Το δώρο το λένε ηδονή
.
Τον περίμενε στις δώδεκα για καφέ. Είχαν να πούνε πολλά οι δυό τους, για τους φαρμακωμένους χωρισμούς, για την μοναξιά που έμπαινε από τα διαμπερή ανοίγματα του σπιτιού, για τις ωραίες μέρες με φρέσκους λουλουδάτους έρωτες. Η Καίτη χάιδεψε τον Περικλή και τον κατέβασε με ένα απαλό σπρώξιμο από το τραπέζι της κουζίνας.
Εκείνος την κοίταξε απορημένος με τις τεράστιες πράσινες οπές της ψυχής του. Το είχε κατακτήσει με επιμονή, μόχθο και πολλούς αγώνες το δικαίωμα αυτό, να εποπτεύει το σπίτι και τους πιθανούς εισερχόμενους από το τραπέζι της κουζίνας στη στάση της σφίγγας πάνω στο κόκκινο καρρώ τραπεζομάντιλο. Έπιανε το πόστο του και περίμενε λες την αποκάλυψη, ώσπου τον αποσπούσε η εκνευριστική πτήση κάποιου εντόμου. Ο Περικλής το μάτιαζε, σκόπευε κατευθείαν στην καρδιά του και εκείνο με το πρώτο χτύπημα, κατρακυλούσε κάτω από το πλυντήριο και γραπωνότανε (σε μια ύστατη προσπάθεια για να σωθεί) από τον ιστό μιας μικρούλας ξετσίπωτης και υστερόβουλης αράχνης, της Μαρίκας, που τά ΄θελε όλα δικά της και περίμενε υπομονετικά ολόκληρα μερόνυχτα τα θύματά της εξυφαίνοντας τον ιστό της αθόρυβα .
Την γούσταρε την αράχνη του ο Περικλής, ήταν ο ευκαιριακός του σύμμαχος τις κρίσιμες εκείνες στιγμές που εξασφάλιζε το ορεκτικό του και κάποιες φορές και το επιδόρπιο. Αλλά σήμερα τι είχε συμβεί και η μαμά του στέρησε την ηδονή του κυνηγιού, την απόλαυση να ανακαλύψει τον στόχο του, να τον πλησιάσει αθόρυβα, να τον κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια, να του παραχωρήσει για λίγο την ελπίδα ότι θα του επιτρέψει να ξεφύγει από το πεδίο της μάχης, την ελευθερία της σωτήριας επιλογής (να πετάξει ψηλά προς την κουρτίνα) και εκείνος εν τω μεταξύ να προσποιηθεί για λίγο τον αδιάφορο και μόλις το θύμα ξεγελασμένο από την παραζάλη της ελευθερίας του προσγειωθεί σαν ελικόπτερο στην πεδιάδα, να του ορμήξει και να το χτυπήσει στο μέτωπο ακριβώς εκεί που σμίγουν τα φρύδια.
Τελευταία το παράκανε ο Περικλής με την πρακτική του καράτε. Πιότερο από το κομμάτιασμα της σάρκας με τα αιχμηρά του δοντάκια, την αργή σύνθλιψή της, το λιώσιμο, το πλατάγιασμα της γλώσσας στον ουρανίσκο, το ηδυπαθές γλείψιμο των χειλιών και το ρέψιμο, τον ενδιέφερε το δυνατό χτύπημα με το δεξί μπροστινό πόδι, στην αρχή βίαιο και μετά πιο απαλό σα χάδι. Προφανώς κάπου τό ΄χε δει αυτό το χτύπημα, που κλιμακώνεται άλλοτε αργά και άλλοτε βίαια, σε μια από αυτές τις μυστικές παρακολουθήσεις που έκανε στο δωμάτιο της μαμάς κρυμμένος κάτω από μια πολυθρόνα ενώ αφουγκραζότανε επί ώρες τον ιδιάζοντα ήχο που έβγαζε κάθε φορά εκείνος ο μεγαλόσωμος αδιευκρινίστου ταυτότητος άντρας από τον έξω κόσμο. Ο Περικλής εκεί ένιωσε για πρώτη φορά κάποια διέγερση ανάμικτη με ζήλια, φόβο και άγχος. Του το χάρισε προς στιγμήν το θανατηφόρο χτύπημα ο Περικλής γιατί ένιωθε πως η μαμά του διασκέδαζε με τις κραυγές αυτού του παράξενου τριχωτού όντος.
Ο Περικλής υπάκουσε στην εντολή της μαμάς, γλίστρησε στο πατάκι, με ένα σάλτο βρέθηκε στο καλάθι με το γαλάζιο μαξιλαράκι του και κούρνιασε, εκεί άλλωστε μια χαρά ήτανε, μπορούσε να εποπτεύει το σαλόνι, τους καναπέδες μέχρι και τις μανταρινιές στο μπαλκόνι. Είχε το χάζι της η αναμονή της θέας κάποιου πτερωτού πίσω από το τζάμι και η φαντασίωση ότι θα κατέληγε κάποια στιγμή στο στομάχι του, αλλά μάλλον το προτιμούσε μαγειρεμένο απ’ τη μαμά, όπως έκανε την Πρωτοχρονιά με την παραγεμισμένη γαλοπούλα. Θα το τσάκιζε με το εκπαιδευμένο του τριχωτό πόδι αφού το έπαιζε για ώρα έξω εκεί στην κρύα έρημο, θα το έπαιζε για ώρα μέχρι να σιτέψει, να μαλακώσει, να χάσει την ακμάδα του, έπειτα θα το έδενε με μια κόκκινη κορδέλα και θα το πρόσφερε έκπληξη στη μαμά να το γεμίσει με κάστανα και να το φάνε οι δυό τους δίπλα στο τζάκι. Ολομόναχοι.
Η Καίτη είχε ετοιμάσει κεικ καρότου και μεσημεριανό μια σούπα από σπανάκι και κάστανα, λίγο μοσχαράκι με πικάντικη σάλτσα από φρούτα. Θα έδινε και στον Περικλή της το πιάτο του, δεν θα τον άφηνε να κλαίει και να τρίβεται στεναχωρημένος στα πόδια της. Η παρηγοριά της, σκέφτηκε. Με όλους αυτούς τους ανισόρροπους εραστές που κυκλοφορούσαν που να βγάλεις άκρη.
Στην αρχή της γνωριμίας τους βροχή από τηλέφωνα, προτάσεις για εξόδους σε γκαλερί, σε κοντσέρτα, σε παρουσιάσεις βιβλίων, δηλαδή σε δημόσιους χώρους με κόσμο, όπου χάνεται το ιδιωτικό, το προσωπικό, και το βλέμμα δεν εστιάζεται στους παντρεμένους εν κρίσει. Και εκείνη ανακάλυπτε σιγά σιγά ότι ο εραστής ήταν παντρεμένος, ότι έψαχνε εναγωνίως για την εκστατική σχέση που θα συμπλήρωνε το μοντέλο του ότι συνέχιζε κρυφά (επίμονα και παθιάρικα) από τη σύζυγο το έργο του στο σπίτι της (το μόνο καταφύγιο για τους παράνομους εραστές που είχαν ένα κάρο υποχρεώσεις, παιδιά και δάνεια).Είχε μπαφιάσει να ακούει τις ίδιες ιστορίες και να υφίσταται τα ίδια σενάρια. Πανομοιότυπα.
Η Καίτη ξεχνούσε τον δικό της ρόλο στο παιγνίδι αυτό. Την δική της υποστήριξη την δική της υστεροβουλία.
«Αγάπη μου» της είπε ο Κώστας τρυφερά ένα βράδυ την πρώτη φορά που συναντήθηκαν στο σπίτι της παίζοντας με τις μπούκλες των μαλλιών της, μετά από ένα μήνα που είχαν εξερευνήσει και εξαντλήσει όλους τους πνευματικούς χώρους όπου παράγεται πολιτισμός (έτσι ισχυριζόταν εκείνος, πολυπράγμων ακαδημαϊκός και ισχυρογνώμων). «Ξέρεις γλυκειά μου, είμαι παντρεμένος. Με την γυναίκα μου κοιμόμαστε χώρια, η κρίση βλέπεις έχει πάρει ολέθριες διαστάσεις για το γάμο μας», και άρχισε να αραδιάζει τις σκηνές του δράματός του με υπερβολή καλλιτέχνη που ποθεί να ανατινάξει τις συμβάσεις, με τρεμάμενη φωνή ηθοποιού που έχει ταυτιστεί με τον ρόλο, έχει χαθεί μέσα σ’ αυτόν, αφήνοντας στην άκρη όλες τις χρυσές στιγμές που περνάει με την σύντροφό του. Και συνέχισε το πρόγραμμά του το οποίο είχε παιχτεί πάμπολλες φορές, ανασυντασσόμενο με τον ίδιο επιτυχή τρόπο και με ακλόνητη αυτοπεποίθηση.
«Ξέρεις γλυκειά μου η σχέση μας είναι μοναδική και ως τέτοια την απολαμβάνω και την μοιράζομαι μαζί σου, αλλά να μην ταράξουμε και τα ύδατα λόγω παιδιών, εξοχικού και δανείου, πρέπει να βρισκόμαστε κρυφά».
Είχε δίκιο ο Περικλής της που εξέφραζε συχνά τις αντιρρήσεις του, άλλωστε διαφωνούσε φιλοσοφικά με τον εν λόγω εραστή, ο πολιτισμός δεν παραγόταν σε λαμπερές βιτρίνες και σε λόγους ακαδημαϊκών. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή που ο ξένος αράδιαζε με θεατρικότητα όλα αυτά τα πικρά και οδυνηρά συμβάντα της ζωής του, όρμηξε και του άρπαξε τον αστράγαλο αφήνοντας για καιρό τα αποτυπώματα στη σάρκα του, σπάζοντας το φλιτζάνι με τον καυτό καφέ πάνω στην κοιλιά του. Ο Περικλής της την ένιωθε, είχε διάκριση στην αλήθεια και στο ψέμα.
Σήμερα τα πράγματα θα κυλούσαν με άλλο τρόπο, δίχως σύνορα αυστηρά, παγιωμένους ρόλους και ψέματα. Ο Νίκος ήταν ελεύθερος από δεσμεύσεις οικογενειακές, ζούσε μονάχος και δεν είχε τίποτα να κρύψει. Και εκείνη τα είχε ετοιμάσει όλα. Τα είχε ετοιμάσει όλα καθώς πρέπει. Πιστή στον δικό της ρόλο.
Ο Περικλής τράβηξε λίγο την κουρτίνα με το πόδι του, κάτι έπιασε το βλέμμα του στο βάθος της βεράντας κάτω από το μεταλλικό τραπέζι, ένα όν με τεράστιες μαύρες φτερούγες σαν Στέλθ, το είχε πρωτοδεί στην τηλεόραση στο πρόγραμμα για τα παιδιά, ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικό για τα δεινά του πολέμου, ένα από εκείνα τα πληκτικά απογεύματα που η μαμά έλειπε σε πολιτιστικά δρώμενα της πόλης ατελείωτες ώρες. Ολοκλήρωσε το φαντασιωτικό ταξίδι του στη χώρα των μεγάλων δίποδων και σέρφαρε για λίγο στο διαδίκτυο ψάχνοντας στο λεξικό για την ερμηνεία δυσνόητων λέξεων (εν τω μεταξύ το Στέλθ του μετακινήθηκε για λίγο προς το δενδράκι με τα μανταρίνια, ανασήκωσε το κεφάλι του και με το κίτρινο ράμφος του τσίμπησε κάτι ακαθορίστου ταυτότητος από την γλάστρα).
Ο Περικλής έκλεισε τον υπολογιστή και φαντασιώθηκε την «πρωταρχική σκηνή». Την έκφραση αυτή την είχε ξεσηκώσει από το ψυχαναλυτικό λεξικό των Λαπλάς Ποντάλις, κατά Φρόιντ σήμαινε την εμπειρία να δει ή να φαντασιωθεί αναδρομικά το παιδί τον πατέρα με την μητέρα στο κρεβάτι να παίζουνε ένα παιγνίδι που απέκλειε την συμμετοχή του.
Ο ίδιος δεν θυμάται κάτι παρόμοιο, άλλωστε είχε μόνο μαμά και όχι μπαμπά, αλλά με τη σκέψη και μόνο ότι αυτή η περίφημη «πρωταρχική σκηνή» θα λάβαινε χώρα μπροστά του αναδρομικά του κόπηκε η όρεξη για το γεμιστό Στέλθ με κάστανα. Ο Περικλής την ήθελε καταδική του τη μαμά. Τούτη την επιστημονική ορολογία την χρησιμοποιούσε με τον δικό του τρόπο όταν δημιουργούσε τα σενάριά του.
Η πρωταρχική σκηνή ήταν για τον Περικλή η μεγάλη δική του στιγμή, το δικό του παιγνίδι, όταν αφουγκραζότανε πάνω στο στήθος της μαμάς τους χτύπους της καρδιάς της και αυτό, λαμπερό και εκθαμβωτικό όσο ποτέ εκτίναζε ένα πίδακα από φρέσκο γάλα, που το ρουφούσε κάθε φορά με ασύστολή λαιμαργία. Κι ενώ χανόταν για πολλοστή φορά φαντασιωτικά στην ευδαιμονική του εμπειρία, το Στέλθ άνοιξε τα μεταλλικά του φτερά και χάθηκε πίσω από ένα εκτυφλωτικό φως.
Ο Περικλής χαλάρωσε και χάθηκε στο μεγάλο απέραντο χώρο του ονείρου όπου δεν τον ξεσήκωναν οι προβληματισμοί και οι απορίες για τον πολύπλοκο κόσμο των μεγάλων δίποδων. Στον προσωπικό του γαλαξία μπορούσε να κάνει το ταξίδι του συναρπαστικό, πετώντας σε άγνωστους πλανήτες, σε λαμπερά αστέρια, βλέποντας πανοραμικά τα τοπία των πόλεων και όχι να παραμείνει γειωμένος στα ασπρόμαυρα πλακάκια του διαδρόμου ή στο ξύλινο παρκέ πλάι στα άχαρα πόδια των δίποδων όντων. Προτιμούσε τα ύψη, τα υψηλά ιδεώδη, τις κορυφές των βουνών, όλα τα μπελβεντέρε, τις αρχαίες ακροπόλεις των πόλεων, τα μεσαιωνικά Σατώ. Κάπου κάπου συνερχόταν από το εκστατικό πέταγμά του. Του ανέκοπτε την φόρα ο μύθος του Ίκαρου. Στιγμιαία συνελάμβανε το ασύλληπτο, ότι μπορεί να καεί η να τυφλωθεί από το ηλιακό φως και να χάσει δια παντός την ευδαιμονική εμπειρία στο στήθος της μαμάς. Κάτι έψαχνε στα ύψη του ο Περικλής, κάτι άφατο.
Η Καίτη ξανακοίταξε την ώρα με λίγο άγχος και πριν προλάβει να συρθεί στην αλληλουχία πολύπλοκων αρνητικών συλλογισμών, να μεταλλαχθεί η ίδια στο πρόσημο της άρνησης, χτύπησε το κουδούνι παρατεταμένα. Ήταν ο Νίκος, ξεφυσούσε σαν ατμομηχανή, κάθιδρος κρυβότανε πίσω από μια τεράστια γλάστρα με μοβ κυκλάμινα, το χρώμα του πένθους και της ανάστασης. Προφανώς είχε αργοπορήσει στο ανθοπωλείο.
Χαμογέλασε και τον οδήγησε στο σαλόνι όπου ο Περικλής της μακάριος κοιμότανε πάνω στο μαξιλάρι της πλάτης του μεγάλου αναπαυτικού καναπέ, η θέση της προτίμησής του ( όταν ήταν μόνοι οι δυό τους στο σπίτι). Τώρα, όφειλε να τον ξυπνήσει ή να τον μετακινήσει στο καλάθι με το γαλάζιο μαξιλαράκι. Εκείνος διαμαρτυρήθηκε με ένα παρατεταμένο κλαψιάρικο νιαούρισμα για το απροσδόκητο ξεβόλεμα και με ένα σάλτο χώθηκε πίσω από την κουρτίνα. Εκεί είχε το οπτικό πεδίο ελεύθερο και προς τα μέσα και προς τα έξω, διπλή δράση. Η Καίτη τον ξέχασε για λίγο και ασχολήθηκε με την γλάστρα, την άφησε στο γραφείο και πήρε να σερβίρει με κέφι τους αρωματικούς καφέδες και το πορτοκαλί κεικ καρότου. Όλα έβαιναν καλώς για την Καίτη και τον Νίκο, οι διαθέσεις, η επικοινωνία, το κύριο γεύμα που ακολούθησε με τη σάλτσα φρούτων, οι αφηγήσεις και οι πολιτικοί σχολιασμοί, η ώρα κυλούσε έως τη μεγάλη στιγμή. Όλα τα προεόρτια οδηγούσαν στην επιβεβαίωση του αμοιβαίου πόθου.
Βράδιασε. Ο Περικλής αποκοιμήθηκε πίσω από την κουρτίνα και κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα ξύπνησε από μια παράξενη κραυγή. Όχι, αυτό δεν ήταν το κάλεσμα της μαμάς, ήταν κάτι άλλο, διαφορετικό, πιο πολύ έμοιαζε με κραυγή αγωνίας και πόνου, φωνήματα άτακτα που προσελάμβαναν μορφή και ρυθμό σιγά σιγά. Άνοιξε τους μεγάλους του φακούς στο σκοτάδι και τα είδε όλα.
Ένα όν τριχωτό, τεράστιο είχε ορμήξει πάνω στη μαμά και ρουφούσε το αίμα της, τη χτυπούσε με ένα λάστιχο και της τραβούσε τα μαλλιά ενώ την έσυρε στο πάτωμα και εκείνη ούρλιαζε έντρομη, βογκούσε, πονούσε και ζητούσε απαρεγκλίτως την βοήθειά του. Ο Περικλής είχε διαγράψει εκείνη τη στιγμή την ερμηνεία του Ψυχαναλυτικού λεξικού Λαπλάς Ποντάλις και το μόνο που έβλεπε μέσα στη νύχτα ήταν ο πόνος της μαμάς, τα βασανιστήρια του σαδιστικού τέρατος. Πέρασε αστραπιαία από το στομάχι του ολοζώντανο το συναίσθημα της ζήλιας, ένα τσούξιμο βαθύ, γλίστρησε πιο κάτω στο υπογάστριο σαν διέγερση και έσβησε έξω στην κρύα νύχτα ανάμιχτο με φόβο παράπονο και οργή.
Ποιος διάβολος ήταν αυτός με τα φουντωτά μαλλιά και τα εργαλεία του πόνου που τυραννούσε την μαμά, που έστυβε το ιερό της στήθος, ποιος είχε τρυπώσει εκεί που αυτός ζούσε την ωκεάνιο ένωση (στη κρυψώνα του, στη φωλιά του που εξέπεμπε αιώνες τώρα φως, που ανήκε στο φυλογενετικό παρελθόν του), σε εκείνη τη φωλιά που τον κρατούσε ολοζώντανο και ακμαίο δίχως το κυνήγι των πολύχρωμων φτερωτών του, άλλωστε ακόμη και το κυνήγι για την μαμά το έκανε, γι αυτό συχνά απίθωνε στα πόδια της ως τρόπαιο μάχης τα θύματά του, γι αυτό κρατούσε και την αράχνη την Μαρίκα και δεν την έσβηνε από προσώπου γης, γι αυτό δεν την κοπάνησε από το ναό του όταν μια μέρα που η μαμά ξέχασε ορθάνοιχτη την πόρτα δεν εφόρμησε στη κρύα έρημο με τα Μιράζ, τα Στέλθ και τις μανταρινιές, τα ελικόπτερα και τα άλογα, ολόκληρο το βασίλειο των συναδέλφων του να τον προσκαλούν στην περιπέτεια της ζωής του, στο μεγάλο ρίσκο.
Παρέμεινε πιστός στο περιχαρακωμένο ιερό χώρο, δεν άνοιξε τα δικά του φτερά για χάρη της μαμάς, δεν πέταξε έξω στο άγνωστο με τόλμη, που έκρυβε εκπλήξεις, ηδονές και απρόοπτα. Και τώρα κάποιος αγνώστου ταυτότητος από εκείνο τον απέραντο κόσμο τόλμησε να εισβάλει βιαίως στον γαλαξία τους, στο δικό τους άβατο, και αποπειράθηκε να καταστρέψει τις πλεύσεις του, το αγκυροβόλημά του στον μυχό του λιμανιού της, που ξεχειλίζει από τα όνειρά του.
Ο Περικλής δεν αστειευόταν, έπρεπε να δράσει, πήρε φόρα μέσα στο σκοτάδι και όρμησε στο θύμα του με όλες τις μνήμες της δύναμής του. Αμ’ έπος αμ’ έργον. Παρασυρμένος από το πάθος του εξακόντισε το όπλο του, δάγκωσε την καυτή άμορφη μάζα, έμπηξε τα νύχια του στην σάρκα να βγει το αίμα να την αφαιμάξει από την ζωντάνια της να την στεγνώσει σαν μούμια και να την πετάξει έξω στην κρύα έρημο πολύ μακριά από τις μανταρινιές άλλωστε τόσα χρόνια, αιώνες τώρα, περίμενε με αδημονία αυτή τη στιγμή, τα ακόνιζε τα νύχια του για την επίθεση στην «πρωταρχική σκηνή» που απειλούσε να καταστρέψει την αρμονία των ονείρων του.
Όλο το σύστημα κατέρρευσε, το τέρας πετάχτηκε επάνω ουρλιάζοντας λουσμένο στο αίμα, το δωμάτιο έλαβε άλλες διαστάσεις. Η «πρωταρχική σκηνή» είχε λάβει σάρκα και οστά, δεν έμενε πια εγκλωβισμένη στον φαντασιωτικό του κόσμο. Ο Περικλής έπαιρνε πίσω το αίμα του, άλλωστε πριν δύο χρόνια η μαμά του είχε δωρίσει στα γενέθλιά του με αφιέρωση (στον αγαπημένο μου μονάκριβο υιό για τα επτά χρόνια από τη γέννησή του) το βιβλίο «ο άνθρωπος με τους λύκους».
Τον περίμενε στις δώδεκα για καφέ. Είχαν να πούνε πολλά οι δυό τους, για τους φαρμακωμένους χωρισμούς, για την μοναξιά που έμπαινε από τα διαμπερή ανοίγματα του σπιτιού, για τις ωραίες μέρες με φρέσκους λουλουδάτους έρωτες. Η Καίτη χάιδεψε τον Περικλή και τον κατέβασε με ένα απαλό σπρώξιμο από το τραπέζι της κουζίνας.
Εκείνος την κοίταξε απορημένος με τις τεράστιες πράσινες οπές της ψυχής του. Το είχε κατακτήσει με επιμονή, μόχθο και πολλούς αγώνες το δικαίωμα αυτό, να εποπτεύει το σπίτι και τους πιθανούς εισερχόμενους από το τραπέζι της κουζίνας στη στάση της σφίγγας πάνω στο κόκκινο καρρώ τραπεζομάντιλο. Έπιανε το πόστο του και περίμενε λες την αποκάλυψη, ώσπου τον αποσπούσε η εκνευριστική πτήση κάποιου εντόμου. Ο Περικλής το μάτιαζε, σκόπευε κατευθείαν στην καρδιά του και εκείνο με το πρώτο χτύπημα, κατρακυλούσε κάτω από το πλυντήριο και γραπωνότανε (σε μια ύστατη προσπάθεια για να σωθεί) από τον ιστό μιας μικρούλας ξετσίπωτης και υστερόβουλης αράχνης, της Μαρίκας, που τά ΄θελε όλα δικά της και περίμενε υπομονετικά ολόκληρα μερόνυχτα τα θύματά της εξυφαίνοντας τον ιστό της αθόρυβα .
Την γούσταρε την αράχνη του ο Περικλής, ήταν ο ευκαιριακός του σύμμαχος τις κρίσιμες εκείνες στιγμές που εξασφάλιζε το ορεκτικό του και κάποιες φορές και το επιδόρπιο. Αλλά σήμερα τι είχε συμβεί και η μαμά του στέρησε την ηδονή του κυνηγιού, την απόλαυση να ανακαλύψει τον στόχο του, να τον πλησιάσει αθόρυβα, να τον κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια, να του παραχωρήσει για λίγο την ελπίδα ότι θα του επιτρέψει να ξεφύγει από το πεδίο της μάχης, την ελευθερία της σωτήριας επιλογής (να πετάξει ψηλά προς την κουρτίνα) και εκείνος εν τω μεταξύ να προσποιηθεί για λίγο τον αδιάφορο και μόλις το θύμα ξεγελασμένο από την παραζάλη της ελευθερίας του προσγειωθεί σαν ελικόπτερο στην πεδιάδα, να του ορμήξει και να το χτυπήσει στο μέτωπο ακριβώς εκεί που σμίγουν τα φρύδια.
Τελευταία το παράκανε ο Περικλής με την πρακτική του καράτε. Πιότερο από το κομμάτιασμα της σάρκας με τα αιχμηρά του δοντάκια, την αργή σύνθλιψή της, το λιώσιμο, το πλατάγιασμα της γλώσσας στον ουρανίσκο, το ηδυπαθές γλείψιμο των χειλιών και το ρέψιμο, τον ενδιέφερε το δυνατό χτύπημα με το δεξί μπροστινό πόδι, στην αρχή βίαιο και μετά πιο απαλό σα χάδι. Προφανώς κάπου τό ΄χε δει αυτό το χτύπημα, που κλιμακώνεται άλλοτε αργά και άλλοτε βίαια, σε μια από αυτές τις μυστικές παρακολουθήσεις που έκανε στο δωμάτιο της μαμάς κρυμμένος κάτω από μια πολυθρόνα ενώ αφουγκραζότανε επί ώρες τον ιδιάζοντα ήχο που έβγαζε κάθε φορά εκείνος ο μεγαλόσωμος αδιευκρινίστου ταυτότητος άντρας από τον έξω κόσμο. Ο Περικλής εκεί ένιωσε για πρώτη φορά κάποια διέγερση ανάμικτη με ζήλια, φόβο και άγχος. Του το χάρισε προς στιγμήν το θανατηφόρο χτύπημα ο Περικλής γιατί ένιωθε πως η μαμά του διασκέδαζε με τις κραυγές αυτού του παράξενου τριχωτού όντος.
Ο Περικλής υπάκουσε στην εντολή της μαμάς, γλίστρησε στο πατάκι, με ένα σάλτο βρέθηκε στο καλάθι με το γαλάζιο μαξιλαράκι του και κούρνιασε, εκεί άλλωστε μια χαρά ήτανε, μπορούσε να εποπτεύει το σαλόνι, τους καναπέδες μέχρι και τις μανταρινιές στο μπαλκόνι. Είχε το χάζι της η αναμονή της θέας κάποιου πτερωτού πίσω από το τζάμι και η φαντασίωση ότι θα κατέληγε κάποια στιγμή στο στομάχι του, αλλά μάλλον το προτιμούσε μαγειρεμένο απ’ τη μαμά, όπως έκανε την Πρωτοχρονιά με την παραγεμισμένη γαλοπούλα. Θα το τσάκιζε με το εκπαιδευμένο του τριχωτό πόδι αφού το έπαιζε για ώρα έξω εκεί στην κρύα έρημο, θα το έπαιζε για ώρα μέχρι να σιτέψει, να μαλακώσει, να χάσει την ακμάδα του, έπειτα θα το έδενε με μια κόκκινη κορδέλα και θα το πρόσφερε έκπληξη στη μαμά να το γεμίσει με κάστανα και να το φάνε οι δυό τους δίπλα στο τζάκι. Ολομόναχοι.
Η Καίτη είχε ετοιμάσει κεικ καρότου και μεσημεριανό μια σούπα από σπανάκι και κάστανα, λίγο μοσχαράκι με πικάντικη σάλτσα από φρούτα. Θα έδινε και στον Περικλή της το πιάτο του, δεν θα τον άφηνε να κλαίει και να τρίβεται στεναχωρημένος στα πόδια της. Η παρηγοριά της, σκέφτηκε. Με όλους αυτούς τους ανισόρροπους εραστές που κυκλοφορούσαν που να βγάλεις άκρη.
Στην αρχή της γνωριμίας τους βροχή από τηλέφωνα, προτάσεις για εξόδους σε γκαλερί, σε κοντσέρτα, σε παρουσιάσεις βιβλίων, δηλαδή σε δημόσιους χώρους με κόσμο, όπου χάνεται το ιδιωτικό, το προσωπικό, και το βλέμμα δεν εστιάζεται στους παντρεμένους εν κρίσει. Και εκείνη ανακάλυπτε σιγά σιγά ότι ο εραστής ήταν παντρεμένος, ότι έψαχνε εναγωνίως για την εκστατική σχέση που θα συμπλήρωνε το μοντέλο του ότι συνέχιζε κρυφά (επίμονα και παθιάρικα) από τη σύζυγο το έργο του στο σπίτι της (το μόνο καταφύγιο για τους παράνομους εραστές που είχαν ένα κάρο υποχρεώσεις, παιδιά και δάνεια).Είχε μπαφιάσει να ακούει τις ίδιες ιστορίες και να υφίσταται τα ίδια σενάρια. Πανομοιότυπα.
Η Καίτη ξεχνούσε τον δικό της ρόλο στο παιγνίδι αυτό. Την δική της υποστήριξη την δική της υστεροβουλία.
«Αγάπη μου» της είπε ο Κώστας τρυφερά ένα βράδυ την πρώτη φορά που συναντήθηκαν στο σπίτι της παίζοντας με τις μπούκλες των μαλλιών της, μετά από ένα μήνα που είχαν εξερευνήσει και εξαντλήσει όλους τους πνευματικούς χώρους όπου παράγεται πολιτισμός (έτσι ισχυριζόταν εκείνος, πολυπράγμων ακαδημαϊκός και ισχυρογνώμων). «Ξέρεις γλυκειά μου, είμαι παντρεμένος. Με την γυναίκα μου κοιμόμαστε χώρια, η κρίση βλέπεις έχει πάρει ολέθριες διαστάσεις για το γάμο μας», και άρχισε να αραδιάζει τις σκηνές του δράματός του με υπερβολή καλλιτέχνη που ποθεί να ανατινάξει τις συμβάσεις, με τρεμάμενη φωνή ηθοποιού που έχει ταυτιστεί με τον ρόλο, έχει χαθεί μέσα σ’ αυτόν, αφήνοντας στην άκρη όλες τις χρυσές στιγμές που περνάει με την σύντροφό του. Και συνέχισε το πρόγραμμά του το οποίο είχε παιχτεί πάμπολλες φορές, ανασυντασσόμενο με τον ίδιο επιτυχή τρόπο και με ακλόνητη αυτοπεποίθηση.
«Ξέρεις γλυκειά μου η σχέση μας είναι μοναδική και ως τέτοια την απολαμβάνω και την μοιράζομαι μαζί σου, αλλά να μην ταράξουμε και τα ύδατα λόγω παιδιών, εξοχικού και δανείου, πρέπει να βρισκόμαστε κρυφά».
Είχε δίκιο ο Περικλής της που εξέφραζε συχνά τις αντιρρήσεις του, άλλωστε διαφωνούσε φιλοσοφικά με τον εν λόγω εραστή, ο πολιτισμός δεν παραγόταν σε λαμπερές βιτρίνες και σε λόγους ακαδημαϊκών. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή που ο ξένος αράδιαζε με θεατρικότητα όλα αυτά τα πικρά και οδυνηρά συμβάντα της ζωής του, όρμηξε και του άρπαξε τον αστράγαλο αφήνοντας για καιρό τα αποτυπώματα στη σάρκα του, σπάζοντας το φλιτζάνι με τον καυτό καφέ πάνω στην κοιλιά του. Ο Περικλής της την ένιωθε, είχε διάκριση στην αλήθεια και στο ψέμα.
Σήμερα τα πράγματα θα κυλούσαν με άλλο τρόπο, δίχως σύνορα αυστηρά, παγιωμένους ρόλους και ψέματα. Ο Νίκος ήταν ελεύθερος από δεσμεύσεις οικογενειακές, ζούσε μονάχος και δεν είχε τίποτα να κρύψει. Και εκείνη τα είχε ετοιμάσει όλα. Τα είχε ετοιμάσει όλα καθώς πρέπει. Πιστή στον δικό της ρόλο.
Ο Περικλής τράβηξε λίγο την κουρτίνα με το πόδι του, κάτι έπιασε το βλέμμα του στο βάθος της βεράντας κάτω από το μεταλλικό τραπέζι, ένα όν με τεράστιες μαύρες φτερούγες σαν Στέλθ, το είχε πρωτοδεί στην τηλεόραση στο πρόγραμμα για τα παιδιά, ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικό για τα δεινά του πολέμου, ένα από εκείνα τα πληκτικά απογεύματα που η μαμά έλειπε σε πολιτιστικά δρώμενα της πόλης ατελείωτες ώρες. Ολοκλήρωσε το φαντασιωτικό ταξίδι του στη χώρα των μεγάλων δίποδων και σέρφαρε για λίγο στο διαδίκτυο ψάχνοντας στο λεξικό για την ερμηνεία δυσνόητων λέξεων (εν τω μεταξύ το Στέλθ του μετακινήθηκε για λίγο προς το δενδράκι με τα μανταρίνια, ανασήκωσε το κεφάλι του και με το κίτρινο ράμφος του τσίμπησε κάτι ακαθορίστου ταυτότητος από την γλάστρα).
Ο Περικλής έκλεισε τον υπολογιστή και φαντασιώθηκε την «πρωταρχική σκηνή». Την έκφραση αυτή την είχε ξεσηκώσει από το ψυχαναλυτικό λεξικό των Λαπλάς Ποντάλις, κατά Φρόιντ σήμαινε την εμπειρία να δει ή να φαντασιωθεί αναδρομικά το παιδί τον πατέρα με την μητέρα στο κρεβάτι να παίζουνε ένα παιγνίδι που απέκλειε την συμμετοχή του.
Ο ίδιος δεν θυμάται κάτι παρόμοιο, άλλωστε είχε μόνο μαμά και όχι μπαμπά, αλλά με τη σκέψη και μόνο ότι αυτή η περίφημη «πρωταρχική σκηνή» θα λάβαινε χώρα μπροστά του αναδρομικά του κόπηκε η όρεξη για το γεμιστό Στέλθ με κάστανα. Ο Περικλής την ήθελε καταδική του τη μαμά. Τούτη την επιστημονική ορολογία την χρησιμοποιούσε με τον δικό του τρόπο όταν δημιουργούσε τα σενάριά του.
Η πρωταρχική σκηνή ήταν για τον Περικλή η μεγάλη δική του στιγμή, το δικό του παιγνίδι, όταν αφουγκραζότανε πάνω στο στήθος της μαμάς τους χτύπους της καρδιάς της και αυτό, λαμπερό και εκθαμβωτικό όσο ποτέ εκτίναζε ένα πίδακα από φρέσκο γάλα, που το ρουφούσε κάθε φορά με ασύστολή λαιμαργία. Κι ενώ χανόταν για πολλοστή φορά φαντασιωτικά στην ευδαιμονική του εμπειρία, το Στέλθ άνοιξε τα μεταλλικά του φτερά και χάθηκε πίσω από ένα εκτυφλωτικό φως.
Ο Περικλής χαλάρωσε και χάθηκε στο μεγάλο απέραντο χώρο του ονείρου όπου δεν τον ξεσήκωναν οι προβληματισμοί και οι απορίες για τον πολύπλοκο κόσμο των μεγάλων δίποδων. Στον προσωπικό του γαλαξία μπορούσε να κάνει το ταξίδι του συναρπαστικό, πετώντας σε άγνωστους πλανήτες, σε λαμπερά αστέρια, βλέποντας πανοραμικά τα τοπία των πόλεων και όχι να παραμείνει γειωμένος στα ασπρόμαυρα πλακάκια του διαδρόμου ή στο ξύλινο παρκέ πλάι στα άχαρα πόδια των δίποδων όντων. Προτιμούσε τα ύψη, τα υψηλά ιδεώδη, τις κορυφές των βουνών, όλα τα μπελβεντέρε, τις αρχαίες ακροπόλεις των πόλεων, τα μεσαιωνικά Σατώ. Κάπου κάπου συνερχόταν από το εκστατικό πέταγμά του. Του ανέκοπτε την φόρα ο μύθος του Ίκαρου. Στιγμιαία συνελάμβανε το ασύλληπτο, ότι μπορεί να καεί η να τυφλωθεί από το ηλιακό φως και να χάσει δια παντός την ευδαιμονική εμπειρία στο στήθος της μαμάς. Κάτι έψαχνε στα ύψη του ο Περικλής, κάτι άφατο.
Η Καίτη ξανακοίταξε την ώρα με λίγο άγχος και πριν προλάβει να συρθεί στην αλληλουχία πολύπλοκων αρνητικών συλλογισμών, να μεταλλαχθεί η ίδια στο πρόσημο της άρνησης, χτύπησε το κουδούνι παρατεταμένα. Ήταν ο Νίκος, ξεφυσούσε σαν ατμομηχανή, κάθιδρος κρυβότανε πίσω από μια τεράστια γλάστρα με μοβ κυκλάμινα, το χρώμα του πένθους και της ανάστασης. Προφανώς είχε αργοπορήσει στο ανθοπωλείο.
Χαμογέλασε και τον οδήγησε στο σαλόνι όπου ο Περικλής της μακάριος κοιμότανε πάνω στο μαξιλάρι της πλάτης του μεγάλου αναπαυτικού καναπέ, η θέση της προτίμησής του ( όταν ήταν μόνοι οι δυό τους στο σπίτι). Τώρα, όφειλε να τον ξυπνήσει ή να τον μετακινήσει στο καλάθι με το γαλάζιο μαξιλαράκι. Εκείνος διαμαρτυρήθηκε με ένα παρατεταμένο κλαψιάρικο νιαούρισμα για το απροσδόκητο ξεβόλεμα και με ένα σάλτο χώθηκε πίσω από την κουρτίνα. Εκεί είχε το οπτικό πεδίο ελεύθερο και προς τα μέσα και προς τα έξω, διπλή δράση. Η Καίτη τον ξέχασε για λίγο και ασχολήθηκε με την γλάστρα, την άφησε στο γραφείο και πήρε να σερβίρει με κέφι τους αρωματικούς καφέδες και το πορτοκαλί κεικ καρότου. Όλα έβαιναν καλώς για την Καίτη και τον Νίκο, οι διαθέσεις, η επικοινωνία, το κύριο γεύμα που ακολούθησε με τη σάλτσα φρούτων, οι αφηγήσεις και οι πολιτικοί σχολιασμοί, η ώρα κυλούσε έως τη μεγάλη στιγμή. Όλα τα προεόρτια οδηγούσαν στην επιβεβαίωση του αμοιβαίου πόθου.
Βράδιασε. Ο Περικλής αποκοιμήθηκε πίσω από την κουρτίνα και κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα ξύπνησε από μια παράξενη κραυγή. Όχι, αυτό δεν ήταν το κάλεσμα της μαμάς, ήταν κάτι άλλο, διαφορετικό, πιο πολύ έμοιαζε με κραυγή αγωνίας και πόνου, φωνήματα άτακτα που προσελάμβαναν μορφή και ρυθμό σιγά σιγά. Άνοιξε τους μεγάλους του φακούς στο σκοτάδι και τα είδε όλα.
Ένα όν τριχωτό, τεράστιο είχε ορμήξει πάνω στη μαμά και ρουφούσε το αίμα της, τη χτυπούσε με ένα λάστιχο και της τραβούσε τα μαλλιά ενώ την έσυρε στο πάτωμα και εκείνη ούρλιαζε έντρομη, βογκούσε, πονούσε και ζητούσε απαρεγκλίτως την βοήθειά του. Ο Περικλής είχε διαγράψει εκείνη τη στιγμή την ερμηνεία του Ψυχαναλυτικού λεξικού Λαπλάς Ποντάλις και το μόνο που έβλεπε μέσα στη νύχτα ήταν ο πόνος της μαμάς, τα βασανιστήρια του σαδιστικού τέρατος. Πέρασε αστραπιαία από το στομάχι του ολοζώντανο το συναίσθημα της ζήλιας, ένα τσούξιμο βαθύ, γλίστρησε πιο κάτω στο υπογάστριο σαν διέγερση και έσβησε έξω στην κρύα νύχτα ανάμιχτο με φόβο παράπονο και οργή.
Ποιος διάβολος ήταν αυτός με τα φουντωτά μαλλιά και τα εργαλεία του πόνου που τυραννούσε την μαμά, που έστυβε το ιερό της στήθος, ποιος είχε τρυπώσει εκεί που αυτός ζούσε την ωκεάνιο ένωση (στη κρυψώνα του, στη φωλιά του που εξέπεμπε αιώνες τώρα φως, που ανήκε στο φυλογενετικό παρελθόν του), σε εκείνη τη φωλιά που τον κρατούσε ολοζώντανο και ακμαίο δίχως το κυνήγι των πολύχρωμων φτερωτών του, άλλωστε ακόμη και το κυνήγι για την μαμά το έκανε, γι αυτό συχνά απίθωνε στα πόδια της ως τρόπαιο μάχης τα θύματά του, γι αυτό κρατούσε και την αράχνη την Μαρίκα και δεν την έσβηνε από προσώπου γης, γι αυτό δεν την κοπάνησε από το ναό του όταν μια μέρα που η μαμά ξέχασε ορθάνοιχτη την πόρτα δεν εφόρμησε στη κρύα έρημο με τα Μιράζ, τα Στέλθ και τις μανταρινιές, τα ελικόπτερα και τα άλογα, ολόκληρο το βασίλειο των συναδέλφων του να τον προσκαλούν στην περιπέτεια της ζωής του, στο μεγάλο ρίσκο.
Παρέμεινε πιστός στο περιχαρακωμένο ιερό χώρο, δεν άνοιξε τα δικά του φτερά για χάρη της μαμάς, δεν πέταξε έξω στο άγνωστο με τόλμη, που έκρυβε εκπλήξεις, ηδονές και απρόοπτα. Και τώρα κάποιος αγνώστου ταυτότητος από εκείνο τον απέραντο κόσμο τόλμησε να εισβάλει βιαίως στον γαλαξία τους, στο δικό τους άβατο, και αποπειράθηκε να καταστρέψει τις πλεύσεις του, το αγκυροβόλημά του στον μυχό του λιμανιού της, που ξεχειλίζει από τα όνειρά του.
Ο Περικλής δεν αστειευόταν, έπρεπε να δράσει, πήρε φόρα μέσα στο σκοτάδι και όρμησε στο θύμα του με όλες τις μνήμες της δύναμής του. Αμ’ έπος αμ’ έργον. Παρασυρμένος από το πάθος του εξακόντισε το όπλο του, δάγκωσε την καυτή άμορφη μάζα, έμπηξε τα νύχια του στην σάρκα να βγει το αίμα να την αφαιμάξει από την ζωντάνια της να την στεγνώσει σαν μούμια και να την πετάξει έξω στην κρύα έρημο πολύ μακριά από τις μανταρινιές άλλωστε τόσα χρόνια, αιώνες τώρα, περίμενε με αδημονία αυτή τη στιγμή, τα ακόνιζε τα νύχια του για την επίθεση στην «πρωταρχική σκηνή» που απειλούσε να καταστρέψει την αρμονία των ονείρων του.
Όλο το σύστημα κατέρρευσε, το τέρας πετάχτηκε επάνω ουρλιάζοντας λουσμένο στο αίμα, το δωμάτιο έλαβε άλλες διαστάσεις. Η «πρωταρχική σκηνή» είχε λάβει σάρκα και οστά, δεν έμενε πια εγκλωβισμένη στον φαντασιωτικό του κόσμο. Ο Περικλής έπαιρνε πίσω το αίμα του, άλλωστε πριν δύο χρόνια η μαμά του είχε δωρίσει στα γενέθλιά του με αφιέρωση (στον αγαπημένο μου μονάκριβο υιό για τα επτά χρόνια από τη γέννησή του) το βιβλίο «ο άνθρωπος με τους λύκους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου