Αναγνώστες

Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Σπατάλη, η τέχνη των έξυπνων


Σπατάλη, η τέχνη των έξυπνων
Ευγένιος Αρανίτσης

μια  αξιοθαυμαστη αφηγηση 
αποσπασμα
''
Ενας γνωστός πάμπλουτος νεαρός κληρονόμος, ονόματι Ισμάντ, επιθυμούσε διακαώς να υποστεί τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και τίποτα δεν τον έβαζε σε μεγαλύτερο πειρασμό απ' την ιδέα να προσαρμόσει τη μοίρα του καταλήγοντας φτωχαδάκι και ανώνυμος. Ως εκ τούτου, ξόδευε ατελείωτες ώρες συλλογιζόμενος πιθανούς τρόπους προκειμένου να υλοποιήσει τη φιλοδοξία της οικονομικής και κοινωνικής του αυτοκαταστροφής, περιφερόμενος τις νύχτες εδώ κι εκεί, στα κακόφημα προάστια του Καΐρου, και παρακαλώντας τους ζητιάνους και τους άστεγους να του αποκαλύψουν το μυστικό για να απαλλαγεί απ' τα περιττά. Εννοείται πως οι πάντες τον απέφευγαν.
Αυτό κράτησε αρκετά, αν και δεν είμαι εξουσιοδοτημένος να πω λεπτομέρειες. Περιορίζομαι να αναφέρω ότι, ένα απόγευμα, εμφανίστηκαν έξω απ' τον φράχτη της αυλής του δύο πανέμορφα κορίτσια, η Μούλμπουλ (προφέρεται μούλbουλ), που τ' όνομά της σημαίνει «αηδόνι», και η Σιουάντ ελ Χαέν (προφέρεται σιουάd ελ hαέν), που σημαίνει «μαύρο των ματιών». Οι κοπέλες θαύμασαν τα σιντριβάνια και τα φοινικόδεντρα που έγερναν πάνω απ' τον καθρέφτη του πράσινου νερού, όπου ξεδιψούσε ένα πλήθος ωδικών πτηνών με εκρηκτικά λοφία και ουρές που θύμιζαν αρχαιοελληνικές λύρες. Υστερα, αφού απέτυχαν να τραβήξουν την προσοχή των υπηρετών, που εκτελούσαν τα καθήκοντά τους απελπισμένοι εν όψει επικείμενης εξόδου στην ανεργία, άρχισαν να φωνάζουν το όνομα του οικοδεσπότη. Τα πουλιά σώπασαν μεμιάς, ίσως εξαιτίας της ζήλιας, αφού οι φωνές των δύο γυναικών ήταν ανυπόφορα μελωδικές.
Οι Μούλμπουλ και Σιουάντ ελ Χαέν είχαν φιδίσιο παράστημα και επιδερμίδα στο χρώμα της ώριμης μελιτζάνας, υπέροχα αμυγδαλωτά μάτια και κατάμαυρα μαλλιά (τόσο μαύρα ώστε έμοιαζαν μπλε) τυλιγμένα σε περίπλοκες κοτσίδες που σχημάτιζαν ψηλούς κώνους με σκάλες και εξώστες. Οι νωχελικές τους κινήσεις πρόδιδαν αριστοκρατική καταγωγή και το χνώτο τους μύριζε όπως το έλαιο του γιασεμιού. Οσο για τους αστραγάλους τους, ήταν στολισμένοι με ασημένιους χαλκάδες που κουδούνιζαν σε κάθε κίνηση, ενώ ένα μικρό λευκό κοκαλάκι διαπερνούσε το κάτω χείλος τους ώστε να μην μπορούν να το δαγκώνουν κατά τη διάρκεια του οργασμού. Ηταν χαιρέκακες και εξυπηρετικές, αγενείς και πρόθυμες να συνδράμουν όσους είχαν ανάγκη.
Επειτα, καθώς ο κόσμος έπαιρνε χρώμα βαθύ πορφυρό, δέκα λεπτά πριν απ' το ηλιοβασίλεμα, ο Ισμάντ βγήκε στον κήπο για να ακούσει τον Ιμάμη και τις αντίκρισε. Φορούσε ρούχα ζητιάνου κι ετοιμαζόταν για την καθιερωμένη του περιπλάνηση στις φτωχογειτονιές. Αυτές σταμάτησαν να φωνάζουν το όνομά του και τα πουλιά ξανάρχισαν το κελάηδημα. Τότε τα κορίτσια κούνησαν τα χέρια τους σαν πλοκάμια που σείονταν στη διαφάνεια του απογευματινού αέρα και, μόλις πλησίασε ο νεαρός, ανοιγόκλεισαν ταυτόχρονα τα χείλη τους με τα κοκαλάκια και προσφέρθηκαν γρυλίζοντας, όλο νάζι:
«ΝΑ ΣΕ ΒΟΗΘΗΣΟΥΜΕ;;;»
«Ευχαρίστως», είπε εκείνος ξεφυσώντας και, αφού βγήκε στο δρομάκι, παραλείποντας να τις προσκαλέσει στο σπίτι του από φόβο μην τις προσβάλει, ρώτησε: «Αλλά πώς;» Οι κοπέλες τού απάντησαν μ' ένα στόμα, σαν δίδυμες:
«Ταξιδεύοντας μαζί σου από Hilton σε Hilton!»...''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα