωνίας και εξάγει συμπερασμούς απ’ αυτήν και μόνο. Αυτή η αυτο-ανάπτυξη υπερέχει κάθε υπόθεσης εγγενών χαρακτηριστικών. Και αναρωτιέται τι απ’ ό,τι παρατηρεί είναι ριζικά καινοτόμο σε σχέση με τη φυσική ιστορία, από την ανόργανη ύλη μέχρι την εμφάνιση της ζωής, και από τους μονοκύτταρους οργανισμούς μέχρι τα πρωτεύοντα θηλαστικά. Και τι είναι ριζικά καινοτόμο μεταξύ των ιστορικών περιόδων. Εξάγει κατ’ αυτόν τον τρόπο τις μοναδικές δυνατότητες για τη θέσμιση μιας ελεύθερης κοινωνίας που έχει ο άνθρωπος και η κοινωνία, αντικρίζοντας την αληθινή και κοπιώδη πραγμάτωση αυτών των δυνητικοτήτων στην ιστορία, ή την πρόοδο όσον αφορά τις δυνατότητες να πραγματωθούν αυτές οι δυνητικότητες. Αυτές τις αντιπαραθέτει με την ικανότητα των ανθρώπων να προκαλούν το κακό, οι οποίες είναι πολύ πιο φτωχές καθώς υπηρετούν πάντα την εργαλειακή λογική των μέσων και σκοπών, μια λογική καθήλωσης στο πεδίο της επιβίωσης, μια «λογική» ευρισκόμενη σε ποικιλία πριν την εμφάνιση των ανθρώπινων κοινωνιών.
Εν τέλει εξάγει και την αντικειμενική απελευθερωτική ηθική και το περιεχόμενο της ελευθερίας που είναι προϊόντα της κατευθυντικότητας που διέγνωσε στην πραγματικότητα και άρα ιστορικά περιορισμένα. Γιατί αναγνωρίζει μορφές σκέψης και πράξης που είναι σύστοιχες μαζί τους και επιτείνουν την εκτύλιξη αυτών των δυνητικοτήτων, και μορφές σκέψης και πράξης που τις αναστέλλουν ή ακόμα και τις καταστρέφουν. Και όσο συνεχίζεται η ιστορία, αν δεν κατακρημνιστούμε στη βαρβαρότητα, τόσο το περιεχόμενο αυτής της ελευθερίας και της αντικειμενικής αυτής ηθικής μπορεί να εμπλουτίζεται και να διαφοροποιείται.
Εδώ πολύτιμο κρίνω ένα παράθεμα από το δοκίμιο του Μπούκτσιν Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος:
Η Ιστορία είναι «το ορθολογικό περιεχόμενο και η συνέχεια των γεγονότων (με τον δέοντα σεβασμό στα ‘ποιοτικά’ άλματα) που εδράζονται στις δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία, αυτοσυνείδηση και συνεργασία, στην αυτο-διαμορφωνόμενη ανάπτυξη ολοένα και πιο ελευθεριακών μορφών κοινωνικής συμβίωσης (consociation). Είναι η, τρόπος του λέγειν, ορθολογική ‘υποδομή’ που συνέχει τις ανθρώπινες πράξεις και τους θεσμούς, πάνω από το παρελθόν και το παρόν, προς την κατεύθυνση μιας χειραφετητικής κοινωνίας και του χειραφετημένου ατόμου. Δηλαδή, η Ιστορία είναι ακριβώς ό,τι είναι ορθολογικό στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Επιπλέον, είναι ό,τι είναι ορθολογικό με τη διαλεκτική έννοια του λανθάνοντος που εκτυλίσσεται, διευρύνεται και αρχίζει μέσω αυξανόμενης διαφοροποίησης και με διακυμάνσεις να πραγματώνει ενεργά τις ίδιες τις πραγματικές δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία, αυτοσυνείδηση και συνεργασία».[24]
Και συμπληρώνει παρακάτω: «Δεν ισχύει ότι η κοινωνική ανάπτυξη είναι διαλεκτική επειδή είναι αναγκαία ορθολογική όπως ένας παραδοσιακός εγελιανός θα υπέθετε, αλλά μάλλον πως όπου η κοινωνική ανάπτυξη είναι ορθολογική, αυτή είναι διαλεκτική ή ιστορική. Διαβεβαιώνουμε, εν ολίγοις, πως μπορούμε να συνάγουμε από μια μοναδικά ανθρώπινη δυνατότητα, μια ορθολογική ανάπτυξη που προάγει την ανθρώπινη αυτοπραγμάτωση σε μια ελεύθερη, αυτοσυνειδητή και συνεργατική κοινωνία. Ο θεωρησιακός λόγος προτάσσει επί τούτου τον ισχυρισμό ότι διαβλέπει την ορθολογική ανάπτυξη (με κανέναν τρόπο ανοσοποιημένη απέναντι σε ανορθολογικές μεταστροφές) της κοινωνίας όπως θα όφειλε να είναι, δεδομένης της ανθρώπινης δυνατότητας όπως τη γνωρίζουμε στη πραγματική ζωή, να μεταβαίνει από μία φυλετική ομάδωση σε ένα δημοκρατικό σώμα πολιτών, από τη μυθοποιητική στον ορθό λόγο, από την υποταγή της εαυτότητας εντός μιας δημώδους συλλογικότητας στην ατομικότητα εντός μιας ορθολογικής κοινότητας – όλες αυτές οι μεταβάσεις προκύπτουν ως αμφότερα ορθολογικοί σκοποί και υπαρξιακές πραγματικότητες. Ο θεωρησιακός λόγος πρέπει πάντοτε να εγκαλείται ώστε να κατανοήσει και να εξηγήσει όχι μόνο τι έχει διαδραματισθεί αναφορικά με αυτές τις προβληματικές, αλλά και γιατί επανέρχονται με ποικιλόμορφη ένταση και πως μπορούν να επιλυθούν».[25]
Εν τέλει, για τον Μπούκτσιν, έλλογη είναι η σκέψη που εξάγει διαλεκτικά αυτό που αντικειμενικά θα όφειλε να υπάρχει (αντάξιο των δυνατοτήτων για ελευθερία) απέναντι σ’ ό,τι απλώς υπάρχει (ανάξιο απέναντι στις μοναδικές ανθρώπινες δυνατότητες).
Θοδωρής Βελισσάρης
Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ: (από τη συλλογή ..οι Μπεκαλτσούλες του Θείου Ισιδωρα
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ: (από τη συλλογή ..οι Μπεκαλτσούλες του Θείου Ισιδωρα
Σήμερις που σηκώθηκα αγουροξυπνημένος –
γιατί το βράδυ ως αργά ήμουν ξεδιπλωμένος
και έγραφα αλύπητα στους Ιντερνέτ τους μπλόκους
να λύσω τα μελλούμενα και της ψυχής τους κόμπους –
και πάνω εκεί που μάταια πάλευα με την κάλτσα
και αναλογιζόμουνα κι εκείνη την Μπεκαλτσα
Ηκουσθη εντός μου μια φωνή που ήταν μάλλον Φάλτσα :
‘’ Νοσφυ –μου λέει -πρόσεχε τι κάνεις στη Ζωή σου
Και με τα Μπλογκια που μπλεξες μη χάσεις την Ψυχή σου
Τες ηδονές σου μέτρησε και μη το παρακάνεις
Γιατί απ’ την απόλαυση μπορεί και ν αποκάμεις
Γιατί αυτό πούνε γλυκό , ύστερα σε πικραίνει
Και το λουλούδι της χαράς ύστερα σε Μαραίνει
Γιατί όλα τα πράγματα έχουν αρχή και τέλος
Κι αν δεν το δεις, βυθίζεσαι μες στης ζωής το Έλος
Πρόσεχε την υγεία σου … Σταμάτα τους καφέδες
Και κόψε και το κάπνισμα κιολους τους ναργιλέδες
Γιατί από το κάπνισμα και το πολύ χαρμάνι
Καπνίζει όλη η φύση σου και γίνεσαι Ντουμάνι
Θυμήσου τον Επίκουρο και τα σοφά του λόγια
Και άσε τα μπερδέματα μ’ αυτά τα μισοφόρια
Για μέτρα και την πίεση ,πρόσεχε την κοιλίτσα
Πριχού να σου ρθει κουτσουλιά από την Μπεκαλτσιτσα
-Ήταν του Ισιδωρα η φωνή , του αγαπημένου Θείου
Και ήταν όλο διδαχή κι απόσταγμα του Βίου ….
Σχόλιο από Νοσφεράτος Μάιος 24, 2008
Σήμερις που σηκώθηκα αγουροξυπνημένος –
γιατί το βράδυ ως αργά ήμουν ξεδιπλωμένος
και έγραφα αλύπητα στους Ιντερνέτ τους μπλόκους
να λύσω τα μελλούμενα και της ψυχής τους κόμπους –
και πάνω εκεί που μάταια πάλευα με την κάλτσα
και αναλογιζόμουνα κι εκείνη την Μπεκαλτσα
Ηκουσθη εντός μου μια φωνή που ήταν μάλλον Φάλτσα :
‘’ Νοσφυ –μου λέει -πρόσεχε τι κάνεις στη Ζωή σου
Και με τα Μπλογκια που μπλεξες μη χάσεις την Ψυχή σου
Τες ηδονές σου μέτρησε και μη το παρακάνεις
Γιατί απ’ την απόλαυση μπορεί και ν αποκάμεις
Γιατί αυτό πούνε γλυκό , ύστερα σε πικραίνει
Και το λουλούδι της χαράς ύστερα σε Μαραίνει
Γιατί όλα τα πράγματα έχουν αρχή και τέλος
Κι αν δεν το δεις, βυθίζεσαι μες στης ζωής το Έλος
Πρόσεχε την υγεία σου … Σταμάτα τους καφέδες
Και κόψε και το κάπνισμα κιολους τους ναργιλέδες
Γιατί από το κάπνισμα και το πολύ χαρμάνι
Καπνίζει όλη η φύση σου και γίνεσαι Ντουμάνι
Θυμήσου τον Επίκουρο και τα σοφά του λόγια
Και άσε τα μπερδέματα μ’ αυτά τα μισοφόρια
Για μέτρα και την πίεση ,πρόσεχε την κοιλίτσα
Πριχού να σου ρθει κουτσουλιά από την Μπεκαλτσιτσα
-Ήταν του Ισιδωρα η φωνή , του αγαπημένου Θείου
Και ήταν όλο διδαχή κι απόσταγμα του Βίου ….
Σχόλιο από Νοσφεράτος Μάιος 24, 2008
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ: Η ετικετα : Εκλογές 2007-2009
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ: Η ετικετα : Εκλογές 2007-2009
ξεκινά ..
ξεκινά ..
Μη την χανετε..
(με πολλές καθημερινές ενημερωσεις καιΑναχρονισμούς)
Τι λεγανε Τοτε ..
Τι λένε Τωρα .....
Εκπληξεις
Σασπένς
Δράσεις
Πλουσια Δώρα....
Μη την Χανετε. Καθε μερα Στη Σπηλιά του Νοσφεράτου
Εσύ πόσα πήρες για να προδώσεις το όνειρό σου;από: Greek Rider
Εσύ πόσα πήρες για να προδώσεις το όνειρό σου;
από: Greek Rider
H ταινία "Up in the Air" περιγράφει την ιστορία ενός στελέχους, η
δουλειά του οποίου είναι να γυρίζει κάθε μέρα όλη την Αμερική
πηγαίνοντας σε διαφορετικές πόλεις και επιχειρήσεις απολύοντας κόσμο.
Αυτή είναι η δουλειά του, να ανακοινώνει ως εξωτερικός σύμβουλος εκ
μέρους της εκάστοτε επιχείρησης απολύσεις.
και ενα μου σχόλιο:
Από ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΣ, Απρίλιος 7, 2010 - 18:45
και ενα μου σχόλιο:
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
Στην ταινια "Up in the Air" ο ηρωας εχει ενα χομπυ: Λατρευει
τις πιστωτικές και τις λοιπες του καρτες ως Φετιχ ..Και ονειρευεται τη
μερα που θα φτασει στο μεγαλο τερμα των ονειρων του Να κερδισει το ενα
εκατομυριο μιλια και ναχει το προνομιο να κατσει διπλα στον ..Πιλοτο με
τα μεγαλα μουστακια..
Τι ειναι λοιπόν ο ανθρωπος προτυπο του Καπιταλισμου του σημερα ..Ενα παιδι αιχμαλωτισμένο στο Δισδιαστατο καρτουν .. Δεν υπάρχει πραγματικοτητητα παρα μόνο μιλια , μπονους ταξιδια --φυγές , καρτες ... Οπως μικροι τοτε που παιζαμε με τα χαρτακια αν θυμαστε ..Εγκλωβισμενοι τωρα σε μια τεραστια Ντισνευλαντ- υποψιαζομαστε αμυδρα το τι θα διουμε- ποιά Κολαση θα δουμε πισω απο το Πλαστο Παρβαν του Τουρμποκαπιταλισμου.
Τι ειναι λοιπόν ο ανθρωπος προτυπο του Καπιταλισμου του σημερα ..Ενα παιδι αιχμαλωτισμένο στο Δισδιαστατο καρτουν .. Δεν υπάρχει πραγματικοτητητα παρα μόνο μιλια , μπονους ταξιδια --φυγές , καρτες ... Οπως μικροι τοτε που παιζαμε με τα χαρτακια αν θυμαστε ..Εγκλωβισμενοι τωρα σε μια τεραστια Ντισνευλαντ- υποψιαζομαστε αμυδρα το τι θα διουμε- ποιά Κολαση θα δουμε πισω απο το Πλαστο Παρβαν του Τουρμποκαπιταλισμου.
"Η φιλοσοφία της κουζίνας"Το Σάββατο 4 Δεκεμβρίου και ώρα 9:00μμ στη Σειρά Κοσμοπολίτ του Κοινωνικού Εργαστηρίου Στο Κοινωνικό Κέντρο - Στέκι Μεταναστών
Το Σάββατο 4 Δεκεμβρίου και ώρα 9:00μμ
στη Σειρά Κοσμοπολίτ του
Κοινωνικού Εργαστηρίου
Στο Κοινωνικό Κέντρο - Στέκι Μεταναστών
(www.socialcenter. gr , info@socialcenter.
gr)
στην
Ερμού 23 και Βενιζέλου
Θα γίνει παρουσίαση με θέμα
"Η φιλοσοφία της κουζίνας"
από τον Ελένη Μπέλλα
Σειρά Κοσμοπολίτ του Κοινωνικού Εργαστηρίου 2010-2011
Θα γίνει παρουσίαση με θέμα
"Η φιλοσοφία της κουζίνας"
από τον Ελένη Μπέλλα
Σειρά Κοσμοπολίτ του Κοινωνικού Εργαστηρίου 2010-2011
Φιλικό,
παρεΐστικο, χρήσιμο,
επιμορφωτικό με νέες θεματολογίες που φωτίζουν
την πολιτική
έμμεσα.
Ακολουθεί φαΐ, ποτό και ό,τι άλλο (καλό) προσφέρει ο χώρος.
Το bar θα το διαχειρίζονται μέλη του Εργαστηρίου
Ακολουθεί φαΐ, ποτό και ό,τι άλλο (καλό) προσφέρει ο χώρος.
Το bar θα το διαχειρίζονται μέλη του Εργαστηρίου
To φλογερόν φλαούτο μας Ω ! δυτα των Νιπτηρων
To φλογερόν φλαούτο μας Ω ! δυτα των Νιπτηρων
ειχε χαθει απο καιρό εν μέσω Ολετήρων
σαν Αγιο Δισκοπότηρο σαν του Γκραάλ Ποτηρι
και οι Δαιμόνοι γελαγαν κανοντας μπανιστηρι
στα πιο μεγαλα μεγαλα μυχια των Βουρκολακων πάθη
-κι οι Νοσφερατοι φορεσαν στεφάνι απο αγκάθι..
περπατησαν σε καρβουνα και περασαν τη Λίμνη
κι ακουγονταν υποκωφα θανατεροι οι Υμνοι…
Μα να που ξαναβρεθηκε τον Φλογερόν Φλαούτο
Που ολοι αποραγανε και λεγαν : ”τι ναι Τούτο;’
http://papoylis.wordpress.com/magpie-permanent-consignment/
ειχε χαθει απο καιρό εν μέσω Ολετήρων
σαν Αγιο Δισκοπότηρο σαν του Γκραάλ Ποτηρι
και οι Δαιμόνοι γελαγαν κανοντας μπανιστηρι
στα πιο μεγαλα μεγαλα μυχια των Βουρκολακων πάθη
-κι οι Νοσφερατοι φορεσαν στεφάνι απο αγκάθι..
περπατησαν σε καρβουνα και περασαν τη Λίμνη
κι ακουγονταν υποκωφα θανατεροι οι Υμνοι…
Μα να που ξαναβρεθηκε τον Φλογερόν Φλαούτο
Που ολοι αποραγανε και λεγαν : ”τι ναι Τούτο;’
http://papoylis.wordpress.com/magpie-permanent-consignment/
Το δώρο το λένε ηδονή.ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ. ενα ΔΙΗΓΗΜΑ
Το δώρο το λένε ηδονή
.
Τον περίμενε στις δώδεκα για καφέ. Είχαν να πούνε πολλά οι δυό τους, για τους φαρμακωμένους χωρισμούς, για την μοναξιά που έμπαινε από τα διαμπερή ανοίγματα του σπιτιού, για τις ωραίες μέρες με φρέσκους λουλουδάτους έρωτες. Η Καίτη χάιδεψε τον Περικλή και τον κατέβασε με ένα απαλό σπρώξιμο από το τραπέζι της κουζίνας.
Εκείνος την κοίταξε απορημένος με τις τεράστιες πράσινες οπές της ψυχής του. Το είχε κατακτήσει με επιμονή, μόχθο και πολλούς αγώνες το δικαίωμα αυτό, να εποπτεύει το σπίτι και τους πιθανούς εισερχόμενους από το τραπέζι της κουζίνας στη στάση της σφίγγας πάνω στο κόκκινο καρρώ τραπεζομάντιλο. Έπιανε το πόστο του και περίμενε λες την αποκάλυψη, ώσπου τον αποσπούσε η εκνευριστική πτήση κάποιου εντόμου. Ο Περικλής το μάτιαζε, σκόπευε κατευθείαν στην καρδιά του και εκείνο με το πρώτο χτύπημα, κατρακυλούσε κάτω από το πλυντήριο και γραπωνότανε (σε μια ύστατη προσπάθεια για να σωθεί) από τον ιστό μιας μικρούλας ξετσίπωτης και υστερόβουλης αράχνης, της Μαρίκας, που τά ΄θελε όλα δικά της και περίμενε υπομονετικά ολόκληρα μερόνυχτα τα θύματά της εξυφαίνοντας τον ιστό της αθόρυβα .
Την γούσταρε την αράχνη του ο Περικλής, ήταν ο ευκαιριακός του σύμμαχος τις κρίσιμες εκείνες στιγμές που εξασφάλιζε το ορεκτικό του και κάποιες φορές και το επιδόρπιο. Αλλά σήμερα τι είχε συμβεί και η μαμά του στέρησε την ηδονή του κυνηγιού, την απόλαυση να ανακαλύψει τον στόχο του, να τον πλησιάσει αθόρυβα, να τον κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια, να του παραχωρήσει για λίγο την ελπίδα ότι θα του επιτρέψει να ξεφύγει από το πεδίο της μάχης, την ελευθερία της σωτήριας επιλογής (να πετάξει ψηλά προς την κουρτίνα) και εκείνος εν τω μεταξύ να προσποιηθεί για λίγο τον αδιάφορο και μόλις το θύμα ξεγελασμένο από την παραζάλη της ελευθερίας του προσγειωθεί σαν ελικόπτερο στην πεδιάδα, να του ορμήξει και να το χτυπήσει στο μέτωπο ακριβώς εκεί που σμίγουν τα φρύδια.
Τελευταία το παράκανε ο Περικλής με την πρακτική του καράτε. Πιότερο από το κομμάτιασμα της σάρκας με τα αιχμηρά του δοντάκια, την αργή σύνθλιψή της, το λιώσιμο, το πλατάγιασμα της γλώσσας στον ουρανίσκο, το ηδυπαθές γλείψιμο των χειλιών και το ρέψιμο, τον ενδιέφερε το δυνατό χτύπημα με το δεξί μπροστινό πόδι, στην αρχή βίαιο και μετά πιο απαλό σα χάδι. Προφανώς κάπου τό ΄χε δει αυτό το χτύπημα, που κλιμακώνεται άλλοτε αργά και άλλοτε βίαια, σε μια από αυτές τις μυστικές παρακολουθήσεις που έκανε στο δωμάτιο της μαμάς κρυμμένος κάτω από μια πολυθρόνα ενώ αφουγκραζότανε επί ώρες τον ιδιάζοντα ήχο που έβγαζε κάθε φορά εκείνος ο μεγαλόσωμος αδιευκρινίστου ταυτότητος άντρας από τον έξω κόσμο. Ο Περικλής εκεί ένιωσε για πρώτη φορά κάποια διέγερση ανάμικτη με ζήλια, φόβο και άγχος. Του το χάρισε προς στιγμήν το θανατηφόρο χτύπημα ο Περικλής γιατί ένιωθε πως η μαμά του διασκέδαζε με τις κραυγές αυτού του παράξενου τριχωτού όντος.
Ο Περικλής υπάκουσε στην εντολή της μαμάς, γλίστρησε στο πατάκι, με ένα σάλτο βρέθηκε στο καλάθι με το γαλάζιο μαξιλαράκι του και κούρνιασε, εκεί άλλωστε μια χαρά ήτανε, μπορούσε να εποπτεύει το σαλόνι, τους καναπέδες μέχρι και τις μανταρινιές στο μπαλκόνι. Είχε το χάζι της η αναμονή της θέας κάποιου πτερωτού πίσω από το τζάμι και η φαντασίωση ότι θα κατέληγε κάποια στιγμή στο στομάχι του, αλλά μάλλον το προτιμούσε μαγειρεμένο απ’ τη μαμά, όπως έκανε την Πρωτοχρονιά με την παραγεμισμένη γαλοπούλα. Θα το τσάκιζε με το εκπαιδευμένο του τριχωτό πόδι αφού το έπαιζε για ώρα έξω εκεί στην κρύα έρημο, θα το έπαιζε για ώρα μέχρι να σιτέψει, να μαλακώσει, να χάσει την ακμάδα του, έπειτα θα το έδενε με μια κόκκινη κορδέλα και θα το πρόσφερε έκπληξη στη μαμά να το γεμίσει με κάστανα και να το φάνε οι δυό τους δίπλα στο τζάκι. Ολομόναχοι.
Η Καίτη είχε ετοιμάσει κεικ καρότου και μεσημεριανό μια σούπα από σπανάκι και κάστανα, λίγο μοσχαράκι με πικάντικη σάλτσα από φρούτα. Θα έδινε και στον Περικλή της το πιάτο του, δεν θα τον άφηνε να κλαίει και να τρίβεται στεναχωρημένος στα πόδια της. Η παρηγοριά της, σκέφτηκε. Με όλους αυτούς τους ανισόρροπους εραστές που κυκλοφορούσαν που να βγάλεις άκρη.
Στην αρχή της γνωριμίας τους βροχή από τηλέφωνα, προτάσεις για εξόδους σε γκαλερί, σε κοντσέρτα, σε παρουσιάσεις βιβλίων, δηλαδή σε δημόσιους χώρους με κόσμο, όπου χάνεται το ιδιωτικό, το προσωπικό, και το βλέμμα δεν εστιάζεται στους παντρεμένους εν κρίσει. Και εκείνη ανακάλυπτε σιγά σιγά ότι ο εραστής ήταν παντρεμένος, ότι έψαχνε εναγωνίως για την εκστατική σχέση που θα συμπλήρωνε το μοντέλο του ότι συνέχιζε κρυφά (επίμονα και παθιάρικα) από τη σύζυγο το έργο του στο σπίτι της (το μόνο καταφύγιο για τους παράνομους εραστές που είχαν ένα κάρο υποχρεώσεις, παιδιά και δάνεια).Είχε μπαφιάσει να ακούει τις ίδιες ιστορίες και να υφίσταται τα ίδια σενάρια. Πανομοιότυπα.
Η Καίτη ξεχνούσε τον δικό της ρόλο στο παιγνίδι αυτό. Την δική της υποστήριξη την δική της υστεροβουλία.
«Αγάπη μου» της είπε ο Κώστας τρυφερά ένα βράδυ την πρώτη φορά που συναντήθηκαν στο σπίτι της παίζοντας με τις μπούκλες των μαλλιών της, μετά από ένα μήνα που είχαν εξερευνήσει και εξαντλήσει όλους τους πνευματικούς χώρους όπου παράγεται πολιτισμός (έτσι ισχυριζόταν εκείνος, πολυπράγμων ακαδημαϊκός και ισχυρογνώμων). «Ξέρεις γλυκειά μου, είμαι παντρεμένος. Με την γυναίκα μου κοιμόμαστε χώρια, η κρίση βλέπεις έχει πάρει ολέθριες διαστάσεις για το γάμο μας», και άρχισε να αραδιάζει τις σκηνές του δράματός του με υπερβολή καλλιτέχνη που ποθεί να ανατινάξει τις συμβάσεις, με τρεμάμενη φωνή ηθοποιού που έχει ταυτιστεί με τον ρόλο, έχει χαθεί μέσα σ’ αυτόν, αφήνοντας στην άκρη όλες τις χρυσές στιγμές που περνάει με την σύντροφό του. Και συνέχισε το πρόγραμμά του το οποίο είχε παιχτεί πάμπολλες φορές, ανασυντασσόμενο με τον ίδιο επιτυχή τρόπο και με ακλόνητη αυτοπεποίθηση.
«Ξέρεις γλυκειά μου η σχέση μας είναι μοναδική και ως τέτοια την απολαμβάνω και την μοιράζομαι μαζί σου, αλλά να μην ταράξουμε και τα ύδατα λόγω παιδιών, εξοχικού και δανείου, πρέπει να βρισκόμαστε κρυφά».
Είχε δίκιο ο Περικλής της που εξέφραζε συχνά τις αντιρρήσεις του, άλλωστε διαφωνούσε φιλοσοφικά με τον εν λόγω εραστή, ο πολιτισμός δεν παραγόταν σε λαμπερές βιτρίνες και σε λόγους ακαδημαϊκών. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή που ο ξένος αράδιαζε με θεατρικότητα όλα αυτά τα πικρά και οδυνηρά συμβάντα της ζωής του, όρμηξε και του άρπαξε τον αστράγαλο αφήνοντας για καιρό τα αποτυπώματα στη σάρκα του, σπάζοντας το φλιτζάνι με τον καυτό καφέ πάνω στην κοιλιά του. Ο Περικλής της την ένιωθε, είχε διάκριση στην αλήθεια και στο ψέμα.
Σήμερα τα πράγματα θα κυλούσαν με άλλο τρόπο, δίχως σύνορα αυστηρά, παγιωμένους ρόλους και ψέματα. Ο Νίκος ήταν ελεύθερος από δεσμεύσεις οικογενειακές, ζούσε μονάχος και δεν είχε τίποτα να κρύψει. Και εκείνη τα είχε ετοιμάσει όλα. Τα είχε ετοιμάσει όλα καθώς πρέπει. Πιστή στον δικό της ρόλο.
Ο Περικλής τράβηξε λίγο την κουρτίνα με το πόδι του, κάτι έπιασε το βλέμμα του στο βάθος της βεράντας κάτω από το μεταλλικό τραπέζι, ένα όν με τεράστιες μαύρες φτερούγες σαν Στέλθ, το είχε πρωτοδεί στην τηλεόραση στο πρόγραμμα για τα παιδιά, ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικό για τα δεινά του πολέμου, ένα από εκείνα τα πληκτικά απογεύματα που η μαμά έλειπε σε πολιτιστικά δρώμενα της πόλης ατελείωτες ώρες. Ολοκλήρωσε το φαντασιωτικό ταξίδι του στη χώρα των μεγάλων δίποδων και σέρφαρε για λίγο στο διαδίκτυο ψάχνοντας στο λεξικό για την ερμηνεία δυσνόητων λέξεων (εν τω μεταξύ το Στέλθ του μετακινήθηκε για λίγο προς το δενδράκι με τα μανταρίνια, ανασήκωσε το κεφάλι του και με το κίτρινο ράμφος του τσίμπησε κάτι ακαθορίστου ταυτότητος από την γλάστρα).
Ο Περικλής έκλεισε τον υπολογιστή και φαντασιώθηκε την «πρωταρχική σκηνή». Την έκφραση αυτή την είχε ξεσηκώσει από το ψυχαναλυτικό λεξικό των Λαπλάς Ποντάλις, κατά Φρόιντ σήμαινε την εμπειρία να δει ή να φαντασιωθεί αναδρομικά το παιδί τον πατέρα με την μητέρα στο κρεβάτι να παίζουνε ένα παιγνίδι που απέκλειε την συμμετοχή του.
Ο ίδιος δεν θυμάται κάτι παρόμοιο, άλλωστε είχε μόνο μαμά και όχι μπαμπά, αλλά με τη σκέψη και μόνο ότι αυτή η περίφημη «πρωταρχική σκηνή» θα λάβαινε χώρα μπροστά του αναδρομικά του κόπηκε η όρεξη για το γεμιστό Στέλθ με κάστανα. Ο Περικλής την ήθελε καταδική του τη μαμά. Τούτη την επιστημονική ορολογία την χρησιμοποιούσε με τον δικό του τρόπο όταν δημιουργούσε τα σενάριά του.
Η πρωταρχική σκηνή ήταν για τον Περικλή η μεγάλη δική του στιγμή, το δικό του παιγνίδι, όταν αφουγκραζότανε πάνω στο στήθος της μαμάς τους χτύπους της καρδιάς της και αυτό, λαμπερό και εκθαμβωτικό όσο ποτέ εκτίναζε ένα πίδακα από φρέσκο γάλα, που το ρουφούσε κάθε φορά με ασύστολή λαιμαργία. Κι ενώ χανόταν για πολλοστή φορά φαντασιωτικά στην ευδαιμονική του εμπειρία, το Στέλθ άνοιξε τα μεταλλικά του φτερά και χάθηκε πίσω από ένα εκτυφλωτικό φως.
Ο Περικλής χαλάρωσε και χάθηκε στο μεγάλο απέραντο χώρο του ονείρου όπου δεν τον ξεσήκωναν οι προβληματισμοί και οι απορίες για τον πολύπλοκο κόσμο των μεγάλων δίποδων. Στον προσωπικό του γαλαξία μπορούσε να κάνει το ταξίδι του συναρπαστικό, πετώντας σε άγνωστους πλανήτες, σε λαμπερά αστέρια, βλέποντας πανοραμικά τα τοπία των πόλεων και όχι να παραμείνει γειωμένος στα ασπρόμαυρα πλακάκια του διαδρόμου ή στο ξύλινο παρκέ πλάι στα άχαρα πόδια των δίποδων όντων. Προτιμούσε τα ύψη, τα υψηλά ιδεώδη, τις κορυφές των βουνών, όλα τα μπελβεντέρε, τις αρχαίες ακροπόλεις των πόλεων, τα μεσαιωνικά Σατώ. Κάπου κάπου συνερχόταν από το εκστατικό πέταγμά του. Του ανέκοπτε την φόρα ο μύθος του Ίκαρου. Στιγμιαία συνελάμβανε το ασύλληπτο, ότι μπορεί να καεί η να τυφλωθεί από το ηλιακό φως και να χάσει δια παντός την ευδαιμονική εμπειρία στο στήθος της μαμάς. Κάτι έψαχνε στα ύψη του ο Περικλής, κάτι άφατο.
Η Καίτη ξανακοίταξε την ώρα με λίγο άγχος και πριν προλάβει να συρθεί στην αλληλουχία πολύπλοκων αρνητικών συλλογισμών, να μεταλλαχθεί η ίδια στο πρόσημο της άρνησης, χτύπησε το κουδούνι παρατεταμένα. Ήταν ο Νίκος, ξεφυσούσε σαν ατμομηχανή, κάθιδρος κρυβότανε πίσω από μια τεράστια γλάστρα με μοβ κυκλάμινα, το χρώμα του πένθους και της ανάστασης. Προφανώς είχε αργοπορήσει στο ανθοπωλείο.
Χαμογέλασε και τον οδήγησε στο σαλόνι όπου ο Περικλής της μακάριος κοιμότανε πάνω στο μαξιλάρι της πλάτης του μεγάλου αναπαυτικού καναπέ, η θέση της προτίμησής του ( όταν ήταν μόνοι οι δυό τους στο σπίτι). Τώρα, όφειλε να τον ξυπνήσει ή να τον μετακινήσει στο καλάθι με το γαλάζιο μαξιλαράκι. Εκείνος διαμαρτυρήθηκε με ένα παρατεταμένο κλαψιάρικο νιαούρισμα για το απροσδόκητο ξεβόλεμα και με ένα σάλτο χώθηκε πίσω από την κουρτίνα. Εκεί είχε το οπτικό πεδίο ελεύθερο και προς τα μέσα και προς τα έξω, διπλή δράση. Η Καίτη τον ξέχασε για λίγο και ασχολήθηκε με την γλάστρα, την άφησε στο γραφείο και πήρε να σερβίρει με κέφι τους αρωματικούς καφέδες και το πορτοκαλί κεικ καρότου. Όλα έβαιναν καλώς για την Καίτη και τον Νίκο, οι διαθέσεις, η επικοινωνία, το κύριο γεύμα που ακολούθησε με τη σάλτσα φρούτων, οι αφηγήσεις και οι πολιτικοί σχολιασμοί, η ώρα κυλούσε έως τη μεγάλη στιγμή. Όλα τα προεόρτια οδηγούσαν στην επιβεβαίωση του αμοιβαίου πόθου.
Βράδιασε. Ο Περικλής αποκοιμήθηκε πίσω από την κουρτίνα και κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα ξύπνησε από μια παράξενη κραυγή. Όχι, αυτό δεν ήταν το κάλεσμα της μαμάς, ήταν κάτι άλλο, διαφορετικό, πιο πολύ έμοιαζε με κραυγή αγωνίας και πόνου, φωνήματα άτακτα που προσελάμβαναν μορφή και ρυθμό σιγά σιγά. Άνοιξε τους μεγάλους του φακούς στο σκοτάδι και τα είδε όλα.
Ένα όν τριχωτό, τεράστιο είχε ορμήξει πάνω στη μαμά και ρουφούσε το αίμα της, τη χτυπούσε με ένα λάστιχο και της τραβούσε τα μαλλιά ενώ την έσυρε στο πάτωμα και εκείνη ούρλιαζε έντρομη, βογκούσε, πονούσε και ζητούσε απαρεγκλίτως την βοήθειά του. Ο Περικλής είχε διαγράψει εκείνη τη στιγμή την ερμηνεία του Ψυχαναλυτικού λεξικού Λαπλάς Ποντάλις και το μόνο που έβλεπε μέσα στη νύχτα ήταν ο πόνος της μαμάς, τα βασανιστήρια του σαδιστικού τέρατος. Πέρασε αστραπιαία από το στομάχι του ολοζώντανο το συναίσθημα της ζήλιας, ένα τσούξιμο βαθύ, γλίστρησε πιο κάτω στο υπογάστριο σαν διέγερση και έσβησε έξω στην κρύα νύχτα ανάμιχτο με φόβο παράπονο και οργή.
Ποιος διάβολος ήταν αυτός με τα φουντωτά μαλλιά και τα εργαλεία του πόνου που τυραννούσε την μαμά, που έστυβε το ιερό της στήθος, ποιος είχε τρυπώσει εκεί που αυτός ζούσε την ωκεάνιο ένωση (στη κρυψώνα του, στη φωλιά του που εξέπεμπε αιώνες τώρα φως, που ανήκε στο φυλογενετικό παρελθόν του), σε εκείνη τη φωλιά που τον κρατούσε ολοζώντανο και ακμαίο δίχως το κυνήγι των πολύχρωμων φτερωτών του, άλλωστε ακόμη και το κυνήγι για την μαμά το έκανε, γι αυτό συχνά απίθωνε στα πόδια της ως τρόπαιο μάχης τα θύματά του, γι αυτό κρατούσε και την αράχνη την Μαρίκα και δεν την έσβηνε από προσώπου γης, γι αυτό δεν την κοπάνησε από το ναό του όταν μια μέρα που η μαμά ξέχασε ορθάνοιχτη την πόρτα δεν εφόρμησε στη κρύα έρημο με τα Μιράζ, τα Στέλθ και τις μανταρινιές, τα ελικόπτερα και τα άλογα, ολόκληρο το βασίλειο των συναδέλφων του να τον προσκαλούν στην περιπέτεια της ζωής του, στο μεγάλο ρίσκο.
Παρέμεινε πιστός στο περιχαρακωμένο ιερό χώρο, δεν άνοιξε τα δικά του φτερά για χάρη της μαμάς, δεν πέταξε έξω στο άγνωστο με τόλμη, που έκρυβε εκπλήξεις, ηδονές και απρόοπτα. Και τώρα κάποιος αγνώστου ταυτότητος από εκείνο τον απέραντο κόσμο τόλμησε να εισβάλει βιαίως στον γαλαξία τους, στο δικό τους άβατο, και αποπειράθηκε να καταστρέψει τις πλεύσεις του, το αγκυροβόλημά του στον μυχό του λιμανιού της, που ξεχειλίζει από τα όνειρά του.
Ο Περικλής δεν αστειευόταν, έπρεπε να δράσει, πήρε φόρα μέσα στο σκοτάδι και όρμησε στο θύμα του με όλες τις μνήμες της δύναμής του. Αμ’ έπος αμ’ έργον. Παρασυρμένος από το πάθος του εξακόντισε το όπλο του, δάγκωσε την καυτή άμορφη μάζα, έμπηξε τα νύχια του στην σάρκα να βγει το αίμα να την αφαιμάξει από την ζωντάνια της να την στεγνώσει σαν μούμια και να την πετάξει έξω στην κρύα έρημο πολύ μακριά από τις μανταρινιές άλλωστε τόσα χρόνια, αιώνες τώρα, περίμενε με αδημονία αυτή τη στιγμή, τα ακόνιζε τα νύχια του για την επίθεση στην «πρωταρχική σκηνή» που απειλούσε να καταστρέψει την αρμονία των ονείρων του.
Όλο το σύστημα κατέρρευσε, το τέρας πετάχτηκε επάνω ουρλιάζοντας λουσμένο στο αίμα, το δωμάτιο έλαβε άλλες διαστάσεις. Η «πρωταρχική σκηνή» είχε λάβει σάρκα και οστά, δεν έμενε πια εγκλωβισμένη στον φαντασιωτικό του κόσμο. Ο Περικλής έπαιρνε πίσω το αίμα του, άλλωστε πριν δύο χρόνια η μαμά του είχε δωρίσει στα γενέθλιά του με αφιέρωση (στον αγαπημένο μου μονάκριβο υιό για τα επτά χρόνια από τη γέννησή του) το βιβλίο «ο άνθρωπος με τους λύκους».
Τον περίμενε στις δώδεκα για καφέ. Είχαν να πούνε πολλά οι δυό τους, για τους φαρμακωμένους χωρισμούς, για την μοναξιά που έμπαινε από τα διαμπερή ανοίγματα του σπιτιού, για τις ωραίες μέρες με φρέσκους λουλουδάτους έρωτες. Η Καίτη χάιδεψε τον Περικλή και τον κατέβασε με ένα απαλό σπρώξιμο από το τραπέζι της κουζίνας.
Εκείνος την κοίταξε απορημένος με τις τεράστιες πράσινες οπές της ψυχής του. Το είχε κατακτήσει με επιμονή, μόχθο και πολλούς αγώνες το δικαίωμα αυτό, να εποπτεύει το σπίτι και τους πιθανούς εισερχόμενους από το τραπέζι της κουζίνας στη στάση της σφίγγας πάνω στο κόκκινο καρρώ τραπεζομάντιλο. Έπιανε το πόστο του και περίμενε λες την αποκάλυψη, ώσπου τον αποσπούσε η εκνευριστική πτήση κάποιου εντόμου. Ο Περικλής το μάτιαζε, σκόπευε κατευθείαν στην καρδιά του και εκείνο με το πρώτο χτύπημα, κατρακυλούσε κάτω από το πλυντήριο και γραπωνότανε (σε μια ύστατη προσπάθεια για να σωθεί) από τον ιστό μιας μικρούλας ξετσίπωτης και υστερόβουλης αράχνης, της Μαρίκας, που τά ΄θελε όλα δικά της και περίμενε υπομονετικά ολόκληρα μερόνυχτα τα θύματά της εξυφαίνοντας τον ιστό της αθόρυβα .
Την γούσταρε την αράχνη του ο Περικλής, ήταν ο ευκαιριακός του σύμμαχος τις κρίσιμες εκείνες στιγμές που εξασφάλιζε το ορεκτικό του και κάποιες φορές και το επιδόρπιο. Αλλά σήμερα τι είχε συμβεί και η μαμά του στέρησε την ηδονή του κυνηγιού, την απόλαυση να ανακαλύψει τον στόχο του, να τον πλησιάσει αθόρυβα, να τον κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια, να του παραχωρήσει για λίγο την ελπίδα ότι θα του επιτρέψει να ξεφύγει από το πεδίο της μάχης, την ελευθερία της σωτήριας επιλογής (να πετάξει ψηλά προς την κουρτίνα) και εκείνος εν τω μεταξύ να προσποιηθεί για λίγο τον αδιάφορο και μόλις το θύμα ξεγελασμένο από την παραζάλη της ελευθερίας του προσγειωθεί σαν ελικόπτερο στην πεδιάδα, να του ορμήξει και να το χτυπήσει στο μέτωπο ακριβώς εκεί που σμίγουν τα φρύδια.
Τελευταία το παράκανε ο Περικλής με την πρακτική του καράτε. Πιότερο από το κομμάτιασμα της σάρκας με τα αιχμηρά του δοντάκια, την αργή σύνθλιψή της, το λιώσιμο, το πλατάγιασμα της γλώσσας στον ουρανίσκο, το ηδυπαθές γλείψιμο των χειλιών και το ρέψιμο, τον ενδιέφερε το δυνατό χτύπημα με το δεξί μπροστινό πόδι, στην αρχή βίαιο και μετά πιο απαλό σα χάδι. Προφανώς κάπου τό ΄χε δει αυτό το χτύπημα, που κλιμακώνεται άλλοτε αργά και άλλοτε βίαια, σε μια από αυτές τις μυστικές παρακολουθήσεις που έκανε στο δωμάτιο της μαμάς κρυμμένος κάτω από μια πολυθρόνα ενώ αφουγκραζότανε επί ώρες τον ιδιάζοντα ήχο που έβγαζε κάθε φορά εκείνος ο μεγαλόσωμος αδιευκρινίστου ταυτότητος άντρας από τον έξω κόσμο. Ο Περικλής εκεί ένιωσε για πρώτη φορά κάποια διέγερση ανάμικτη με ζήλια, φόβο και άγχος. Του το χάρισε προς στιγμήν το θανατηφόρο χτύπημα ο Περικλής γιατί ένιωθε πως η μαμά του διασκέδαζε με τις κραυγές αυτού του παράξενου τριχωτού όντος.
Ο Περικλής υπάκουσε στην εντολή της μαμάς, γλίστρησε στο πατάκι, με ένα σάλτο βρέθηκε στο καλάθι με το γαλάζιο μαξιλαράκι του και κούρνιασε, εκεί άλλωστε μια χαρά ήτανε, μπορούσε να εποπτεύει το σαλόνι, τους καναπέδες μέχρι και τις μανταρινιές στο μπαλκόνι. Είχε το χάζι της η αναμονή της θέας κάποιου πτερωτού πίσω από το τζάμι και η φαντασίωση ότι θα κατέληγε κάποια στιγμή στο στομάχι του, αλλά μάλλον το προτιμούσε μαγειρεμένο απ’ τη μαμά, όπως έκανε την Πρωτοχρονιά με την παραγεμισμένη γαλοπούλα. Θα το τσάκιζε με το εκπαιδευμένο του τριχωτό πόδι αφού το έπαιζε για ώρα έξω εκεί στην κρύα έρημο, θα το έπαιζε για ώρα μέχρι να σιτέψει, να μαλακώσει, να χάσει την ακμάδα του, έπειτα θα το έδενε με μια κόκκινη κορδέλα και θα το πρόσφερε έκπληξη στη μαμά να το γεμίσει με κάστανα και να το φάνε οι δυό τους δίπλα στο τζάκι. Ολομόναχοι.
Η Καίτη είχε ετοιμάσει κεικ καρότου και μεσημεριανό μια σούπα από σπανάκι και κάστανα, λίγο μοσχαράκι με πικάντικη σάλτσα από φρούτα. Θα έδινε και στον Περικλή της το πιάτο του, δεν θα τον άφηνε να κλαίει και να τρίβεται στεναχωρημένος στα πόδια της. Η παρηγοριά της, σκέφτηκε. Με όλους αυτούς τους ανισόρροπους εραστές που κυκλοφορούσαν που να βγάλεις άκρη.
Στην αρχή της γνωριμίας τους βροχή από τηλέφωνα, προτάσεις για εξόδους σε γκαλερί, σε κοντσέρτα, σε παρουσιάσεις βιβλίων, δηλαδή σε δημόσιους χώρους με κόσμο, όπου χάνεται το ιδιωτικό, το προσωπικό, και το βλέμμα δεν εστιάζεται στους παντρεμένους εν κρίσει. Και εκείνη ανακάλυπτε σιγά σιγά ότι ο εραστής ήταν παντρεμένος, ότι έψαχνε εναγωνίως για την εκστατική σχέση που θα συμπλήρωνε το μοντέλο του ότι συνέχιζε κρυφά (επίμονα και παθιάρικα) από τη σύζυγο το έργο του στο σπίτι της (το μόνο καταφύγιο για τους παράνομους εραστές που είχαν ένα κάρο υποχρεώσεις, παιδιά και δάνεια).Είχε μπαφιάσει να ακούει τις ίδιες ιστορίες και να υφίσταται τα ίδια σενάρια. Πανομοιότυπα.
Η Καίτη ξεχνούσε τον δικό της ρόλο στο παιγνίδι αυτό. Την δική της υποστήριξη την δική της υστεροβουλία.
«Αγάπη μου» της είπε ο Κώστας τρυφερά ένα βράδυ την πρώτη φορά που συναντήθηκαν στο σπίτι της παίζοντας με τις μπούκλες των μαλλιών της, μετά από ένα μήνα που είχαν εξερευνήσει και εξαντλήσει όλους τους πνευματικούς χώρους όπου παράγεται πολιτισμός (έτσι ισχυριζόταν εκείνος, πολυπράγμων ακαδημαϊκός και ισχυρογνώμων). «Ξέρεις γλυκειά μου, είμαι παντρεμένος. Με την γυναίκα μου κοιμόμαστε χώρια, η κρίση βλέπεις έχει πάρει ολέθριες διαστάσεις για το γάμο μας», και άρχισε να αραδιάζει τις σκηνές του δράματός του με υπερβολή καλλιτέχνη που ποθεί να ανατινάξει τις συμβάσεις, με τρεμάμενη φωνή ηθοποιού που έχει ταυτιστεί με τον ρόλο, έχει χαθεί μέσα σ’ αυτόν, αφήνοντας στην άκρη όλες τις χρυσές στιγμές που περνάει με την σύντροφό του. Και συνέχισε το πρόγραμμά του το οποίο είχε παιχτεί πάμπολλες φορές, ανασυντασσόμενο με τον ίδιο επιτυχή τρόπο και με ακλόνητη αυτοπεποίθηση.
«Ξέρεις γλυκειά μου η σχέση μας είναι μοναδική και ως τέτοια την απολαμβάνω και την μοιράζομαι μαζί σου, αλλά να μην ταράξουμε και τα ύδατα λόγω παιδιών, εξοχικού και δανείου, πρέπει να βρισκόμαστε κρυφά».
Είχε δίκιο ο Περικλής της που εξέφραζε συχνά τις αντιρρήσεις του, άλλωστε διαφωνούσε φιλοσοφικά με τον εν λόγω εραστή, ο πολιτισμός δεν παραγόταν σε λαμπερές βιτρίνες και σε λόγους ακαδημαϊκών. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή που ο ξένος αράδιαζε με θεατρικότητα όλα αυτά τα πικρά και οδυνηρά συμβάντα της ζωής του, όρμηξε και του άρπαξε τον αστράγαλο αφήνοντας για καιρό τα αποτυπώματα στη σάρκα του, σπάζοντας το φλιτζάνι με τον καυτό καφέ πάνω στην κοιλιά του. Ο Περικλής της την ένιωθε, είχε διάκριση στην αλήθεια και στο ψέμα.
Σήμερα τα πράγματα θα κυλούσαν με άλλο τρόπο, δίχως σύνορα αυστηρά, παγιωμένους ρόλους και ψέματα. Ο Νίκος ήταν ελεύθερος από δεσμεύσεις οικογενειακές, ζούσε μονάχος και δεν είχε τίποτα να κρύψει. Και εκείνη τα είχε ετοιμάσει όλα. Τα είχε ετοιμάσει όλα καθώς πρέπει. Πιστή στον δικό της ρόλο.
Ο Περικλής τράβηξε λίγο την κουρτίνα με το πόδι του, κάτι έπιασε το βλέμμα του στο βάθος της βεράντας κάτω από το μεταλλικό τραπέζι, ένα όν με τεράστιες μαύρες φτερούγες σαν Στέλθ, το είχε πρωτοδεί στην τηλεόραση στο πρόγραμμα για τα παιδιά, ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικό για τα δεινά του πολέμου, ένα από εκείνα τα πληκτικά απογεύματα που η μαμά έλειπε σε πολιτιστικά δρώμενα της πόλης ατελείωτες ώρες. Ολοκλήρωσε το φαντασιωτικό ταξίδι του στη χώρα των μεγάλων δίποδων και σέρφαρε για λίγο στο διαδίκτυο ψάχνοντας στο λεξικό για την ερμηνεία δυσνόητων λέξεων (εν τω μεταξύ το Στέλθ του μετακινήθηκε για λίγο προς το δενδράκι με τα μανταρίνια, ανασήκωσε το κεφάλι του και με το κίτρινο ράμφος του τσίμπησε κάτι ακαθορίστου ταυτότητος από την γλάστρα).
Ο Περικλής έκλεισε τον υπολογιστή και φαντασιώθηκε την «πρωταρχική σκηνή». Την έκφραση αυτή την είχε ξεσηκώσει από το ψυχαναλυτικό λεξικό των Λαπλάς Ποντάλις, κατά Φρόιντ σήμαινε την εμπειρία να δει ή να φαντασιωθεί αναδρομικά το παιδί τον πατέρα με την μητέρα στο κρεβάτι να παίζουνε ένα παιγνίδι που απέκλειε την συμμετοχή του.
Ο ίδιος δεν θυμάται κάτι παρόμοιο, άλλωστε είχε μόνο μαμά και όχι μπαμπά, αλλά με τη σκέψη και μόνο ότι αυτή η περίφημη «πρωταρχική σκηνή» θα λάβαινε χώρα μπροστά του αναδρομικά του κόπηκε η όρεξη για το γεμιστό Στέλθ με κάστανα. Ο Περικλής την ήθελε καταδική του τη μαμά. Τούτη την επιστημονική ορολογία την χρησιμοποιούσε με τον δικό του τρόπο όταν δημιουργούσε τα σενάριά του.
Η πρωταρχική σκηνή ήταν για τον Περικλή η μεγάλη δική του στιγμή, το δικό του παιγνίδι, όταν αφουγκραζότανε πάνω στο στήθος της μαμάς τους χτύπους της καρδιάς της και αυτό, λαμπερό και εκθαμβωτικό όσο ποτέ εκτίναζε ένα πίδακα από φρέσκο γάλα, που το ρουφούσε κάθε φορά με ασύστολή λαιμαργία. Κι ενώ χανόταν για πολλοστή φορά φαντασιωτικά στην ευδαιμονική του εμπειρία, το Στέλθ άνοιξε τα μεταλλικά του φτερά και χάθηκε πίσω από ένα εκτυφλωτικό φως.
Ο Περικλής χαλάρωσε και χάθηκε στο μεγάλο απέραντο χώρο του ονείρου όπου δεν τον ξεσήκωναν οι προβληματισμοί και οι απορίες για τον πολύπλοκο κόσμο των μεγάλων δίποδων. Στον προσωπικό του γαλαξία μπορούσε να κάνει το ταξίδι του συναρπαστικό, πετώντας σε άγνωστους πλανήτες, σε λαμπερά αστέρια, βλέποντας πανοραμικά τα τοπία των πόλεων και όχι να παραμείνει γειωμένος στα ασπρόμαυρα πλακάκια του διαδρόμου ή στο ξύλινο παρκέ πλάι στα άχαρα πόδια των δίποδων όντων. Προτιμούσε τα ύψη, τα υψηλά ιδεώδη, τις κορυφές των βουνών, όλα τα μπελβεντέρε, τις αρχαίες ακροπόλεις των πόλεων, τα μεσαιωνικά Σατώ. Κάπου κάπου συνερχόταν από το εκστατικό πέταγμά του. Του ανέκοπτε την φόρα ο μύθος του Ίκαρου. Στιγμιαία συνελάμβανε το ασύλληπτο, ότι μπορεί να καεί η να τυφλωθεί από το ηλιακό φως και να χάσει δια παντός την ευδαιμονική εμπειρία στο στήθος της μαμάς. Κάτι έψαχνε στα ύψη του ο Περικλής, κάτι άφατο.
Η Καίτη ξανακοίταξε την ώρα με λίγο άγχος και πριν προλάβει να συρθεί στην αλληλουχία πολύπλοκων αρνητικών συλλογισμών, να μεταλλαχθεί η ίδια στο πρόσημο της άρνησης, χτύπησε το κουδούνι παρατεταμένα. Ήταν ο Νίκος, ξεφυσούσε σαν ατμομηχανή, κάθιδρος κρυβότανε πίσω από μια τεράστια γλάστρα με μοβ κυκλάμινα, το χρώμα του πένθους και της ανάστασης. Προφανώς είχε αργοπορήσει στο ανθοπωλείο.
Χαμογέλασε και τον οδήγησε στο σαλόνι όπου ο Περικλής της μακάριος κοιμότανε πάνω στο μαξιλάρι της πλάτης του μεγάλου αναπαυτικού καναπέ, η θέση της προτίμησής του ( όταν ήταν μόνοι οι δυό τους στο σπίτι). Τώρα, όφειλε να τον ξυπνήσει ή να τον μετακινήσει στο καλάθι με το γαλάζιο μαξιλαράκι. Εκείνος διαμαρτυρήθηκε με ένα παρατεταμένο κλαψιάρικο νιαούρισμα για το απροσδόκητο ξεβόλεμα και με ένα σάλτο χώθηκε πίσω από την κουρτίνα. Εκεί είχε το οπτικό πεδίο ελεύθερο και προς τα μέσα και προς τα έξω, διπλή δράση. Η Καίτη τον ξέχασε για λίγο και ασχολήθηκε με την γλάστρα, την άφησε στο γραφείο και πήρε να σερβίρει με κέφι τους αρωματικούς καφέδες και το πορτοκαλί κεικ καρότου. Όλα έβαιναν καλώς για την Καίτη και τον Νίκο, οι διαθέσεις, η επικοινωνία, το κύριο γεύμα που ακολούθησε με τη σάλτσα φρούτων, οι αφηγήσεις και οι πολιτικοί σχολιασμοί, η ώρα κυλούσε έως τη μεγάλη στιγμή. Όλα τα προεόρτια οδηγούσαν στην επιβεβαίωση του αμοιβαίου πόθου.
Βράδιασε. Ο Περικλής αποκοιμήθηκε πίσω από την κουρτίνα και κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα ξύπνησε από μια παράξενη κραυγή. Όχι, αυτό δεν ήταν το κάλεσμα της μαμάς, ήταν κάτι άλλο, διαφορετικό, πιο πολύ έμοιαζε με κραυγή αγωνίας και πόνου, φωνήματα άτακτα που προσελάμβαναν μορφή και ρυθμό σιγά σιγά. Άνοιξε τους μεγάλους του φακούς στο σκοτάδι και τα είδε όλα.
Ένα όν τριχωτό, τεράστιο είχε ορμήξει πάνω στη μαμά και ρουφούσε το αίμα της, τη χτυπούσε με ένα λάστιχο και της τραβούσε τα μαλλιά ενώ την έσυρε στο πάτωμα και εκείνη ούρλιαζε έντρομη, βογκούσε, πονούσε και ζητούσε απαρεγκλίτως την βοήθειά του. Ο Περικλής είχε διαγράψει εκείνη τη στιγμή την ερμηνεία του Ψυχαναλυτικού λεξικού Λαπλάς Ποντάλις και το μόνο που έβλεπε μέσα στη νύχτα ήταν ο πόνος της μαμάς, τα βασανιστήρια του σαδιστικού τέρατος. Πέρασε αστραπιαία από το στομάχι του ολοζώντανο το συναίσθημα της ζήλιας, ένα τσούξιμο βαθύ, γλίστρησε πιο κάτω στο υπογάστριο σαν διέγερση και έσβησε έξω στην κρύα νύχτα ανάμιχτο με φόβο παράπονο και οργή.
Ποιος διάβολος ήταν αυτός με τα φουντωτά μαλλιά και τα εργαλεία του πόνου που τυραννούσε την μαμά, που έστυβε το ιερό της στήθος, ποιος είχε τρυπώσει εκεί που αυτός ζούσε την ωκεάνιο ένωση (στη κρυψώνα του, στη φωλιά του που εξέπεμπε αιώνες τώρα φως, που ανήκε στο φυλογενετικό παρελθόν του), σε εκείνη τη φωλιά που τον κρατούσε ολοζώντανο και ακμαίο δίχως το κυνήγι των πολύχρωμων φτερωτών του, άλλωστε ακόμη και το κυνήγι για την μαμά το έκανε, γι αυτό συχνά απίθωνε στα πόδια της ως τρόπαιο μάχης τα θύματά του, γι αυτό κρατούσε και την αράχνη την Μαρίκα και δεν την έσβηνε από προσώπου γης, γι αυτό δεν την κοπάνησε από το ναό του όταν μια μέρα που η μαμά ξέχασε ορθάνοιχτη την πόρτα δεν εφόρμησε στη κρύα έρημο με τα Μιράζ, τα Στέλθ και τις μανταρινιές, τα ελικόπτερα και τα άλογα, ολόκληρο το βασίλειο των συναδέλφων του να τον προσκαλούν στην περιπέτεια της ζωής του, στο μεγάλο ρίσκο.
Παρέμεινε πιστός στο περιχαρακωμένο ιερό χώρο, δεν άνοιξε τα δικά του φτερά για χάρη της μαμάς, δεν πέταξε έξω στο άγνωστο με τόλμη, που έκρυβε εκπλήξεις, ηδονές και απρόοπτα. Και τώρα κάποιος αγνώστου ταυτότητος από εκείνο τον απέραντο κόσμο τόλμησε να εισβάλει βιαίως στον γαλαξία τους, στο δικό τους άβατο, και αποπειράθηκε να καταστρέψει τις πλεύσεις του, το αγκυροβόλημά του στον μυχό του λιμανιού της, που ξεχειλίζει από τα όνειρά του.
Ο Περικλής δεν αστειευόταν, έπρεπε να δράσει, πήρε φόρα μέσα στο σκοτάδι και όρμησε στο θύμα του με όλες τις μνήμες της δύναμής του. Αμ’ έπος αμ’ έργον. Παρασυρμένος από το πάθος του εξακόντισε το όπλο του, δάγκωσε την καυτή άμορφη μάζα, έμπηξε τα νύχια του στην σάρκα να βγει το αίμα να την αφαιμάξει από την ζωντάνια της να την στεγνώσει σαν μούμια και να την πετάξει έξω στην κρύα έρημο πολύ μακριά από τις μανταρινιές άλλωστε τόσα χρόνια, αιώνες τώρα, περίμενε με αδημονία αυτή τη στιγμή, τα ακόνιζε τα νύχια του για την επίθεση στην «πρωταρχική σκηνή» που απειλούσε να καταστρέψει την αρμονία των ονείρων του.
Όλο το σύστημα κατέρρευσε, το τέρας πετάχτηκε επάνω ουρλιάζοντας λουσμένο στο αίμα, το δωμάτιο έλαβε άλλες διαστάσεις. Η «πρωταρχική σκηνή» είχε λάβει σάρκα και οστά, δεν έμενε πια εγκλωβισμένη στον φαντασιωτικό του κόσμο. Ο Περικλής έπαιρνε πίσω το αίμα του, άλλωστε πριν δύο χρόνια η μαμά του είχε δωρίσει στα γενέθλιά του με αφιέρωση (στον αγαπημένο μου μονάκριβο υιό για τα επτά χρόνια από τη γέννησή του) το βιβλίο «ο άνθρωπος με τους λύκους».
Όστρια. ενα Μαγικό εστιατόριο στον Αη Γιάννη Πηλίου
Όστρια/Αγ.Ιωάννης/Πήλιο/2426032132
Ο
Άγιος Ιωάννης είναι ένα παραθαλάσσιο χωρίο..................
Για να πας στην Όστρια, θα περπατήσεις στην παραλιακή προμενάντ και στο
αριστερό σου χέρι θα δεις μια ταμπέλα με κάτι φρούτα, όχι δεν έφθασες,
ανέβα τα σκαλάκια, διέσχισε τις αυλές των σπιτιών, τους κήπους με τα
μυρωδικά και τους κήπους με τα εσπεριδοειδή. Για να βρεις το εστιατόριο,
κάνεις μια διαδρομή όπως στον Χαμένο Θησυαρό. Επιγραφές με βελάκια,
φωνές που ακούγονται από καπου, υποψίες φωτός που σε οδηγούν σε ένα
όμορφο σπίτι και το μπαλκόνι με τη θέα που σε κάνει να ξεχνάς που
βρίσκεσαι.
Κάπως έτσι βρέθηκαμε εκεί, στις οκτώμιση το βράδυ, μιας κάποιας μέρας του φετινού καλοκαιριού. (Η κράστηση στις οκτώμιση είναι κίνηση στρατηγικής, αφού η πλειοψηφία των τουριστών, δειπνεί στις εννέα).
..................................................................................
Ο κατάλογος έχει παραδοσιακές Πηλιορείτικές συνταγές. Πίτες, κάποια ζυμαρικά (για τους Αθηναίους) και κρέατα μαγειρεμένα.
Πήραμε μια σαλάτα που χωρίς να είναι και κάτι νέο ήτανε νόστιμη. Αργότερα διαπίστωσα πως τα λαχανικά, όπως και τα μυρωδικά, είναι από τον κήπο. Μια πίτα με λαχανικά (πίτα του βοσκού) νόστιμη με σπιτικό χοντρό φύλλο και κρύα. Μια πίτα είναι σημαντικό να είναι κρύα, γιατί αλλιώς σημαίνει πως είναι ξαναζεσταμένη (εκτός και αν έχει μόλις βγει από το φούρνο).
Κάπως έτσι βρέθηκαμε εκεί, στις οκτώμιση το βράδυ, μιας κάποιας μέρας του φετινού καλοκαιριού. (Η κράστηση στις οκτώμιση είναι κίνηση στρατηγικής, αφού η πλειοψηφία των τουριστών, δειπνεί στις εννέα).
..................................................................................
Ο κατάλογος έχει παραδοσιακές Πηλιορείτικές συνταγές. Πίτες, κάποια ζυμαρικά (για τους Αθηναίους) και κρέατα μαγειρεμένα.
Πήραμε μια σαλάτα που χωρίς να είναι και κάτι νέο ήτανε νόστιμη. Αργότερα διαπίστωσα πως τα λαχανικά, όπως και τα μυρωδικά, είναι από τον κήπο. Μια πίτα με λαχανικά (πίτα του βοσκού) νόστιμη με σπιτικό χοντρό φύλλο και κρύα. Μια πίτα είναι σημαντικό να είναι κρύα, γιατί αλλιώς σημαίνει πως είναι ξαναζεσταμένη (εκτός και αν έχει μόλις βγει από το φούρνο).
Το καλύτερο όμως ήτανε οι ντοματοκεφτέδες που ήτανε αχ! οι ντοματοκεφτέδες.
Μετά
βέβαια ακολούθησε το γιαουρτλού (πολύ ωραία μαγειρεμένο, γευόσουν κάθε
συστατικό, το κρέας, τα καρύδια, το κύμμινο, την κανέλα), το μοσχάρι με
τα μανιτάρια (με μια μια πολύ νόστιμη σάλτσα από το ζουμάκι του) και τα
μπιφτέκια που ήτανε με σιγουριά τα καλύτερα που έχω φάει σε εστιατόριο
μετά την αμνησία μου.
Συνοδεύσαμε με ένα βιολογικό μερλό χύμα, που δεν το λες και το τυπικό μερλο.
Πληρώσαμε 20,00 ανά κεφάλι.
Τα ενδότερα, είναι επίσης ένας όμορφος χώρος. Εκεί συνάντησα την ιδιοκτήτρια. Η κ.Χαρίκλεια Βασιλείου, γεννήθηκε στο Πήλιο και τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια διατηρεί αυτό το εστιατόριο. Είναι μέλος της Slow Food (παγκόσμιο κίνημα για την προώθηση και προστασία της τοπικής κουζίνας και πολιτισμού) και έχει γράψει ένα βιβλίο τοπικής «μαγειρικής» . Το βιβλίο αυτό είναι ένας θησαυρός. Το διάβασα δυο φορές απανωτές. Είναι γεμάτο πληροφορίες για την ιστορία του τόπου της, ιστορίες, και υπέροχες συνταγές.
Το συμπέρασμα.
Μια πρώτη ματιά είναι ένα καλό εστιατόριο. Η ιδιοκτήτρια είναι αυτή που το κάνει προορισμό. Έχει την επιμέλεια ενός τέτοιου χώρου, έχει πελάτες που έρχονται και ξανάρχονται (από την Ελλάδα και το εξωτερικό), τους φροντίζει («φάγατε καλά χρυσά μου;») και μαγειρεύει μια κουζίνα που η ίδια έχει βιώσει.( Όταν αναλογιστείς την γαστρονομική κατάσταση λίγο παραπέρα, φαντάζει τουλάχιστον Elbulli). Αν δεν είναι στα άμεσα σχέδια, ένα ταξίδι μέχρι το Πήλιο πάντως, προμηθευτείται το βιβλίο της.
Info.
Όστρια/Αγ. Ιωάννης/Πήλιο/2426032132
«Πηλειορείτικη Κουζίνα», Χαρίκλεια Βασιλείου/Εκδόσεις Κέδρος,2005/www.kedros.gr
βιβλιογραφια για τον νεορατσισμο
Pierre-Andre Taguieff “Sur la Nouvelle droite » (Descartes & Cie, Paris 1994). Ακολουθώντας τη συμβουλή του Ρεϊμόν Αρόν, ότι «όποιος αποστρέφεται τις ιδέες του Αλέν ντε Μπενουά οφείλει να τις πολεμά με ιδέες, όχι με ξύλο ή με βιτριόλι», ο συγγραφέας αναλύει το φαινόμενο της Νέας Δεξιάς και δίνει αναλυτικές απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που γεννά η αναβίωση του ρατσιστικού λόγου. Το εκτενέστερο από τα δοκίμια που περιλαμβάνονται στον τόμο αναφέρεται στην προσωπική διαδρομή του Αλέν ντε Μπενουά. Ο φιλόσοφος Πιερ Ταγκιέφ είναι ο πρώτος που εισήγαγε τον όρο διαφοριστικός ρατσισμός, για να περιγράψει τη νέα ρατσιστική θεωρία που εγκαταλείπει τα παλιά βιολογικά στερεότυπα.
Ετιέν Μπαλιμπάρ-Ιμμανουέλ Βαλλερστάιν «Φυλή Έθνος Τάξη» (μετάφραση Αγγελος Ελεφάντης, Ελένη Καλαφάτη, εκδόσεις Ο Πολίτης, Αθήνα 1991). Στο πρώτο δοκίμιο του Μπαλιμπάρ που περιλαμβάνει αυτός ο τόμος («Υπάρχει νεορατσισμός;») περιγράφεται η θεωρία του διαφοριστικού ρατσισμού και η μετατόπιση των σύγχρονων ρατσιστών από την κλασική θεωρία της ανισότητας των φυλών.
Pierre Andre Taguieff “La force du prejuge » (La Decouverte, Paris 1987). Ανάλυση του ρατσισμού ως του πιο ισχυρού σύγχρονου ταμπού. Απάντηση στο ερώτημα για ποιο λόγο κανείς δεν είναι διατεθειμένος να δηλώσει ρατσιστής. Η δύναμη της προκατάληψης στη «μεταμοντέρνα» κοινωνία.
Pierre Andre Taguieff “Les metamorphoses ideologiques du racisme et la crise de l’antiracisme » (στο συλλογικό «Face au racisme », La Decouverte, Paris 1991, με επιμέλεια του ίδιου). Η νεορατσιστική χρήση της πολιτισμικής ταυτότητας πληθυσμιακών ομάδων και ιδιαίτερα εναντίον των μεταναστών στην Ευρώπη.
ενα σχόλιο μου στο Μπλογκ ΑΦΟΡΜΗ με............αφορμή ενα αρθρο του Μηλιού : Για την προταση επιστροφής στη ..δραχμή
πηγη:
”Υποτίμηση τι σημαίνει; Σημαίνει ότι κάνουμε τις εξαγωγές μας πιο προσιτές και μειώνουμε την ανεργία και κατευθύνουμε την ανάπτυξη στις εγχώριες επιχειρήσεις. ”
μπορει να σημαινει αυτο για τους εξαγωγεις και τους επιχειρηματιες για τους μισθωτους ομως η Υποτιμηση σημαινει πολύ απλά Μειωση του πργματικου μισθου…ειναι μια απλή μεθοδος εξαγωγής υπεραξιας και μαλιστα βιαιης…
————–
και μια συντριπτική υποτιμηση σαν αυτή που προτεινουν καποιοι ως ..λύση (την υποτιμημένη δραχμή ) θα σημανει και την συντριπτική μειωση μισθων ωστε να γινει μεν η ελλαδα παραδεισος για ..επενδυσεις τυπου κουβας του Μπατιστα.. η ενας μικρος τριτος κοσμος στον προθαλαμο της ευρωπης αλλά για τους ελληνες εργαζομενους – μισθωτους θα σημανει μισθους πεινας αναλογους με αυτους της Αφρικής η της ινδιας ή της Κινας..
και το ειρωνικό ειναι οτι αυτή η ακρως νεοφιλελεθερη λύση προτεινεται ως λύση ..αριστερή σε εργαζομενους που εχουν υποστει ηδη μια μεγαλη μειωση μισθων ..
θα αντιτεινει κανεις ..Μακρομεσοπροθεσμα αυτο θα ανοιξει τον δρομο στην αναπτυξη ,θα αυξηθουν οι εξαγωγες και θα μεγαλώσει η πιτα και θα,,,
μα αυτο δεν ελεγε συνεχώς η νεοφιλελευθερη θεωρια στην πιο ακραια της μορφή; .. Ακριβώς αυτο;
και μια συντριπτική υποτιμηση σαν αυτή που προτεινουν καποιοι ως ..λύση (την υποτιμημένη δραχμή ) θα σημανει και την συντριπτική μειωση μισθων ωστε να γινει μεν η ελλαδα παραδεισος για ..επενδυσεις τυπου κουβας του Μπατιστα.. η ενας μικρος τριτος κοσμος στον προθαλαμο της ευρωπης αλλά για τους ελληνες εργαζομενους – μισθωτους θα σημανει μισθους πεινας αναλογους με αυτους της Αφρικής η της ινδιας ή της Κινας..
και το ειρωνικό ειναι οτι αυτή η ακρως νεοφιλελεθερη λύση προτεινεται ως λύση ..αριστερή σε εργαζομενους που εχουν υποστει ηδη μια μεγαλη μειωση μισθων ..
θα αντιτεινει κανεις ..Μακρομεσοπροθεσμα αυτο θα ανοιξει τον δρομο στην αναπτυξη ,θα αυξηθουν οι εξαγωγες και θα μεγαλώσει η πιτα και θα,,,
μα αυτο δεν ελεγε συνεχώς η νεοφιλελευθερη θεωρια στην πιο ακραια της μορφή; .. Ακριβώς αυτο;
(οσο για τον ελεγχο κεφαλαιων και της εκροης συναλλαγματος και αποτροπής μαυρης αγοράς συναλλαγματοςκλπ στην εποχή του Ιντερνετ και εντος ΕΕ (ακομα κι αν φυγουμε απο την Ευρωζωνη)(-εκτος αν γινουμε Αλβανια του χοτζα αλλά τοτε ποια αναπτυξη; )μου φαινεται κακογουστο αστειο
Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010
ενα ποστ του ΟΜΑΝΤΕΩΝΑ :Ο ψοφοδεής ιρρασιοναλισμός της Ελληνικής ΕυρωΑριστεράς -και της επίθεσης του Σπύρου Λαπατσιώρα στο Max Keiser [1]
http://omadeon.wordpress.com/2010/11/28/lapatsioras-against-max-keiser/#comment-43604
OMADEON says:
Υ.Γ. Δεν καταλαβαίνω την ΨΥΧΩΣΗ που έχει πάθει, τόσον καιρό, αυτό το ανεκδιήγητο βαμπιρικό ΑΠΟΒΡΑΣΜΑ, ο Νοσφεράτος, και προσπαθεί ΤΟΣΟ μανιωδώς να με συνδέσει με εκείνη τη φωτογραφία του καράβλαχου που προσπαθεί να… πηδήξει μια πλαστική κούκλα
http://nosferatos.blogspot.com/2010/11/max-keiser-1.html
(θαυμάστε… ΨΥΧΩΤΙΚΗ εμμονή και ΑΠΟΛΥΤΗ ανικανότητα άρθρωσης της παραμικρής κριτικής)
http://nosferatos.blogspot.com/2010/11/max-keiser-1.html
(θαυμάστε… ΨΥΧΩΤΙΚΗ εμμονή και ΑΠΟΛΥΤΗ ανικανότητα άρθρωσης της παραμικρής κριτικής)
Σε λίγες μέρες θα του ΣΠΑΣΩ τα κόκκαλα στο διαδικτυο ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΑ πάντως… σε ΕΙΔΙΚΟ ποστ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
-
όταν μας επισκέπτεται η Θεια Ακηδία καμιά φορά Βυθίζομαι σε τρυφερή ανία και καταργείται μέσ...
Θα ήθελα, ωστόσο, να προσθέσω μία ακόμη διάσταση. Το νόημα που πρέπει να βρίσκει κανείς στην εργασία του πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να τον ολοκληρώνει σαν άτομο, να τον βοηθά να αναπτυχθεί σαν άτομο και να δημιουργεί και στις άλλες πλευρές της ζωής του, να έχει δηλαδή δημιουργικό κοινωνικό περιεχόμενο. Το λέω αυτό γιατί σήμερα το σύστημα φροντίζει να προσφέρει στον εργαζόμενο ένα είδος προσωπικής αναγνώρισης, προβολής και ενδεχομένως δόξας, όπως επίσης του δίνει τη δυνατότητα να ασκεί σε καθημερινή βάση εξουσία στους συναδέλφους και συνανθρώπους του μέσα από την ιεραρχική κλίμακα στην οποία τον εξωθεί να αναρριχηθεί. Όλα αυτά πέρα ή παράλληλα με το χρήμα. Αυτού του είδους η ικανοποίηση που αντλεί ο εργαζόμενος από την καταξίωσή του στο μικρόκοσμο του εργασιακού και επαγγελματικού του περιβάλλοντος προσφέρεται ανεξαρτήτως της πραγματικής ή μη κοινωνικής συμβολής του. Και αυτό έχει σαν συνέπεια την αλλοτριωτική ταύτιση του εργαζομένου με την εργασία του και την επιχείρηση στην οποία δουλεύει, την εξατομίκευση στόχων και διαδικασιών, την αποξένωση από τους υπόλοιπους συναδέλφους του και κατά κανόνα την ανάπτυξη σχέσεων ανταγωνισμού μαζί τους.
Συνεπώς, θα έλεγα πως δεν αρκεί να λέμε για το νόημα που πρέπει να έχει η εργασία, αλλά να εξετάζουμε ώστε το περιεχόμενο αυτού του νοήματος να είναι συμβατό με μία κοινωνικά επωφελή και συμμετοχική ανάπτυξη του εργαζόμενου.