Τετάρτη, 24 Μαρτίου 2010
Το βιβλίο του Τζον Γκρέι, ομότιμου καθηγητή Ευρωπαϊκής Σκέψης του London School of Εconomics, αποτελεί ένα εκτενές δοκίμιο πάνω στους ισχυρότατους δεσμούς θρησκείας και πολιτικής. Εξιδανικεύοντας τις συνέπειες της εκκοσμίκευσης στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, συνήθως απωθούμε τους δεσμούς αυτούς που παραμένουν καθοριστικοί ακόμα και στην εποχή μας.(κλικ)
Γιαννης Σταυρακάκης : Αρθρογραφια
Απληστία: Από αμάρτημα, καθήκον;»
«Ζίζεκ: Ο κατεξοχήν στοχαστής του παραδόξου»
«Για την ανάλυση του λόγου: νόημα, εξουσία και κριτική σκέψη»
«Η χρονιά του Λακάν»
«Από τη (μετα)πολιτική στο πολιτικό»
«Αποδομώντας τη σαγήνη της Αντιγόνης»
«Τα πνεύματα του καπιταλισμού»
«Η οικειότητα του παραλόγου»
«Δεν ήταν φτωχοί, ήταν ελεύθεροι!»
«Η μεγάλη επίθεση της θρησκείας»
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
http://www.biblionet.gr/main.asp?page=showauthor&personsid=6858
ΒΙΒΛΙΑ
Ο Λακάν και το πολιτικό
Διαβάστε την εισαγωγή του βιβλίου
The Lacanian Left (αγγλική έκδοση)
The Lacanian Left (αμερικανική έκδοση)
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΠΙΣTHMONIKA ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ
‘Objects of Consumption, Causes of Desire: Consumerism and Advertising in Societies of Commanded Enjoyment' (Gramma, τ. 14, 2006)
Διαβάστε το άρθρο
‘Discourse and Affect: Conceptual and Political Dialectics in Theory and Empirical Analysis' (59ο ετήσιο συνέδριο της Political Studies Association, Manchester, Απρίλιος 2009)
Διαβάστε το κείμενο
‘Authority, Enjoyment and the Spirits of Capitalism' (Psychoanalysis and Society Public Lecture, Hong Kong Theatre, Clement House, London School of Economics & Political Science, Λονδίνο, 12 Φεβρουαρίου 2010)
Ακούστε την ομιλία (podcast)
το ''εσωκατευθυνόμενο'' και το ''εξωκατευθυνομενο ''ατομο
Ο
ΕΣΩΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΟΣ
* David Riesman Το μοναχικό πλήθοςΜτφ Βασίλης Τομανάς εκδ Νησίδες (1949)2001
Μεχρι προσφατα η ‘’ατομικότητα
‘’συνδεόταν με αυτό πού ο D Riesman σενα σημαντκό βιβλίο του1949, το
Lonely crowd ( The Lonely Crowd’)αποκάλεσε, εσωκατευθυνόμενο ανθρωπο‘’Inner directed Man
Ο Riesman διεκρινε μεταξύ αρκετών κύριων
χαρακτηρολογικών τυπων τον εδοστρεφή εσωκατευθυνόμενο και τον
ετεροκατευθυνόμενο.
Ο πρωτος τυπος αποτελουσε ουσιαστικά ένα
συμβολο του νεωτερικου ανθρωπου :. «η πηγή της κατευθυνσης του ειναι
«εσωτερική » με την εννοια ότι εμφυτευεται κατά τα πρωτα χρόνια της ζωής
του ανθρωπου από τους μεγαλύτερους του και κατευθυνεται προς
γενικευμένους μα ωστόσο αναπόδραστα προσδιορισμένους σκοπούς *
Η συμπεριφορά του εσωκατευθυνόμενο ανθρώπου
ελεγχόταν από ένα«ψυχολογικό γυροσκόπιο »πού «από τη στιγμή που θα εμφυτευτεί από
τους γονείς και τις άλλες εξουσίες, διατηρεί σε λειτουργία τον εδοστρεφή
(εσωκατευθυνόμενο) ακόμα και όταν η παράδοση, δεν υπαγορεύει πια της
κινήσεις του
Ο
ενδοστρεφής εσωκατευθυνόμενο γίνεται ικανός να διατηρεί μία εύθραυστη
ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις πού έχει απαυτόν ο στόχος του στη ζωή
και στους καταναγκασμούς του εξωτερικού του περιβάλλοντος
Ο ΕΤΕΡΟΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΟΣ
τον Riesman τον απασχολουσε περισσοτερο η εμφανιση (τοτε!!!) του
ετεροκατευθυνόμενου (otherdirected) ανθρώπου πού βρισκεται χωρίς έναν εσωτερικό οδηγό- αντιθεται η
δραση του καθοδηγείαται μονιμα από τον αμεσο κοινωνικο του περιγυρο.
Η αντιπάθεια
του Riesman για την ετεροκατευθυνόμενη προσωπικότητα
διαφαίνεται στην επιλογή των περιγραφών πού κάνει«ο ετεροστρεφής ειναι ενας κονφορμιστής΄΄ ο
οποιος «υποτάσσεται
στην εξουσία της ομάδας» και κυριαρχείται από μια
«ακόρεστη αναγκη για αποδοχή»,«ειναι
κοσμοπολιτης. Για αυτόν το σύνορο αναμεσα στο οικείο και το ξένο…εχει
καταργηθεί Καθώς η οικογένεια απορροφά συνεχώς το ξενο και
ανασχηματίζεται,το ξένο γίνεται οικείο. Ο ετεροστρεφής ειναι από μια
αποψη σαν το σπίτι το παντού και πουθενά, ικανός για μια γοργή και
μερικές φορες επιφανειακή οικειοτητα με τον καθενα και για μιαν απόκριση
στον καθένα .Ο ετεροστρεφής πρεπει να ειναι ικανός να
λαμβάνει σήματα από μακριά κι από κοντά¨οι πηγές ειναι πολλές, ο
αλλαγές γοργές
Αυτό λοιπόν που μπορεί να εσωτερικευθεί δεν ειναι ενας κωδικας
συμπεριφοράς,αλλά ο εξεζητημένος
εξοπλισμός πού χρειάζεται για να λαμβάνει τέτοια μηνυματα και εν τέλει
να συμμετέχει στην κυκλοφορία τους.
Αντί για τους ελέγχους ενοχής και
ντροπής που εξακολουθουν βέβαια να υπάρχουν, ο ουσιαστικός ψυχολογικός
μοχλός του ετεροστρεφούς ειναι μια διαχυτη ανησυχία΄.Αυτός
ο εξοπλισμός ελέγχου δεν ειναι σαν γυροσκόπιο αλλά σαν ραντάρ »
* David Riesman Το μοναχικό πλήθοςΜτφ Βασίλης Τομανάς εκδ Νησίδες (1949)2001
Κυριακή, 21 Μαρτίου 2010
Keynes M.J., Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος
Τζων Κέυνς
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Τζών Μέιναρντ Κέυνς (John Maynard Keynes, * 5 Ιουνίου 1883, † 21 Απριλίου 1946) ήταν Άγγλος οικονομολόγος, μαθηματικός, καθηγητής πανεπιστημίου, συγγραφέας και ανώτατος κρατικός υπάλληλος. Δημιούργησε, με τα έργα του και τους οπαδούς του, τη λεγόμενη κεϋνσιανή σχολή στην οικονομική επιστήμη. Ο Κέυνς και ο Μίλτον Φρίντμαν ήταν δύο από τους πιο σημαντικούς οικονομολόγους του 20ου αιώνα.Από τον Κέυνς έχει πάρει το όνομά της και η Κεϋνσιανή ρύθμιση, η αναδιανομή δηλαδή μέρους των κερδών του κεφαλαίου στις κατώτερες τάξεις, με τη μορφή κοινωνικών και άλλων παροχών, προκειμένου να αποφεύγεται η κοινωνική δυσαρέσκεια και οι αναταραχές. Ας σημειωθεί όμως ότι μια τέτοια ρύθμιση δεν ήταν ποτέ στόχος του ίδιου του Κέυνς. Ο Κέυνς πρότεινε την άνοδο των δημοσίων δαπανών σε περιόδους κρίσεων για να καλύψουν μέρος του ελλείμματος ζήτησης που υπό προϋποθέσεις μπορεί να οδηγήσει την οικονομία μακριά από μια θέση ισορροπίας πλήρους απασχόλησης. Οι δημόσιες δαπάνες μπορεί να ξοδεύονται ως επιδόματα ανεργίας κτλ., αλλά ο κύριος στόχος δεν είναι η αναδιανομή αλλά η επανόρθωση της ισορροπίας. Μάλιστα η αύξηση της φορολογίας σε περιόδους κρίσης είναι πλήρως αντίθετη στη νοοτροπία του Κέυνς ο οποίος ζητά αύξηση των ελλειμμάτων στις κρίσεις, τα οποία χρηματοδοτούνται από πλεονάσματα στις καλύτερες εποχές.
Βιβλιογραφία
- Keynes M.J., Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος, εκδ. Παπαζήση,
- άρθρο για τον Κέϊνς στο e-rooster.gr
- έργα του Κέυνς στο Project Gutenberg
- The General Theory of Employment, Interest, and Money πλήρες κείμενο σε pdf (Αγγλικά)
- The General Theory of Employment, Interest, and Money κείμενο στο marxists.org (Αγγλικά)
Ρευστός Φόβος . Μπάουμαν
Zygmunt Bauman
Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΡΔΑΣ
πηγή:
http://www.emprosnet.gr/emprosnet/books/article.asp?cid=135&uid=2008061245835
Zygmunt Bauman Ρευστός φόβος Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας Εκδόσεις Πολύτροπον Αθήνα 2007, σελ. 244
Η νεωτερικότητα υποτίθεται πως θα ήταν η περίοδος εκείνη της
ανθρώπινης ιστορίας στην οποία οι φόβοι που στοίχειωναν την κοινωνική
ζωή κατά το παρελθόν επρόκειτο να ξεπεραστούν οριστικά και τα ανθρώπινα
όντα θα μπορούσαν να αναλάβουν τον έλεγχο της ζωής τους και να δαμάσουν
τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις του κοινωνικού και φυσικού κόσμου.
όμως στην αυγή του 21ου αιώνα ζούμε, ξανά, σε μία κατάσταση ρευστού
φόβου.
Είτε πρόκειται για τις φυσικές και περιβαλλοντικές καταστροφές είτε
για τις τυφλές τρομοκρατικές επιθέσεις βρισκόμαστε σε κατάσταση διαρκούς
άγχους αναφορικά με τους κινδύνους που δύνανται να ενσκήψουν
απροειδοποίητα, ανά πάσα στιγμή.
Φόβος είναι το όνομα που δίνουμε στην αβεβαιότητά μας μπροστά στους
κινδύνους που χαρακτηρίζουν τη ρευστή μοντέρνα εποχή μας, στην άγνοιά
μας σχετικά με τη φύση της απειλής και στην ανικανότητά μας να
καθορίσουμε τον τρόπο αντιμετώπισής της.
Όπως σημειώνει ο σύγχρονος μεγάλος στοχαστής η παρούσα μελέτη.
«...είναι ένα (πολύ προκαταρκτικό, ατελές) ευρετήριο των ρευστών
μοντέρνων φόβων. Είναι επίσης μια απόπειρα (πολύ προκαταρκτική,
πλουσιότερη σε ερωτήσεις παρά σε απαντήσεις) αναζητήσεις των κοινών
πηγών τους και των εμποδίων που υψώνονται στο δρόμο προς την ανακάλυψη
των τελευταίων, μια προσπάθεια ακόμα εύρεσης των μέσων που θα τους
καταστήσουν ανενεργούς ή αβλαβείς.
Το βιβλίο αυτό, με άλλα λόγια, δεν είναι παρά μια πρόσκληση σε
σκέψεις δράσης και σε στοχαστικές δράσεις - όχι ένα βιβλίο συνταγών. Ο
μόνος του σκοπός είναι να μας επιστήσει την προσοχή στο μέγεθος του
καθήκοντος που είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσουμε (εν γνώσει μας ή όχι,
ηθελημένα ή όχι) στο μεγαλύτερο μέρος του τρέχοντος αιώνα, ώστε η
ανθρωπότητα να μπορέσει να διασχίσει τον τελευταίο και να βγει στο τέλος
του νιώθοντας πιο ασφαλής και πιο σίγουρη για τον εαυτό της από όσο
ένιωθε στην αρχή του
Δευτέρα, 15 Μαρτίου 2010
Η Δύση, ο αντιπόλεμος, ο Μοντεσκιέ και οι πανστρατιές των ηλιθίων( απο την Ριτσα ...) ( Κλικ)
αποσπασμα
Το ερώτημα είναι σε ποιά φάση βρίσκεται σήμερα ο δυτικός κόσμος και
κατ’επέκτασιν η Ελλάδα. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του δικού μας
αντιπολέμου ; Οικοδομούμε υπόγειους διαδρόμους, άρα επωμιζόμαστε ρόλους
συναινετικούς και ειρηνικούς ; Μήπως μας θέλγει το επίσης κλασσικό δόγμα
«είμαστε ετοιμοπόλεμοι γιατί αγαπάμε και σεβόμαστε την ειρήνη;» Η μήπως
μετά δυσκολίας κρατάμε κλειστό το καπάκι της κατσαρόλας για να μην
λιποθυμήσουμε από τη δυσοσμία που θα προέλθει να τύχει και το ανοίξουμε ;
Γιατί λέτε; Γιατί μέσα στην κατσαρόλα πετάξαμε τα ερπετά! Και ξέρετε,
τα ερπετά δεν εξαφανίζονται ούτε για του βρασμού.
Οποιαδήποτε απάντηση κι αν αποτολμήσουμε, θα κάνει βόλτες γύρω από τη
συνήθη φαντασία του καθημερινού ανθρώπου. Γιατί οι αποφάσεις για το
μέλλον του καθημερινού ανθρώπου λαμβάνονται σε επίπεδα όχι απλώς υψηλά,
αλλά και άγνωστα για τους πολλούς, ενώ τελικά οι πολλοί είναι αυτοί που
τις εκτελούν. Ναι, αυτοί που τη δεδομένη στιγμή γίνονται συμβιβαστικοί,
επιβιωτικοί και με το γνωστό στρουθοκαμηλισμό τους διαγράφουν με ευκολία
τις λέξεις «αντιπαλεύω», «αντιμάχομαι» .Στο προλογικό σημείωμά του στο
βιβλίο «Η Ευημερία του Κακού», ο Ντανιέλ Κοέν, πρόεδρος του
επιστημονικού συμβουλίου του γαλλικού ιδρύματος «Ζαν Ζορές» λέει ότι η
Ευρώπη, παρά τη μεγάλη οικονομική κρίση θεωρείται ήπειρος της ειρήνης
και της ευημερίας, προφανώς γιατί έχει ξεχάσει το πρόσφατο παρελθόν της.
Για την Ευρώπη, το σύντομο χρονικό διάστημα στη διάρκεια του οποίου
υπήρξε το επίκεντρο της ιστορίας της ανθρωπότητας τελείωσε με τη
βαρβαρότητα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μερικές φορές ανακουφίζεται
κανείς με τη σκέψη ότι η ευημερία θα είναι παράγοντας ειρήνης, ότι οι
εμπορικές συναλλαγές θα φέρουν ειρήνευση στις διεθνείς σχέσεις. Ωστόσο ο
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε μέσα σ’ ένα κλίμα κοινής ευημερίας.
Τίποτα, επομένως, δεν μας επιτρέπει να είμαστε σίγουροι. Ούτε ο πλούτος,
ούτε η εκπαίδευση κάνουν τον άνθρωπο καλύτερο.
ΖΑΚ ΛΕ ΓΚΟΦΟι διανοούμενοι στο Μεσαίωνα(απο την βιβλιοθηκη της Ε''
ΖΑΚ ΛΕ ΓΚΟΦΟι διανοούμενοι στο ΜεσαίωναΜΤΦΡ.: ΜΑΡΙΑ ΠΑΡΑΔΕΛΛΗ«ΚΕΔΡΟΣ»,
ΣΕΛ. 294
Ο διανοούμενος ως ελεύθερος επαγγελματίας
αποσπασμα:
Ο διανοούμενος ως ελεύθερος επαγγελματίας
αποσπασμα:
Ο διανοούμενος, σημειώνει από τις πρώτες κιόλας αράδες του βιβλίου του ο
Λε Γκοφ, αποτελεί δημιούργημα της πόλης.
Πρόκειται για έναν ελεύθερο επαγγελματία, του οποίου η δουλειά είναι να γράφει και να διδάσκει στο πανεπιστήμιο. Πλάι στον έμπορο και το βιοτέχνη, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τις κεντρικές τάσεις των νέων αστικών σχηματισμών, ο διανοούμενος, που ταυτίζεται με τον πανεπιστημιακό και τον επιστήμονα, δεν ανήκει σε κάποια από τις αρχέγονες κοινωνικές τάξεις, αλλά πληρώνεται από τους φοιτητές του για να ζήσει και να κάνει την καριέρα του.
Το χαρακτηριστικό αυτό τον μετατοπίζει αμέσως από το παραδοσιακό πλαίσιο του πρώιμου Μεσαίωνα προς μια καινούργια εποχή, με εντελώς διαφορετικές απαιτήσεις και προτεραιότητες.Ενα πρώτο δείγμα (και συνάμα σύμβολο) της αλλαγής προσανατολισμού την οποία σημαίνει η παρουσία του διανοούμενου στην καρδιά της μεσαιωνικής Ευρώπης είναι το διάσημο ζευγάρι του Αβελάρδου και της Ελοΐζας. Εκείνος, οπαδός της λογικής και της ηθικής της μεταμέλειας, που παραμερίζει τους ατελείωτους καταλόγους αμαρτημάτων και τιμωριών της Εκκλησίας, εκείνη, αρνήτρια του θεσμού του γάμου, που πιστεύει πως θα μαραζώσει πνευματικά τον αγαπημένο της. Κι αν ο Αβελάρδος καταλήγει στον ευνουχισμό και η Ελοΐζα πίσω από τους τοίχους του μοναστηριού, τούτο δεν αλλάζει το θεμελιακό βάρος της ερωτικής τους σύμπραξης: ο δρόμος για τον ανθρωπισμό έχει ανοίξει και κανείς πια δεν μπορεί να ανακόψει τη νέα πορεία. Δεύτερος και εξίσου κρίσιμος σταθμός στα χρόνια τα οποία μελετάμε, η Σχολή της Σαρτρ.
Δίπλα στο παραδεδομένο trivium (γραμματική, ρητορική και λογική), οι διδάσκοντες της Σαρτρ καλλιεργούν και το πρακτικότερο quadrivium -την αριθμητική, τη γεωμετρία, τη μουσική και την αστρονομία. Η Φύση εν προκειμένω είναι το άπαν της γνώσης- μαζί της και ο άνθρωπος, που μετατρέπεται σε επίκεντρο και αντικείμενο ολόκληρης της δημιουργίας.Αλλαγή παραδείγματοςΦτάνοντας στο τέλος του Μεσαίωνα η σχέση των πανεπιστημιακών με το περιβάλλον τους αλλάζει. Τα πανεπιστήμια εθνικοποιούνται και πολλαπλασιάζονται και η πρωτοκαθεδρία του Παρισιού, της Οξφόρδης και της Μπολόνια τελειώνει οριστικά. Την ίδια ώρα, οι ουμανιστές αποκτούν σοβαρή περιουσία, προτιμούν να εργάζονται στην εξοχή και να αποφεύγουν την πόλη, ενώ βαθμιαία τους συμβαίνει και κάτι άλλο: μετατρέπονται σε οργανικά στηρίγματα της πολιτικής και της κοινωνικής εξουσίας. Τίποτε το παράξενο, φυσικά. Εδραίωση σημαίνει κυριαρχία και κυριαρχία σημαίνει καθεστηκυία τάξη. Η νεότευκτη, όμως, αυτή τάξη, ακόμη και αν παρουσιάζει μια θεαματική αναδίπλωση στο συντηρητισμό, όπως με έμφαση υπογραμμίζει ο Λε Γκοφ, δεν παύει να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ό,τι θα ακολουθήσει στους αναγεννησιακούς αιώνες. Τρανό παράδειγμα, ο Γκιγιόμ ντ' Οκαμ, που εξισώνοντας την παντοδυναμία του θεού με την αμφιβολία και την αβεβαιότητα εγκαινιάζει το σκεπτικισμό και βάζει φωτιά στους θεμέλιους λίθους της θεολογικής διδασκαλίας. Κι ας μην παραλείψουμε στο σημείο αυτό τις εξελίξεις και στο πεδίο των θετικών επιστημών, όπου προαναγγέλλονται (έστω και χωρίς τα κατάλληλα σύμβολα, έστω και με πλήρη απουσία τεχνικών μέσων) οι αρχές της σύγχρονης δυναμικής, η θεωρία της βαρύτητας ή οι συντεταγμένες της ημερήσιας περιστροφής της Γης. Για να πάμε, βεβαίως, ώς την Αναγέννηση θα χρειαστούν ακόμη πολλά: ο ουμανιστής που μένει κλεισμένος στον πύργο του διαβάζοντας, σε αντίθεση με τον πανεπιστημιακό που αναμετριέται καθημερινά με τους φοιτητές του στις διδακτικές αίθουσες, θα συνεισφέρει τους καρπούς του στον καινούργιο κόσμο μόνο μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας, η οποία και θα διαδώσει παντού τη γραπτή κουλτούρα. Η αρχή, ωστόσο, έχει γίνει, έτσι κι αλλιώς. Και το μικρό αυτό βιβλίο του Λε Γκοφ μάς δείχνει με λεπτομέρειες μικροσκοπίου τη γέννηση του νέου ευρωπαϊκού πολιτισμού, στις αξίες του οποίου δεν έχουμε πάψει μέχρι και σήμερα, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, να πιστεύουμε.
Πρόκειται για έναν ελεύθερο επαγγελματία, του οποίου η δουλειά είναι να γράφει και να διδάσκει στο πανεπιστήμιο. Πλάι στον έμπορο και το βιοτέχνη, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τις κεντρικές τάσεις των νέων αστικών σχηματισμών, ο διανοούμενος, που ταυτίζεται με τον πανεπιστημιακό και τον επιστήμονα, δεν ανήκει σε κάποια από τις αρχέγονες κοινωνικές τάξεις, αλλά πληρώνεται από τους φοιτητές του για να ζήσει και να κάνει την καριέρα του.
Το χαρακτηριστικό αυτό τον μετατοπίζει αμέσως από το παραδοσιακό πλαίσιο του πρώιμου Μεσαίωνα προς μια καινούργια εποχή, με εντελώς διαφορετικές απαιτήσεις και προτεραιότητες.Ενα πρώτο δείγμα (και συνάμα σύμβολο) της αλλαγής προσανατολισμού την οποία σημαίνει η παρουσία του διανοούμενου στην καρδιά της μεσαιωνικής Ευρώπης είναι το διάσημο ζευγάρι του Αβελάρδου και της Ελοΐζας. Εκείνος, οπαδός της λογικής και της ηθικής της μεταμέλειας, που παραμερίζει τους ατελείωτους καταλόγους αμαρτημάτων και τιμωριών της Εκκλησίας, εκείνη, αρνήτρια του θεσμού του γάμου, που πιστεύει πως θα μαραζώσει πνευματικά τον αγαπημένο της. Κι αν ο Αβελάρδος καταλήγει στον ευνουχισμό και η Ελοΐζα πίσω από τους τοίχους του μοναστηριού, τούτο δεν αλλάζει το θεμελιακό βάρος της ερωτικής τους σύμπραξης: ο δρόμος για τον ανθρωπισμό έχει ανοίξει και κανείς πια δεν μπορεί να ανακόψει τη νέα πορεία. Δεύτερος και εξίσου κρίσιμος σταθμός στα χρόνια τα οποία μελετάμε, η Σχολή της Σαρτρ.
Δίπλα στο παραδεδομένο trivium (γραμματική, ρητορική και λογική), οι διδάσκοντες της Σαρτρ καλλιεργούν και το πρακτικότερο quadrivium -την αριθμητική, τη γεωμετρία, τη μουσική και την αστρονομία. Η Φύση εν προκειμένω είναι το άπαν της γνώσης- μαζί της και ο άνθρωπος, που μετατρέπεται σε επίκεντρο και αντικείμενο ολόκληρης της δημιουργίας.Αλλαγή παραδείγματοςΦτάνοντας στο τέλος του Μεσαίωνα η σχέση των πανεπιστημιακών με το περιβάλλον τους αλλάζει. Τα πανεπιστήμια εθνικοποιούνται και πολλαπλασιάζονται και η πρωτοκαθεδρία του Παρισιού, της Οξφόρδης και της Μπολόνια τελειώνει οριστικά. Την ίδια ώρα, οι ουμανιστές αποκτούν σοβαρή περιουσία, προτιμούν να εργάζονται στην εξοχή και να αποφεύγουν την πόλη, ενώ βαθμιαία τους συμβαίνει και κάτι άλλο: μετατρέπονται σε οργανικά στηρίγματα της πολιτικής και της κοινωνικής εξουσίας. Τίποτε το παράξενο, φυσικά. Εδραίωση σημαίνει κυριαρχία και κυριαρχία σημαίνει καθεστηκυία τάξη. Η νεότευκτη, όμως, αυτή τάξη, ακόμη και αν παρουσιάζει μια θεαματική αναδίπλωση στο συντηρητισμό, όπως με έμφαση υπογραμμίζει ο Λε Γκοφ, δεν παύει να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ό,τι θα ακολουθήσει στους αναγεννησιακούς αιώνες. Τρανό παράδειγμα, ο Γκιγιόμ ντ' Οκαμ, που εξισώνοντας την παντοδυναμία του θεού με την αμφιβολία και την αβεβαιότητα εγκαινιάζει το σκεπτικισμό και βάζει φωτιά στους θεμέλιους λίθους της θεολογικής διδασκαλίας. Κι ας μην παραλείψουμε στο σημείο αυτό τις εξελίξεις και στο πεδίο των θετικών επιστημών, όπου προαναγγέλλονται (έστω και χωρίς τα κατάλληλα σύμβολα, έστω και με πλήρη απουσία τεχνικών μέσων) οι αρχές της σύγχρονης δυναμικής, η θεωρία της βαρύτητας ή οι συντεταγμένες της ημερήσιας περιστροφής της Γης. Για να πάμε, βεβαίως, ώς την Αναγέννηση θα χρειαστούν ακόμη πολλά: ο ουμανιστής που μένει κλεισμένος στον πύργο του διαβάζοντας, σε αντίθεση με τον πανεπιστημιακό που αναμετριέται καθημερινά με τους φοιτητές του στις διδακτικές αίθουσες, θα συνεισφέρει τους καρπούς του στον καινούργιο κόσμο μόνο μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας, η οποία και θα διαδώσει παντού τη γραπτή κουλτούρα. Η αρχή, ωστόσο, έχει γίνει, έτσι κι αλλιώς. Και το μικρό αυτό βιβλίο του Λε Γκοφ μάς δείχνει με λεπτομέρειες μικροσκοπίου τη γέννηση του νέου ευρωπαϊκού πολιτισμού, στις αξίες του οποίου δεν έχουμε πάψει μέχρι και σήμερα, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, να πιστεύουμε.
Καταναλώνω, άρα υπάρχω Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ Κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γαλλία το τελευταίο βιβλίο του Ζιλ Λιποβετσκί με τίτλο «Le bonheur paradoxal» (Gallimard, 2006). Ο γάλλος φιλόσοφος μελετάει τις αντιφάσεις της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας και επικρίνει πολλές μονοδιάστατες και απλουστευτικές ερμηνείες της.
|
Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γαλλία το τελευταίο βιβλίο του Ζιλ Λιποβετσκί
με τίτλο «Le bonheur paradoxal» (Gallimard, 2006). Ο γάλλος φιλόσοφος
μελετάει τις αντιφάσεις της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας και
επικρίνει πολλές μονοδιάστατες και απλουστευτικές ερμηνείες της.
«Το βιβλίο μου είναι μια προσπάθεια να απελευθερώσω τον καταναλωτή από αισθήματα ενοχής», εξηγεί ο Λιποβετσκί μιλώντας στο ιταλικό περιοδικό «L' Espresso». Και συνεχίζει: «Υπάρχει μια ολόκληρη διανοητική παράδοση, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς, που δαιμονοποιεί πάντα την κατανάλωση, χαρακτηρίζοντάς την αποκλειστικά με αρνητικό τρόπο. Η παράδοση του καθολικισμού την κατηγορεί ότι απομακρύνει τους ανθρώπους από την πίστη και από την Εκκλησία. Για την αριστερά αντιπροσωπεύει την παντοδυναμία του χρήματος, την ιδιωτικοποίηση της ζωής και την άρνηση της πολιτικής στράτευσης. Υπάρχουν έπειτα και εκείνοι που αποδίδουν στον καταναλωτισμό την ευθύνη για τον κυρίαρχο κομφορμισμό και τη μαζοποίηση, χωρίς να ξεχνάμε και τους άλλους που τον κατηγορούν ότι είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς φορείς του σύγχρονου μηδενισμού. Η καταναλωτική κοινωνία, όμως, μας έβγαλε οριστικά από τον 19ο αιώνα και έπαιξε ένα βασικό ρόλο στη διαδικασία εκδημοκρατισμού της κοινωνίας.
Υπήρξε ένας φορέας αυτονόμησης της ύπαρξης. Πίσω από τον μαζικό καταναλωτισμό υπάρχει το γεγονός ότι τα πρόσωπα γίνονται άτομα προικισμένα με μια μεγάλη αυτονομία σε σχέση με τους θεσμούς και τις κοινωνικές ομάδες. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να σκεφτούμε τον γαλλικό Μάη του '68, την απελευθέρωση των ηθών, το φεμινιστικό κίνημα και τη σεξουαλική απελευθέρωση χωρίς να λογαριάσουμε τον ηδονισμό που εμφανίστηκε μαζί με τον καταναλωτισμό».
Με δυο λόγια, δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς κατανάλωση. Και αντίστροφα, όποιος προτείνει μια σπαρτιατική κοινωνία, στην πραγματικότητα δεν θέλει μια κοινωνία βασιζόμενη στα ατομικά δικαιώματα και στην ελεύθερη επιλογή των πολιτών. Το αληθινό πρόβλημα, σύμφωνα πάντα με τον Λιποβετσκί, δεν είναι η υπερβολή στην κατανάλωση αλλά ο αυξανόμενος αριθμός εκείνων που αποκλείονται από αυτήν. «Σήμερα στη Δύση υπάρχουν νέες ζώνες φτώχειας απολύτως ανησυχητικές. Και σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τον καταναλωτισμό, όποιος αποκλείεται από αυτόν είναι σαν να μην υπάρχει».
Στον Μποντριγιάρ, που είχε καταγγείλει την καταναλωτική κοινωνία ως έναν κόσμο κυριαρχούμενο από την αλλοτρίωση των υποκειμένων και από την απουσία στοχασμού, ο Λιποβετσκί απαντάει ότι δεν είναι πλέον έτσι. Αντίθετα, μάλιστα, ο τουρμποκαταναλωτισμός, ακριβώς επειδή αυξάνει υπέρμετρα τις δυνατότητες επιλογής του ατόμου, προκαλεί την εμφάνιση πιο προσεκτικών και περισσότερο κριτικών καταναλωτών, οι οποίοι πριν αγοράσουν σκέφτονται, αξιολογούν, πληροφορούνται.
Η κατανάλωση «έχει γίνει προβληματική, το εμπόρευμα δεν είναι πλέον αθώο και η αγορά του δεν γίνεται μόνον παρορμητικά».
Ο άνθρωπος-καταναλωτής του 21ου αιώνα είναι ένας ελεύθερος και προσεκτικός άνθρωπος, ο οποίος -διαφορετικά από όσα υποστηρίζουν όσοι παρουσιάζουν την καταναλωτική κοινωνία σαν το βασίλειο της έλλειψης αυθεντικότητας- δεν αγοράζει πλέον για να αναγνωριστεί από τους άλλους ή για να διακριθεί σε σχέση με μιαν ομάδα. Η λογική του status symbol υπάρχει ακόμα, αλλά δεν είναι πλέον η κυριότερη κινητήρια δύναμη των αγορών.
«Σήμερα κυριαρχεί μια λογική αναζήτησης συγκινήσεων και εμπειριών. Οι άνθρωποι καταναλώνουν για τον εαυτό τους και για την απόλαυσή τους. Η κατανάλωση είναι προσωποποιημένη και όχι υποχρεωτικά επιδεικτική. Η κυρίαρχη λογική είναι προσανατολισμένη προς τους εαυτούς μας περισσότερο παρά προς το βλέμμα των άλλων. Η εμπορική λογική επιβάλλει βέβαια παντού μια συμπεριφορά που λειτουργεί πάντα σε συνάρτηση με τη σχέση κόστους-ωφέλειας. Στο παρελθόν ορισμένες επιλογές υπαγορεύονταν από την παράδοση, από τη θρησκεία, την πολιτική ιδεολογία, την ηθική, το σύστημα αξιών. Σήμερα, όμως, ο πολίτης-καταναλωτής συμπεριφέρεται πάντα όπως στο σουπερμάρκετ, συγκρίνοντας τις διάφορες προσφορές και επιλέγοντας την πιο συμφέρουσα. Θέλει ένα αποτέλεσμα αντίστοιχο με την επένδυση».
«Το βιβλίο μου είναι μια προσπάθεια να απελευθερώσω τον καταναλωτή από αισθήματα ενοχής», εξηγεί ο Λιποβετσκί μιλώντας στο ιταλικό περιοδικό «L' Espresso». Και συνεχίζει: «Υπάρχει μια ολόκληρη διανοητική παράδοση, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς, που δαιμονοποιεί πάντα την κατανάλωση, χαρακτηρίζοντάς την αποκλειστικά με αρνητικό τρόπο. Η παράδοση του καθολικισμού την κατηγορεί ότι απομακρύνει τους ανθρώπους από την πίστη και από την Εκκλησία. Για την αριστερά αντιπροσωπεύει την παντοδυναμία του χρήματος, την ιδιωτικοποίηση της ζωής και την άρνηση της πολιτικής στράτευσης. Υπάρχουν έπειτα και εκείνοι που αποδίδουν στον καταναλωτισμό την ευθύνη για τον κυρίαρχο κομφορμισμό και τη μαζοποίηση, χωρίς να ξεχνάμε και τους άλλους που τον κατηγορούν ότι είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς φορείς του σύγχρονου μηδενισμού. Η καταναλωτική κοινωνία, όμως, μας έβγαλε οριστικά από τον 19ο αιώνα και έπαιξε ένα βασικό ρόλο στη διαδικασία εκδημοκρατισμού της κοινωνίας.
Υπήρξε ένας φορέας αυτονόμησης της ύπαρξης. Πίσω από τον μαζικό καταναλωτισμό υπάρχει το γεγονός ότι τα πρόσωπα γίνονται άτομα προικισμένα με μια μεγάλη αυτονομία σε σχέση με τους θεσμούς και τις κοινωνικές ομάδες. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να σκεφτούμε τον γαλλικό Μάη του '68, την απελευθέρωση των ηθών, το φεμινιστικό κίνημα και τη σεξουαλική απελευθέρωση χωρίς να λογαριάσουμε τον ηδονισμό που εμφανίστηκε μαζί με τον καταναλωτισμό».
Με δυο λόγια, δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς κατανάλωση. Και αντίστροφα, όποιος προτείνει μια σπαρτιατική κοινωνία, στην πραγματικότητα δεν θέλει μια κοινωνία βασιζόμενη στα ατομικά δικαιώματα και στην ελεύθερη επιλογή των πολιτών. Το αληθινό πρόβλημα, σύμφωνα πάντα με τον Λιποβετσκί, δεν είναι η υπερβολή στην κατανάλωση αλλά ο αυξανόμενος αριθμός εκείνων που αποκλείονται από αυτήν. «Σήμερα στη Δύση υπάρχουν νέες ζώνες φτώχειας απολύτως ανησυχητικές. Και σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τον καταναλωτισμό, όποιος αποκλείεται από αυτόν είναι σαν να μην υπάρχει».
Στον Μποντριγιάρ, που είχε καταγγείλει την καταναλωτική κοινωνία ως έναν κόσμο κυριαρχούμενο από την αλλοτρίωση των υποκειμένων και από την απουσία στοχασμού, ο Λιποβετσκί απαντάει ότι δεν είναι πλέον έτσι. Αντίθετα, μάλιστα, ο τουρμποκαταναλωτισμός, ακριβώς επειδή αυξάνει υπέρμετρα τις δυνατότητες επιλογής του ατόμου, προκαλεί την εμφάνιση πιο προσεκτικών και περισσότερο κριτικών καταναλωτών, οι οποίοι πριν αγοράσουν σκέφτονται, αξιολογούν, πληροφορούνται.
Η κατανάλωση «έχει γίνει προβληματική, το εμπόρευμα δεν είναι πλέον αθώο και η αγορά του δεν γίνεται μόνον παρορμητικά».
Ο άνθρωπος-καταναλωτής του 21ου αιώνα είναι ένας ελεύθερος και προσεκτικός άνθρωπος, ο οποίος -διαφορετικά από όσα υποστηρίζουν όσοι παρουσιάζουν την καταναλωτική κοινωνία σαν το βασίλειο της έλλειψης αυθεντικότητας- δεν αγοράζει πλέον για να αναγνωριστεί από τους άλλους ή για να διακριθεί σε σχέση με μιαν ομάδα. Η λογική του status symbol υπάρχει ακόμα, αλλά δεν είναι πλέον η κυριότερη κινητήρια δύναμη των αγορών.
«Σήμερα κυριαρχεί μια λογική αναζήτησης συγκινήσεων και εμπειριών. Οι άνθρωποι καταναλώνουν για τον εαυτό τους και για την απόλαυσή τους. Η κατανάλωση είναι προσωποποιημένη και όχι υποχρεωτικά επιδεικτική. Η κυρίαρχη λογική είναι προσανατολισμένη προς τους εαυτούς μας περισσότερο παρά προς το βλέμμα των άλλων. Η εμπορική λογική επιβάλλει βέβαια παντού μια συμπεριφορά που λειτουργεί πάντα σε συνάρτηση με τη σχέση κόστους-ωφέλειας. Στο παρελθόν ορισμένες επιλογές υπαγορεύονταν από την παράδοση, από τη θρησκεία, την πολιτική ιδεολογία, την ηθική, το σύστημα αξιών. Σήμερα, όμως, ο πολίτης-καταναλωτής συμπεριφέρεται πάντα όπως στο σουπερμάρκετ, συγκρίνοντας τις διάφορες προσφορές και επιλέγοντας την πιο συμφέρουσα. Θέλει ένα αποτέλεσμα αντίστοιχο με την επένδυση».
Ο Λιποβετσκί αρνείται να δαιμονοποιήσει τον καταναλωτισμό, αλλά ταυτόχρονα παίρνει αποστάσεις και από κάθε άκριτη απολογία της καταναλωτικής κοινωνίας. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου του φωτίζει τις αντιφάσεις που απειλούν εκ των ένδον τον υποτιθέμενο καταναλωτικό παράδεισο στον οποίο ζούμε. Και επισημαίνει ότι η ευτυχία που μας υπόσχεται η κατανάλωση δεν έρχεται ποτέ. «Τα έχουμε όλα, είμαστε ελεύθεροι, μπορούμε να προμηθευτούμε το καθετί σε οποιαδήποτε στιγμή κι ωστόσο είμαστε αβέβαιοι και δυστυχισμένοι».
Για να εξηγήσει αυτή την αντίφαση, ο Λιποβετσκί υπογραμμίζει ότι ο κυρίαρχος ατομικισμός έχει αποδυναμώσει και έχει κάνει πιο εύθραυστα τα άτομα. «Η καταναλωτική κουλτούρα άλλαξε ριζικά την εκπαίδευση και την κοινωνικοποίηση των ατόμων, τα οποία φαίνεται να είναι αφοπλισμένα, ανίκανα να αντιδράσουν στις αντιξοότητες και στις απογοητεύσεις. Είναι τέκνα της κουλτούρας του ηδονισμού, της άμεσης απόλαυσης με κάθε τίμημα και σίγουρα δεν έχουν συνηθίσει στην αυταπάρνηση και στην αναμονή».
Τίποτα δεν μας βεβαιώνει, όμως, ότι αυτός ο καταναλωτικός πολιτισμός θα διαρκέσει αιώνια. Λέει ο Λιποβετσκί: «Αν κάποτε βγούμε από αυτό το σύστημα αυτό θα συμβεί χάρη σε μια ριζική πολιτισμική στροφή, σε μιαν αλλαγή αξιών. Ο καταναλωτικός ηδονισμός θα χάσει την πρωταρχική του θέση. Τις αξίες τις δημιουργούν οι άνθρωποι. Και καθώς το τωρινό σύστημα, μολονότι ικανοποιεί πολλές επιθυμίες, δεν μας ικανοποιεί πλήρως, θα έρθει η μέρα που οι άνθρωποι θα επινοήσουν κάτι άλλο. Στο παρελθόν εξάλλου διάφοροι πολιτισμοί έζησαν με βάση αξίες πολύ διαφορετικές από εκείνες της ξέφρενης κατανάλωσης». 7 - 23/07/2006
ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ Εκδόσεις - Περιοδικό Ντάγκλας Κέλνερ - Η σκέψη του Ζαν Μποντριγιάρ: πρόκληση και αμφισβήτηση
Ντάγκλας Κέλνερ - Η σκέψη του Ζαν Μποντριγιάρ:
πρόκληση και αμφισβήτηση
«Ζαν Μποντριγιάρ,
πρόκληση και αμφισβήτηση»
Ο Ρολάν Μπαρτ είπε κάποτε με το χαρακτηριστικό του
περιπαιχτικό στιλ, ότι «η κριτική πρέπει να παραληρεί», εννοώντας ότι
οφείλει να συμπεριφέρεται όπως η λογοτεχνία να μην είναι δηλαδή στεγνή,
άνυδρη, ξύλινη και -εν τέλει- κουραστική, αλλά αντιθέτως να συνδυάζει
τα επιχειρήματα με τη σαγήνη του κειμένου.
Ισως, βέβαια, η άποψη αυτή να μας λέει λιγότερα για την κριτική και περισσότερα για τον ίδιο τον Ρολάν Μπαρτ. Πάντως, αν κάποιος πήρε κατά γράμμα την παραπάνω αποστροφή, αυτός είναι σίγουρα ο Ζαν Μποντριγιάρ, που αυτές τις μέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από τον θάνατό του, μία από τις πλέον εξέχουσες και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της σύγχρονης διανόησης. Οξύς κριτικός της σημερινής κοινωνίας, κουλτούρας και σκέψης, ο Μποντριγιάρ (1929-2007) κατάφερνε να συνδυάζει τη φιλοσοφία, την κοινωνική θεωρία και την επιστημονική φαντασία, με μια ιδιότυπη πολιτισμική μεταφυσική, ενώ ως συγγραφέας ανέπτυξε ένα δικό του δοκιμιακό τρόπο γραφής -άλλοτε παραληρηματικό άλλοτε προκλητικό και πάντοτε γοητευτικό.
Στα περισσότερα από τα τριάντα βιβλία του εστιάζει σε ορισμένα από τα πιο εντυπωσιακά πολιτισμικά και κοινωνικά φαινόμενα της εποχής μας, με έμφαση στις θεμελιώδεις αλλαγές που συντελέστηκαν στην πολιτική και την κουλτούρα, συμπεριλαμβανομένης της επίπτωσης των νέων μέσων μαζικής επικοινωνίας. Για τον Μποντριγιάρ, ολόκληρη η κοινωνία έχει οργανωθεί γύρω από την κατανάλωση και την επίδειξη των κάθε λογής εμπορευμάτων, μέσω τον οποίων τα άτομα αποκτούν «κύρος», «ταυτότητα» και «θέση». Το επιχείρημά του, όπως διατυπώνεται στα πρώτα του κείμενα, έχει μαρξιστικές καταβολές: Σε μια κοινωνία όπου το καθετί είναι ένα εμπόρευμα που μπορεί να αγοραστεί και να πουληθεί, η αλλοτρίωση δεν μπορεί παρά να είναι ολοσχερής. Με τον καπιταλισμό να κυριαρχεί, ο Γάλλος στοχαστής αντιλαμβάνεται την κοινωνική ομοιογένεια και αλλοτρίωση ως μια διαδικασία όπου τα εμπορεύματα και οι τεχνολογίες καταλήγουν να επιβάλλονται στους ανθρώπους, απογυμνώνοντάς τους από τις ανθρώπινες ιδιότητες. Σε μια κοινωνία, δηλαδή, στην οποία κυριαρχούν ολοκληρωτικά η κατανάλωση και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, οι πολίτες είναι θέμα χρόνου να απολέσουν την ατομικότητα και την ικανότητά τους να αυτοπροσδιορίζονται με επάρκεια.
Αυταπάτη
Ο Μποντριγιάρ, λοιπόν, περιγράφει διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο τα εμπορεύματα, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και οι τεχνολογίες παρέχουν ένα σύμπαν αυταπάτης και φαντασίωσης, όπου ο άνθρωπος κυριεύεται εξ ολοκλήρου από τις καταναλωτικές αξίες, ενώ παράλληλα γίνεται μόνιμος «πλοηγός» στους κόσμους του κυβερνοχώρου.
Σταδιακά, η ανάλυσή του θα οδηγηθεί σε ολοένα και πιο απαισιόδοξα συμπεράσματα διαβλέποντας μια επερχόμενη ολοκληρωτική ήττα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας από τον κόσμο των αντικειμένων. Με την πάροδο των χρόνων, ο Μποντριγιάρ αντιλαμβάνεται την αυξανόμενη ισχύ των μέσων μαζικής επικοινωνίας ως την κυρίαρχη απειλή για τον άνθρωπο του σήμερα: Ισχυρίζεται -με άλλα λόγια- ότι στην κοινωνία της κατανάλωσης και των media, οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι στο παιχνίδι των εικόνων, των θεαμάτων και τον ομοιωμάτων και ότι έχουν όλο και μικρότερη σχέση με μια εξωτερική «πραγματικότητα». Μάλιστα, αυτό γίνεται σε τέτοιο βαθμό που οι ίδιες οι έννοιες του κοινωνικού, του πολιτικού ή ακόμη και του «πραγματικού» δεν δείχνουν πια να έχουν κανένα νόημα. Ετσι, η ναρκωμένη και υπνωτισμένη από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας συνείδηση, βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση σαγήνης ή χαύνωσης με το θέαμα και την εικόνα, ώστε η ίδια η έννοια του νοήματος μοιάζει να καταργείται, να διαλύεται. Σε αυτήν την άκρως ανησυχητική και καινοφανή κατάσταση, το βάθος, η ουσία και η πραγματικότητα συνεχώς απομακρύνονται και μαζί με την τελική εξαφάνισή τους, χάνεται επίσης και η δυνατότητα κάθε δυνατής αντίδρασης. Στην ουσία, πρόκειται για μία εποχή στην οποία οι μάζες ζητούν θέαμα και όχι νόημα και ακολούθως βουλιάζουν μέσα σε μια σιωπηλή πλειονότητα που σημαίνει «το τέλος του κοινωνικού».
Συνολικά, η έρευνα του Μποντριγιάρ για καινούργιες φιλοσοφικές προοπτικές, του χάρισε ένα παγκόσμιο ακροατήριο, αλλά και πολλές επικρίσεις για την υπέρμετρη ειρωνεία, τα λεκτικά και διανοητικά του παιχνίδια και τις στοχαστικές υπερβολές. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του έφτασε να ισχυρίζεται ότι η πραγματικότητα έχει καταστραφεί και ότι από δω και πέρα ζούμε σε έναν κόσμο απλής φαινομενικότητας. Σε κάθε περίπτωση, οι ιδέες του σίγουρα συναρπάζουν μέσα από την πρωτοτυπία τους και τις λογοτεχνικές επιρροές τους, όπως όταν -αποφασιστικά- καταλήγει: Σε μια ψηφιακή εποχή, η ιστορία έχει φτάσει σε ένα τέρμα καθώς η πραγματικότητα έχει πια χαθεί μέσα στις απειράριθμες εικόνες με το ανθρώπινο είδος ήδη να προετοιμάζεται για να αντικατασταθεί, τρόπον τινά, από την εικονική του ύπαρξη- από έναν καταιγισμό εικόνων που θα μιλούν από μόνες τους...
Ισως, βέβαια, η άποψη αυτή να μας λέει λιγότερα για την κριτική και περισσότερα για τον ίδιο τον Ρολάν Μπαρτ. Πάντως, αν κάποιος πήρε κατά γράμμα την παραπάνω αποστροφή, αυτός είναι σίγουρα ο Ζαν Μποντριγιάρ, που αυτές τις μέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από τον θάνατό του, μία από τις πλέον εξέχουσες και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της σύγχρονης διανόησης. Οξύς κριτικός της σημερινής κοινωνίας, κουλτούρας και σκέψης, ο Μποντριγιάρ (1929-2007) κατάφερνε να συνδυάζει τη φιλοσοφία, την κοινωνική θεωρία και την επιστημονική φαντασία, με μια ιδιότυπη πολιτισμική μεταφυσική, ενώ ως συγγραφέας ανέπτυξε ένα δικό του δοκιμιακό τρόπο γραφής -άλλοτε παραληρηματικό άλλοτε προκλητικό και πάντοτε γοητευτικό.
Στα περισσότερα από τα τριάντα βιβλία του εστιάζει σε ορισμένα από τα πιο εντυπωσιακά πολιτισμικά και κοινωνικά φαινόμενα της εποχής μας, με έμφαση στις θεμελιώδεις αλλαγές που συντελέστηκαν στην πολιτική και την κουλτούρα, συμπεριλαμβανομένης της επίπτωσης των νέων μέσων μαζικής επικοινωνίας. Για τον Μποντριγιάρ, ολόκληρη η κοινωνία έχει οργανωθεί γύρω από την κατανάλωση και την επίδειξη των κάθε λογής εμπορευμάτων, μέσω τον οποίων τα άτομα αποκτούν «κύρος», «ταυτότητα» και «θέση». Το επιχείρημά του, όπως διατυπώνεται στα πρώτα του κείμενα, έχει μαρξιστικές καταβολές: Σε μια κοινωνία όπου το καθετί είναι ένα εμπόρευμα που μπορεί να αγοραστεί και να πουληθεί, η αλλοτρίωση δεν μπορεί παρά να είναι ολοσχερής. Με τον καπιταλισμό να κυριαρχεί, ο Γάλλος στοχαστής αντιλαμβάνεται την κοινωνική ομοιογένεια και αλλοτρίωση ως μια διαδικασία όπου τα εμπορεύματα και οι τεχνολογίες καταλήγουν να επιβάλλονται στους ανθρώπους, απογυμνώνοντάς τους από τις ανθρώπινες ιδιότητες. Σε μια κοινωνία, δηλαδή, στην οποία κυριαρχούν ολοκληρωτικά η κατανάλωση και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, οι πολίτες είναι θέμα χρόνου να απολέσουν την ατομικότητα και την ικανότητά τους να αυτοπροσδιορίζονται με επάρκεια.
Αυταπάτη
Ο Μποντριγιάρ, λοιπόν, περιγράφει διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο τα εμπορεύματα, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και οι τεχνολογίες παρέχουν ένα σύμπαν αυταπάτης και φαντασίωσης, όπου ο άνθρωπος κυριεύεται εξ ολοκλήρου από τις καταναλωτικές αξίες, ενώ παράλληλα γίνεται μόνιμος «πλοηγός» στους κόσμους του κυβερνοχώρου.
Σταδιακά, η ανάλυσή του θα οδηγηθεί σε ολοένα και πιο απαισιόδοξα συμπεράσματα διαβλέποντας μια επερχόμενη ολοκληρωτική ήττα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας από τον κόσμο των αντικειμένων. Με την πάροδο των χρόνων, ο Μποντριγιάρ αντιλαμβάνεται την αυξανόμενη ισχύ των μέσων μαζικής επικοινωνίας ως την κυρίαρχη απειλή για τον άνθρωπο του σήμερα: Ισχυρίζεται -με άλλα λόγια- ότι στην κοινωνία της κατανάλωσης και των media, οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι στο παιχνίδι των εικόνων, των θεαμάτων και τον ομοιωμάτων και ότι έχουν όλο και μικρότερη σχέση με μια εξωτερική «πραγματικότητα». Μάλιστα, αυτό γίνεται σε τέτοιο βαθμό που οι ίδιες οι έννοιες του κοινωνικού, του πολιτικού ή ακόμη και του «πραγματικού» δεν δείχνουν πια να έχουν κανένα νόημα. Ετσι, η ναρκωμένη και υπνωτισμένη από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας συνείδηση, βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση σαγήνης ή χαύνωσης με το θέαμα και την εικόνα, ώστε η ίδια η έννοια του νοήματος μοιάζει να καταργείται, να διαλύεται. Σε αυτήν την άκρως ανησυχητική και καινοφανή κατάσταση, το βάθος, η ουσία και η πραγματικότητα συνεχώς απομακρύνονται και μαζί με την τελική εξαφάνισή τους, χάνεται επίσης και η δυνατότητα κάθε δυνατής αντίδρασης. Στην ουσία, πρόκειται για μία εποχή στην οποία οι μάζες ζητούν θέαμα και όχι νόημα και ακολούθως βουλιάζουν μέσα σε μια σιωπηλή πλειονότητα που σημαίνει «το τέλος του κοινωνικού».
Συνολικά, η έρευνα του Μποντριγιάρ για καινούργιες φιλοσοφικές προοπτικές, του χάρισε ένα παγκόσμιο ακροατήριο, αλλά και πολλές επικρίσεις για την υπέρμετρη ειρωνεία, τα λεκτικά και διανοητικά του παιχνίδια και τις στοχαστικές υπερβολές. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του έφτασε να ισχυρίζεται ότι η πραγματικότητα έχει καταστραφεί και ότι από δω και πέρα ζούμε σε έναν κόσμο απλής φαινομενικότητας. Σε κάθε περίπτωση, οι ιδέες του σίγουρα συναρπάζουν μέσα από την πρωτοτυπία τους και τις λογοτεχνικές επιρροές τους, όπως όταν -αποφασιστικά- καταλήγει: Σε μια ψηφιακή εποχή, η ιστορία έχει φτάσει σε ένα τέρμα καθώς η πραγματικότητα έχει πια χαθεί μέσα στις απειράριθμες εικόνες με το ανθρώπινο είδος ήδη να προετοιμάζεται για να αντικατασταθεί, τρόπον τινά, από την εικονική του ύπαρξη- από έναν καταιγισμό εικόνων που θα μιλούν από μόνες τους...
Του Γιώργου Βαϊλάκη, εφημερίδα Ημερησία 1-3-2008
Οι μοιραίες στρατηγικές του αντικειμένου
Η φυλάκιση του μετανεωτερικού ανθρώπου στον κόσμο των
ομοιωμάτων
Ο Ζαν Μποντριγιάρ θεωρήθηκε ως ο «μείζων γκουρού» της γαλλικής μετανεωτερικής θεωρίας και για κάποιο διάστημα αποτέλεσε την πιο «καλτ» μορφή της. Στο έργο του (μια σύνθεση κοινωνιολογίας, φιλοσοφίας και σημειολογίας) σχολιάζει με οξύ κριτικό πνεύμα μερικά από τα σημαντικότερα πολιτιστικά και κοινωνικά φαινόμενα της εποχής μας, υιοθετώντας τη στρατηγική της πρόκλησης. (Πρόκειται για έναν προβοκάτορα που θέτει υπό αίρεσιν την «επιστημονικότητα» και τα παραδοσιακά δόγματα, με το να ανεβάζει τα πράγματα στη νιοστή δύναμή τους παρά να τα διαλεκτικοποιεί.)
Η σκέψη του, στην εξελικτική της κίνηση, αναπτύσσεται σε τρία στάδια: στην περίοδο της κοινωνικής θεωρίας, στο πέρασμα στη θεωρία της μετανεωτερικότητας και σε μια τρίτη περίοδο όπου συγκροτεί έναν πολύ προσωπικό τρόπο φιλοσοφικής και πολιτισμικής ανάλυσης. Το χάρισμα του: η πρωτοτυπία.
Οι πρώιμες πνευματικές επιρροές του Μποντριγιάρ οφείλονται στη στενή σχέση που είχε με τον Ανρί Λεφέρβ και στις σημειολογικές αναλύσεις του Ρολάν Μπαρτ (ο Μπαρτ έμελλε ν' ασκήσει επάνω του μια δημουργική επίδραση, η οποία είναι εμφανής σε όλα τα κείμενά του). Στα πρώτα του βιβλία, συνδυάζοντας κοινωνιολογία, σημειολογία και μαρξιστική οικονομία, περιγράφει την κατάσταση της αλλοτρίωσης μιας εμπορευματοποιημένης κοινωνίας, εντός της οποίας το κάθε τι δύναται ν' αγοραστεί και να πουληθεί. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, τα εμπορεύματα δεν χαρακτηρίζονται πλέον από τη χρηστική και την ανταλλακτική αξία (όπως στη σχετική θεωρία του Μαρξ) αλλά και από τη σημειακή αξία (μέσω της οποίας τα άτομα αποκτούν ταυτότητα και κύρος).
Ο Γάλλος στοχαστής επιχειρεί να αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο κωδικοποιούνται τα αντικείμενα σ' αυτό το σύστημα σημείων και νοημάτων που αποτελεί τις κοινωνίες της κατανάλωσης και των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Πολύ σύντομα, θα διαχωρίσει τη θέση του από τις κλασικές μαρξιστικές θεωρίες της επανάστασης, υιοθετώντας μια νεομαρξιστική οπτική, διά της οποίας ασκεί κριτική στον καπιταλισμό, την ομοιογενοποίηση, τον έλεγχο της δημιουργικότητας, την κατακρεούργηση του χρόνου, τη στέρηση της ελευθερίας, χωρίς ωστόσο να προτείνει μια εναλλακτική δράση.
Παρά την τάση της γαλλικής διανόησης, λίγο μετά το 1960, να αναπτύσσει θεωρίες ταξικής ή ομαδικής εξέγερσης ή θεωρίες πολιτικής οργάνωσης, ο Μποντριγιάρ δεν θ' ακολουθήσει αυτό το ρεύμα. Το έργο του συμπλέει με τη Σχολή της Φραγκφούρτης, και πιο ειδικά με τον Μαρκούζε, ο οποίος ήταν από τους πρώτους που διατύπωσαν μαρξιστικές κριτικές για την καταναλωτική κοινωνία. Σύμφωνα με τη Σχολή της Φραγκφούρτης και τον Λούκατς, η αλλοτρίωση, η ομογενοποίηση και η εκμετάλλευση -μάστιγες των σύγχρονων κοινωνιών της Δύσης- ευθύνονται για το πρόβλημα της «πραγματοποίησης»: τα ανθρώπινα όντα (τα «υποκείμενα) σταδιακά χάνουν την ελευθερία και τον αυτοκαθαρισμό τους, καταλήγοντας να κυριαρχούνται από τα πράγματα (τις τεχνολογίες, τα εμπορεύματα, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα «αντικείμενα»).
Ο Μποντριγιάρ προχωρώντας λίγο πιο πέρα αυτή την κριτική (μέσω της σημειολογίας) περιγράφει τους τρόπους με τους οποίους τα αντικείμενα έχουν αναλάβει την πλήρη εξουσία, δημιουργώντας ένα σύμπαν αυταπάτης και φαντασιώσεων, για να καταλήξει ότι η θεαματική του «τέλους του ατόμου» που υποστήριξε η Σχολή της Φραγκφούρτης, σημαίνει πλέον την ολοκληρωτική ήττα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.
Στην ιστορία της νεωτερικής φιλοσοφίας το φιλοσοφικό υποκείμενο ασχολείται με τη μελέτη του πραγματικού, όχι μόνο για να στερεώσει το γνωστικό του πεδίο, αλλά και για να μπορεί να ελέγχει το αντι-κείμενο (τον κόσμο, τη φύση, τις ιδέες, τον άλλο άνθρωπο). Αυτή η διαλεκτική υποκειμένου - αντικειμένου (όπου το υποκείμενο ασκεί ρόλο ελεγκτή και εποπτεύοντος) φαίνεται πως έχει φτάσει στο τέλος της. Ο Μποντριγιάρ εισάγει τη βασιλεία του αντικειμένου και μαζί της, τη μετανεωτερική εποχή.
Αλλά τι σημαίνει η νέα εποχή που αναγγέλλει ο Γάλλος στοχαστής; Το τέλος της εργασίας, το τέλος της παραγωγής, το τέλος της πολιτικής οικονομίας, το τέλος της διαλεκτικής σημαίνοντος / σημαινόμενου, το τέλος της γραμμικής διάστασης του λόγου. Η νέα κοινωνική κατάσταση είναι η «υπερπραγματικότητα» των προσομοιώσεων που επιβάλλουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, όπου εικόνες και θέαμα αντικαθιστούν πλέον τον κόσμο του νοήματος, τις έννοιες της ταξικής σύγκρουσης και της παραγωγής.
Ετσι, ο μετανεωτερικός άνθρωπος, φυλακισμένος στο σύμπαν των θεαμάτων και των ομοιωμάτων, χάνει σε τέτοιο βαθμό την αίσθηση της εξωτερικής πραγματικότητας, ώστε η έννοια «πραγματικό» μοιάζει να μη σημαίνει πλέον τίποτε. Η ναρκωμένη και υπνωτισμένη συνείδηση, «σαγηνευμένη» από την εικόνα, βυθίζεται σ' αυτόν τον ωκεανό του εικονικού, μεταφέροντας τη ζωή στις οθόνες της τελεόρασης και των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ο Μποντριγιάρ θα διαπιστώσει ότι το σοβαρότερο πρόβλημα της Δύσης δεν είναι, εντέλει, η εμπορευματοποίηση του κόσμου αλλά η αισθητικοποίησή του, η κοσμοπολίτικη εκκοσμίκευσή του, ο μετασχηματισμός του σε εικόνες και η σημειολογική του οργάνωση.
Η «δολοφονία της πραγματικότητας» αποτελεί για τον Γάλλο στοχαστή «το τέλειο έγκλημα», «το σπουδαιότερο γεγονός της σύγχρονης ιστορίας». Ετσι, καθώς οι μάζες καταρρέουν «μέσα σε μια σιωπηλή πλειονότητα» που σημαίνει «το τέλος του κοινωνικού», η κοινωνική θεωρία χάνει το ίδιο της το αντικείμενο (αφού τα νοήματα, οι κοινωνικές τάξεις, η διαφορά καταρρέουν επίσης) αλλά και η ριζοσπαστική πολιτική χάνει το υποκείμενο και την παρεμβατική δράση της. Απο το βιβλίο του «Μοιραίες στρατηγικές» και σε επόμενα γραπτά, ο Μποντριγιάρ πηγαίνει τη θεωρία στη σφαίρα της μεταφυσικής, εμπευσμένος από την παταφυσική του Αλφρέ Ζαρί. Οπως η παταφυσική του Ζαρί, το σύμπαν του Μποντριγιάρ διέπεται από την έκπληξη, την αντιστροφή, την ψευδαίσθηση, την βλασφημία, το άσεμνο, την επιθυμία να σοκάρει. Το «κακό πνεύμα» του Γάλλου στοχαστή είναι το ίδιο το «αντικείμενο» (όπως το malin genie -το κακό πνεύμα- του Ντεκάρτ ήταν ο δόλος του υποκειμένου). Το αντικείμενο όμως εδώ θριαμβεύει, είναι πιο λαμπερό, πιο κυνικό, πιο πονηρό από το υποκείμενο. Το αντικείμενο είναι το μοιραίο του υποκειμένου.
Η διχοτομία αντικειμένου - υποκειμένου, ταυτισμένη με τον δυϊσμό του «κακού» και του «καλού» (αντιστοιχίες της μετανεωτερικότητας και της νεωτερικότητας) γίνεται πλέον η εμμονή του Μποντριγιάρ, ο οποίος συντάσσεται με το αντικείμενο εναντίον του υποκειμένου, τη φαινομενικότητα εναντίον της πραγματικότητας, την αυταπάτη εναντίον της αλήθειας. «Η αυταπάτη είναι ο θεμελιώδης κανόνας» θα γράψει, υποστηρίζοντας την απελευθερωτική δράση που μεταφέρει η παραδοχή της απουσίας νοήματος αυτή την εποχή.
Εμφανής η μανιχαϊστική και γνωστικιστική διάσταση της σκέψης του, αλλά και ο μηδενισμός της, παρατηρούν οι αναλυτές του Μποντριγιάρ. Ωστόσο ο ίδιος θεωρεί ότι το να είναι κανείς μηδενιστής -και άρα μεταφορέας του ριζοσπαστικού χαρακτηριστικού της χλεύης και της βίας απέναντι στο σύστημα- είναι κάτι αδύνατο τη συγκεκριμένη εποχή, αφού σε κάθε ενεργό μηδενισμό της ριζοσπαστικότητας το σύστημα αντιπαραθέτει τον δικό του μηδενισμό της εξουδετέρωσης. Οι σημερινές δομές (κοινωνικές και πολιτικές) έχουν τη δύναμη να οδηγήσουν τα πάντα -ακόμη και τον αρνητή τους- στην αδιαφορία.
(Αναφερόμενος στις τρέχουσες κοινωνικές παθολογίες, επισημαίνει ότι το υποκείμενο δεν προσβάλλεται πλέον από την υστερία και την παράνοια -ασθένειες κατεξοχήν νεωτερικές- αλλά από τη σχιζοφρένεια που προκαλεί η διαπότιση των ποικίλων συγχυτικών εικόνων της πολιτισμικής επιβολής.)
Ο Ζαν Μποντριγιάρ έχει γράψει πάνω από τριάντα βιβλία, σχολιάζοντας σοβαρά σύγχρονα θέματα, όπως η εξάλειψη των διακρίσεων του φύλου, οι μεταβαλλόμενοι ρόλοι της τέχνης και της αισθητικής, οι θεμελιώδεις αλλαγές στην πολιτική, την κουλτούρα, τα ανθρώπινα όντα. Επιπλέον προσεγγίζει με πολύ πρωτοτυπία τη ζωή των σημείων και τις επιπτώσεις της τεχνολογίας πάνω στις κοινωνίες, υποβάλλοντας σε συστηματική κριτική μείζονες τρόπους της νεωτερικής σκέψης.
Πολλοί από τους σύγχρονους μελετητές του αναρωτιούνται μήπως το έργο του διαβάζεται καλύτερα σαν επιστημονική φαντασία και παταφυσική παρά σαν φιλοσοφία και κοινωνική θεωρία. Πράγματι, διαγκώνοντας τη ρήξη νεωτερικού και μετανεωτερικού και αντιμετωπίζοντας κάποιες μελλοντικές δυνατότητες σαν υπαρκτές πραγματικότητες, ο Μποντριγιάρ δίνει στο παρόν μια φουτουριστική προοπτική, η οποία προσομοιάζει μ' εκείνη που συναντάμε στο έργο του Αλντους Χάξλεϊ ή στο κυβερνοπάνκ.
Ο Αμερικανός φιλόσοφος Ντάγκλας Κέλνερ -συγγραφέας της παρούσης μονογραφίας- ενδιαφέρεται να καταθέσει μια συνοπτική παρουσίαση της σκέψης του Γάλλου στοχαστή, πλην, το πράττει αυτό με πολύ μεγάλη προχειρότητα. Οι διαρκείς επαναλήψεις από σελίδα σε σελίδα (αναμάσημα των ίδιων, ακόμη και μέσα στην ίδια παράγραφο!) δείχνουν ότι δεν έχει καλή εποπτεία του υλικού του. Κατά τα λοιπά, ο αναγνώστης -αν κατορθώσει να παρακάμψει την κακογραφία-, μπορεί να έλθει σε επαφή με τη σύνθετη και προκλητική σκέψη του Μποντριγιάρ (τη βοηθεία του απλού και, ομολογουμένως, εύληπτου λόγου του Ντάγκλας Κέλνερ) για να εισχωρήσει στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο Γάλλος διανοούμενος συν-πράττει στη διακίνηση του ευρωπαϊκού πνεύματος.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ -
15/06/2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου