P.Bourdieu-Γλώσσα και συμβολική εξουσία | Ταξικές Μηχανές
bestimmung.blogspot.com
P.Bourdieu-Γλώσσα και συμβολική εξουσία
Η έγκυρη γλώσσα
Οι κοινωνικές συνθήκες της αποτελεσματικότητας του τελετουργικού λόγου
(σελ.155-169,Ινστιτούτο του βιβλίου Καρδαμίτσα,μετάφραση Κική Καψαμπέλη)
Η αφελής ερώτηση σχετικά με την εξουσία των λέξεων εμπεριέχεται λογικά
στην αρχική καταστολή της ερώτησης σχετικά με τις χρήσεις της
γλώσσας,άρα με τις κοινωνικές συνθήκες χρησιμοποίησης των λέξεων.Από τη
στιγμή που μεταχειρίζεται κανείς τη γλώσσα ως αυτόνομο αντικείμενο,αποδεχόμενος
το ριζικό διαχωρισμό που διενεργούσε ο Σωσσύρ ανάμεσα στην εσωτερική
γλωσσολογία και την εξωτερική γλωσσολογία,ανάμεσα στην επιστήμη της
γλώσσας(langue)και την επιστήμη των κοινωνικών χρήσεων της γλώσσας,καταδικάζεται να αναζητά την εξουσία των λέξεων μέσα στις λέξεις ,δηλαδή κάπου που δεν είναι.
[...].Η εξουσία που διαθέτουν τα λόγια(paroles)δεν είναι τίποτε άλλο από την εξουσία που έχει εκχωρηθεί στον εκπρόσωπο λόγου,και
τα λόγια του,το περιεχόμενο του λόγου του(discours),και ο τρόπος με τον
οποίο μιλάει-δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μαρτυρία,και μία
μαρτυρία ανάμεσα στις άλλες,για το γεγονός ότι περιβάλλεται με την
εγγύηση της κατ'εντολήν εξουσίας.
Από εδώ ξεκινάει το λάθος,που το έχει εκφράσει στην πιο ολοκληρωμένη του μορφή ο Ώστιν(ή,ύστερα από αυτόν,ο Χάμπερμας),όταν νομίζει
ότι ανακαλύπτει μέσα στον ίδιο το λόγο,δηλαδή μέσα στην καθαρά γλωσσική
υπόσταση της ομιλίας ,την αρχή της αποτελεσματικότητας της ομιλίας.Όταν
προσπαθεί κανείς να κατανοήσει γλωσσικά τη δύναμη των γλωσσικών
εκδηλώσεων,όταν αναζητά στη γλώσσα την αρχή που διέπει τη λογική και την
αποτελεσματικότητα της γλώσσας του θεσμού,σημαίνει πως ξεχνά πως η εξουσία(αυθεντία)έρχεται στη γλώσσα από τα έξω,όπως μας υπενθυμίζει συγκεκριμένα το σκήπτρον το οποίο,στον Όμηρο,τείνουν στον ρήτορα που πρόκειται να πάρει το λόγο.Την αυθεντία αυτή,η γλώσσα δεν κάνει τίποτα περισσότερο από να την παριστά,να την εκδηλώνει,να τη συμβολίζει.Υπάρχει
μια χαρακτηριστική ρητορική όλων των λόγων του θεσμού,δηλαδή της
επίσημης ομιλίας του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου λόγου...:τα υφολογικά
χαρακτηριστικά της γλώσσας των ιερέων,των καθηγητών και γενικότερα των
θεσμών,όπως η έλλειψη πρωτοτυπίας,η χρήση στερεοτύπων και η
ουδετεροποίηση,απορρέουν από την θέση που καταλαμβάνουν σε κάποιο πεδίο
ανταγωνισμού αυτοί οι θεματοφύλακες μιας κατ'εντολήν εξουσίας.
[...].Στην πραγματικότητα η χρήση της γλώσσας,δηλαδή τόσο ο τρόπος όσο και το περιεχόμενο του λόγου,εξαρτάται από την κοινωνική θέση του ομιλητή,η οποία και του υπαγορεύει ποια πρόσβαση μπορεί να έχει στη γλώσσα του θεσμού-την επίσημη,ορθόδοξη,νόμιμη ομιλία.Ακριβώς η πρόσβαση στα νόμιμα εργαλεία έκφρασης,και
άρα η συμμετοχή στην εξουσία του θεσμού,συνοψίζει όλη τη διαφορά-μη
αναγώγιμη σε αυτόν καθ'αυτόν τον λόγο-ανάμεσα στην απλή αγυρτεία των
''μασκαράδων'',που μεταμφιέζουν την επιτελεστική καταδήλωση σε
περιγραφική ή διαπιστωτική καταδήλωση,και την έγκυρη αγυρτεία εκείνων
που κάνουν το ίδιο με την εξουσιοδότηση και το κύρος ενός θεσμού,Ο
εκπρόσωπος λόγου είναι ένας αγύρτης εφοδιασμένος με το σκήπτρον.
Αν,όπως παρατηρεί ο Ώστιν,υπάρχουν εκφωνήματα που ρόλος τους δεν είναι
μόνο να ''περιγράψουν μια κατάσταση πραγμάτων ή να καταδηλώσουν ένα
οποιοδήποτε γεγονός'',αλλά και να ''εκτελέσουν μια πράξη'',τούτο
συμβαίνει επειδή η εξουσία των λέξεων έγκειται στο γεγονός ότι εκείνο που τις προφέρει δεν το κάνει για προσωπικό του λογαριασμό,παρά είναι απλώς ο ''φορέας'' τους:αν
ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος λόγου μπορεί μέσω των λέξεων να
επενεργήσει σε άλλους δρώντες και,με τη διαμεσολάβηση του έργου τους,στα
ίδια τα πράγματα,τούτο συμβαίνει μόνο επειδή η ομιλία του
συγκεντρώνει το συμβολικό κεφάλαιο που έχει συσσωρεύσει η ομάδα η οποία
του έχει αναθέσει εντολή και πληρεξούσιος της οποίας είναι.Οι
νόμοι της κοινωνικής φυσικής δεν ξεφεύγουν από τους νόμους της φυσικής
παρά μόνο φαινομενικά,και η δύναμη που διαθέτουν ορισμένα συνθήματα να
επιτυγχάνουν έργο χωρίς δαπάνη έργου-εδράζεται στο κεφάλαιο που η ομάδα
έχει συσσωρεύσει με την εργασία της,ενώ η αποτελεσματική χρήση αυτού
του κεφαλαίου εξαρτάται από ένα ολόκληρο σύνολο προυποθέσεων,εκείνων οι
οποίες προσδιορίζουν τα τελετουργικά της κοινωνικής μαγείας.Οι
περισσότερες από τις προυποθέσεις που πρέπει να πληρωθούν προκειμένου
ένα επιτελεστικό εκφώνημα να έχει επιτυχία ανάγονται στην καταλληλότητα
του ομιλητή-ή,καλύτερα της κοινωνικής του λειτουργίας-και του λόγου που
εκφωνεί:ένα επιτελεστικό εκφώνημα είναι καταδικασμένο σε αποτυχία
οσάκις δεν προφέρεται από ένα πρόσωπο που έχει την εξουσία να το
προφέρει ή γενικότερα,οσάκις ''τα επιμέρους πρόσωπα ή οι ιδιαίτερες
περιστάσεις'' δεν είναι ''τα ενδεδειγμένα ώστε να μπορέσει κανείς να
επικαλεστεί τη συγκεκριμένη διαδικασία'',με δύο λόγια,οσάκις ο ομιλητής δεν είναι εξουσιοδοτημένος να εκπέμψει τις λέξεις που αναφωνεί
[...].Βλέπουμε ότι όλες οι προσπάθειες για να βρούμε μέσα στην καθαρά γλωσσική λογική των διαφορετικών μορφών επιχειρηματολογίας,ρητορικής και υφολογίας την πηγή της συμβολικής αποτελεσματικότητας τους είναι καταδικασμένες σε αποτυχία,όσο
δεν αποκαθιστούν τη σχέση ανάμεσα στις ιδιότητες του λόγου,τις
ιδιότητες του ανθρώπου που εκφωνεί το λόγο και τις ιδιότητες του θεσμού
που εξουσιοδοτεί τον άνθρωπο να εκφωνήσει το λόγο.[...]Και ο λόγος
αυθεντίας δεν είναι τίποτε άλλο από την παραδειγματική μορφή των
εκδηλώσεων αυτών,που οφείλουν την ειδική αποτελεσματικότητά τους στο
γεγονός ότι φαίνεται να περικλείουν μέσα τους την πηγή μιας
εξουσίας,η οποία στην πραγματικότητα έγκειται στις θεσμικές συνθήκες της
παραγωγής και της δεξίωσής τους.Ο ειδικός χαρακτήρας του λόγου αυθεντίας(καθηγητική παράδοση,κήρυγμα κλπ)έγκειται στο γεγονός ότι δεν
αρκεί να είναι κατανοητός(μπορεί μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις να
μην είναι,χωρίς να χάνει τη δύναμή του),και ότι ασκεί την προσίδια
ενέργειά του μόνο υπό τον όρο να αναγνωρίζεται ως τέτοιος.H
αναγνώριση αυτή-που συνοδεύεται ή όχι από την κατανόηση-απονέμεται,ως
αυτονόητη,μόνο υπό ορισμένες προυποθέσεις,εκείνες που προσδιορίζουν τη
νόμιμη χρήση:ο λόγος αυθεντίας πρέπει να εκφωνείται από το πρόσωπο που νομιμοποιείται να τον εκφωνεί,τον κάτοχο του σκήπτρου,τον
οποίο όλοι αναγνωρίζουν και αναγνωρίζουν ως νομικά ικανό και επιδέξιο
να παραγάγει αυτή την ιδιαίτερη τάξη λόγου-ιερέα,καθηγητή,ποιητή κ.ά,Πρέπει να εκφωνείται στο πλαίσιο μιας νόμιμης κατάστασης,δηλαδή μπροστά στους νόμιμους αποδέκτες(δεν μπορούμε να διαβάσουμε ντανταιστική ποίηση στο υπουργικό συμβούλιο),πρέπει τέλος να εκφωνείται κατά τους νόμιμους τύπους(συντακτικούς,φωνητικούς κλπ).Oι
προυποθέσεις τις οποίες μπορούμε να αποκαλέσουμε
ιερολειτουργικές,δηλαδή το σύνολο των προδιαγραφών που διέπουν τον τύπο
της δημόσιας εκδήλωσης αυθεντίας,όπως η εθιμοτυπία των ιερετελεστιών,ο
κώδικας των χειρονομιών και η επίσημη διάταξη των τελετουργιών,δεν
είναι,καθώς διαπιστώνουμε,παρά ένα και μόνο στοιχείο,το πλέον ορατό,ενός
συστήματος προυποθέσεων από τις οποίες οι πλέον σημαντικές,οι πλέον
αναντικατάστατες είναι εκείνες που δημιουργούν τη διάθεση για την
αναγνώριση ως παραγνώριση και πίστη,δηλαδή την εκχώρηση αυθεντίας,την
εξουσιοδότηση,που χορηγεί στον έγκυρο λόγο την αυθεντία του.
Όταν κανείς εστιάζει αποκλειστικά στις τυπικές προυποθέσεις της αποτελεσματικότητας του τελετουργικού,ξεχνάει ότι οι τελετουργικές προυποθέσεις που πρέπει να πληρωθούν προκειμένου το τελετουργικό να λειτουργήσει και το θρησκευτικό μυστήριο να έχει ισχύ και ταυτόχρονα αποτελεσματικότητα δεν αρκούν ποτέ,όσο δεν έχουν συγκεντρωθεί οι προυποθέσεις που παράγουν την αναγνώριση του τελετουργικού αυτού:η γλώσσα αυθεντίας διαφεντεύει πάντα με τη συνεργασία εκείνων τους οποίους διαφεντεύει,δηλαδή χάρη στη συνδρομή των κοινωνικών μηχανισμών που έχουν την ικανότητα να παραγάγουν αυτή τη βασισμένη στην παραγνώριση συνενοχή,από την οποία απορρέει κάθε είδους αυθεντία.Και για να μετρήσουμε την έκταση του λάθους του Ώστιν και κάθε αυστηρά τυποκρατικής(φορμαλιστικής)ανάλυσης των συμβολικών συστημάτων,αρκεί να δείξουμε ότι η γλώσσα αυθεντίας δεν είναι τίποτε άλλο από το όριο της νόμιμης γλώσσας,η αυθεντία της οποίας δεν έγκειται,όπως θέλει ο ταξικός ρατσισμός,στο σύνολο των προσωδιακών και αρθρωσιακών παραλλαγών που προσδιορίζουν τη ''διακεκριμένη'' προφορά,ούτε στην πολυπλοκότητα της σύνταξης ή του πλούτου του λεξιλογίου,δηλαδή στις ενδογενείς ιδιότητες του ίδιου του λόγου,αλλά στις κοινωνικές συνθήκες παραγωγής και αναπαραγωγής του τρόπου με τον οποίο κατανέμεται μεταξύ των τάξεων η γνώση και αναγνώριση της νόμιμης γλώσσας.
[...].Προκειμένου το τυπικό να λειτουργήσει και να φέρει αποτέλεσμα,πρέπει πρώτα απ'όλα να παρουσιαστεί και να γίνει αντιληπτό ως νόμιμο,ενώ ο ρόλος της στερεότυπης συμβολικής είναι ακριβώς να καταστήσει φανερό ότι ο δρων δεν ενεργεί εξ ονόματός του και αυτεξούσια αλλά ως εντεταμένος θεματοφύλακας.
''Πριν από δύο χρόνια,μια γριά ετοιμοθάνατη γειτόνισσά μου ζήτησε να πάω να φέρω τον παπά.Έρχεται ο παπάς,αλλά χωρίς τη μετάληψη,και μετά το ευχέλαιο τη φιλάει.΄΄Αν ζήτησα παπά τις τελευταίες μου στιγμές,δεν το ζήτησα για να με φιλήσει,αλλά για να μου φέρει τα εφόδια για την αιωνιότητα.Το φιλί αυτό είναι πατερναλισμός,δεν είναι το ιερό Λειτούργημα΄΄''.
Ο τελετουργικός συμβολισμός δεν έχει ενεργό δύναμη από μόνος του,αλλά μόνο καθόσον παριστά-με τη θεατρική έννοια του όρου-την κατ'εντολήν εκπροσώπηση:η αυστηρή τήρηση του κώδικα της ομοιόμορφης θείας λειτουργίας,ο οποίος διέπει τις χειρονομίες και τα λόγια των μυστηρίων,συνιστά την εκδήλωση και παράλληλα το αντίτιμο του πληρεξούσιου με το οποίο ο ιερέας γίνεται εκείνος που κατέχει το ''μονοπώλιο όσον αφορά το χειρισμό των αγαθών της σωτηρίας'',αντίθετα η παραίτηση από όλα τα συμβολικά κατηγορήματα της εκκλησιαστικής αυθεντίας-το ράσο,τη Λατινική,τους καθιερωμένους τόπους και αντικείμενα-εκδηλώνει τη διάρρηξη του παλαιού πληρεξούσιου το οποίο,με τη διαμεσολάβηση της Εκκλησίας ένωνε τον ιερέα με τους πιστούς:η αγανάκτηση των πιστών υπενθυμίζει ότι οι προυποθέσεις που προσδίδουν στο τελετουργικό την αποτελεσματικότητά του μπορούν να συγκεντρωθούν μόνο από ένα θεσμό ο οποίος περιβάλλεται,μέσω αυτού ακριβώς,με την εξουσία να ελέγχει το χειρισμό του τελετουργικού.Το διακύβευμα,στην κρίση της θείας λειτουργίας,είναι ολόκληρο το σύστημα των συνθηκών που πρέπει να πληρωθούν προκειμένου να λειτουργήσει ο θεσμός ο οποίος επιτρέπει και ελέγχει τη χρήση της και επίσης διασφαλίζει την ομοιομορφία της διαμέσου του χρόνου και του χώρου,διασφαλίζοντας τη συμμορφία όσων εντέλλονται να την επιτελέσουν:η κρίση της γλώσσας παραπέμπει έτσι στην κρίση των μηχανισμών που εξασφάλιζαν την παραγωγή των νόμιμων πομπών και δεκτών.Οι σκανδαλισμένοι πιστοί δεν απατώνται,όταν συνδέουν την αναρχική ποίκιλση του τελετουργικού με την κρίση του θρησκευτικού θεσμού:''Κάθε εφημέριος έχει γίνει ένας μικρός πάπας ή ένας μικρός επίσκοπος,και οι πιστοί βρίσκονται σε σύγχυση.Ορισμένοι,μπροστά σ'αυτόν το χείμαρρο αλλαγών,δεν πιστεύουν πια ότι η Εκκλησία είναι ο βράχος και ότι κατέχει την αλήθεια''.
[...].Η κρίση της θείας λειτουργίας παραπέμπει στην κρίση της ιεροσύνης(και ολόκληρου του πεδίου των κληρικών),η οποία παραπέμπει με τη σειρά της σε μια γενική κρίση της πίστης:αποκαλύπτει,μέσω ενός είδους αποσυναρμολόγησης σχεδόν πειραματικής φύσης,''τις συνθήκες επιτυχίας'' που επιτρέπουν στο σύνολο των εμπλεκόμενων δρώντων να διεκπεραιώσουν την τελετουργία με επιτυχία,και φανερώνει αναδρομικά ότι αυτή η αντικειμενική και υποκειμενική επιτυχία βασίζεται στην απόλυτη άγνοια των συνθηκών ,άγνοια η οποία,καθόσον προσδιορίζει τη δοξική σχέση με τα κοινωνικά τελετουργικά,αποτελεί την επιτακτικότερη συνθήκη της αποτελεσματικής διεκπεραίωσής τους..Προκειμένου η επιτελεστική μαγεία του τελετουργικού να λειτουργήσει πλήρως,πρέπει ο θρησκευτικός πληρεξούσιος,που είναι επιφορτισμένος με τη διεκπεραίωσή του στο όνομα της ομάδας,να ενεργεί ως ενός είδους διάμεσος ανάμεσα στην ομάδα και τον εαυτό της:η ομάδα είναι εκείνη η οποία,με το μεσολαβητή της,ασκεί στον εαυτό της τη μαγική δραστικότητα που εμπερικλείεται στο επιτελεστικό εκφώνημα.
Η συμβολική αποτελεσματικότητα των λέξεων δεν ασκείται ποτέ παρά μόνο στο μέτρο που όποιος την υφίσταται αναγνωρίζει ότι εκείνος που την ασκεί είναι δικαιοδοτημένος να την ασκεί ή,πράγμα που καταλήγει στο ίδιο,στο μέτρο που ξεχνάει και αγνοεί,υπείκοντας σ'αυτήν,ότι με την αναγνώριση που της χορηγεί έχει συντελέσει στη θεμελίωσή της.Και στηρίζεται εξ'ολοκλήρου στην πίστη που θεμελιώνει το υπούργημα,αυτό το κοινωνικό πλάσμα,και που είναι πολύ βαθύτερη από τα πιστεύω και τα μυστήρια τα οποία ο λειτουργός επαγγέλεται και εγγυάται:(η καθαρά θρησκευτική τελετουργία είναι απλώς μια ιδιαίτερη περίπτωση όλων των κοινωνικών τελετουργικών,η μαγεία των οποίων δεν έγκειται στους λόγους και στα περιεχόμενα συνείδησης που τους συνοδεύουν αλλά στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων που συγκροτούν το ίδιο το τελετουργικό,και οι οποίες το καθιστούν δυνατό και κοινωνικά τελεσιουργό,μεταξύ άλλων στις παραστάσεις και πεποιθήσεις που αυτό συνεπάγεται):γι'άυτό η κρίση της θρησκευτικής γλώσσας και της επιτελεστικής δραστικότητάς της δεν περιορίζεται στην κατάρρευση ενός σύμπαντος παραστάσεων,όπως πιστεύεται συχνά.Συνοδεύει τον καταποντισμό ενός ολόκληρου κόσμου κοινωνικών σχέσεων,συστατικός παράγοντας του οποίου ήταν ακριβώς αυτή η γλώσσα.
Όταν κανείς εστιάζει αποκλειστικά στις τυπικές προυποθέσεις της αποτελεσματικότητας του τελετουργικού,ξεχνάει ότι οι τελετουργικές προυποθέσεις που πρέπει να πληρωθούν προκειμένου το τελετουργικό να λειτουργήσει και το θρησκευτικό μυστήριο να έχει ισχύ και ταυτόχρονα αποτελεσματικότητα δεν αρκούν ποτέ,όσο δεν έχουν συγκεντρωθεί οι προυποθέσεις που παράγουν την αναγνώριση του τελετουργικού αυτού:η γλώσσα αυθεντίας διαφεντεύει πάντα με τη συνεργασία εκείνων τους οποίους διαφεντεύει,δηλαδή χάρη στη συνδρομή των κοινωνικών μηχανισμών που έχουν την ικανότητα να παραγάγουν αυτή τη βασισμένη στην παραγνώριση συνενοχή,από την οποία απορρέει κάθε είδους αυθεντία.Και για να μετρήσουμε την έκταση του λάθους του Ώστιν και κάθε αυστηρά τυποκρατικής(φορμαλιστικής)ανάλυσης των συμβολικών συστημάτων,αρκεί να δείξουμε ότι η γλώσσα αυθεντίας δεν είναι τίποτε άλλο από το όριο της νόμιμης γλώσσας,η αυθεντία της οποίας δεν έγκειται,όπως θέλει ο ταξικός ρατσισμός,στο σύνολο των προσωδιακών και αρθρωσιακών παραλλαγών που προσδιορίζουν τη ''διακεκριμένη'' προφορά,ούτε στην πολυπλοκότητα της σύνταξης ή του πλούτου του λεξιλογίου,δηλαδή στις ενδογενείς ιδιότητες του ίδιου του λόγου,αλλά στις κοινωνικές συνθήκες παραγωγής και αναπαραγωγής του τρόπου με τον οποίο κατανέμεται μεταξύ των τάξεων η γνώση και αναγνώριση της νόμιμης γλώσσας.
[...].Προκειμένου το τυπικό να λειτουργήσει και να φέρει αποτέλεσμα,πρέπει πρώτα απ'όλα να παρουσιαστεί και να γίνει αντιληπτό ως νόμιμο,ενώ ο ρόλος της στερεότυπης συμβολικής είναι ακριβώς να καταστήσει φανερό ότι ο δρων δεν ενεργεί εξ ονόματός του και αυτεξούσια αλλά ως εντεταμένος θεματοφύλακας.
''Πριν από δύο χρόνια,μια γριά ετοιμοθάνατη γειτόνισσά μου ζήτησε να πάω να φέρω τον παπά.Έρχεται ο παπάς,αλλά χωρίς τη μετάληψη,και μετά το ευχέλαιο τη φιλάει.΄΄Αν ζήτησα παπά τις τελευταίες μου στιγμές,δεν το ζήτησα για να με φιλήσει,αλλά για να μου φέρει τα εφόδια για την αιωνιότητα.Το φιλί αυτό είναι πατερναλισμός,δεν είναι το ιερό Λειτούργημα΄΄''.
Ο τελετουργικός συμβολισμός δεν έχει ενεργό δύναμη από μόνος του,αλλά μόνο καθόσον παριστά-με τη θεατρική έννοια του όρου-την κατ'εντολήν εκπροσώπηση:η αυστηρή τήρηση του κώδικα της ομοιόμορφης θείας λειτουργίας,ο οποίος διέπει τις χειρονομίες και τα λόγια των μυστηρίων,συνιστά την εκδήλωση και παράλληλα το αντίτιμο του πληρεξούσιου με το οποίο ο ιερέας γίνεται εκείνος που κατέχει το ''μονοπώλιο όσον αφορά το χειρισμό των αγαθών της σωτηρίας'',αντίθετα η παραίτηση από όλα τα συμβολικά κατηγορήματα της εκκλησιαστικής αυθεντίας-το ράσο,τη Λατινική,τους καθιερωμένους τόπους και αντικείμενα-εκδηλώνει τη διάρρηξη του παλαιού πληρεξούσιου το οποίο,με τη διαμεσολάβηση της Εκκλησίας ένωνε τον ιερέα με τους πιστούς:η αγανάκτηση των πιστών υπενθυμίζει ότι οι προυποθέσεις που προσδίδουν στο τελετουργικό την αποτελεσματικότητά του μπορούν να συγκεντρωθούν μόνο από ένα θεσμό ο οποίος περιβάλλεται,μέσω αυτού ακριβώς,με την εξουσία να ελέγχει το χειρισμό του τελετουργικού.Το διακύβευμα,στην κρίση της θείας λειτουργίας,είναι ολόκληρο το σύστημα των συνθηκών που πρέπει να πληρωθούν προκειμένου να λειτουργήσει ο θεσμός ο οποίος επιτρέπει και ελέγχει τη χρήση της και επίσης διασφαλίζει την ομοιομορφία της διαμέσου του χρόνου και του χώρου,διασφαλίζοντας τη συμμορφία όσων εντέλλονται να την επιτελέσουν:η κρίση της γλώσσας παραπέμπει έτσι στην κρίση των μηχανισμών που εξασφάλιζαν την παραγωγή των νόμιμων πομπών και δεκτών.Οι σκανδαλισμένοι πιστοί δεν απατώνται,όταν συνδέουν την αναρχική ποίκιλση του τελετουργικού με την κρίση του θρησκευτικού θεσμού:''Κάθε εφημέριος έχει γίνει ένας μικρός πάπας ή ένας μικρός επίσκοπος,και οι πιστοί βρίσκονται σε σύγχυση.Ορισμένοι,μπροστά σ'αυτόν το χείμαρρο αλλαγών,δεν πιστεύουν πια ότι η Εκκλησία είναι ο βράχος και ότι κατέχει την αλήθεια''.
[...].Η κρίση της θείας λειτουργίας παραπέμπει στην κρίση της ιεροσύνης(και ολόκληρου του πεδίου των κληρικών),η οποία παραπέμπει με τη σειρά της σε μια γενική κρίση της πίστης:αποκαλύπτει,μέσω ενός είδους αποσυναρμολόγησης σχεδόν πειραματικής φύσης,''τις συνθήκες επιτυχίας'' που επιτρέπουν στο σύνολο των εμπλεκόμενων δρώντων να διεκπεραιώσουν την τελετουργία με επιτυχία,και φανερώνει αναδρομικά ότι αυτή η αντικειμενική και υποκειμενική επιτυχία βασίζεται στην απόλυτη άγνοια των συνθηκών ,άγνοια η οποία,καθόσον προσδιορίζει τη δοξική σχέση με τα κοινωνικά τελετουργικά,αποτελεί την επιτακτικότερη συνθήκη της αποτελεσματικής διεκπεραίωσής τους..Προκειμένου η επιτελεστική μαγεία του τελετουργικού να λειτουργήσει πλήρως,πρέπει ο θρησκευτικός πληρεξούσιος,που είναι επιφορτισμένος με τη διεκπεραίωσή του στο όνομα της ομάδας,να ενεργεί ως ενός είδους διάμεσος ανάμεσα στην ομάδα και τον εαυτό της:η ομάδα είναι εκείνη η οποία,με το μεσολαβητή της,ασκεί στον εαυτό της τη μαγική δραστικότητα που εμπερικλείεται στο επιτελεστικό εκφώνημα.
Η συμβολική αποτελεσματικότητα των λέξεων δεν ασκείται ποτέ παρά μόνο στο μέτρο που όποιος την υφίσταται αναγνωρίζει ότι εκείνος που την ασκεί είναι δικαιοδοτημένος να την ασκεί ή,πράγμα που καταλήγει στο ίδιο,στο μέτρο που ξεχνάει και αγνοεί,υπείκοντας σ'αυτήν,ότι με την αναγνώριση που της χορηγεί έχει συντελέσει στη θεμελίωσή της.Και στηρίζεται εξ'ολοκλήρου στην πίστη που θεμελιώνει το υπούργημα,αυτό το κοινωνικό πλάσμα,και που είναι πολύ βαθύτερη από τα πιστεύω και τα μυστήρια τα οποία ο λειτουργός επαγγέλεται και εγγυάται:(η καθαρά θρησκευτική τελετουργία είναι απλώς μια ιδιαίτερη περίπτωση όλων των κοινωνικών τελετουργικών,η μαγεία των οποίων δεν έγκειται στους λόγους και στα περιεχόμενα συνείδησης που τους συνοδεύουν αλλά στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων που συγκροτούν το ίδιο το τελετουργικό,και οι οποίες το καθιστούν δυνατό και κοινωνικά τελεσιουργό,μεταξύ άλλων στις παραστάσεις και πεποιθήσεις που αυτό συνεπάγεται):γι'άυτό η κρίση της θρησκευτικής γλώσσας και της επιτελεστικής δραστικότητάς της δεν περιορίζεται στην κατάρρευση ενός σύμπαντος παραστάσεων,όπως πιστεύεται συχνά.Συνοδεύει τον καταποντισμό ενός ολόκληρου κόσμου κοινωνικών σχέσεων,συστατικός παράγοντας του οποίου ήταν ακριβώς αυτή η γλώσσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου