Αναγνώστες

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΟΔΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ-Mάρκος Μέσκος

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΟΔΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ-Mάρκος Μέσκος 

 http://enekenperiodiko.blogspot.com/2010/11/m.html

 

Eυτυχώς, ισχυρίζομαι συχνά, που η ζωή μάς τραβάει ακόμη έξω (έξω από τα σπίτια μας*). Μας ενδιαφέρει και σήμερα, και σήμερα η καθημερινότητα στο χωριό, στη γειτονιά, στη χώρα, στον κόσμο· κοντολογής η δημόσια θέα και η δημόσια ζωή, αν είναι δυνατόν η συμμετοχή.
   Ευτυχώς, λοιπόν, η έξοδος.
   Υποβαθμισμένη βέβαια, το πολύ πολύ μια βόλτα στην πόλη ―στην πόλη που η <<εκάστοτε εξουσία>> ασκεί το ποικίλο <<παιγνίδι>> με σύνεση και πειθώ και ζοριλίκια πάνω στο τομάρι των σιωπηλών, συνήθως, πολιτών της.
Αλλού οι κολυμπήθρες του Σιλωάμ, εδώ, ενδεχομένως, κάποια βουβά εργαστήρια, κάποιες μεμονωμένες <<γραφικές>> περιπτώσεις, εδώ κινδυνεύουν τα πάντα πάντοτε…
   Η αγέρωχη λοιπόν βόλτα μπορεί να ᾽ναι στην πολύβουη Εγνατία, στην κοσμική Τσιμισκή, στην Ερμού με τα νεότευκτα αγάλματα, στο Συντριβάνι, στην παραλία, στα καφέ μπαρ των καθέτων οδών επί των επτά κυρίων αρτηριών (τόσο το κέντρο της Πόλης). Ενίοτε και σ’ άλλα σημεία: Καλαμαριά, Πολίχνη, Πανόραμα, Τούμπες, Συκιές, Νεάπολη, Αμπελόκηποι, δυτικές συνοικίες (που αναπτύσσονται και <<αναπτύσσονται>> γοργότατα)· υπάρχουν παντού λησμονημένοι φίλοι.
   Τα στέκια της σημερινής παρέας κάπου γύρω από την πλατεία Ναυαρίνου, γύρω από το εναπομείναν ερείπιο-ανάκτορο του Ρωμαίου Γαλέριου.
   Μια ευθεία κάθετη οδός ξεκινάει από τη Ροτόντα, την Καμάρα (αφετηρία σχεδόν όλων των κοινωνικών κινητοποιήσεων), κόβει την Εγνατία, την οδό με το σινεμά Βακούρα, την Πρίγκιπος Νικολάου και την Τσιμισκή, για να καταλήξει στην εκκλησία της Παναγίας κάπου στο τέλος της Διαγωνίου προς τον Λευκόν Πύργο. (Ωραία τα ονόματα των <<σημείων>>, ιστορίες, αίματα, πραγματικότητες ενδοστρεφείς, αναστολές και μύθοι).
   Η κάθετη οδός οικεία, (και) ονομάζεται Δημητρίου Γούναρη. Τη μέρα περνούν από ’κεί και τυφλοί με το άσπρο μπαστούνι, επαίτες μετανάστες με ξεχασμένα ελαφρά τραγούδια, συχνότερα περνούν ωραία παιδιά ―τη νύχτα το χασίσι πάει σύννεφο…

   Κάπου στο νούμερο 22 της οδού το μικρό βιβλιοπωλείο <<Κεντρί>> ―άλλαξε, ρε Αντώνη, τ’ όνομα του μαγαζιού, φωνάζουν πειράζοντας τον διευθυντή του οι φίλοι, μοιάζει με το τσιβί και τη βουκέντρα, τι διάολο, αυτό σημαίνει πολυπολιτισμική πρωτεύουσα; Χαμογελάει εκείνος καπνίζοντας αδιάκοπα το τσιγάρο και απαντάει: Το όνομα θα μείνει, έτσι το βρήκα έτσι θα πάει, <<Κεντρί>>.
   Το εμβαδόν του μικροβιβλιοπωλείου δεν υπερβαίνει τα είκοσι μέτρα, περίπου τέσσερα η πόρτα συν οι βιτρίνες και άλλα τέσσερα πέντε το βάθος του. Φίσκα το βιβλίο, ενημερωμένη η κλασική διάσταση αλλά και η σύγχρονη και η τρέχουσα, στα τζάμια των προθηκών αιωρούνται βιβλία και περιοδικά (το <<Πλανόδιον>>, οι <<Σημειώσεις>>, το <<Πανοπτικόν>>, το <<Αντί>>, ο <<Πολίτης>>, το <<Εντευκτήριο>>, το <<Ένεκεν>>, το <<Δέντρο>>, η <<Νέα Εστία>>). Πλείστες οι δειγματοληψίες των βιβλίων, ο Σπινόζα, η αρχαία διανόηση προηγουμένως, ο Μπακούνιν, ο Λούκατς, η Ντίκινσον, η Αχμάτοβα, ο Τρακλ ―ο Αντώνης, γρήγορος σε κάθε αναγνωστική απαίτηση, ενημερωμένος με τη συνολική διαδρομή του βιβλίου, προλαβαίνει ικανοποιώντας τους πελάτες του σε όλα.
   Ο χώρος μέσα στο βιβλιοπωλείο, ο ελεύθερος, είναι ελάχιστος· μας <<επιτρέπεται>> να πλησιάσουμε κυρίως όταν σιμώνουμε το ταμείο. Έξω από το <<Κεντρί>>, το πεζοδρόμιο και το σύνορο-πεζούλι του απέναντι ερείπιου, είναι αρκετά και βρίσκουμε τον τρόπο να σμίγουμε εκεί πίνοντας τον καφέ. Ο Τάσος, ο Γιώργης, ο Σάκης, ο Μάκης, ο Αλέξανδρος, ο Δημήτρης, ο Κώστας, ο Μιχάλης, η Λουκία, η Τζένη, η Ελένη, συχνά (και με διαλείμματα) παρόντες.

   Προσφάτως, μας χάλασε την ησυχία ένα συνεργείο κατασκευής δημοσίων έργων, δημοτικών έργων για την ακρίβεια. Ξήλωσαν το φθαρμένο δάπεδο της οδού Γούναρη και των <<περιχώρων>> της, σκόνες, καρότσια, φωνές, άμμος και τσιμέντα ―και τσιμέντα πολλά! Κάποτε φάνηκαν και τα άλλα υλικά: κομμένα μάρμαρα πολλών ποιοτήτων, κόκκινα τούβλα δαπέδου (πυρότουβλα;), γκρίζες πλάκες, μετρήσεις, υπολογισμοί, πραγματώσεις, αναθεωρήσεις (επί τα χείρω).
   Οι μαγαζάτορες, εκτός από τον φετινό αφόρητο καύσωνα, γκρινιάζουν καθημερινά γιατί το έργο ράβε-ξήλωνε τράβηξε πολύν καιρό ―κι ακόμη να τελειώσει!
   Αλλά το πολύ τελείωσε.
   Μπορούμε να δούμε το <<Έργον>>:
   Μια σειρά καθέτων και οριζοντίων μαρμάρων στο κόκκινο φόντο των τούβλων. Τίποτε άλλο. Χωρίς φαντασία, χωρίς λογισμό, χωρίς κάποιο μοτίβο βυζαντινό της πόλεως Θεσσαλονίκης, μια έρπουσα βαρβαρότητα, επίπεδη, άσχημη, αναρμόδια, κάτω από τα πόδια μας, χάρη καμιά!
   Και δεν υπολογίζονται τα έξοδα και οι κόποι, οι ανύπαρκτοι αρχιτέκτονες σχεδιαστές· το αποτέλεσμα μετράει: Ένα τίποτε. Τι άραγε φυλακίζει αυτό (ουσιαστικότερο) κάτω από την επίστρωση του δρόμου; Πλεονάζει (στο <<Έργον>>) το άμετρο, άχαρο και αδικαίωτο εν πολλοίς μάρμαρο, κάγκελα <<λευκών κελιών>> μήπως (από κάτω, στο χώμα;).
   Άραγε αναλογίστηκαν οι αρμόδιοι της σύγκρισης των δύο εικόνων; Η μια είναι το ρωμαϊκό ερείπιο της πλατείας Ναυαρίνου εν Θεσσαλονίκη, η άλλη αυτή, η σημερινή επί της οδού Δημητρίου Γούναρη εν έτει 2007 μετά Χριστόν, έργο άχαρης οδοποιίας. Δεν χρειάζεται πολύ για να εννοήσεις πώς κατάφεραν οι άνθρωποι του σήμερα να πράξουν, χωρίς ενθουσιασμό και αγάπη και χάρη αισθητική, το <<Έργον>>…
   Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανίας, φωνάζει από μακριά ο Σαίξπηρ ―που συνεχίζεται πολλαπλώς επί των ημερών μας (και) εν Θεσσαλονίκη στεναχωρώντας πολλούς υποψιασμένους πολίτες. Δυστυχώς. (Πάλι και πάλι).


Θεσσαλονίκη, τέλη Αυγούστου 2007.

*Tα «σπίτια» εδώ σαν αποκούμπι της απόσυρσης από τα κοινωνικά, της ηθικής, πολιτικής κόπωσης και (φευ) των γηρατειών.
Θεσσαλονίκη, τέλη Αυγούστου 2007.
Το κείμενο του Μάρκου Μέσκου δημοσιεύτηκε σε συλλεκτικό ένθετο στο τεύχος 8-9 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα