Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010
Χημικές λύσεις για τα κοινωνικά προβλήματα
Χημικές λύσεις για τα κοινωνικά προβλήματα
Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι
δέχονται την κλασική ιδέα του Αριστοτέλη, ότι ο άνθρωπος είναι ον
κοινωνικό.
Αυτή η ανθρώπινη ιδιότητα δοκιμάζεται σε περιόδους πολέμων ή
οικονομικής κρίσης και απορρύθμισης, όπως η σύγχρονη. Θα περίμενε κανείς
ότι τότε ο πολίτης απομονώνεται, γίνεται άτομο και χάνει τις κοινωνικές
του αναφορές. Η δύναμη της κοινωνικότητας, ωστόσο, είναι τόσο ορμητική,
ώστε να συμβαίνει κάτι τελείως διαφορετικό.
Σε μια ομαλή περίοδο η κοινωνική ένταξη -και διορθωτικά η επανένταξη- μεθοδεύονται με τους ιστορικά καταξιωμένους τρόπους: με τους θεσμούς της δημοκρατίας, τις κοινότητες, τις παραγωγικές σχέσεις, τα σχολεία κ.λπ. Η Δικαιοσύνη και οι δομές περίθαλψης στηρίζουν όσους αδικούνται ή πάσχουν. Η ευρωπαϊκή ανάπτυξη κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες καθρέφτισε αυτό ακριβώς το μοντέλο κοινωνικών σχέσεων.
Οταν εκδηλωθεί μια βαθιά κοινωνική κρίση και απορρύθμιση, είναι ωστόσο αξιοπρόσεκτο πως οι πολίτες δεν γίνονται λύκοι μοναχικοί. Αρχίζουν να αναζητούν εναλλακτικές δομές για την κοινωνικοποίησή τους. Στη θέση, π.χ., της νόμιμης αγοράς υπεισέρχεται η μαύρη εργασία, με τις δικές της ιεραρχίες, κουλτούρα και δεσμεύσεις. Ο Ρ. Σαβιάνο περιγράφει εύγλωττα πώς η Καμόρρα παρέχει ασφαλιστικές παροχές στους συγγενείς των μελών της.
Σαν παράγωγα της ίδιας εξέλιξης, κυκλώματα διακινητών, προστάτες, χούλιγκαν «αλκοολικοί της βίας» και φανατικοί της δυναμικής θρησκοληψίας υποκαθιστούν τις δομές της κανονικής κοινωνικοποίησης. Προσφέρουν εισόδημα, κοινωνική ταυτότητα, σύμβολα και στόχους. Ο προσηλωμένος στις παραδοσιακές αξίες πολίτης έχει την εντύπωση ότι όποιος στρατεύεται ή προσχωρεί στις σκοτεινές δομές, μεθοδεύει τη φυγή του προς μια στρεβλή ή εικονική πραγματικότητα. Τα τέκνα της ενοχής όμως έχουν καταλάβει: για τους απόκληρους ο πραγματικός κόσμος, ο μόνος στον οποίο μπορούν να ενταχθούν, είναι τα δίκτυα της παρανομίας. Αυτό ακριβώς δεν ισχύει άλλωστε για τους εισερχόμενους ή παραμένοντες στη χώρα χωρίς νόμιμους όρους ή για τους εξαρτημένους από τα ναρκωτικά;
Στις «φυλές» αυτές ο απόκληρος προσκολλάται σαν στρείδι. Με ορμή επιβίωσης, φυσική και ψυχολογική. Γίνεται υπάκουος, όπως το καλό παιδί στους δασκάλους του. Αναγνωρίζει ήρωες, πατέρες - αφέντες, οικόσημα, «εθνόσημο» και διαλέκτους. Εν μέρει ακολουθεί το κοινωνικό του ορμέμφυτο, εν μέρει επιλέγει συνειδητά, ασκώντας διαχείριση των διαθεσίμων μέσων ένταξης. Για πολλούς, εναλλακτικό μέσον δεν υπάρχει. Στη μακρινή πατρίδα ίσως τους είχαν ήδη καταδικάσει η πείνα και η δίψα. Εδώ, το γκέτο γίνεται χωνευτήρι μάταιων ελπίδων.
Στη συγκυρία αυτήν η οργανωμένη κοινωνία, κινδυνεύοντας από τον ανταγωνισμό του οργανωμένου εγκλήματος, σπεύδει να αντιτάξει τον αστυνομικό και ποινικό έλεγχο. Λάθος τακτικής, καθώς το εργαλείο αυτό προσφέρεται για ακραίες περιπτώσεις, κι όχι για γενικευμένη χρήση. Με την ένταση της αστυνόμευσης, με την επέκταση του παιχνιδιού κλέφτες κι αστυνόμοι, όλοι καλούνται να παίζουν στο γήπεδο της βίας. Οι ίδιες εταιρείες πωλούν άλλωστε όπλα σε νόμιμους και παράνομους οπλοφόρους.
Μοναδικό ανάχωμα και συγκράτηση της κοινωνικής απορρύθμισης αποτελεί η ενδυνάμωση των δομών αλληλεγγύης προς τους αδυνάτους. Η δυνατότητα των μεταναστών να παρακολουθούν σχολεία και να επισκέπτονται νοσοκομεία, των εξαρτημένων από ναρκωτικά να προσφεύγουν σε θεραπευτικές υπηρεσίες, είναι σωσίβια κοινωνικής συνοχής. Πόσοι, άραγε, έχουν συνειδητοποιήσει ότι το ζητούμενο των απόκληρων της εποχής δεν είναι η φυγή, αλλά η συμμετοχή σε δίκτυα, υπηρεσίες και ομάδες; Η κοινωνικότητα των ανθρώπων κακοφορμίζει, αλλά δεν εξαφανίζεται.
Πολλά από τα θεωρήματα του 20ού αιώνα χρειάζονται τώρα αναθεώρηση: όχι, η εξάρτηση πολλών νέων από το Διαδίκτυο δεν αποτελεί την οδό διαφυγής τους1 από τον πραγματικό κόσμο προς κάποιον άλλον εικονικό. Ο πραγματικός κόσμος ήδη τους έχει αποκλείσει, τα δικά του αγαθά έχουν γίνει φανταστικά και εικονικά, ενώ το Διαδίκτυο προσφέρει απτά, έστω αποστεωμένα, στοιχεία ένταξης και συμμετοχής. Αυτά συνήθως προσλαμβάνονται θετικά, αφού η κοινωνική απομόνωση είναι προηγούμενη κι όχι απότοκη του Διαδικτύου. Ο νέος, που πουθενά δεν ακουγόταν και δεν επιδρούσε, ο «ακοινώνητος», χάρη στο ποντίκι γίνεται όντως συμμετοχικός, διαδραστικός και παρών. Σε ακραίες καταστάσεις μπορεί να υπερβεί ένα κατώφλι και να φτάσει από τη χρήση του υπολογιστή στην κατάχρηση και στην εξάρτηση. Ακόμη και τότε, μόνον οι κοινωνικές σχέσεις μπορούν να αποκαστήσουν τον κόσμο της γειτονιάς στη θέση της οθόνης.
Γίνεται φανερό με τα παραπάνω πόσο απερίσκεπτη είναι αυτή τη στιγμή η περικοπή κατά το 10% της επιχορήγησης του ΚΕΘΕΑ: ενός οργανισμού με ενενήντα περίπου μονάδες στη χώρα, σύστοιχου με άλλα ανάλογα προγράμματα κοινωνικής και ψυχολογικής παρέμβασης (18 Ανω, Ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης), που παρέχει υπηρεσίες απεξάρτησης από ναρκωτικά, με έμφαση στην κοινωνική επανένταξη.
Η ίδια η δυσλειτουργική και χειμαζόμενη από την οικονομική κρίση αγορά προτιμά, βέβαια, να λύνει τα κοινωνικά προβλήματα με (κερδοφόρα) φάρμακα και υποκατάστατα. Οπως, δηλαδή, ο τεχνοκράτης του κατασταλτικού ελέγχου, που ξεριζώνει δήθεν το έγκλημα με αέναο εμπλουτισμό του τεχνολογικού αστυνομικού εξοπλισμού και διαλύει τις διαδηλώσεις με χημικά αέρια.
Εχει εν τω μεταξύ σωρευτεί εμπειρία, γνωστή σχεδόν παντού (εξαιρούνται κάποια αφειδώς επιχορηγούμενα επιστημονικά συνέδρια), που δείχνει πόσο μάταιο είναι να προσπαθεί ένα σύστημα να αντιμετωπίσει κοινωνικά προβλήματα, όπως τα ναρκωτικά και η εξάρτηση από το Διαδίκτυο, προωθώντας κυρίως φαρμακευτικά σκευάσματα και τη «διαμόρφωση ειδικών μονάδων σε νοσοκομεία»2.
Οι ιατροφαρμακευτικές συνταγές, πολύτιμες για τη θεραπεία παθολογικών καταστάσεων της υγείας, γίνονται απρόσφορες αλλά και επικίνδυνες όταν προσφέρονται σαν λύσεις κοινωνικών προβλημάτων. Στο πεδίο της ταραγμένης καθημερινότητας, «πρόγραμμα συντήρησης» μιας κατάστασης σημαίνει πρόγραμμα συντήρησης της δυστυχίας και της εγκληματικότητας. Τώρα, ακριβώς, επομένως, φτάσαμε στην πολιτικά καίρια στιγμή της προτεραιότητας των δημοσίων δαπανών για δομές κοινωνικής στήριξης και αλληλεγγύης. Αυτές αποτελούν τα αποτελεσματικά αντίβαρα της κοινωνικής απορρύθμισης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Κ. Μάτσα, «Εξάρτηση από το Διαδίκτυο», Τετράδια Ψυχιατρικής 108 (2009) 82
2. Βλ. εύστοχη κριτική τής Κ. Μάτσα (προηγ. σημείωση), αλλά και υποστήριξη του Σ. Μανουσέλη, Διαδικτυομανείς...», Ελευθεροτυπία 27/3/2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου