Η ‘σκοτεινή’ πλευρά του Μαρξ
28 Νοε 10 - 22:26
Πολλά έχουν ειπωθεί για τον χαρακτήρα και την
προσωπικότητα του Μαρξ. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που τον έχουν
κατηγορήσει, εμμέσως πλην όμως σαφώς, σαν παλιοχαρακτήρα καταλογίζοντάς
του, ανάμεσα στ’ άλλα ελαττώματα, αρνητισμό, φιλοδοξία, επιθετικότητα,
φανατισμό, εκδικητικότητα, μισανθρωπισμό, ασυναισθηματισμό, αφιλία και
παρασιτισμό.
Στον διάλογο για τον Σαρτρ Β’ – όπου τονίσθηκε μεν το λαμπρό
θεωρητικό μυαλό και η ικανότητα αρθρογραφίας του Μαρξ για να δειχθεί
όμως στη συνέχεια η ‘κάκιστη’ χρήση που τους έκανε έναντι των πολιτικών
του αντιπάλων - πολλές από αυτές τις κατηγορίες προβλήθηκαν με αφορμή,
τη στάση που τήρησε ο Μαρξ έναντι του συναγωνιστή του Βάιτλινγκ και του
φίλου αυτού Κρίγκε, ενώ αναφέρθηκαν αρνητικές περιγραφές του και από
άλλους συντρόφους του όπως οι Προυντόν, Μπακούνιν και Techow. Πόσο
αλήθεια είναι όλα αυτά για τον χαρακτήρα του Μαρξ και πόσο είναι
μυθεύματα ή κοινές συκοφαντίες ;
Δεν είμαι ο πλέον κατάλληλος να συνεκτιμήσω την συνολική πορεία και
στάση ζωής μιας τεράστιας προσωπικότητας όπως ο Μαρξ, ούτε γνωρίζω όλα
όσα έχουν γραφεί και λεχθεί. Θα προσπαθήσω, ωστόσο, να δικαιολογήσω την
άποψη την οποία έχω σχηματίσει για τον χαρακτήρα του, εν μέρει με τη
βοήθεια και του Τάκη Αθανασόπουλου, ο οποίος χωρίς καμία άλλη συνδρομή
πρόβαλλε με θέρμη τις αντιρρήσεις του σκιαγραφώντας μία άλλη εικόνα του
Μαρξ – εντελώς άγνωστη και ξένη για μένα – δημιουργώντας πλήθος
ερωτηματικών και αμφιβολιών προς συζήτηση. Γι’ αυτό και τον ευχαριστώ,
γιατί μέσα από τον αντίλογο και την ‘πολεμική’ που αναπτύσσεται με
υποχρέωσε να τσεκάρω μερικά πράγματα (γεγονότα, πρόσωπα, στάσεις,
συμπεριφορές) που δεν είχα πρωτύτερα ελέγξει. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με
ορισμένα ερωτήματα που ήδη έχουν τεθεί μέσα από τον διάλογο για την
προσωπικότητα του μεγάλου στοχαστή και επαναστάτη.
Αυταρχικός/επιθετικός
Ίσως, είναι το μόνο στοιχείο επίκρισης του χαρακτήρα του Μαρξ στο
οποίο προτίθεμαι να κάνω ορισμένες παραχωρήσεις. Γιατί φαίνεται πως
πράγματι υπήρξαν ορισμένες αυταρχικές τάσεις της προσωπικότητας που
καταγράφονται και στα γραφτά του, τάσεις οι οποίες είχαν διαμορφωθεί
περισσότερο με το πατριαρχικό αστικό πνεύμα της εποχής του παρά με το
πνεύμα του σοσιαλισμού που προσπαθούσε ο ίδιος να αναπτύξει. Και είναι
βέβαιο πως υπήρξε αρκετές ίσως φορές επιθετικός, απότομος και ειρωνικός
με τους πολιτικούς του αντιπάλους (συντρόφους και μη), κάτι που εν μέρει
πρέπει να οφείλεται και στο χαρακτήρα του. Λέω ‘εν μέρει’ γιατί δεν
πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τις συνθήκες που επικρατούσαν πριν από 150 χρόνια
και τους εξαιρετικά δύσκολους στόχους που είχε θέσει για τον εαυτό του ο
Μαρξ.
Τρείς ήταν οι στόχοι που κατά τη γνώμη μου έθεσε ο Μαρξ στη ζωή του :
να επεξεργαστεί τις νέες σοσιαλιστικές ιδέες σε ένα συμπαγές και
συνεκτικό θεωρητικό σύνολο, να θέσει τις βάσεις οργάνωσης της πολιτικής
πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος (1η Διεθνής), και να μπορέσει
συγχρόνως να ζήσει την οικογένειά του που υπεραγαπούσε. Και στα τρία
αυτά καθήκοντα νομίζω πως πέτυχε παρά τις αντιξοότητες. Και οι
τελευταίες ήταν πάρα, πάρα πολλές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως από το
Πανεπιστήμιο ακόμη όταν δεν ήταν κομουνιστής αλλά αριστερός χεγκελιανός
συνάντησε καταπίεση και διωγμό με συνέπεια να αλλάξει πανεπιστήμιο
(αλλού τελικά υπέβαλε τη διατριβή του) και να εγκαταλείψει τα σχέδια να
ακολουθήσει πανεπιστημιακή καριέρα όταν είδε τον μέντορά του Μπρούνο
Μπάουερ να χάνει εξαιτίας των ιδεών του τη θέση του λέκτορα που κατείχε.
Στη συνέχεια του έκλεισαν μία πετυχημένη εφημερίδα που είχε εκδώσει,
τον απέλασαν διαδοχικά από τρεις ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία,
Βέλγιο), δεν τον δεχόντουσαν σε πολλές άλλες γιατί θεωρούνταν
επικίνδυνος, τον κατασκόπευαν συστηματικά, δυσκολευόταν να τυπώσει τα
βιβλία του, δεν μπορούσε πάντα να εργασθεί κατά τρόπο συμβατό με τους
στόχους που είχε θέσει με συνέπεια να υποφέρει από την φτώχεια και τις
στερήσεις οικογενειακώς, ενώ τέλος είχε το μεγάλο μειονέκτημα να
προσπαθεί να πείσει πολιτικά και να οργανώσει πανευρωπαϊκά το ανερχόμενο
κομουνιστικό κίνημα όντας εξόριστος στην Αγγλία (στο μεγαλύτερο μέρος
της ενήλικης ζωής του).
Οι συνθήκες αυτές των διώξεων, της εξορίας, της φτώχειας και της
απόμακρης επικοινωνίας με τα επαναστατικά στοιχεία της ηπειρωτικής
Ευρώπης, καθώς επίσης η απουσία πραγματικών ομοϊδεατών - με την φωτεινή
εξαίρεση του Ένγκελς - στον δύσκολο πολιτικό αγώνα που έδινε για τη
μορφοποίηση του κινήματος, τον έκαναν να γίνει ενίοτε πιεστικός και
επιθετικός πολιτικά με τους διαφωνούντες και τα συγγενή αλλά αποκλίνοντα
πολιτικά ρεύματα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Το γεγονός ότι καθόταν
και απαντούσε γραπτά και με εξαντλητικό συχνά τρόπο σε διαφορετικές
απόψεις και αντεγκλήσεις, δείχνει την δυσκολία επικοινωνίας και την
μεγάλη σημασία που έδινε στη μάχη των ιδεών ο Μαρξ σε αυτά τα πρώτα
πολιτικά βήματα του κινήματος.
Μήπως πρέπει να τον κατηγορήσουμε γι’ αυτό ; Δεν το νομίζω. Και εδώ
θα πρέπει να τονισθεί πως βασική προϋπόθεση ανάπτυξης ενός πολιτικού
ρεύματος σε κίνημα, κόμμα ή ακόμη περισσότερο σε Διεθνή οργάνωση, είναι
το προηγούμενο ιδεολογικό ξεκαθάρισμα. Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός
και την εποχή εκείνη το εργατικό κίνημα ήταν στη πρώτη του νεότητα αν
όχι εφηβεία. Δικαιολογημένα ο Μαρξ έδωσε τόσο σκληρά την μάχη των ιδεών
έναντι άλλων συντρόφων του τότε (Βάϊτλινγκ, Προυντόν, Μπακούνιν κλπ) και
εάν παρασυρόταν και εκδήλωνε αυταρχικές τάσεις αυτό νομίζω δεν
οφειλόταν τόσο στον χαρακτήρα του, αλλά στη δυσκολία να πείσει πολιτικά
από μακριά (όντας στην εξορία έβλεπε αραιά και που τους συντρόφους του)
και στη μεγάλη διαφορά ιδεολογικού και κοσμοθεωρητικού αναστήματος που
είχε έναντι των πολιτικών του αμφισβητιών που στην πράξη δημιουργούσε
προβλήματα επικοινωνίας. Πως αλλιώς να εξηγήσει κανείς το επιβλητικό
παρουσιαστικό και την έκδηλη αυτοπεποίθησή του που όλοι οι επικριτές του
αναγνωρίζουνε ;
Βίαιος/Φανατικός
Για το πόσο βίαιος ήταν ο Μαρξ έχουμε ήδη επισημάνει ότι ως κατηγορία
δεν στέκει. Η συσχέτιση του δήθεν βίαιου χαρακτήρα του με την προτροπή
χρήσης βίας από το προλεταριάτο είναι τουλάχιστον ατυχής. Γιατί η ταξική
βία ήδη υπήρχε ως πραγματικότητα καθημερινής εκμετάλλευσης, ανεργίας,
πολέμων και εξακολουθεί να υπάρχει (αρκεί να δει κανείς τι τραβούν οι
εργαζόμενοι ως υποζύγια σήμερα στις αστικές κοινωνίες που περνούν
κρίση). Συνεπώς, δεν την ανακάλυψε ο Μαρξ. Ο Μαρξ απλώς παρότρυνε τους
εργαζόμενους να πάψουν να είναι παθητικά αντικείμενα αυτής της βίας
αντιπαρατάσσοντας τη δική τους ταξική βία της επανάστασης. Πίστευε στην
ενεργητική αντίδραση και πρωτοβουλία για την κοινωνική αλλαγή, όχι στο
χριστιανικό «χαστούκι και από τα δύο μάγουλα». Ήταν επαναστάτης και αυτό
δεν ισοδυναμεί με βίαιο χαρακτήρα όπως εσφαλμένα διατείνονται οι
επικριτές του. Πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα. Πολύ περισσότερο
εάν στην λύση της επανάστασης δεν καταλήγει κανείς με βάση το θυμικό και
την οργή του για όσα συμβαίνουν, αλλά με κριτήριο τη λογική και τη
σωστή αξιολόγηση των κοινωνικών δεδομένων όπως έκανε ο Μαρξ.
Παρεμπιπτόντως, να πούμε ότι περισσότερο στην επανάσταση του 1848 και
λιγότερο στην Κομμούνα του 1871 στο Παρίσι ο Μαρξ είχε τηρήσει πολύ
προσεκτική και επιφυλακτική στάση, αφού στην πρώτη περίπτωση η αστική
ηγεσία της επανάστασης, η ανομοιογένεια των εξεγερμένων και η εσφαλμένη
ακολουθία των επιδιωκόμενων στόχων δεν του είχαν εμπνεύσει εμπιστοσύνη,
ενώ στη δεύτερη περίπτωση παρέκαμψε τις αρχικές επιφυλάξεις και φόβους
για τους όχι και τόσο ξεκάθαρους στόχους και τον κίνδυνο συντριβής της
επανάστασης και συμμερίστηκε την αισιοδοξία της βλέποντας ίσως
περισσότερο τις θετικές μακροχρόνιες παρακαταθήκες που άφηνε παρά την
ίδια την έκβαση του εγχειρήματος καθεαυτού. Να σημειώσουμε επίσης ότι ο
Μαρξ δεν πίστευε σε πραξικοπήματα μιας φωτισμένης πρωτοπορίας αλά
Μπλανκί, αλλά σε μαζικές, καλά οργανωμένες και γι’ αυτό κατά το δυνατόν
αναίμακτες επαναστάσεις. Τη μετριοπάθεια του Μαρξ αναγνωρίζει ο διάσημος
ιστορικός οικονομολόγος Τζων Κένεθ Γκαλμπρέιθ : «Ο Μαρξ ήταν ακόμα, από
ορισμένες απόψεις, μία φωνή μετριοπάθειας. Είχε προειδοποιήσει επίμονα
για τις ριψοκίνδυνες, τυχοδιωκτικές ενέργειες των εργατών που μπορούσαν
να οδηγήσουν μονάχα στην καταστροφή» (‘Η Εποχή της Αβεβαιότητας, 1980,
εκδόσεις Παπαζήση, σ. 121).
Δυσκολεύομαι να φανταστώ, λοιπόν, πως ένας άνθρωπος που δεν είναι
βίαιος σαν χαρακτήρας μπορεί να χαρακτηρίζεται από ορισμένους σαν
φανατικός. Που στηρίζουν την κατηγορία αυτή ; Μα όπως λένε ‘στο μίσος
του για την αστική τάξη της οποίας ήταν γόνος και ποτέ δεν έκανε μία
προσπάθεια να απομακρυνθεί από αυτήν’, και στη κυριαρχική και
εξουσιαστική συμπεριφορά του απέναντι σε συντρόφους όπως ο Βάϊτλινγκ και
ο Κρίγκε. Αν και σε μεγάλο μέρος θεωρώ πως έχει ήδη απαντηθεί το ζήτημα
των όποιων αυταρχικών εκδηλώσεων του Μαρξ, αξίζει εδώ να δοθούν μερικές
επιπλέον διευκρινήσεις. Ο Μαρξ δεν μισούσε την αστική τάξη όπως το
εννοούν οι επικριτές του, όχι γιατί ανήκε σε αυτήν και ποτέ δεν την
αποποιήθηκε (αυτό είναι ψέμα αφού όλη του η ώριμη ζωή είναι μία διαρκής
άρνησή της) αλλά γιατί, μολονότι είχε τραβήξει τα πάνδεινα από τους
πολιτικούς εκφραστές της που τον δίωκαν, της αναγνώριζε την μεγάλη
πρόοδο που επέφερε στον κόσμο αλλάζοντας οικονομία και κοινωνία και
γεννώντας τη δύναμη της μελλοντικής της καταστροφής (την εργατική τάξη).
Γι’ αυτό και θεωρούσε ότι οπουδήποτε η αστική τάξη έδινε αγώνα
επιβίωσης και ανάδειξης σε βάρος της φεουδαρχίας και της ολιγαρχίας
έπρεπε να υποστηριχθεί από την εργατική τάξη με την προβολή
αστικοδημακρατικών αιτημάτων και την προσπάθεια συνακόλουθης μετεξέλιξής
τους σε σοσιαλιστικά. Επίσης, η μικροαστική ή μεσοαστική καταγωγή και η
άνετη ανατροφή και διαβίωση του Μαρξ μέχρι τις πανεπιστημιακές σπουδές
του δεν συνεχίζεται ως τρόπος ζωής στην ενήλικη πορεία του η οποία ήταν
συγκριτικά.. η μέρα με τη νύχτα. Συνεπώς, η έμμεση κατηγορία μιας
ασυνεπούς ταξικής στάσης μεταξύ λόγων και πράξεων του Μαρξ σε καμία
περίπτωση δεν ευσταθεί.
Όσον αφορά το περίφημο επεισόδιο με τον Βάϊτλινγκ πρέπει να πούμε ότι
η πολιτική σύγκρουση, που όντως επιδίωξε ο Μαρξ μαζί του, έγινε γιατί ο
Βάϊτλινγκ εκπροσωπούσε ακόμη τον ουτοπικό σοσιαλισμό με τον οποίο ο
Μαρξ ήθελε να ξεκόψει ιδεολογικά γιατί πίστευε πως δημιουργούσε
αυταπάτες στους εργαζόμενους. Κάτι που εκείνη τη βραδιά το είπε ευθέως
στον Βάϊτλινγκ όταν τον ρώτησε που στηρίζει τα κηρύγματά του και όταν
δεν έλαβε μία ικανοποιητική απάντηση δεν δίστασε να του πει ευθέως ότι
«το να ξεσηκώνει τον κόσμο χωρίς να του δίνει καλοδουλεμένα κίνητρα και
σοβαρούς λόγους παρά μόνον φανταστικές ελπίδες, είναι σαν να τον οδηγεί
στην καταστροφή και αποτελεί αντιμετώπιση ανάλογη μιας κατάστασης όπου
από τη μία πλευρά έχουμε έναν εμπνευσμένο προφήτη και από την άλλη
αποσβολωμένους βλάκες». Στο σημείο αυτό, ο μέχρι εκείνη τη στιγμή
αμήχανος Βάϊτλινγκ αντέδρασε απαντώντας εκνευρισμένος πως θεωρεί ότι
συνεισφέρει «πολύ περισσότερα στο κίνημα με την επίμοχθη
προπαρασκευαστική εργασία που κάνει για τον κοινό σκοπό με τους εργάτες,
αντί να γράφει από την πολυθρόνα του σπιτιού του αναλύσεις και θεωρίες
που δεν αγγίζουν τους ανθρώπους του μόχθου»...Εκεί, όντως, ο Μαρξ
τινάχτηκε θυμωμένος και φωνάζοντας πως «ποτέ η άγνοια δεν βοήθησε
κανένα». Και ακολούθησε επιστολή του Βάϊτλινγκ στον Μόζες Χες όπου
κατηγορούσε τον Μαρξ και, μεταξύ άλλων, έλεγε ότι δεν πρόκειται για μία
διάνοια αλλά για μία καλή εγκυκλοπαίδεια, πως την επιρροή του την ασκεί
μέσω τρίτων, πως εκδότη τον έκαναν πλούσιοι άνθρωποι και πως στο τέλος
θα καταλήξει με τον Ένγκελς να κριτικάρουν ο ένας τον άλλο (πόσο έξω
έπεσε, αλήθεια, σε όλα…).
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1847/communist-league/1846let...
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1847/communist-league/1846let...
Όμως, η αντιπαράθεση με φραξιονισμούς και πολεμικές εκατέρωθεν ήταν
συνηθισμένα πράγματα στα πλαίσια της διαπάλης για την πολιτική
μορφοποίηση του κινήματος. Δεν ήταν μία μάχη για την πολιτική εξουσία,
αλλά για το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα σε περιορισμένους κύκλους
σοσιαλιστών. Απόδειξη ότι ο Βάϊτλινγκ μετά το επεισόδιο συνέχισε τις
επόμενες μέρες τις συναντήσεις με τον Μαρξ και τους άλλους της
Επιτροπής. Όσο για τον Κρίγκε, όποιος διαβάσει την σκληρή κριτική που
του απηύθυνε όχι ο Μαρξ προσωπικά αλλά το σύνολο της Επιτροπής
Αλληλογραφίας (η τότε ηγεσία-πρόπλασμα της 1ης Διεθνούς) με την εξαίρεση
του Βάϊτλινγκ ο οποίος διαφώνησε, θα διαπιστώσει ότι δικαιολογημένα ο
Μαρξ δεν θεωρούσε κομμουνιστικές αλλά «παιδιάστικες, πομπώδεις και
συναισθηματικές» τις ιδέες του με μία «φρασεολογία περισσότερο
μεταφυσική και θρησκευτική». Χαρακτηριστικό είναι ότι στο κείμενο του
Κρίγκε το οποίο κριτικάρει η Επιτροπή αναφέρεται η λέξη ‘αγάπη’ 35 φορές
(βλ Καρλ Μαρξ, 1973, David McLellan σ. 156-158) ! Για περισσότερες
πληροφορίες βλ παρακάτω :
http://en.wikipedia.org/wiki/Wilhelm_Weitling
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1846/05/11.htm
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1846/letters/46_10_18.htm
http://en.wikipedia.org/wiki/Wilhelm_Weitling
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1846/05/11.htm
http://www.marxists.org/archive/marx/works/1846/letters/46_10_18.htm
Παρόμοιου χαρακτήρα αλλά βαθύτερη πολιτικά ήταν η φιλονικία του Μαρξ
με τον Προυντόν. Όταν πρωτοπήγε στο Παρίσι ο Μαρξ, ο Προυντόν ήταν ήδη
κυρίαρχη φυσιογνωμία στο σοσιαλιστικό κίνημα της Γαλλίας και πηγή
έμπνευσης για τον νεαρό Μαρξ. Ο οποίος βάλθηκε τότε να μυήσει τον
Προυντόν στην χεγγελιανή διαλεκτική, με την επαφή τους να διακόπτεται
μετά την απέλαση του Μαρξ. Όταν αργότερα ο Μαρξ και μετά τη σύγκρουση με
τον Βάϊτλινγκ πήρε τη πρωτοβουλία να ζητήσει τη συνεργασία του
Προυντόν, ο τελευταίος του απήντησε εμμέσως αρνητικά θέτοντας όρους όπως
το ότι δεν πρέπει να είναι δογματικοί, να είναι ανεκτικοί σε όλες τις
απόψεις, να συνεχίσουν τη μεταξύ τους αντιπαράθεση και πολεμική, να μην
γίνουν οι απόστολοι μιας νέας θρησκείας της λογικής ή κάποιας
αποκλειστικότητας και άλλες παρόμοιες γενικόλογες ηθικολογίες για να
προσθέσει πως δεν ήταν υπέρ μιας άμεσης επαναστατικής δράσης και πως
προτιμούσε ‘να κάψει την ιδιοκτησία με αργή φωτιά, παρά να την ενισχύσει
με μία νέα Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου για τους ιδιοκτήτες’. Κατέληξε,
δε, με την εξής ειρωνεία-πρόκληση : «Αυτή, αγαπητέ μου φιλόσοφε, είναι η
θέση μου αυτή τη στιγμή. Εκτός βεβαίως και εάν σφάλλω, οπότε
δημιουργείται έτσι μία ευκαιρία να δεχθώ ένα ραβδισμό από σένα, στον
οποίο υποβάλλω αδιαμαρτύρητα τον εαυτό μου επιφυλασσόμενος για την
εκδίκησή μου». Φυσικά, ο Μαρξ δεν απάντησε στο γράμμα αυτό του Προυντόν,
αλλά ένα χρόνο μετά άσκησε δριμεία κριτική στο βιβλίο του Προυντόν «Η
Φιλοσοφία της Φτώχειας» με την έκδοση του δικού του βιβλίου «Η Φτώχεια
της Φιλοσοφίας». Για τον Μαρξ το ζήτημα και η διαφορά με τον Προυντόν
δεν ήταν προσωπική αλλά πολιτική. Η όποια προσωπική διένεξη ή αντιπάθεια
δημιουργήθηκε από τη μεταξύ τους αλληλογραφία μετουσιώθηκε σε
συγκεκριμένη ιδεολογικοπολιτική κριτική η οποία είναι στην κρίση του
καθενός. Αλλά νομίζω η ιστορία έχει ήδη αποφανθεί επ’ αυτού..
Φιλόδοξος/Πραγματιστής
Όσον αφορά το πόσο φιλόδοξος ήταν ο Μαρξ, θεωρώ αναγκαίο να απαντήσω
σε προηγούμενο επικριτικό σχόλιο που έλεγε το εξής : «Φαίνεται, από
πλήθος στοιχείων, ότι ο Μαρξ ήταν άτομο διψασμένο για διασημότητα,
επιτυχία και εξουσία. Και αφού μοναδικός κύκλος όπου μπορούσε να ασκήσει
επιρροή ήταν ο σοσιαλιστικός, η κυριαρχικότητά του εκφράστηκε με βίαιες
καταγγελίες και εκκαθαρίσεις συντρόφων».
Εκκαθαρίσεις συντρόφων ; Θυμίζει Στάλιν. Μόνο που οι σταλινικές
εκκαθαρίσεις ήταν κυριολεκτικά φυσικές εκκαθαρίσεις. Μήπως εννοείται ως
εκκαθάριση ο διωγμός από το κόμμα ; Μα ποιο κόμμα ; Δεν υπήρχαν τότε
παρά μόνον μικρές εθνικές οργανώσεις εργαζομένων στις οποίες φυσικά ο
εξόριστος Μαρξ δεν είχε κανένα ουσιαστικό λόγο. Το μόνο που μπορεί να
εννοείται με τον όρο είναι η συμμετοχή ή μη στην πρωτόλεια εμβρυακή
οργάνωση της 1ης Διεθνούς στην οποία ο Μαρξ είχε πράγματι ηγετικό ρόλο
και θέση. Όμως, εάν υπάρχουν σοβαρές ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές
ανάμεσα σε διάφορα ρεύματα, η συστέγαση μπορεί να αποβεί σε βάρος της
κοινής και αποτελεσματικής δράσης. Έτσι συμβαίνει πάντα και έτσι συνέβη
και τότε, όταν ορισμένοι αποχώρησαν ή βρέθηκαν εκτός Διεθνούς. Γιατί η
ενότητα σε επίπεδο πολιτικής οργάνωσης δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο.
Το ζήτημα δεν είναι εάν κάποιος διαγράφεται ή αποχωρεί από αυτήν, αλλά
εάν αυτό γίνεται με αξιόπιστο πολιτικό τρόπο ώστε η οργανωτική
εξασθένιση να υπεραντισταθμίζεται από την ιδεολογικοπολιτική ενδυνάμωση.
Και νομίζω ο Μαρξ ‘κατηγορείται’ γιατί ασχολήθηκε πάρα πολύ με τον
εντοπισμό και το ξεκαθάρισμα των ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών με
τους συντρόφους του, όχι γιατί προχώρησε σε κάποιες διαγραφές (ποιες
άραγε ;) αμελώντας το.
Ήταν ο σοσιαλιστικός χώρος ο μοναδικός κύκλος όπου μπορούσε να
ασκήσει την εξουσία του ο Μαρξ ; Ασφαλώς όχι. Ο άνθρωπος ήταν διάνοια
και με πατέντα (είχε διδακτορικό σε νεαρή ηλικία και αυτό πριν 170
χρόνια) ενώ αν ήθελε να κάνει κάπου καριέρα δεν είχε παρά να
εγκαταλείψει τις αιρετικές αρχικά και σοσιαλιστικές εν συνεχεία ιδέες
του και να δηλώσει υποταγή στο σύστημα. Εάν, μάλιστα, το είχε κάνει ως
σοσιαλιστής προδίδοντας τις αρχές του θα είχε διαπρέψει ως κυβερνητικός
σύμβουλος και πιθανότατα να είχε αναρριχηθεί στα ύπατα αξιώματα. Όχι
τυχαία, ο Βίσμαρκ διακρίνοντας τις συγγραφικές και πολιτικές αρετές του
Μαρξ του είχε κάποτε προτείνει να προσφέρει την πένα του στην υπηρεσία
της πατρίδας. Επίσης, ο Μαρξ μπορούσε αν ήθελε να είχε διαπρέψει ως
δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης μεγάλης εφημερίδας, ικανότητες που ήδη
απέδειξε η πλούσια συγγραφική του δράση. Εξάλλου, το εν λόγω επιχείρημα
είναι έωλο και αντιφάσκει με τα περί εξουσιαστικού χαρακτήρα του Μαρξ.
Αν ο Μαρξ ήταν τόσο εξουσιαστικός τύπος όπως από ορισμένους
παρουσιάζεται, τότε το πιο εύκολο θα ήταν γι’ αυτόν να βρει τη θέση που
του ταίριαζε στο ιδιαίτερα εξουσιαστικό (ολιγαρχικό) σύστημα της εποχής
του, όχι στις γραμμές των επαναστατών και αντιεξουσιαστών…
Σχετικά με το πόσο ο Μαρξ ήταν άνθρωπος διψασμένος για διασημότητα,
την απάντηση δίνει η ίδια η ζωή του με τους συνεχείς επώδυνους αγώνες
προάσπισης των αρχών του και το αντίτιμο (εξορίες, φτώχεια, πολιτικές
συγκρούσεις και αντιπαλότητες, συνεχή μελέτη και γράψιμο) που πλήρωσε σε
όρους ζωής. Ένας άνθρωπος που διψά για δημοφιλία δεν ζει στο μαύρο
περιθώριο της κοινωνικής ζωής που έζησε ο Μαρξ. Ο Γκαλμπρέιθ είναι
κατηγορηματικός επ’ αυτού : «Ο Καρλ Μαρξ δεν επιδίωξε ποτέ να γίνει
δημοφιλής» (στο ίδιο σ. 99) και ως στοιχειώδη απόδειξη προτάσσει την
κριτική του κατά των θρησκειών που έστρεψε όλους τους θρησκευόμενους
εναντίον του. Τι να πούμε παραπάνω ;
Τέλος, το επιχείρημα ότι ο Μαρξ ήταν πραγματιστής – όχι με την έννοια
του ρεαλιστή αλλά με την έννοια του ανθρώπου που επιζητεί πρακτικά και
μόνον αποτελέσματα, δηλαδή του ανθρώπου που «δεν τον ενδιαφέρει η
ερμηνεία του κόσμου αλλά η αλλαγή του» - είναι εντελώς αβάσιμο. Όχι
γιατί ο Μαρξ δεν επιζητούσε την αλλαγή του κόσμου, αλλά γιατί το
μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής του δραστηριότητας αφορούσε την ανάλυση
και κατανόηση του κόσμου και της αναγκαιότητας αλλαγής του. Τα 10 και
περισσότερα χρόνια που ο Μαρξ μελετούσε και έγγραφε το ‘Κεφάλαιο’ στο
αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου ήταν μήπως γιατί επιζητούσε κάποιο
άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα, ή αφορούσε μία προσπάθεια ολικής ερμηνείας
του καπιταλισμού και των ενδογενών αντιφάσεών του με μακροχρόνια
ιδεολογικά και πολιτικά οφέλη ;
Τεμπέλης/Τυχοδιώκτης
Μία ακόμη κατηγορία που προσάπτεται στον Μαρξ και που με έκπληξη
ανακάλυψα πρόσφατα, είναι πως ήταν ανεπρόκοπος, τεμπέλης και παρασιτούσε
σε βάρος τρίτων. Εμφανίστηκε, μάλιστα, ως «κοινό μυστικό», ότι δηλαδή
«έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που δεν εργάσθηκε ούτε μία ημέρα στη
ζωή του και τον ζούσε ο καλός του φίλος». Ώστε, λοιπόν, η αστική ηθική
της εργασίας (όποιος δεν εργάζεται επ’ αμοιβή είναι κούτσουρο για
πέταμα) επελαύνει κατά του Μαρξ. Μόνο που σπάει τα μούτρα της σε μία
διαφορετική πραγματικότητα από αυτή που θέλει να παρουσιάζει.
Γιατί ο Μαρξ εργάσθηκε δύο φορές σε γερμανική εφημερίδα (Rheinische
Zeitung και Neue Rheinische Zeitung) έστω για μικρό χρονικό διάστημα
αφού είτε οι αρχές έκλειναν την εφημερίδα είτε εξόριζαν τον Μαρξ. Και
γιατί όπως λέγει ο Harold Laski στο δοκίμιό του ‘Karl Marx’ (κεφ. IV)
«Δέκα χρόνια (1851-60) ο Μαρξ εργάσθηκε ως ευρωπαϊκός ανταποκριτής της
εφημερίδας New York Tribune, μία θέση η οποία ήταν γι’ αυτόν η μόνη πηγή
οποιουδήποτε συνεχούς εισοδήματος. Ήταν, εντούτοις, πολύ φτωχά
αμοιβόμενος και εάν η συλλογή των άρθρων του που δημοσίευσε η Ελεωνόρα
Μαρξ μετά τον θάνατό του είναι κάπως αντιπροσωπευτική, είναι φανερό πως
τα γούστα των αμερικανών αναγνωστών έχουν δραματικά αλλάξει από την
εποχή του Μαρξ, αφού αυτός δεν υπαναχώρησε στην αρθρογραφία του ούτε
κατά ένα γιώτα από τις πεποιθήσεις του. Ο δε τρόπος που ερμήνευε τις
εξελίξεις ήταν περισσότερο αυτός ενός φιλοσόφου παρά ενός δημοσιογράφου.
Εξαιρουμένου αυτού του εισοδήματος, ο Μαρξ δεν διέθετε κάποιο άλλο
σταθερό μέσο διαβίωσης στη διάρκεια των πρώτων 10 ετών παραμονής του στο
Λονδίνο. Μετά ήλθαν δύο οικογενειακές κληρονομιές και μία γενναία
συνδρομή από τον Βίλχελμ Γουλφ. Αργότερα, ο Ένγκελς μπόρεσε από δικά του
μέσα να προσφέρει στον Μαρξ 350 λίρες ετησίως».
Επίσης ο Γκαλμπρέιθ μας πληροφορεί πως «ο Μαρξ ήταν επίσης ένας
λαμπρός δημοσιογράφος και όλοι οι αμερικανοί Ρεπουμπλικάνοι… μπορούν να
παρατηρήσουν με τη δέουσα περηφάνια ότι, στη διάρκεια μιας ιδιαίτερα
δύσκολης εποχής στη ζωή του, ο Μαρξ εξοικονομούσε τα απαραίτητα χρήματα
από την εφημερίδα New York Tribune. Και ότι σύμφωνα με την περιγραφή του
εκδότη του, ήταν ο ανταποκριτής που είχε τη μεγαλύτερη εκτίμηση και
έπαιρνε τον καλύτερο μισθό» (στο ίδιο, σ. 96). Επίσης, «το 1857 που
αντιμετωπίστηκαν δύσκολες στιγμές, η N.Y. Tribune απέλυσε όλους τους
ανταποκριτές της στο εξωτερικό εκτός από δύο. Ο Μαρξ ήταν ένας από τους
δύο αυτούς που κράτησαν» (στο ίδιο, σ. 121). Να, λοιπόν, που ο
‘τεμπέλης’ Μαρξ όχι μόνον εργαζόταν όταν και όπως μπορούσε, αλλά και
διακρινόταν χάρις στην εργασία του αυτή !
Το ποιος έχει δίκιο για τον μισθό του Μαρξ (ο Laski ή ο εκδότης της
N.Y. Tribune) είναι στη κρίση του καθενός. Αυτό που όμως δεν
αμφισβητείται είναι ότι ο Μαρξ εργάσθηκε σε τρεις εφημερίδες χωρίς να
μετριάσει στο ελάχιστο τις επαναστατικές απόψεις του, κάτι το οποίο
αποτελούσε εξάλλου και τον βασικό λόγο που δεν είχε μία μόνιμη και
σταθερή απασχόληση. Όσοι ψάχνουν να βρουν τις αιτίες της μη συνεχούς
απασχόλησης του Μαρξ σε διάθεση τεμπελιάς και παρασιτισμού σε βάρος
άλλων, ψάχνουν ηθελημένα σε λάθος κατεύθυνση. Η αιτία της μη συνεχούς
επαγγελματικά αμοιβόμενης απασχόλησης του Μαρξ είναι η ίδια που
βρίσκεται πίσω από τις διώξεις, την εξορία και την καρτερικά επωμιζόμενη
φτώχια από όλη την οικογένειά του και δη τη γυναίκα του Τζένη : είναι
οι επαναστατικές ιδέες του Καρόλου, η ανάπτυξη, θεμελίωση και πολιτική
έκφραση των οποίων ήταν το πραγματικό του ‘επάγγελμα’.
Πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος με το μοναδικό σε ποιότητα και ατελείωτο σε έκταση συγγραφικό έργο, ο επαναστάτης που οργάνωσε την 1η Διεθνή παράλληλα με την εκπόνηση της θεωρίας του να εκλαμβάνεται από ορισμένους ως τεμπέλης ; Πως είναι δυνατόν να του καταλογίζεται η μη ολοκλήρωση του Κεφαλαίου ως τεμπελιά ; Δεν γνωρίζουν ότι ο Μαρξ, εκτός του ήταν τελειομανής και αν δεν είχε εξαντλήσει όλες τις πτυχές ενός θέματος δεν προχωρούσε στην καταγραφή των απόψεών του, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του που δεν του επέτρεπαν να εργασθεί όπως ήθελε ;
Πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος με το μοναδικό σε ποιότητα και ατελείωτο σε έκταση συγγραφικό έργο, ο επαναστάτης που οργάνωσε την 1η Διεθνή παράλληλα με την εκπόνηση της θεωρίας του να εκλαμβάνεται από ορισμένους ως τεμπέλης ; Πως είναι δυνατόν να του καταλογίζεται η μη ολοκλήρωση του Κεφαλαίου ως τεμπελιά ; Δεν γνωρίζουν ότι ο Μαρξ, εκτός του ήταν τελειομανής και αν δεν είχε εξαντλήσει όλες τις πτυχές ενός θέματος δεν προχωρούσε στην καταγραφή των απόψεών του, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του που δεν του επέτρεπαν να εργασθεί όπως ήθελε ;
Τέλος, ακούγεται κάπου-κάπου ότι «αν δεν έφταναν στον Μαρξ τα χρήματα
που κέρδιζε ή του έδιναν ήταν γιατί έπαιζε στο Χρηματιστήριο που ήταν
το τελευταίο μεγάλο πάθος του». Αυτό μπορεί να ισχύει για τον Λασσάλ,
όχι για τον Μαρξ ο οποίος δεν είχε να θρέψει τα παιδιά του με συνέπεια
να χάσει τα μισά από αυτά όσο ζούσε στις άθλιες συνθήκες του Λονδίνου
την πρώτη επταετία της εκεί διαμονής του. Συνθήκες που περιέγραφε
γραπτώς ο ίδιος πρώσος κατάσκοπος που τον παρακολουθούσε και στον οποίο
γίνεται η εξής αναφορά από τους επικριτές για να επιδειχθεί η δήθεν
φιλοδοξία του Μαρξ : «Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η απέραντη
φιλοδοξία για εξουσία» συμπληρώνοντας πως κατά τα άλλα ο κατάσκοπος των
έβρισκε εντελώς άκακο διανοούμενο. Αχά ! Οι επικριτές βασίζονται στην
‘ψυχολογική’ εκτίμηση του αστυνομικού για την άμετρη φιλοδοξία του Μαρξ,
αλλά προσπερνάνε με ψιλά πηδηματάκια τα όσα λέει περί άκακου
διανοούμενου όταν οι ίδιοι μιλάνε για βίαιο, επιθετικό και φανατικό
Μαρξ. Είναι απορίας άξιον πως εμπιστεύονται τις ψυχαναλυτικές ικανότητες
ενός αστυνόμου της εποχής εκείνης, αλλά αποσιωπούν τις εντυπώσεις του
περί ακακίας του ανθρώπου όπως και την παρακάτω εικόνα της ζωής που ο
ίδιος ο αστυνόμος λέει πως έκανε ο Μαρξ το 1852 :
«Σαν πατέρας και σύζυγος, ο Μαρξ, παρόλο τον άγριο και ανήσυχο
χαρακτήρα του, είναι από τους πιο μαλακούς και ήρεμους ανθρώπους. Ο Μαρξ
ζει σε μία από τις χειρότερες και φτηνότερες συνοικίες του Λονδίνου.
Χρησιμοποιεί δύο δωμάτια (κρεβατοκάμαρα, σαλόνι)…Σε όλο το διαμέρισμα
δεν υπάρχει ούτε ένα καθαρό και γερό έπιπλο. Όλα είναι σπασμένα,
κουρελιασμένα και σχισμένα, με ένα εκατοστό σκόνη πάνω και η πιο μεγάλη
ακαταστασία υπάρχει παντού. Στη μέση του σαλονιού υπάρχει ένα μεγάλο
παραδοσιακό τραπέζι σκεπασμένο με μουσαμά. Πάνω του βρίσκονται
χειρόγραφα, βιβλία και εφημερίδες, όπως και παιδικά παιχνίδια, τα
κουρέλια και κομματάκια ύφασμα από το καλάθι του ραψίματος της γυναίκας
του, αρκετά φλιτζάνια με σπασμένα τα χείλια, μαχαίρια, πιρούνια, λάμπες,
ένα μελανοδοχείο, ποτήρια, ολλανδικές πήλινες πίπες, στάχτη από
τσιγάρα, με μία λέξη όλα άνω κάτω και όλα πάνω στο ίδιο τραπέζι. Ένας
παλιατζής θα ντρεπόταν να ξεπουλήσει μία τέτοια αξιοθαύμαστη συλλογή
απομεινάρια. Όταν μπαίνεις μέσα στο δωμάτιο του Μαρξ, ο καπνός από τα
τσιγάρα και τη πίπα, κάνει τα μάτια σου να δακρύζουν, τόσο που για μία
στιγμή θαρρείς πως βρίσκεσαι μέσα σε κάποια σπηλιά… Τα πάντα είναι
βρώμικα και σκεπασμένα με σκόνη, ώστε το να καθίσει κανείς γίνεται μία
πραγματικά επικίνδυνη υπόθεση» (‘Καρλ Μαρξ : η ζωή και η σκέψη του’,
Ντέηβιντ Μακλήλλαν, 1973, σ. 268-269).
Αυτός, λοιπόν, είναι ο ‘αστός’ και ‘τυχοδιώκτης’ Μαρξ που έπαιζε και στο Χρηματιστήριο. Τώρα πως και δεν το πήραν πρέφα οι πολιτικοί του αντίπαλοι (ταξικοί και μη) να τον ξεμπροστιάσουν και να τον ξεφτιλίσουν πολιτικά, αυτή είναι μία απορία που φαίνεται πως δεν διαπέρασε ποτέ τα μυαλά των σημερινών επικριτών του. Όχι τυχαία βέβαια..
Αυτός, λοιπόν, είναι ο ‘αστός’ και ‘τυχοδιώκτης’ Μαρξ που έπαιζε και στο Χρηματιστήριο. Τώρα πως και δεν το πήραν πρέφα οι πολιτικοί του αντίπαλοι (ταξικοί και μη) να τον ξεμπροστιάσουν και να τον ξεφτιλίσουν πολιτικά, αυτή είναι μία απορία που φαίνεται πως δεν διαπέρασε ποτέ τα μυαλά των σημερινών επικριτών του. Όχι τυχαία βέβαια..
Απαισιόδοξος/Άκαρδος
Κλείνω το σημείωμα αυτό με την εξέταση της κατηγορίας ότι ο Μαρξ ήταν
‘γνωστός απαισιόδοξος’ και πέθανε θλιμμένος σαν αποτέλεσμα του
αρνητισμού, του ασυναισθηματισμού και της ανικανοποίητης φιλοδοξίας του.
Μία πρώτη απάντηση σε αυτά δίνει πάλι ο Γκάλμπρεηθ : «Ο Μαρξ ήταν
ένας νέος με πολύ ρομαντικά αισθήματα. Έγραφε ποιήματα που ένα μεγάλο
μέρος τους ήταν ακατανόητο ή έτσι τουλάχιστον πίστευε η οικογένειά του,
όπως και ιδεαλιστικά δοκίμια (μερικά από τα οποία υπάρχουν ακόμη) για τη
φύση, τη ζωή και την εκλογή της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Η
επαγγελματική σταδιοδρομία πρέπει να είναι τέτοια που ‘να μπορεί κανείς
να προσφέρει στην ανθρωπότητα… και τα λαμπερά δάκρυα των καλών ανθρώπων
θα πέφτουν τότε στις στάχτες μας’. Δεν θα είχε περάσει τα δεκαπέντε όταν
διαπίστωσε την αγάπη του για την Τζένη Φον Βέστφαλεν» (στο ίδιο, σ.
100).
Την πιο σημαντική απάντηση, ωστόσο, μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο του
Έριχ Φρόμ ‘Marx's concept of man’ όπου στο τέλος παραθέτει ένα κείμενο
του Πωλ Λαφάργκ (βλ ειδικότερα σ. 180), ξέρετε εκείνον που ο Μαρξ είχε
αποκαλέσει ‘νέγρο’ επιτρέποντας στους επικριτές του να τον κατηγορήσουν
για ρατσισμό, κείμενο το οποίο είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για τον
άνθρωπο Μαρξ (βλ παρακάτω). Στο κείμενο αυτό γίνεται φανερή η αγάπη του
Μαρξ για τη γυναίκα και τις κόρες του, καθώς και η ανοιχτή καρδιά που
διατηρούσε για τους φίλους του.
http://books.google.gr/books?id=0JK9GZfboQgC&printsec=frontcover&dq=From...
http://books.google.gr/books?id=0JK9GZfboQgC&printsec=frontcover&dq=From...
Πολύ κατατοπιστική για τη σχέση του Μαρξ με την οικογένειά του και
την αγάπη που είχαν μεταξύ τους παρά τις τεράστιες αντιξοότητες που
αντιμετώπιζαν στη καθημερινή ζωή τους είναι η κάτωθι επιστολή (την οποία
αγνοούσε ο ίδιος ο Κάρολος) της γυναίκας του Τζένη προς τον κοινό φίλο
τους Τζόζεφ Βάϊντεμάγιερ.
http://www.marxists.org/archive/marx/letters/jenny/50_05_20.htm
http://www.marxists.org/archive/marx/letters/jenny/50_05_20.htm
Τέλος, είναι αλήθεια πως ο Μαρξ πέθανε θλιμμένος. Και είναι πολύ
πιθανόν η θλίψη του αυτή να επιτάχυνε σημαντικά την οριστική αναχώρησή
του. Μόνον που η θλίψη αυτή δεν ήταν απόρροια της ανικανοποίητης
φιλοδοξίας ή κάποιου αισθήματος προσωπικής αποτυχίας, αλλά του
αδιαμφισβήτητου γεγονότος ότι μέσα στον προηγούμενο 1,5 χρόνο είχε χάσει
τις πολυααγαπημένες του γυναίκα και κόρη ! Όποιος παρακάμπτει την
ψυχολογική επίπτωση ενός τόσο δραματικού προσωπικού γεγονότος σε έναν
άνθρωπο ήδη άρρωστο και μεγάλης ηλικίας, μάλλον αυτός ο ίδιος πρέπει να
χαρακτηριστεί αναίσθητος και ασυναισθηματικός.
Ο διάσημος αυστριακός οικονομολόγος (καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του
Χάρβαρντ) Τζόζεφ Σουμπέτερ, ο οποίος ήταν εικονομάχος και αφοσιωμένος
συντηρητικός, περιέγραψε τις ιδέες του Μαρξ λέγοντας ότι ο Μαρξ ήταν μία
διάνοια, ένας προφήτης, και σαν θεωρητικός οικονομολόγος, μα ‘πάνω απ’
όλα ένας πολύ διαβασμένος άνθρωπος’ (βλ Τζόζεφ Σουμπέτερ, «Καπιταλισμός,
σοσιαλισμός, δημοκρατία» 1967, έκδοση Γ’ σ. 21).
Αυτός ήταν ο πραγματικός Μαρξ. Όσο για την ‘σκοτεινή’ πλευρά του, θα
επαναλάβω κάτι που είχε πει ο Hermann Hesse, ότι «οι άνθρωποι με θάρρος
και χαρακτήρα πάντα φαίνονται απειλητικοί στους υπόλοιπους
1 σχόλιο:
Ουφ, επιτέλους, τελείωσε...
Πολύ καλό άρθρο. Ας θυμόμαστε όμως ότι δε χρειάζεται να υπερασπιζόμαστε ή να κάνουμε καν τέτοιους διαλόγους. Αυτοί οι διάλογοι δε φωτίζουν, αντίθετα μονοπωλούν και αποπροσανατολίζουν από το βασικό ζήτημα που είναι η επίθεση στο Μαρξ και το μαρξισμό. Κι επειδή τα κενά του μαρξισμού είναι λίγα, τα βέλη στρέφονται κατά του μαρξισμού...
Δημοσίευση σχολίου