ΜέΛΑΙΝΑ ΧΟΛή
Κάποιες φορές τρομάζω. Λέω: του κάκου
γυρεύω πια να ταυτιστώ με κάποιους –
με κάποια ομάδα, κάποιους σκαπανείς του λάκκου
που πέφτω μέσα, πάλι πνίγομαι στους σάπιους.
Φωνές. Ουρλιάζουν, διαμαρτύρονται – “έχουν δίκιο”.
Όλοι πιστεύουν πως το δίκιο τους το κλέψαν.
Και περιφέρουνε το δίκιο το ανοίκειο,
γύρω απ’ το τίποτα, το χώρο όπου σαλέψαν.
Άξιοι της μοίρας, δυστυχείς δημιουργοί της.
Είναι η πατρίδα τους του μίσους το γιορντάνι.
Είναι η πατρίδα μου η αγάπη κι η σιγή της.
Παίρνω τα όρη και η θάλασσα με χάνει.
Κάποιες φορές τρομάζω. Λέω: του κάκου
γυρεύω πια να ταυτιστώ με κάποιους –
με κάποια ομάδα, κάποιους σκαπανείς του λάκκου
που πέφτω μέσα, πάλι πνίγομαι στους σάπιους.
Φωνές. Ουρλιάζουν, διαμαρτύρονται – “έχουν δίκιο”.
Όλοι πιστεύουν πως το δίκιο τους το κλέψαν.
Και περιφέρουνε το δίκιο το ανοίκειο,
γύρω απ’ το τίποτα, το χώρο όπου σαλέψαν.
Άξιοι της μοίρας, δυστυχείς δημιουργοί της.
Είναι η πατρίδα τους του μίσους το γιορντάνι.
Είναι η πατρίδα μου η αγάπη κι η σιγή της.
Παίρνω τα όρη και η θάλασσα με χάνει.