Αλεξάνδρα Ρασιδάκη – Περί μελαγχολίας. Στη θεωρία, τη λογοτεχνία, την τέχνη
By pandoxeio
Είναι περιττό
να αναφέρουμε το ερεθιστικότατο της πολυπρισματικής ερεύνησης ενός
θέματος που αποτελεί ταυτόχρονα απολύτως σύγχρονο πρόβλημα της
νεωτερικής μας κατάστασης (όπου η περιρρέουσα θλίψη και κατάθλιψη
εμφανίζεται διάχυτη και δικαιολογημένη όσο ποτέ) και την ίδια στιγμή
βαθύ διαχρονικό δεδομένο της ανθρώπινης κατάστασης. Όταν δε κατά την
πραγμάτευση ενός τέτοιου θέματος ακολουθείται η τριμερής κατόπτευση των
τομέων εκείνων που έχουν αιχμαλωτίσει τις πνευματικές μας ηδονές: την
λογοτεχνική, την θεωρητική – δοκιμιακή και την καλλιτεχνική, τότε τα
πολλαπλά δωρήματα του έργου είναι εμφανή.
Η αρχική προσέγγιση στο θέμα αφορά τρεις
θεματικούς άξονες: την ιδιαιτερότητα και ατομικότητα του μελαγχολικού
που βιώνει με τον τρόπο αυτό την αυτοσυνείδησή του και την σχέση του με
τον κόσμο, την διαφορετική οπτική γωνία που οδηγεί σε κριτική διάθεση
απέναντι στην τάξη των πραγμάτων και την σχέση της μελαγχολίας με την
δημιουργικότητα, έναν συσχετισμό που αποτελεί κοινό τόπο που διαπερνά
την ιστορία της δυτικής σκέψης. Η μελέτη χωρίζεται σε δυο μέρη. Το πρώτο
αφιερώνεται στον περί μελαγχολίας λόγο και διατρέχει ορισμένες
προσεγγίσεις της μελαγχολίας από την κλασική αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα
μέχρι την Αναγέννηση και το Μπαρόκ. Ιδιαίτερα κεφάλαια εδώ αφιερώνονται
στην Ανατομία της μελαγχολίας του Richard Burton και στο Πένθος και
μελαγχολία του Sigmund Freud.
Το δεύτερο μέρος αφιερώνεται στην ποιητική της μελαγχολίας
και αφορά τον ευρωπαϊκό λογοτεχνικό λόγο της. Η μελαγχολία της εξουσίας
ανιχνεύει την παραδοσιακή συσχέτιση μελαγχολίας και εξουσίας μέσα από
την ανάλυση των μυθιστορημάτων Το φθινόπωρο του Πατριάρχη του Gabriel
Garcia Marquez και Ο λαβύρινθος του Πάνου Καρνέζη. Το κείμενο του
Marquez, ειδικότερα, εντάσσεται στο ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος του
«μυθιστορήματος του δικτάτορα» και σε μια ιδιαίτερη πλευρά του, εκείνη
που παρουσιάζει την παθολογία της εξουσίας και την παρακμή του ηγέτη
μέσα από το ψυχολογικό του πορτρέτο. Ακριβώς αυτή η έκθεση της ευάλωτης
και θνητής πλευράς του λειτουργεί υπονομευτικά και συμβάλλει στην
απομυθοποίησή του: η μορφή του δικτάτορα γίνεται προσιτή, μπορεί να
αμφισβητηθεί και να καταδικαστεί. Επιπλέον, η υποτιθέμενη μυθική του
διάσταση παρουσιάζεται ως προϊόν συνειδητής κατασκευής και η λεπτομερής
περιγραφή της φθαρτής του υπόστασης διαβρώνει τον μύθο του. Εδώ η
μελαγχολία λειτουργεί ως καταλυτική δύναμη που καταβάλλει δραματικά το
εγώ του ηγέτη. Η μελαγχολική διάσταση της μορφής συναρτάται με την απο –
γοήτευση: η συνειδητοποίηση της αντίθεσης μεταξύ της δημόσιας και της
ιδιωτικής του εικόνας παρουσιάζεται ως στιγμή διαύγειας και ταυτόχρονα
απόλυτης απογοήτευσης καθώς και ο ίδιος είχε πιστέψει στον μύθο του.
Η βεβαιότητα του
θανάτου και η συνεπακόλουθη συνειδητοποίηση της ματαιότητας των πάντων
αποτελούν, όπως και στο Μπαρόκ, πηγή αλλά και αντικείμενο της
μελαγχολικής σκέψης, συνεπώς η ποιητική της ματαιότητας μπορεί να
ερμηνευτεί ως έκφραση της σχετικής μελαγχολικής κοσμοαντίληψης. Στο
κεφάλαιο Παραλλαγές στο θέμα της ματαιότητες η ερευνήτρια εξετάζει υπό
αυτό το πρίσμα τον κύκλο των Ποιημάτων του Gottfried Benn Morgue [1912]
και τη νουβέλα της Anna Seghers Η εκδρομή των νεκρών κοριτσιών [1943].
Πρόκειται για κείμενα που σκηνοθετούν τον θάνατο όχι ως το δραματικό
τέλος της ζωής αλλά ως μέρος της καθημερινότητας· μιας καθημερινότητας
κατά τη οποία η μελλοντική απουσία του ανθρώπου αποτελεί αναπόσπαστο
μέρος της ζωής.
Σε ετούτη την «αναπαράσταση της απουσίας»
κυριαρχούν μεταξύ άλλων έντονη εικονικότητα, οι άκρως ρεαλιστικές
περιγραφές εικόνων θανάτου και αποσύνθεσης, η εμμονή στην ύλη. Αν στην
τέχνη του Μπαρόκ η αρχή της ματαιότητας παρουσιάζεται ως σκηνοθεσία της
απουσίας με τρεις τρόπους: με αναπλήρωση της παρουσίας και υπογράμμιση
της απουσίας, με προβολή στο μέλλον (η τωρινή παρουσία λειτουργεί ως
ένδειξη της μελλοντικής απουσίας), με προβολή στο παρελθόν (το παρόν
παρουσιάζεται «εμποτισμένο| από το παρελθόν, γεμάτο ίχνη της αλλοτινής
παρουσίας.
Στο βιβλίο της Seghers, ειδικότερα, η απουσία
βιώνεται ως απώλεια, με ανάλογους με το Μπαρόκ όρους παρουσίας /
απουσίας. Η διαδικασία της ανάμνησης αποτελεί το έναυσμα της γραφής και
λειτουργεί θεραπευτικά, καθώς αποτελεί τμήμα της διεργασίας πένθους.
Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς για ταξίδι στο παρελθόν, καθώς η αφηγήτρια
διατηρεί τη συνείδηση του παρόντος και τη γνώση όλων όσα θα συμβούν. Η
αφήγησή της συντελείται από διπλή οπτική γωνία: του παρόντος της
σχολικής εκδρομής και του παρόντος της ενήλικης παρατήρησης αλλά και της
επίγνωσης των τραγικών γεγονότων. Η τεχνική της προβολής της
μελλοντικής απουσίας έχει πιο δραστικό αποτέλεσμα από μια γραμμική
αφήγηση, καθώς λειτουργεί από – γοητευτικά για τον αναγνώστη,
υπονομεύοντας μια σκηνής εξ ορισμού θετική, αν όχι ειδυλλιακή (άνοιξη,
σχολική εκδρομή). Η ερευνήτρια όμως μας υποδεικνύει μια σημαντική
διαφοροποίηση: ο θάνατος παρουσιάζεται ως τραυματική εμπειρία ορισμένων
γενεών και ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών και ιδεολογικών
συνθηκών. Διόλου τυχαία οι επιζήσαντες δάσκαλοι θα έχουν ένα άλλου είδος
ζοφερό μέλλον, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έτσι το κείμενο πέρα από
προσωπική διεργασία πένθους καθίσταται και πολιτική καταγγελία.
Το βλέμμα του μελαγχολικού μπορεί να
είναι κριτικό, θυμίζοντας τις «μικροπαρατηρήσεις» που κάνει ο Richard
Burton στην Ανατομία του. Ο επικριτικός αυτός ρόλος του μελαγχολικού
πραγματώνεται σε δυο γερμανικά έργα που προέρχονται από δυο κομβικές
ιστορικές συγκυρίες· πρόκειται για τα βιβλία Οι απόψεις ενός κλόουν του
Heinrich Böll [1963] και Τα αχλάδια του Ρίμπεκ του Friedrich Christian
Delius [1991]. Σε αμφότερα η μειονεκτική θέση στο περιθώριο της
κοινωνίας δίνει τη δυνατότητα στο αφηγητή να εκφέρει έναν λόγο
απομυθοποιητικό, που στέκεται απέναντι στην γενικότερη αισιοδοξία και
ευφορία. Το κριτικό βλέμμα του μελαγχολικού λοιπόν αποτελεί το
αντικείμενο του επόμενου κεφαλαίου.
Στο
κείμενο το Böll o Χανς αισθάνεται ξένος μέσα στον κόσμο που το
περιβάλλει, καθώς έχει από νωρίς απορρίψει το αστικό ιδανικό του
οικογενειακού μικρόκοσμου. Η παρουσίαση του ως ξένου στο ίδιο του το
σπίτι δεν είναι παρά η προβολή μιας γενικότερης αποξένωσης στον ιδιωτικό
χώρο. Η μελαγχολία του εμφανίζεται ως προϋπόθεση της κριτικής του
στάσης: ο Χανς διακρίνει και καταγγέλλει τις πάσχουσες πλευρές του
κόσμου. Είναι γνωστή η θυελλώδης διαμάχη που προκάλεσε το βιβλίο, καθώς
ξεγύμνωνε την εικόνα που είχε η Δυτική Γερμανία για τον εαυτό της σε μια
εποχή που πάσχιζε να τονίσει την ασυνέχεια ανάμεσα στο βρώμικο
ναζιστικό παρελθόν και στο παρόν, και πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η
γερμανική ιδέα της «νέας αρχής». Σε εκείνη ακριβώς την προσπάθεια
αποσιώπησης και ωραιοποίησης ο κλόουν αντιτείνει την εμμονή του στην
ενθύμηση. Βαθύτατα πολιτικό και αυτό το κείμενο, εντάσσεται στη
γενικότερη προβληματική του συγγραφέα γύρω από το θέμα το στρατευμένου
διανοούμενου – καλλιτέχνη.
Ο κεντρικός χαρακτήρας στην νουβέλα του
Delius διατηρεί σκεπτική στάση τόσο απέναντι στο παρελθόν – την πρώην
Ανατολική Γερμανία – όσο και στα γεγονότα του «ευδαιμονικού» παρόντος –
την εορταζόμενη ενοποίηση. Η αφήγησή του λειτουργεί αποκαλυπτικά και απο
– γοητευτικά, στρέφοντας την προσοχή του αναγνώστη στις σχέσεις
εξουσίας και εξάρτησης που καθόρισαν ολόκληρο το παρελθόν του [τοπικός
άρχοντας – ναζί – ΛΔΓ] αναδεικνύοντας ακόμα την λεπτή διαχωριστική γραμμή
μεταξύ «απελευθερωτών» και «κατακτητών». Φλύαρος και σκωπτικός,
αρνείται την αφελή αισιοδοξία του περίγυρου και αναζητά ως το τέλος
προσωπική ελευθερία και αξιοπρέπεια.
Ψυχικές ασθένειες, σχολιασμένες αποτελούν
το αντικείμενο του τελευταίου κεφαλαίου. Εδώ το διήγημα του Γεωργίου
Βιζυηνού Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας ως χρονικό μελαγχολίας
εξετάζεται σε συνάρτηση με τον γερμανικό ρομαντισμό ως διακειμενική
αναφορά και με το θεωρητικό σχήμα του Freud περί μελαγχολίας. Είναι
εμφανές πως Περί μελαγχολίας Λόγος δια χειρός της πανεπιστημιακού και
μεταφράστριας Αλεξάνδρας Ρασιδάκη δεν φωτίζει μόνο αθέατες και ημιθέατες
πλευρές ενός θέματος ιδιαίτερα λεπτού και αβαθούς όπως είναι η
μελαγχολία αλλά και τροφοδοτεί με νέα ερεθίσματα για διαφορετική οπτική
όχι μόνο παρελθοντικών μορφών της αλλά και των απολύτως σύγχρονων
εκφάνσεών της. Ο τόμος διανθίζεται από φωτογραφίες έργων τέχνης, μεταξύ
των οποίων και ένα ένθετο έγχρωμο γυαλιστερό οχτασέλιδο με δεκατρία
εικαστικά έργα, και περιλαμβάνει βιβλιογραφία και ευρετήριο προσώπων.
Εκδ. Κίχλη, 2013, σελ. 291.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου