Αναγνώστες

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Σάκης Παπαδημητρίου, ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, BEAT ΚΑΙ ΤΖΑΖ ΠΟΙΗΣΗ, δημοσιεύτηκε στο ΕΝΕΚΕΝ τ.11



Σάκης Παπαδημητρίου, ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, BEAT ΚΑΙ ΤΖΑΖ ΠΟΙΗΣΗ, δημοσιευτηκε  στο ΕΝΕΚΕΝ τ.11


Η ΣΩΣΤΗ ΛΕΞΗ

Η σωστή λέξη
την κατάλληλη στιγμή
προγραμματισμένη να εκραγεί
εντός του στοχευμένου εγκεφάλου
είναι ο καλύτερος τρόπος
να γράφεις/να διαβάζεις/ή
να απαγγέλλεις
επαναστατική ποίηση

Ted Joans

To καλοκαίρι του 2003 κυκλοφόρησε η δυσάρεστη είδηση ότι «πάει και ο Ted Joans», ο ζωγράφος, ο ποιητής και τρομπετίστας της τζαζ, ο οποίος είχε συνδέσει το όνομά του με τη γενιά των ποιητών Beat, με την εις βάθος σχέση και συνύπαρξη τζαζ, πολιτικής και λογοτεχνίας, καθώς και με τα τρελά σουρεαλιστικά πάρτι της δεκαετίας του ’50 στο Greenwich Village.
Ας αρχίσουμε από το επαναστατικό κίνημα του σουρεαλισμού. Κυκλοφορεί μια διαδεδομένη άποψη ότι η λυδία λίθος του σουρεαλισμού, η αυτόματη γραφή, παρουσιάζει πολλές αναλογίες με τους αυτοσχεδιασμούς μουσικών της τζαζ και την τζαζ ποίηση, ενός Jack Kerouac π.χ. Σωστά, αλλά είναι επίσης «γνωστή η αδιαφορία και μάλιστα η ομολογημένη εχθρότητα κάποιων σουρεαλιστών, με πρώτο τον ίδιο τον André Breton, για τη μουσική γενικά», γράφει ο Robert Laffont στο Dictionnaire du Jazz. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, πως όταν ξεφυλλίζουμε βιβλία για τον σουρεαλισμό, όπως του Patrick Waldberg και του Maurice Nadeau, δεν βρίσκουμε στον κατάλογο των ονομάτων ούτε έναν συνθέτη. Άλλωστε, ο σουρεαλισμός αφορούσε κυρίως τη λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες. Υπάχουν, βέβαια, και εξαιρέσεις. Ο Jacques Baron μίλησε στον Breton «με ενθουσιασμό για την τζαζ, αυτή την ελεύθερη μουσική με όλη τη λάμψη της αποκάλυψης» (L’ An 1 du surréalisme). Ο Yves Tanguy, το 1924, εκθέτει «μορφές μπαρόκ μουσικών της τζαζ». Ο Marcel Duhamel: «Για μένα οι νοσταλγικές νότες του Armstrong, του Kid Ory ή του Tommy Ladnier φέρνουν στο νου εξέγερση, πόνο και μελαγχολία με την ίδια δύναμη, όπως και τα λυρικά ξεσπάσματα του Rimbaud και του Apollinaire ή ο καταλυτικός ρεαλισμός του Prévert». Στη δεκαετία του ’30 γίνεται χαμός στο Παρίσι με τον Django Reinhardt και τις μαύρες τραγουδίστριες στις μπουάτ της Μονμάρτρης. Το 1937 ο Pierre Reverdy διαβάζει ποιήματά του με αυτοσχεδιασμούς του τρομπετίστα Philippe Brun.
Ο ποιητής και εθνολόγος Michel Leiris στο βιβλίο του «Ηλικία ανδρός» (μτφ. Μανώλη Πεταλά, εκδόσεις Χατζηνικολή, 1986) γράφει πολλά για την εποχή του Μεσοπολέμου: «Κατά την περίοδο της απεριόριστης ελευθερίας που ακολούθησε τις εχθροπραξίες, η τζαζ υπήρξε ένα σημείο προσέγγισης, ένα οργιαστικό λάβαρο με τα χρώματα της στιγμής. Λειτουργούσε μαγικά και ο τρόπος επιρροής της μπορεί να παραβληθεί με ιδεοληψία. Ήτανε το καλύτερο στοιχείο για να δώσει το πραγματικό τους νόημα σ’ αυτές τις γιορτές, ένα νόημα εκκλησιαστικό, με μετάληψη μέσα από το χορό, τον συγκαλυμμένο ή έκδηλο ερωτισμό, και το ποτό, το πιο αποτελεσματικό μέσον για να ισοπεδώσει την τάφρο που χωρίζει τους ανθρώπους, τους μεν από τους δε, σε κάθε είδους συνεύρεση. Ανάμικτη με τους σφοδρούς τροπικούς ανέμους, περνούσε μέσα στην τζαζ αρκετή μούχλα εξοφλημένου πολιτισμού, μιας ανθρωπότητας που υποδουλώνεται τυφλά στη μηχανή, για να εκφράσει όσο καθολικότερα γίνεται τον τρόπο σκέψης ορισμένων τουλάχιστον από εμάς: διαφθορά λίγο πολύ συνειδητή που προήλθε από τον πόλεμο, αφελής έκπληξη μπρος στην άνεση και τις τελευταίες κραυγές της προόδου, κλίση προς τη σύγχρονη διακοσμητική της οποίας οφείλαμε εντούτοις να προαισθανθούμε συγκεχυμένα τη ματαιότητα, εγκατάλειψη στη ζωώδη χαρά να υποστούμε την επιρροή του μοντέρνου ρυθμού, υπολανθάνουσα φιλοδοξία για μια νέα ζωή όπου θα είχε δημιουργηθεί μια ευρύτερη θέση για όλες τις άγριες αθωότητες από τις οποίες ο πόθος, αν και ολότελα ασχημάτιστος ακόμη, μας κατέστρεφε».
Κι έτσι, φτάνουμε στο 1953 όταν ο Gérard Legrand, μέλος της νέας ομάδας των σουρεαλιστών, προσπαθεί να αναλύσει τις πιθανές σχέσεις της τζαζ και του σουρεαλισμού. «Υπάρχει μεγάλη συγγένεια μεταξύ του αυτοσχεδιασμού και ορισμένων εκδηλώσεων της αυτόματης γραφής του σουρεαλισμού», γράφει ο Legrand. O Robert Laffont, όμως, σχολιάζει: «Συγγένεια αλλά όχι σύγκλιση. Επειδή η συνάντηση της τζαζ με τον σουρεαλισμό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, παρόλο που η νέα γενιά, η μεταπολεμική, υπήρξε πιο ενθουσιώδης. Είχε φανερή κλίση προς την τζαζ και γνώση πολύ προχωρημένη». Ο Robert Benayoun στο βιβλίο του «Το γέλιο στους σουρεαλιστές», 1988, αναφέρει ότι ο Legrand, o Valorbe, o Goldfayn και πολλοί άλλοι εφαρμόζουν ακόμη κάποιες φορές την αυτόματη γραφή ακούγοντας δίσκους του Lester Young και του Clifford Brown.
O Ted Joans γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1928 στο Κάιρο της πολιτείας Ιλλινόι πάνω σε ένα ποταμόπλοιο όπου δούλευαν οι γονείς του. Σπούδασε στη σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα. Στη δεκαετία του ’50 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και εκεί έρχεται σε επαφή με τον κύκλο των καλλιτεχνών και των διανοουμένων. Συναντά τον Jackson Pollock, πρωτοπόρο μιας νέας ζωγραφικής, ο οποίος ακούει μανιωδώς τζαζ. Γνωρίζεται με τον Robert Reisner και γίνονται φίλοι λόγω του κοινού τους πάθους για τον Charlie Parker. Από τον Reisner γνωρίζει τον Marshall Stearns, ο οποίος δίδασκε ιστορία της τζαζ σε σχολή κοινωνικών ερευνών. Όπως γράφει ο ίδιος ο Ted Joans, σε ένα κείμενό του με τον τίτλο Bird and the Beats που δημοσιεύτηκε στο Coda Magazine, το 1981, ο Edgar Varese τον σύστησε στον Alexander Calder, κορυφαίο της μοντέρνας γλυπτικής. Την ίδια εποχή τα τζαζ κλαμπ γίνονται τα σημεία συνάντησης των ανήσυχων πνευμάτων. O Ted Joans συνεχίζει την αφήγησή του και λέει ότι η Beat Generation είναι η γενιά που μεγάλωσε με την σύγχρονη τζαζ και πρέπει να αναγνωρίσει το χρέος της στον Charlie Parker. Ήταν επόμενο να γνωρίσει τον Jack Kerouac, τον Allen Ginsberg και τους άλλους Beat ποιητές που σύχναζαν στα τζαζ κλαμπ. Για τον Jack Kerouac, ο Ted Joans γράφει ότι ήταν ο πρώτος λευκός ποιητής που είχε μανία με τον Bird και ότι ο Gregory Corso έγραψε ίσως το πιο σημαντικό ποίημα για τον Charlie Parker. Βεβαίως, για τον Ted Joans, ο ιδρυτής, ο θεμελιωτής της jazz poetry είναι ο Langston Hughes. Θυμάται που έβλεπε τακτικά τον James Dean να παρακολουθεί προσεκτικά τον Bird στο Montmartre Club και τον ανερχόμενο νεαρό Steve Mc Queen να παρακολουθεί και τον Parker και τον Dean.
Όταν μαθεύτηκε ότι πέθανε ο Charlie Paker στις 12 Μαρτίου 1955, ο Ted Joans μάζεψε τους φίλους του, πήραν όλοι διαφορετική κατεύθυνση με τον υπόγειο και γέμισαν τους τοίχους της Νέας Υόρκης με το σύνθημα Bird Lives. Φόρος τιμής στον σαξοφωνίστα που ανέτρεψε τα καθιερωμένα, ακόμα και στην ίδια την τζαζ, που έδειξε τον δρόμο προς την ελευθερία και που εξακολουθεί να ζει με την μουσική του και με τους άπειρους νεότερους οι οποίοι επηρεάστηκαν από το έργο του. Ο Ted Joans έλεγε χαρακτηριστικά, και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι:
Jazz is my religion/and Surrealism is my point of view.
Ως αεικίνητος τροβαδούρος, έζησε και στο Παρίσι και συνάντησε όσους είχαν απομείνει από το ιστορικό κίνημα του σουρεαλισμού. Ο André Breton μάλιστα δήλωσε ότι ο Ted Joans είναι ο μόνος Αφροαμερικανός σουρεαλιστής ποιητής.
Όσοι είχαν δει τον Ted Joans να παρουσιάζει τα ποιήματά του εντυπωσιάζονταν από τον τρόπο που απήγγειλλε με ρυθμό και με συγκεκριμένα μηνύματα, τα οποία μεταδίδονταν από τα χείλη του, τα ηχεία του, από το κορμί και τις κινήσεις του, από τον ήχο και την μουσικότητα. Όπως γράφει στο τεύχος Αυγούστου 2003 του περιοδικού Jazzwise, ο Michael Horovitz, ο οποίος είχε συνεργαστεί μαζί του σε βραδιές τζαζ και ποίησης στη Μεγάλη Βρετανία προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο Ted Joans εμφανιζόταν στη σκηνή με ένα χαρισματικό σώμα. Φιλικός και πρόσχαρος αλλά επίσης και θαρραλέος και ζόρικος, ανάλογα με το θέμα. Εξίσου άνετος στα μικρά κλαμπ ή αμφιθέατρα όσο και ενώπιον μεγάλων ακροατηρίων. Τα λεκτικά του πυροτεχνήματα συνεχίζουν τη γραμμή του μέντορά του Langston Hughes με τις ελεύθερες παραλλαγές του πνεύματος των μπλουζ, όπως ακριβώς ο Dizzy Gillespie έλκει το γένος από τη φωνή και την τρομπέτα του Louis Armstrong.
Συγκεντρώνει όλα αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ταιριάζουν στη τζαζ: τις κοφτές επαναλήψεις των ριφ, τις παραποιήσεις των φθόγγων, τα τραβήγματα των φωνηέντων, τους αντικανονικούς τονισμούς και τις εκπλήξεις στα σημεία στίξης, τις συγχορδίες χειρονομιών και ήχων, την αληθινή λυρικότητα που δεν καταλήγει γλυκανάλατη μελωδία, την επιθετικότητα στο ζενίθ του σόλο. Τόσα και τόσα που παρατηρούμε και ευχαριστιόμαστε όταν καθόμαστε κοντά στους μουσικούς και τους ποιητές.
Φυσικά τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει στην ελληνική πραγματικότητα, πλην εξαιρέσεων. Μας έχουν μάθει να δεχόμαστε ανεπιφύλακτα ως «σοβαρή» τη θεατρική ή ακαδημαϊκή απαγγελία που ήδη μας έχουν επιβάλλει από τα πρώτα χρόνια στα θρανία. Γι’ αυτό, πολλές από τις λεγόμενες «λογοτεχνικές βραδιές» θυμίζουν σχολικές παραστάσεις και μυρίζουν δασκαλίστικες ομιλίες στις εθνικές επετείους. Το ίδιο συμβαίνει αρκετές φορές και στις παρουσιάσεις βιβλίων που έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Υπάρχουν και χειρότερα: όταν διαβάζουν οι ποιητές, ή οι ηθοποιοί συνήθως, ή και μερικοί φιλόλογοι, και σε κάποια σημεία γίνονται «παρεμβάσεις»(!) από το φλάουτο ή το βιολί ―για να μην θυμηθούμε σύμπραξη μπουζουκοπαρέας και εγκωμίων για συγγραφείς που συγκεντρώνουν πλήθη στα πατάρια βιβλιοπωλείων ή απονομή λογοτεχνικών βραβείων η οποία συνοδεύεται από πρόγραμμα πίστας που βαπτίζεται «έντεχνο ελληνικό τραγούδι» και άλλα πολλά. Ε! τότε πια δεν σκέφτεσαι παρά πώς να ανακαλύψεις έξοδο κινδύνου. Να ξεφύγεις από την παγίδα στην οποία βρέθηκες με δική σου ευθύνη, από λάθος εκτίμηση προσώπων, ή από την ηθική της υποχρέωσης, ή και από περιέργεια ακόμη. Να γλιτώσεις από την πλήξη που παγώνει το αίμα, να γλιτώσεις από το απεριόριστα ενοχλητικό κλίμα που δημιουργείται και το οποίο σε διαπερνά και τρομοκρατεί το νευρικό σου σύστημα, σε φέρνει σε θέση αμηχανίας, η οποία σταδιακά αποκτά συγκεκριμένο όνομα: οργή. Για να κλείσει το θέμα: δυστυχώς τίποτα απ' όλα αυτά δεν γίνεται αντιληπτό από την ομήγυρη των φιλότεχνων, αν και δεν μπορεί, θα υπάρχει έστω και μία αδελφή ψυχή.
Ας επανέλθουμε στο κύριο θέμα μας, τον Ted Joans, μετά την σύντομη παράκαμψη. Τον βρίσκουμε στο πλευρό του Archie Shepp στο Παναφρικανικό φεστιβάλ, τον Ιούλιο του 1969, στο Αλγέρι. Τον ακούμε στον δίσκο Live at the Pan-African Festival, Affiity AFF 41. Ηχολήπτης ο σαξοφωνίστας Barney Wilen, παραγωγοί ο Jean George Karakos και ο Jean-Luc Young. O Archie Shepp με τους δικούς του Clifford Thornton κορνέτα, Grachan Moncur III τρομπόνι, Sunny Murray ντραμς κ.α. και δίπλα του Αλγερινοί και Τουαρέγκ μουσικοί. Ο Ted Joans απευθύνεται στους Άραβες και λέει: «Είμαστε μαύροι και γυρίσαμε για να φέρουμε στην πατρίδα μας, την Αφρική, τη μουσική της. Η τζαζ είναι Μαύρη Δύναμη, η τζαζ είναι αφρικανική μουσική». Καθώς συνεχίζει, ο ήχος από το τενόρο σαξόφωνο του Archie Shepp κυκλοφορεί ελεύθερα ανάμεσα στα νταούλια, τα ντέφια και τους ζουρνάδες.
Και πάλι στα δικά μας. Στη βραχύβια έκδοση «συν και πλην», στο πρώτο τεύχος, 1981, ο Άρις Γεωργίου γράφει τις εντυπώσεις του από τη γνωριμία του με τον Ted Joans στο Παρίσι και ο Γρηγόρης Αμπατζόγλου μεταφράζει τρία ποιήματα. Το ένα από αυτά έχει τον τίτλο:
H συμβουλή του Nτιουκ
Μένω στο πάνω Χάρλεμ άκουσα του Ντιουκ τη συμβουλή και πήρα το «Έι» Τρέιν Τώρα κυκλώνομαι απ’ τη δική μου τη φυλή πάλι στο Χάρλεμ Κοιμάμαι τα βράδια με δύο ονείρου βασίλισσες μαύρες γυμνές γυναίκες στο Χάρλεμ Tο ίδιο όνειρο βλέπω τα βράδια ’κει πάνω στη χώρα του «Έι» Tρέιν στο Xάρλεμ Τι θέλω να μην πω είναι πως έχω εκεί πάνω όνειρο ερωτικό νομίζω πως βλέπω τη Μπέσι Σμιθ τη Μπίλι Χολιντέι Σαν κλείνω τα μάτια τις βλέπω όλες εκεί κι είμαστε ξάπλα ’κει πάνω στη χώρα του «Έι» Τρέιν στο μεγάλο μαύρο κρεβάτι του Χάρλεμ

Το 1963 βρέθηκε και στην Ελλάδα και έκανε παρέα με τον Νάνο Βαλαωρίτη και τον Δημήτρη Πουλικάκο. Ήταν η εποχή που προετοίμαζαν την έκδοση του περιοδικού «Πάλι». Στο πρώτο τεύχος που κυκλοφόρησε, αρχές του 1964, ο Δημήτρης Πουλικάκος μετέφρασε ένα ποίημα του Ted Joans και την απέναντι σελίδα καταλάμβανε το ίδιο ποίημα στο πρωτότυπο μαζί με κολάζ του Ted Joans. Στις σημειώσεις του για τους συνεργάτες του «Πάλι» διαβάζουμε:
«Ο Αφρο-αμερικανός νέγρος ποιητής Ted Joans είναι ένας μικρός Prévert, από την άποψη της καλής ποιότητας λαϊκής απήχησης των ποιημάτων του, που στρέφονται εναντίον των φυλετικών και άλλων διακρίσεων καθώς και εναντίον του πουριτανισμού και της εν γένει στενοκεφαλιάς και μικροψυχίας».
Το ποίημα «Συμπαίκτες», που βρίσκεται στην ανθολογία του Elias Wilentz «Η σκηνή Μπιτ», εκδόσεις Ερατώ, 1987, το μετέφρασε ο Βαγγέλης Κατσάνης. Το ποίημα έχει ως άξονα ένα παιχνίδι που απαιτεί συμπαίκτες. Μια προτροπή προς τα «κακά παιδιά» που τριγυρνούν το βράδυ στους δρόμους ύστερα από πάρτι και θέλουν να συνεχίσουν τις έντονες συγκινήσεις, να τροφοδοτήσουν το αιωνίως ανικανοποίητο κομμάτι του εαυτού τους που έχει εξεγερθεί και είναι έτοιμο για άσκοπες πράξεις βανδαλισμού αλλά και ολοκληρωτικής απόρριψης μιας κοινωνίας και ενός τρόπου ζωής δήθεν κανονικού. Γελοιοποίηση της πολιτικής, της θρησκείας, της τάξης και της ασφάλειας και στο τέλος αυτοσαρκασμός. Δυνατό ποίημα που σίγουρα μπορεί να πάρει και σύγχρονη μορφή σε συνδυασμό με έντονο ρυθμό και μουσικές κραυγές. Εδώ μεταφέρουμε ορισμένες μόνο από τις ένδεκα συνολικά προτροπές του ποιητή.

Συμπαίκτες
Ελάτε να παίξουμε κατιτί. Ο,τιδήποτε. Ν’ αλωνίσουμε την πόλη πάνω κάτω και να πετάξουμε μπογιές σε όσους δείχνουν χαρούμενοι και να σπάσουμε με φτυάρια τις βιτρίνες των μαγαζιών και τα παράθυρα των εκκλησιών.
Ελάτε να παίξουμε πως είμαστε όλοι ΑΣΦΑΛΕΙΣ. Ότι όλοι δουλεύουμε από τις 9 ως τις 5 και πασχίζουμε να ξεπληρώσουμε το σπίτι στο Ουέστσεστερ και τις από τοίχο σε τοίχο μοκέτες και τις χωρίς τελειωμό δόσεις του πολυτελούς αυτοκινήτου, της έγχρωμης τηλεόρασης, του στερεοφωνικού, του πλυντηρίου, του καταψύκτη και όλων των άλλων που είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν οι διάφοροι Τζονς.
Ελάτε να παίξουμε κατιτί. Οτιδήποτε. Ελάτε να κάνουμε πως είμαστε αστυφύλακες και να ονομαστούμε χαφιέδες. Ελάτε να κάνουμε πως είμαστε πολιτικοί και να ονομαστούμε απατεώνες... Ελάτε να κάνουμε πως είμαστε καλλιτέχνες και να ονομαστούμε τρελοί. Ελάτε να παραστήσουμε πως όλοι μας είμαστε κακομαθημένα θηλυκά Τυπικών Έντιμων Αμερικάνικων Οικογενειών.

Τίτλοι βιβλίων του Ted Joans που φανερώνουν την πίστη του στη μουσική: Funky Jazz Poems, Beat Poems, The Hipsters (βιβλίο με κολάζ), A Black Pow Wow of Jazz Poems, A Black Manifesto in Jazz Poetry and Prose. Το μανιφέστο είναι αφιερωμένο στον Charlie Parker και στον Malcolm X και οι αναφορές σε μουσικούς της τζαζ είναι πάρα πολλές καθώς και οι αφιερώσεις στον André Breton, Cecil Taylor, Archie Shepp κ.ά.
Πλησιάζουμε στο τέλος. Τον Απρίλιο του 2003 ολοκληρώθηκε η έκδοση «Ανθολογία Μπιτ ποίησης» από τις Ροές, στη σειρά «Ποιητές του κόσμου». Eισαγωγή, μετάφραση και σημειώσεις από τον ακαταπόνητο Γιάννη Λειβαδά. Χωρίς αμφιβολία, η πιο σημαντική ανθολογία στην ελληνική γλώσσα του ποιητικού και κοινωνικού φαινομένου που αποκαλείται «Μπητ» ή «Γενιά Μπητ», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχουν τόσες πολλές ομοιότητες μεταξύ των ποιητών. Ένας τόμος 376 σελίδων οι οποίες εμπλουτίζονται με φωτογραφίες και βιογραφικά σημειώματα. Ο Ted Joans ανθολογείται με τρία ποιήματα.

Η Αλήθεια

Αν τύχει να δεις έναν άνθρωπο
να κατεβαίνει έναν κατάμεστο δρόμο
μιλώντας
δυνατά
στον εαυτό του
μην τρέξεις μακριά του
μα τρέξε
κοντά του
γιατί είναι ποιητής
δεν έχεις τίποτα να
φοβηθείς
από τον ποιητή
παρά μόνο την
αλήθεια.




Φωτο: Άρις Γεωργίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: